Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Το πάθος της βλασφημίας

Εσταυρ. και ο βλάσφ.ιστ

 

Άγαπητά μου παιδιά,

Σήμερα θά μιλήσουμε γιά τό έπάρατον πάθος τής βλασφημίας.

Είναι κάτι πολύ φοβερό. Ή γή μας σηκώνει ένα άσήκωτο βάρος βλασφημίας άπό τούς υίούς τών άνθρώπων. Βογγάει ή γή άπό τό έγκλημα αύτό. Τό βλέπουμε στήν πράξη. Δέν ξέρω πόσο είναι τό ποσοστό, κυρίως βέβαια τών άνδρών, πού προφέρουν τις φοβερές βλασφημίες έναντίον Έκείνου, πού κρατά τό σύμπαν μέ τό νεύμα Του.

Εγκληματούν κάθε στιγμή. “Αν θά ρίξουμε μιά ματιά μέ τήν φαντασία μας στό πλήθος τών άνθρώπων, θά μπορέσουμε να ύπολογίσουμε σέ κάθε στιγμή χρόνου, πόσες τρομερές βλασφημίες έκτοξεύονται πρός τόν ούρανό και συναντούν ή μάλλον πληγώνουν τήν καρδιά Έκείνου, που σταυρώθηκε για αύτούς.

Έχουμε καί τό άπειρον πλήθος τών δαιμόνων, πού βλασφημούν άπεριόριστα καί άσίγαστα. Ή ζωή τους, ή ύπαρξης τους, τό νόημα τής ύπάρξεώς τους, δέν είναι τίποτε άλλο δέν έχουν κανένα άλλο σκοπό νά ζουν, παρά μόνον τό πώς νά κατεβάζουν τόν Θεό κάτω άπό τά πόδια τους. Δισεκατομμύρια δαίμονες βλασφημούν άπεριόριστα ακλουθούν οί άνθρωποι πίσω άπ’ αυτούς, πού συνεχίζουν και συμπληρώνουν τό έργον τών δαιμόνων. Κι έτσι ό καλός μας Χριστός βρίσκεται άνα πασαν στιγμήν Εσταυρωμένος άπό τά πλάσματά Του.

Οί Εβραίοι μία φορά Τόν σταύρωσαν. Ένω εμείς οί Χριστιανοί, οί Όρθόδοξοι, οί λυτρωθέντες άπό τήν αιώνιο καταδίκη μέ τό Πανάγιον Αίμά Του, εμείς Τόν ξανασταυρώνουμε, Τόν ξαναπληγώνουμε, Του ξαναβάζουμε τό άκάνθινο στεφάνι στήν Άχραντον Κεφαλήν Του και Του προξενούμε τόσον πόνο-περισσότερο και άπό τόν πόνο τών Ίουδαίων, οί όποιοι δέν Τόν πίστευαν. Έμεις Τόν πιστεύουμε, έχουμε λουσθεί στό Ίερόν Βάπτισμα, Τόν κοινωνούμε, και μετά Τόν βλασφημούμε. Αύτό μπορώ νά πώ οτι ειναι τό μεγαλύτερο άμάρτημα και έγκλημα άπό όλα τά άμαρτήματα και έγκλήματα, πού μπορεί νά διαπράξη ό άνθρωπος. Όσα άλλα κι άν κάνη, θά είναι ή στόν έαυτό του ή στούς άλλους. Αύτό όμως άναφέρεται κατΊ εύθεΐαν στό Χριστό μας ή στήν Παναγία μας.

Ό βλάσφημος άνθρωπος βλασφήμει, όχι γιατί του φταίει ό Θεός. Κάτι άλλο του συμβαίνει ή στήν δουλειά του ή στό σπίτι του ή στά παιδιά του ή στή γυναίκα του κ.λ.π., καί αντί νά βλασφημήση αύτά τά πρόσωπα, άθέλητα και άνεξέλεγκτα κατεβάζει τόν Θεό κάτω, καί Τόν ποδοπατεΐ μέ βλασφημίες κι άπαίσια λόγια.

Νά σκεφτούμε τήν καρδιά του Χριστού και τής Παναγίας, πόσο πολύ πληγώνονται, όταν συνεχώς άκοΰνε βλασφημίες. Παρ ολην αύτήν τήν κατάστασι ό Χριστός μας άνά πάσαν στιγμήν είναι έτοιμος, ή καρδιά Του ανοιχτή, νά δεχθη αύτόν τόν βλάσφημο, νά τόν συγχωρέση, νά τόν άγκαλιάση, νά τόν άσπασθη και νά του άνοιξη τήν Πύλη τοϋ Παραδείσου. Ή μακροθυμία του θεού δέν έχει όρια. Εμείς οί άνθρωποι άμαρτάνουμε συνεχώς, πότε μέ τό ένα άμάρτημα, πότε μέ τό άλλο και συνεχώς πικραίνουμε τόν θεό. Εύτυχώς πού ύπάρχουν έλάχιστοι άνθρωποι άκόμη, οι όποιοι Του δίνουν παρηγορία” «κα’ι έπί τοΐς δούλοις αύτοϋ παρακληθήσεται» (Δευτερ. 32,36).

Καΐ ή Παναγία μας πολύ πικραίνεται μ’ αύτό τό συνεχές άμάρτημα! Θά σάς πώ το έξης : 01 Άγιοι Πατέρες τής Έκκλησίας μας θέλοντας νά στολίσουν τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, άλλά και νά προσφέρουν ιδιαιτερη τιμή και δόξα και λατρεία στήν Μεγάλη μας Μητέρα, τήν Παναγία μας, κανόνισαν ώστε ό Άκάθιστος “Υμνος μέ τά άμέτρητα «Χαΐρε» πρός Αύτήν, νά ψάλλεται κάθε Παρασκευή βράδυ τΐς πέντε έβδομάδες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αύτά τά «Χαίρε» τά ψάλλουμε άπό εύγνωμοσύνη στήν Παναγία μας, λέγοντάς της νά χαίρεται, διότι έφερε τήν λύτρωσι στόν κόσμο.

Μέσα ομως άπό αύτά τά πολλά «Χαΐρε» άκούγεται μία φωνή, ή όποία μας λέγει:
«Γιατί μου λέτε νά χαίρωμαι;»

-είναι ή φωνή τής Παναγίας μας.

«Πώς νά χαίρομαι, καθ’ ήν στιγμήν εσείς οί Όρθόδοξοι Χριστιανοί, πού άναγνωρίζετε όλο αύτό τό μεγαλείο τής ένανθρωπήσεως τοΰ Υϊοΰ μου, φθάνετε στό σημείο νά σταυρώνετε τό Παιδί Μου!
Νά Τόν βλασφημάτε, νά άσεβήτε ποικιλοτρόπως και συγχρόνως νά μου λέτε νά χαίρω!
Διορθώστε τήν ζωή σας καί θά χαίρομαι: και τότε θά δέχωμαι τούς ύμνους και τά «Χαΐρε» μέ όλη τήν καρδιά Μου άρκεΐ έσεΐς νά άλλάξετε τρόπον ζωης. Άκούγετω συνεχώς ή βλασφημία σας κατά του Παιδιού Μου. Γιατί τό κάνετε αύτό;

Έπειδή σταυρώθηκε γιά σας; Έπειδή έχυσε τό Πανάγιον Αΐμα Του πάνω στόν Σταυρό; Έπειδή έμαστιγώθη, έφραγγελώθη, έστεφανώθη μέ τό άκάνθινο στεφάνι κατά τό μεγάλο μαρτύριο τής Σταυρώσεώς Του;

Έπειδή σάς δίνει τήν Σάρκα και τό Αίμα Του είς ζωήν αιώνιον, εσείς βλαστημείτε άσεβώς καϊ άσυστόλως και συνεχώς και άψειδώς τό Ονομά Του τό Πανάγιον, κάι μετά μου λέτε νά χαίρω; Άποκλείεται. Μόνον άν άλλάξετε, τότε κι έγώ θά χαίρωμαι σάν Μητέρα σας πρός τέκνα πραγματικά».

 

Τό εγκλημα τών έγκλημάτων είναι ή βλασφημία
“Ενας άνθρωπος ήρθε στό Όρος 60άρης, έπιστήμων καί λέει: «Πάτερ, ξέρεις, βλαστημάω, Πήγα καί πέρισυ και στόν πάτερ τάδε, και συνέχισα και πάλι, ξέρω ότι είναι κακό».

«Δέν ξέρεις πόσο κακό είναι», τou λέω. Και άρχίζω καί του κάνω μιά άνάλυση τής βλασφημίας, τί τρομερό εγκλημα είναι. Ή καρδιά σου δουλεύει σάν τό ρολόι, τοϋ λέω, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ’ αν θά στή σταματήσει ό Θεός τήν καρδιά; Έάν άποφασίσει έν τη δικαιοσύνη Του; Σέ άνέχεται τώρα καί σέ φυλάει. Άν αύριο στή σταματήσει τήν καρδιά σου καί φύγεις άπό τή ζωή; Θά Τόν δεις Κριτή! Θά στρέψεις στήν Παναγία νά ζητήσεις βοήθεια’ μά καί τήν Παναγία δέν τήν αφησες ήσυχη. Καί αύτή τήν βλαστήμησες!

Άπό ποιόν θά ζητήσεις βοήθεια; Θά βρεθείς μετωπικά μέ τόν Θεό τόν ύβριζόμενον, τόν ύβρισθέντα άπό σένα σ’ όλη τή ζωή σου! Τί έλεος;

“Ηδη θά έχεις πάρει τήν απόφαση άπό τή συνείδησή σου’ ή συνείδησή σου θά σ’ εχει άποφασίσει’ δέν χρειάζεται νά δεις τόν δικαστή καθόλου. Ειναι ή συνείδησις ό δικαστής! Έπομένως, τώρα άνθρωπέ μου τί θά κάνεις; Νά, πές ότι κοιμήθηκες. Καί αύτή τή στιγμή σου σταματάει τήν καρδιά καί σύ δέν ξυπνάς. Ποϋ θά πας;

‘Ύστερα σου φταΐει ή γυναίκα σου, σοϋ φταίει τό παιδί σου, σου φταίει το Α, το Β. Καλά, δέ μου λές, αν σ’ είχε εύεργετήσει ένας άνθρωπος γιά ένα έλάχιστο πράγμα, ή ας υποθέσουμε γιά ενα μεγάλο πραγμα, σου .. γλύτωσε τή ζωή σου, καί σου φταίει ή γύναια σου ας πούμε και to παιδί σου, είναι ποτέ δυνατόν νά φανταστεΐς δτι έσύ θά βρίσεις αυτόν τόν’εύεργέτη;

«Όχι», μου λέει.

Και τί εϊν’ αύτός πού σου γλύτωσε τή ζωή τή σωματική σου, τήν κατά κόσμον ζωή, μ’ εκείνον πού σε γλίτωσε άπό τήν αίώνιο κόλαση, πού σ’ εκανε ανθρωπο; Αύτό τό είναι σου είναι άπ’ αύτά τά χέρια τοϋ Θεοΰ, άπό τό Θεό είναι καί συνέχεια Τόν βλαστημας, μά καί τόσες άλλες απειράριθμες αμαρτίες κάνεις. Είναι στό χέρι του Θεοί να σου κόψει τη ζωή,’νά σέ δικάσει καί νά σέ μπάσει στήν κόλαση. Τι θά κάνεις;

Πες οτι παίζουν τά παιδάκια σου έξω καί σύ κάθεσαι καί τά κοιτας καί γιά μιά στιγμή μεταξύ τους τσακώνονται καΐ άρχίζουν νά σέ βρίζουν έσένα. Ό πατέρας μου, ό μπήξας, ό δήξας. Τί θάκαμες; Θά τοχες σκοτώσει στο ξύλο! Καί είσαι και άνθρωπος και αμαρτωλός και γήινος και για μια στιγμή λες: «Δεν είναι σωστό αύτό πού μου εκαναν».

Καί πράγματι δεν είναι σωστό αυτό πού κάνουν, να βρίσουν εσένα τόν πατέρα τους κ.λπ. μετά άπό τόση λατρεία πού τά εχεις μέσα σ* ενα παιχνίδι τους. Και αυτή ή ζωή ένα παιχνίδι είναι έδώ κάτω, του λέω. Καί σου φταίει ό άλφα καί βήτα καί φτάνεις έσύ νά βλαστημάς τόν Ουράνιο Πατέρα σου; Τήν Ούράνια Μητέρα σου; Ποιά είναι ή Παναγία; Μά ποιός μάς κρατάει άπό τήν όργή τοΰ Θε-οΰ; Δέν μας κρατάει ή Παναγία; Καί σύν Τήν βρίζεις;

Ήρθε ό καημένος τήν έπόμενη χρονια καί μου λέει: «Πάτερ, δέν ξαναβλαστήμησα». Όταν ενας γεωργός όργώσει τό χωράφι καί τό σπείρει και μετά αρχίσει καί βλέπει καρπό, δέν χαίρεται γιά τόν καρπό;

“Ετσι είναι καί ενας πνευματικός, όταν δει ας πούμε, οτι ή προσπάθεια ή μικρή, τό δίλεπτο τής χήρας έφερε εναν καρπό στόν Θεό, γιά τή δόξα του Θεού, γιατί σταμάτησε νά βρίζει τόν Θεό. Ό διάβολος τόν εβαζε καί τόν εβριζε τόν Θεό συνέχεια και γιά μιά στιγμή σταματάει νά βρί-ζει τόν Θεό. Αυτό είναι μεγάλο πραγμα, γιά νά σωθεί αύτός ό ανθρωπος! Και αμα σταματήσει νά βρίζει τόν Θεό, θα’ρθεϊ και ή εύλογία του Θεοί.

Δέν μπορεΐ νά καταλάβει κανείς ότι το έγκλημα των εγκλημάτων είναι ή βλασφημία. Ό διάβολος τον βάζει να βλαστημάει τον Θεό, γιατί εκείνος χει ανοιχτό πόλεμο. Πάει, τέρμα, λέει, τα βαλα μέ τόν Θεό, είναι ό έχθρός. Εσύ δέν τό λές αύτό. Έσύ λές πώς άγαπάς τόν Θεό. Μά έγώ τόν Χριστό τόν άγαπάω. Τότε, πώς καί Τόν βρίζεις;

Μα του λέω, άνθρωπέ μου, τώρα, αν σε δει ένας άπιστος άνθρωπος, ότι εσύ βλαστημάς τον Θεό σου, θα πει αυτός: «Εγώ τον Θεό μου δεν τον βλαστημάω», πού είναι είδωλο. Κατάλαβες; Καί βλέπει έσένα, πού λές οτι είναι ό άληθινός Θεός αύτός πού πιστεύεις, ένώ σου φταίει κάτι αλλο, νά χτυπας τόν Θεό. Θα σου πει αυτός ό άνθρωπος, ούτε ό τρελός δέν τό κάνει, ουτε ό λογικός δέν τό κάνει’ είναι όξύμωρο σχήμα’ είναι ένα τέρας, έξωφυσικός ό βλάσφημος ανθρωπος.

Έφ’ οσον βλαστημάει τόν Θεό του, τή στιγμή πού του φταίει κάποιος αλλος, είναι τέρας ό ανθρωπος. Καί μέσα σ’ αΰτή τήν κατάσταση τοϋ τέρατος, έρχεται ό Θεός γιά μιά στιγμή νά του πεϊ: «Παιδί μου, ολα σου τα συγχωρώ. Με βλαστήμησες, με ποδοπάτησες, με έκανες, με έφτιαξες, στα συγχωρώ όλα, πέρνα μέσα. Μόνο πες μου ότι τα έκανες’ μια αναγνώριση των σφαλμάτων σου, είναι δύσκολο να την κάνεις; Πάνε και πες την αλήθεια ότι τάχεις κάνει’ εκείνο πού εχεις κάνει, όμολόγησέ το»! Καί απαξ καί τό όμολογήσει ό άνθρωπος, έλύθη ό γόρδιος δεσμός. Τό χρέος στή λήθη, έσβησε. Πέρασε μεσα!

Νά βλέπεις τώρα μέσα στή Βασιλεία του Θεού να είναι δισεκατομμύρια βλάσφημοι! Καί λές, όλοι αύτοί είναι συγχωρημένοι; Μεγαλεία του Θεοί! Τα μεγαλεία του Θεού! Γ’ αυτό λένε και οι Πατέρες: Μη φοβηθείς τον Θεό με τις απειλές Του, άλλα να Τον φοβηθείς από την αγάπη Του! Όταν προσβάλλεις την αγάπη Του και δεν την λογαριάζεις. Διότι συνεχίζοντας την ζωή σου συσσωρεύεις οργών, εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως Θεου!

“Ύστερα τελείωσε! Να, λέει σε σένα ό Θεός: «Σ’ αγαπούσα, σε συγχωρούσα, σε ανεχόμουν, σε έτρεφα, σου δινα τά άγαθά καί σύ συνέχιζες νά μέ βλαστημας! Τώρα τί να σου κάνω; Σε περίμενα, σε περίμενα, σου δωσα εύκαιρίες, σοϋδωσα εύκαιρίες καί δέν τίς έπιασες τίς ευκαιρίες! Τί περίμενες; Να βγει ή ψυχή σου;»….

Ύπάρχονν πολλοί πού έχουν νεκρώσει τήν συνείδησίν των.

Δεν πιστεύεις ότι πολλοί άπό τήν στιγμήν πού άπεμακρύνθησαν τήν έξετέλεσαν ίνα μη τούς ενοχλεί πλέον;
Από πότε έχεις να πας εις την Εκκλησία; (30 χρόνια μου είπες). Από πότε έχεις να εξομολογηθείς; (από 20 ετών πού επήγες στρατιώτης μου είπες).

Από πότε έχεις να κοινωνήσεις αξίως, δηλαδή εν μετανοία καί έξομολογήσει; απo τά μαθητικά σου χρόνια μοΰ είπες). Έρωτώ λοιπόν, ζη ή συνείδησίς σου ή είναν νεκρά; Άσφαλως είναι νεκρά. Διότι πώς είναι δυνατόν να σου λέγει, ότι είσαι έν τάξει, καθ’ ήν στιγμήν είσαι έν άταξία; Πώς είναι δυνατόν νά σου μιλα γιά Παράδεισον αφοί είσαι άπό τοϋδε εϊς τήν Κόλασιν, μακρυά τοϋ Χρίστου και της Εκκλησιάς του;

“Η μή-πως είσαι χριστιανός διότι κάθε Μ. Πέμπτη κοινωνείς άνεξομολόγητος, άπλώς γιά τά… χρόνια πολλά;
Μή περιμένης λοιπόν τίποτε καλόν άπό τήν νεκράν συ-νείδησίν σου. Έφόνευσες, δυστυχώς, τήν συνείδησίν σου καί ό Σατανάς έχει κλέψει τήν ψυχήν σου. “Έκαμες και επαθες ο,τι επαθε ένας ξενοδόχος, ό όποιος διότι γαύγιζέ ό σκύλος του καί τόν ανησυχούσε τήν νύκτα, τόν έφόνευσε. Άλλα οι κλεπτέ τότε εΐσήλθον μέσα, έφόνευσαν αύτόν καί έλήστευσαν τό ξενοδοχείο.

Ή συνείδησις είναι πράγματι ό «σκύλος» του Θεού διά να φυλάττει την ψυχήν μας άπό τούς κλέπτας Διαβόλους….

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
(Άπό τό βιβλιαράκι “Έστω και την ένδεκάτην του άειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου).


 

Ιωάννου του Χρυσοστόμου

 

Η βλασφημία

Τίποτα χειρότερο!

Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τη βλασφη­μία! Καμιά αμαρτία δεν συγκρίνεται μαζί της. Ούτε τίποτ’ άλλο παροργίζει τόσο το Θεό, όσο το να βλασφημείται τ’ όνομά Του. Γι’ αυτό δεν πρέπει κα­νείς ούτε ν’ αμελήσει και να παρασυρθεί ο ίδιος, μα ούτε και ν’ αδιαφορήσει, αν ακούσει το φίλο του ή τον εχθρό του να βλαστημάει. Αυτή η αμαρτία αυξάνει όλα τα κακά, ταράζει και συγχύζει όλη μας τη ζωή και στο τέλος μας ετοιμάζει ατέλειωτη κό­λαση και αφόρητη τιμωρία.
Ο άνθρωπος που ασεβεί και βλαστημάει το Θεό, που εναντιώνεται στους νόμους Του και δεν θέλει ποτέ να εγκαταλείψει την παρανοϊκή αυτή φιλονικία, μοιάζει με τον μεθυσμένο και τον τρελλό. Συμπεριφέρεται χειρότερα από εκείνους που βρί­σκονται σε κατάσταση κραιπάλης και έχουν χάσει τα λογικά τους, έστω κι αν ο ίδιος φαίνεται ότι δεν το αισθάνεται.
Η βλασφημία και η αισχρολογία, αν και γεν­νιούνται στην ψυχή, δεν μένουν όμως μέσα της αλλά μολύνουν και τη γλώσσα που τις ξεστομίζει, μολύνουν και την ακοή που τις ανέχεται. Σαν άλλα δηλητήρια φαρμακώνουν και την ψυχή και το σώ­μα.

Γιατί βλαστημάς;

Υπάρχουν μερικοί, που, μόλις κάνουν κάποιο λάθος ή ξαφνικά κάποιος τους βρίσει ή αρρωστή­σουν ή πονέσουν, αμέσως βλαστημάνε. Με τον τρόπο αυτόν όμως, ούτε το σφάλμα διορθώνουν ούτε τον υβριστή τους εκδικούνται ούτε τον πόνο της αρρώστιας τους απαλύνουν, αλλά χάνουν επι­πλέον και το πνευματικό κέρδος της υπομονής.
Πες μου, άνθρωπε, για ποιο λόγο βλαστημάς και ξεστομίζεις κακό λόγο; Μήπως θα σου γίνει ελαφρότερος ο πόνος; Αλλά κι αν ακόμα υποθέ­σουμε πως θα γινόταν ελαφρότερος, θα τολμού­σες να θυσιάσεις τη σωτηρία της ψυχής σου για να πετύχεις την παρηγοριά του σώματός σου;
Τί κάνεις, άνθρωπέ μου; Τον Σωτήρα και Ευερ­γέτη και Προστάτη και Κηδεμόνα σου βλαστημάς; Ή δεν αισθάνεσαι ότι τρέχεις προς τον γκρεμό και σπρώχνεις τον εαυτό σου στο βάραθρο της χει­ρότερης καταστροφής; Ο διάβολος τα πάντα μη­χανεύεται για να σε ρίξει σ’ αυτό το βάραθρο. Κι αν δει ότι με τον πόνο βλαστημάς, αμέσως θα σου αυξήσει τον πόνο και θα τον κάνει μεγαλύτερο, ώστε να σε φέρει σε απελπισία. Αν δει όμως ότι τον υπομένεις γενναία και ότι, όσο ο πόνος αυξά­νεται, τόσο περισσότερο ευχαριστείς το Θεό, τότε απομακρύνεται αμέσως, επειδή μάταια σε πολιορ­κεί.
Και συμβαίνει ό,τι με το σκύλο που στέκεται δίπλα στο τραπέζι: Αν αυτός δει τον άνθρωπο που τρώει να του ρίχνει κάτι απ’ αυτά που είναι πάνω στο τραπέζι, μένει εκεί συνέχεια. Αν όμως σταθεί κοντά μια και δυο φορές χωρίς να πάρει τίποτε, απομακρύνεται πλέον, αφού θά ‘ναι ανώφελο να περιμένει.
Έτσι και ο διάβολος· έχει συνεχώς ανοιχτό το στόμα του σ’ εμάς. Αν του ρίξεις, όπως ακριβώς στο σκύλο, ένα λόγο βλάσφημο, αφού τον πάρει, πάλι θα επιτεθεί. Αν όμως επιμείνεις να ευχαρι­στείς το Θεό, τον αφάνισες στην πείνα και τον ανάγκασες αμέσως ν’ απομακρυνθεί.

Η ευχαριστία ως αντίδοτο

Αντί λοιπόν να βλαστημάς στις δύσκολες στιγ­μές, να ευχαριστείς. Αντί να πέφτεις στην απελπι­σία, να δοξολογείς. Άνοιξε την καρδιά σου στον Κύριο, φώναζε δυνατά προσευχόμενος, φώναζε δυ­νατά δοξολογώντας το Θεό. Έτσι και η συμφορά σου ανακουφίζεται, επειδή ο διάβολος φεύγει μα­κριά με την ευχαριστία, και η βοήθεια του Θεού έρχεται κοντά σου και σε προστατεύει.
Αν βλαστημήσεις, και τη συμμαχία του Θεού θα χάσεις και το διάβολο θα κάνεις αγριότερο ενα­ντίον σου, αλλά και τον εαυτό σου χειρότερα θα βλάψεις.
Κανένα αγαθό δεν είναι ίσο με την ευχαριστία, όπως ακριβώς και τίποτε δεν είναι χειρότερο από τη βλασφημία. Η ευχαριστία είναι μεγάλος θησαυ­ρός, μεγάλος πλούτος, ακατάβλητο αγαθό, δυνα­τό όπλο. Αντίθετα, η βλασφημία το κακό το κάνει χειρότερο και μας στερεί ακόμα περισσότερα απ’ αυτά που χάσαμε.
Έχασες χρήματα; Αν ευχαριστήσεις το Θεό, ωφέλησες την ψυχή σου και απόκτησες μεγαλύ­τερο πλούτο, επειδή κέρδισες την εύνοια του Κυρί­ου. Αν όμως βλαστημήσεις, εκτός από τα πράγ­ματα που έχασες, χάνεις και τη σωτηρία σου. Έτσι, κι εκείνα δεν ξαναβρίσκεις και την ψυχή σου καταστρέφεις.
“Αλλά να”, θα μου δικαιολογηθείς, “παρασύρο­μαι στις δύσκολες περιστάσεις και χάνω τον έλεγχο”.
Όχι, δεν φταίνε γι’ αυτό οι περιστάσεις, αλλά η δική σου αδιαφορία.
Μα μήπως φταίει τάχα η φτώχεια;
Ούτε η φτώχεια είναι η αιτία των βλασφημιών. Γιατί τότε έπρεπε όλοι οι φτωχοί να βλαστημάνε. Βλέπουμε όμως πολλούς, που ζουν με ανέχεια και υπερβολικές στερήσεις, συνεχώς να ευχαριστούν, ενώ άλλους, αν και απολαμβάνουν τον πλούτο και την τρυφή, να μην παύουν να βρίζουν και να βλαστημάνε.
Ας μη λέμε λοιπόν ότι μας αναγκάζουν να βλαστημάμε η φτώχεια και η αρρώστια και οι δύ­σκολες περιστάσεις. Όχι η φτώχεια, μα η ανοη­σία· όχι η αρρώστια, μα η καταφρόνηση του Θεού· όχι οι απανωτές συμφορές, μα η έλλειψη ευλάβει­ας οδηγούν και στη βλασφημία και σε κάθε κακία εκείνους που δεν προσέχουν.

Το παράδειγμα του Ιώβ

Απόδειξη για όλ’ αυτά είναι ο μακάριος Ιώβ, ο οποίος, ενώ βρισκόταν σε μεγάλη εξαθλίωση, όχι μόνο δεν βλαστήμησε, αλλά δοξολογούσε το Θεό και έλεγε: «Ο Κύριος μου έδωσε τα αγαθά, ο Κύριος μου τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου στους αιώνες» (Ιώβ 1:21).
Όταν λοιπόν ο διάβολος νόμισε ότι νίκησε τον Ιώβ, τότε κίνησε να φύγει ντροπιασμένος, χωρίς να πει λέξη.
“Στάσου, διάβολε! Γιατί φεύγεις; Δεν έγιναν όλα όσα θέλησες; Δεν κατέστρεψες όλα του τα κοπά­δια; Δεν θανάτωσες τα παιδιά του; Δεν σακάτεψες και το δικό του σώμα; Γιατί λοιπόν φεύγεις;”
“Φεύγω”, λέει ο διάβολος, “γιατί έγιναν μεν όλα όσα θέλησα, εκείνο όμως που κυρίως επιθυμούσα και για το οποίο σοφίστηκα όλα τ’ άλλα, δεν το κατόρθωσα. Φεύγω, γιατί ο Ιώβ δεν βλαστήμησε. Του προκάλεσα τόσες συμφορές, για να τον κάνω να βλαστημήσει. Αφού όμως αυτό δεν το κατάφερα, τίποτα δεν κέρδισα· αντί να τον εξοντώσω, τον έκανα πιο λαμπρό και πιο ένδοξο”.
Ο Ιώβ λοιπόν επαινείται όχι επειδή έπαθε τόσα κακά, αλλά επειδή όλα τα υπέμεινε ευχαριστώντας το Θεό. Άλλος άνθρωπος παθαίνει πολύ λιγότε­ρα, και όμως βλαστημάει, αγανακτεί, καταριέται όλο τον κόσμο, οργίζεται εναντίον του Θεού… Αυ­τός ο άνθρωπος κατακρίνεται όχι γιατί έπαθε, μα επειδή βλαστήμησε. Και δεν τον ανάγκασαν οι δυ­στυχίες να βλαστημήσει, γιατί τότε θά ‘πρεπε και ο Ιώβ να βλαστημήσει. Βλαστήμησε εξαιτίας της αρ­ρωστημένης του προαιρέσεως.
Ανάλογα λοιπόν με τη δική μας διάθεση, όλα γί­νονται είτε υποφερτά είτε ανυπόφορα.

Μια κακή συνήθεια

Πολλές φορές η γλώσσα από συνήθεια ορμάει να πει άσχημο λόγο. Τότε λοιπόν, πριν ξεστομίσει τη βλασφημία, δάγκωσε την δυνατά με τα δόντια σου. Είναι προτιμότερο να τρέξει αίμα τώρα, παρά να επιθυμήσει στην άλλη ζωή μια σταγόνα νερού και να μην μπορέσει να πετύχει ούτε αυτή την πα­ρηγοριά. Είναι καλύτερα να υπομείνει τον πρό­σκαιρο πόνο τώρα, παρά να υποστεί την αιώνια τιμωρία τότε, όπως ακριβώς και η γλώσσα του πλουσίου της παραβολής, που, αν και φλεγόταν, δεν βρήκε καμιάν ανακούφιση (Λουκ. 16:24-25).
Και ποια συγγνώμη θα έχουμε ή ποιάν απολο­γία, έστω κι αν μύριες φορές προβάλουμε ως δι­καιολογία τη συνήθεια;
Λέγεται ότι κάποιος αρχαίος ρήτορας (σημ. εννοεί τον Δημοσθένη) είχε τη συνήθεια να περπατάει κουνώντας συνέχεια τον δεξιό του ώμο. Νίκησε όμως τη συνήθεια αυτή με τον εξής τρόπο: Τοποθέτησε πάνω από τους ώ­μους του ακονισμένα μαχαίρια, κι έτσι, από το φό­βο μήπως κοπεί, θεραπεύτηκε από την κακή συ­νήθεια.
Αυτόν μιμήσου κι εσύ για να δαμάσεις τη γλώσ­σα σου. Αντί όμως για μαχαίρι, βάλε από πάνω της το φόβο της τιμωρίας του Θεού, και οπωσδή­ποτε θα νικήσεις. Γιατί είναι αδύνατο να ηττηθούμε ποτέ, όταν φροντίζουμε με προσοχή και επιμέλεια να κάνουμε αυτόν τον αγώνα.

Η μεγαλοσύνη του Θεού

Ο Θεός έδωσε εντολή ν’ αγαπάς τους εχθρούς σου, κι εσύ αποστρέφεσαι το Θεό που σ’ αγαπάει; Έδωσε εντολή να λες καλά λόγια γι’ αυτούς που σε βρίζουν και να δίνεις ευχές σ’ εκείνους που σε κακολογούν, κι εσύ κακολογείς τον Ευεργέτη και Προστάτη σου χωρίς να έχεις αδικηθεί σε τίποτα; Μήπως τάχα δεν θα μπορούσε να σ’ ελευθερώσει από τη δοκιμασία για την οποία τώρα Τον βλαστημάς; Όμως δεν το έκανε, για να γίνεις πιο άξιος.
Δεν είναι άραγε παράλογο, εμείς να πιάνουμε στο στόμα μας με ασέβεια, περιφρόνηση και για το τίποτα το όνομα του Κυρίου των αγγέλων, τη στιγμή που οι ουράνιες Δυνάμεις προφέρουν το άγιο όνομά Του με τρόμο, με έκπληξη και θαυμα­σμό; «Είδα τον Κύριο», λέει ο προφήτης Ησαΐας, «να κάθεται πάνω σε θρόνο υψηλό, και τα Σεραφείμ να πετούν γύρω Του και να φωνάζουν το ένα προς το άλλο και να λένε όλα μαζί: “Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος των δυνάμεων γεμάτη είναι όλη η γη από τη δόξα Του» (Ησ. 6:1-3).
Και ενώ, αν χρειαστεί να πιάσεις το Ευαγγέλιο, πλένεις πρώτα τα χέρια σου, κι υστέρα το κρατάς με πολύ σεβασμό και ευλάβεια, δεν φρίττεις να φέρνεις άκαιρα πάνω στη γλώσσα σου τον Δε­σπότη του Ευαγγελίου και να Τον διασύρεις;
Και το Θεό, βέβαια, κανένας δεν μπορεί να τον ζημιώσει με τις προσβολές του ούτε και να τον κα­ταστήσει λαμπρότερο με τις δοξολογίες του. Ο Θεός διατηρεί πάντοτε την ίδια δόξα, που ούτε αυξάνεται με τις εξυμνήσεις ούτε λιγοστεύει με τις βλασφημίες. Στους ανθρώπους, αντίθετα, συμβαί­νει το εξής παράδοξο: Όσοι Τον δοξάζουν, απο­κομίζουν οι ίδιοι την ωφέλεια από τη δοξολογία· ενώ όσοι Τον βλαστημούν και Τον εξευτελίζουν, κα­ταστρέφουν τον εαυτό τους.
Είπε κάποιος για όσους βλαστημούν το Θεό: «Εκείνος που πετάει το λιθάρι προς τα πάνω, το ρί­χνει στο κεφάλι του» (Σοφ. Σειρ. 27:25). Εκείνος δη­λαδή που πετάει μια πέτρα προς τα πάνω, δέχεται τελικά δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του, γιατί η πέτρα δεν θα μπορέσει να διασχίσει τον ουρανό, αλλά θα επιστρέψει σ’ αυτόν που την πέταξε. Έτσι λοιπόν κι εκείνος που εκτοξεύει βλασφημίες προς τον ουρανό· το Θεό δεν θα μπορέσει να Τον βλάψει ποτέ και σε τίποτε, αφού είναι πολύ ανώ­τερος και υψηλότερος, ώστε να μη δέχεται καμιά βλάβη, με την πράξη του όμως αυτή ακονίζει το ξί­φος εναντίον της ψυχής του, δείχνοντας αχαρι­στία προς τον Ευεργέτη του.

Δίκαιη η τιμωρία

«Εκείνος», λέει η Γραφή, «που κακολογεί τον πα­τέρα του ή τη μητέρα του, να τιμωρείται με θάνα­το» (Εξ. 21:16).
Η εντολή αυτή ίσχυε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, όταν η πνευματική ηλικία της ανθρωπό­τητας ήταν βρεφική. Τί θα μπορούσαμε να πούμε τώρα γι’ αυτούς που ενώ ζουν στην εποχή της χάριτος, δεν κακολογούν τον πατέρα ή τη μητέρα τους, αλλά τον ίδιο το Θεό, που είναι ο δημιουργός και κυβερνήτης όλου του κόσμου;
Ποιά τιμωρία θα επιβληθεί σ’ αυτούς; Ποιά ανά­λογη κόλαση θα επαρκέσει για την κακία τους; Ποιός πύρινος ποταμός, ποιό ακοίμητο σκουλήκι, ποιό σκότος εξώτερο, ποιά δεσμά, ποιός βρυγμός, ποιός κλαυθμός; Όλα τα βασανιστήρια, και τα πα­ρόντα και τα μέλλοντα, δεν φτάνουν για να τιμω­ρήσουν όπως πρέπει την ψυχή που έφτασε σε τό­ση κακία.
Αλλά οι βλάσφημοι δεν αξίζουν ούτε τον ήλιο να βλέπουν. Όσοι δηλαδή βλαστημούν το Θεό, είναι ανάξιοι ν’ απολαμβάνουν τα δικά Του δημιουργήματα, τη στιγμή μάλιστα που τα ίδια τα δημιουρ­γήματα δοξάζουν και τιμούν τον Ποιητή τους. Ό­πως κι ένας γιος που βρίζει και ατιμάζει τον πατέ­ρα του, δεν είναι άξιος να υπηρετείται από τους δούλους εκείνου. Αντίθετα μάλιστα, είναι άξιος βα­ριάς τιμωρίας.
Κι αν πάλι τιμωρούνται όσοι βλαστημούν τον επίγειο βασιλιά, πόσο περισσότερο πρέπει να τι­μωρούνται όσοι βλαστημούν το Βασιλιά των αγγέλων;
“Αλλά γιατί”, θα ρωτήσει κάποιος, “μερικοί τι­μωρούνται σ’ αυτή τη ζωή και μερικοί στην άλλη”;
Πράγματι, ο Θεός άλλους τιμωρεί εδώ κι άλ­λους όχι. Τιμωρεί, δηλαδή, εδώ κάποιους βλάσφη­μους, για να σταματήσει την κακία τους και να ελαφρώσει την τιμωρία τους στη μέλλουσα ζωή ή και τελείως να τους απαλλάξει. Οι υπόλοιποι βλά­σφημοι, βλέποντας την παραδειγματική τους τι­μωρία, μπορούν να γίνουν συνετότεροι. Άλλους πάλι ο Θεός δεν τους τιμωρεί, για να ντραπούν τη μακροθυμία Του, να μετανοήσουν και να γλυτώ­σουν και την εδώ τιμωρία και την εκεί. Αν όμως επιμείνουν στην κακία τους, τότε θα υποστούν μεγαλύτερη τιμωρία για την πλήρη περιφρόνηση της ανεξικακίας του Θεού.

Ο Θεός μας υπομένει

Ας απέχουμε λοιπόν από τις κακολογίες, τις αι­σχρολογίες και τις βλασφημίες. Ας μη βλαστημάμε ούτε τον πλησίον ούτε το Θεό. Γιατί πολλοί απ’ αυτούς που κακολογούν τους συνανθρώπους τους, έφτασαν και σ’ αυτήν ακόμα την τρέλα, να υψώ­νουν τη γλώσσα τους ενάντια στον Κύριο όλης της κτίσεως…
Και παρατηρούμε να βρίζεται κάθε μέρα ο Θεός, και κανένας να μη νοιάζεται. Τί λέω κάθε μέρα; Κάθε ώρα! Από πλούσιους και φτωχούς, απ’ ό­σους ευτυχούν κι απ’ όσους θλίβονται, από κατα­τρεγμένους κι από δυνάστες… Και βρίζεται, ενώ είναι παρών και βλέπει και ακούει! Τον παροργίζουμε κάθε μέρα χωρίς να μετανοούμε, κι Εκείνος μας υπομένει με μεγάλη μακροθυμία.
Πρόσεξε με ποιο τρόπο μας μιλάει ο ίδιος ο Θε­ός όταν βρίζεται. Στην Παλαιά Διαθήκη λέει: «Λαέ μου, τί σου έκανα;» (Μιχ. 6:3). Και στην Καινή Δια­θήκη: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» (Πράξ. 9:4). Ούτε κεραυνό έριξε ούτε πρόσταξε τη θά­λασσα να ξεσηκωθεί και να καταποντίσει τους βλά­σφημους ούτε τη γη ν’ ανοίξει και να τους καταπιεί. Αλλά και τον ήλιο ανατέλλει και τη βροχή στέλνει και όλα τα χορηγεί άφθονα σ’ εκείνους που Τον βλαστημούν.
Ο Θεός ανέχεται, μακροθυμεί και είναι έτοιμος να συγχωρήσει τους βλάσφημους, αν μετανοήσουν και υποσχεθούν ότι ποτέ πια δεν θα βλαστημήσουν. Αρκεί μόνο να εξομολογηθεί κανείς το αμάρ­τημά του, και θ’ απαλλαγεί από τη θεία τιμωρία.

Πως θα διορθωθείς

Κλάψε λοιπόν, στέναξε, δώσε ελεημοσύνη, απολογήσου στο Θεό και συμφιλιώσου μαζί Του. Κα­θάρισε τη γλώσσα σου και μην Τον εξοργίζεις. Αν κάποιος με χέρια γεμάτα κοπριά έπιανε τα πόδια σου και σε παρακαλούσε, όχι μόνο δεν θά ‘θελες να τον ακούσεις, αλλά και θα τον κλωτσούσες. Πώς τώρα εσύ τολμάς να πλησιάζεις το Θεό με βρώμι­κη τη γλώσσα σου; Γιατί η γλώσσα είναι το χέρι όσων προσεύχονται και μ’ αυτήν ακουμπούν τα γόνατα του Θεού. Μην τη μολύνεις επομένως με τις βλασφημίες, για να μην πει και σ’ εσένα ο Θεός: «Αν αυξήσετε τις προσευχές σας, δεν θα σας ακούσω» (Ησ. 1:15), γιατί «από τη γλώσσα εξαρτάται η ζωή και ο θά­νατος» (Παροιμ. 18:21) και «από τα λόγια σου θα δι­καιωθείς και από τα λόγια σου θα καταδικαστείς» (Ματθ. 12:37). Φύλαγε τη γλώσσα σου περισσότε­ρο από τα μάτια σου. Η γλώσσα είναι σαν άλογο βασιλικό. Αν της βάλεις χαλινάρι και τη μάθεις να κινείται πειθαρχημένα, θα μπορέσει να καθήσει πά­νω της ο βασιλιάς. Αν όμως την αφήσεις χωρίς χα­λινάρι να γυρίζει πέρα-δώθε και να ατακτεί, τότε γίνεται όχημα του διαβόλου και των δαιμόνων.
Σκέψου πως, όταν κοινωνάς, δέχεσαι στο στό­μα σου το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και φύ­λαγε καθαρή τη γλώσσα από αισχρολογίες, βρι­σιές, βλασφημίες, επιορκίες κ.λπ. Γιατί είναι ολέθριο πράγμα, τη γλώσσα που βάφτηκε με το δεσποτι­κό Αίμα κι έγινε χρυσό μαχαίρι, εσύ να τη χρησιμοποιείς σε βλασφημίες. Σεβάσου την τιμή με την ο­ποία την τίμησε ο Θεός και μην την κατεβάσεις στην ευτέλεια της αμαρτίας.

Σήκωσε τον αδελφό σου!

Επειδή λοιπόν σας μίλησα για τη βλασφημία, θέ­λω να ζητήσω απ’ όλους σας μια χάρη: Να σω­φρονίσετε τους ανθρώπους που βλαστημούν στην πόλη σας. Ας περιορίσουμε τη μανία τους. Ας συ­νετίσουμε τη διάνοιά τους. Ας φροντίσουμε για τη σωτηρία τους. Ας σταματήσουμε την παραφρο­σύνη τους αυτή. Ας βάλουμε φραγμό στα στόμα­τά τους, ας τα κλείσουμε σαν να είναι θανατηφό­ρες πηγές κι ας τα μεταβάλουμε στο αντίθετο. Και αν χρειαστεί να πεθάνουμε για την πράξη μας αυτή, κάτι τέτοιο θα μας αποφέρει μεγάλο κέρδος. Ας μην αδιαφορούμε λοιπόν, όταν βλέπουμε να βρί­ζεται ο κοινός μας Δεσπότης. Η αδιαφορία αυτή θα φέρει μεγάλο κακό σ’ όλη την πόλη. Γιατί βαραίνει όλους μας το έγκλημα της βλασφημίας. Είναι αδίκημα δημόσιο.
Και μη μου πεις τον ψυχρό τούτο λόγο: “Τί μ’ ενδιαφέρει εμένα; Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με τον βλάσφημο”.
Μόνο με το διάβολο δεν έχουμε καμιά σχέση, ενώ με όλους τους ανθρώπους έχουμε πολλά κοι­νά. Γιατί έχουν κι αυτοί την ίδια φύση μ’ εμάς, κα­τοικούν στην ίδια γη, έχουν τον ίδιο Κύριο και προ­ορίζονται ν’ απολαύσουν τα ίδια αγαθά μ’ εμάς. Ας μη λέμε λοιπόν ότι δεν έχουμε τίποτα κοινό μα­ζί τους, γιατί αυτός είναι σατανικός λόγος και φα­νερώνει διαβολική απανθρωπιά.
Δεν είναι άραγε άτοπο, όταν δούμε στην αγορά συμπλοκή ανθρώπων, να τρέχουμε να συμφιλιώ­σουμε τους διαπληκτιζόμενους, και -γιατί ν’ ανα­φέρω ανθρώπους;- όταν δούμε κάποιο ζώο πε­σμένο, όλοι να τρέχουμε να το βοηθήσουμε να ση­κωθεί, ενώ για τους αδελφούς μας, που χάνονται, ν’ αδιαφορούμε;
Με φορτωμένο ζώο μοιάζει ο βλάσφημος, που έπεσε, γιατί δεν μπόρεσε να βαστάξει το φορτίο του θυμού του. Πλησίασε και σήκωσέ τον. Και με τα λόγια και με τα έργα. Και με επιείκεια και με αυστηρότητα. Ας είναι ποικίλο το φάρμακο της θεραπείας.
Αν έτσι φροντίζουμε για τη σωτηρία του πλη­σίον, γρήγορα και οι βλάσφημοι θα διορθωθούν και εμείς θα γίνουμε ποθητοί και αξιαγάπητοι. Και το σπουδαιότερο, θ’ αξιωθούμε όλοι ν’ απολαύσουμε τα αγαθά που μας έχουν ετοιμαστεί, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ανήκει η δόξα και η τιμή στους αιώνες των αιώ­νων.

(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.)

 


* * *

Ὁ Χριστὸς δὲ βλαστήμησε, δὲν εἶπε ποτέ κακὸ λόγο. Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ποτέ κακὸ λόγο, οἱ ἄνθρωποι βλαστημοῦν, λένε ἄ­σχη­μα λό­για. Καὶ ὁ πιὸ ἄσχημος λόγος εἶ­νε ἡ βλασφημία, ἡ βλαστήμια. Βγαίνουν ἀπὸ μέσα τους φίδια καὶ σκορπιοί, λόγια ἐλεεινά.

Τὸ κακὸ πῆρε διαστάσεις. Σὲ κάθε πόλι καὶ χωριό, παντοῦ δυστυχῶς, ἀκούγεται βλασφη­μία. Δὲν ὑπάρχει μέρος ἀπηλλαγμένο ἀπ’ αὐ­τὴ τὴν πληγή. Βλαστημοῦν κάθε ὥ­ρα· πρωί, με­σημέρι, βράδυ. Βλαστημοῦν ὅ­που βρε­θοῦν· στὸ δρόμο, στὰ κέντρα διασκε­δάσεως, στὰ αὐ­τοκίνητα, στὰ ἀεροπλάνα, στὸ σιδηρόδρομο, στοὺς στρατῶνες, στὰ δικαστή­ρια, στὰ σχολεῖα. Βλαστημοῦν ὅλοι· ἄντρες, γέρον­τες, μικρὰ παιδιά, ἀκόμα καὶ γυναῖκες. Θεέ μου, κατηραμένο ἔθνος γίναμε!

Ὁ βλάστημος πέφτει πολὺ χαμηλά. Ὅποιος βλαστη­μάει, Χριστιανὸς δὲν εἶνε· ὁ Χριστι­ανὸς βέβαια δὲ λέει τέτοια πράγματα. Ὅποιος βλαστημάει, Ἕλληνας δὲν εἶνε· οἱ Ἕλληνες ἀνέκαθεν ἐ­σέβοντο τὰ θεῖα, καὶ δὲν εἶνε κατώ­τεροι οὔ­τε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ δὲν ἀνέχονται νὰ τοὺς βλαστημήσῃς τὸν Ἀλλὰχ οὔτε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ποὺ δὲν ἀνέχονται νὰ τοὺς βλαστημήσῃς τὸν Ἰεχωβᾶ. Λοιπὸν βλα­στη­μᾷς; Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Βλαστη­μᾷς; Ἕλ­ληνας δὲν εἶσαι. Βλαστημᾷς; Οὔτε πο­λιτισμένος ἄνθρωπος εἶσαι· εἶσαι χειρότερος κι ἀπ’ τοὺς ἀγρίους τῆς ζούγκλας, ποὺ ἂν τολμήσῃς νὰ πῇς κάτι γιὰ τὸν ψεύτικο θεό τους, σὲ κάνουν κομμάτια. Βλαστημᾷς; Οὔτε λογικὸ πλάσμα εἶσαι· εἶσαι κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα. Λένε γιὰ ἕνα λιοντάρι ὅτι μέσα στὸ δάσος πάτησε ἀγκάθι καὶ πονοῦσε· κάποιος κυνηγός, μὲ φόβο, τοῦ ἀφαίρεσε τὸ ἀγ­κάθι ἀπὸ τὸ πόδι· κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ λιοντάρι τὸν ἀκολουθοῦσε σὰν ἀρνάκι. Γι’ αὐ­τὸ ὁ βλάστημος γί­νεται χειρότερος κι ἀπ’ τὰ θηρία. Ἀλλὰ τί λέω; Ὁ βλάστημος ἀποδεικνύ­εται χειρότερος κι ἀπὸ τὸ διάβολο· γιατὶ ὁ δι­άβολος ὅλα τ’ ἁμαρτήματα τὰ κάνει, δὲ βλαστημάει ὅμως· ἀκούει «Χριστὸς» καὶ τρέμει. Ὁ βλάστημος εἶνε χει­ρότερος ἀπ᾽ ὅλους. Κι αὐτὸ εἶνε τὸ κατάντημα.

Νὰ μὴ βλαστημάῃ κανείς λοιπόν. Ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ἀνεχώμεθα ἄλλους νὰ βλαστημοῦν. Σεῖς οἱ γυναῖκες, ἂν ἀκούσετε τὸν ἄντρα σας νὰ βλαστημάῃ, μὴν ἀδιαφορήσετε. Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὰ Γρεβενὰ τὴν πάντρεψαν μὲ ἕνα βλάστημο. Μετὰ τὸ γάμο τοῦ λέει· Ἄκουσε, ἄντρα, σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ σένα ἀγαπῶ τὸ Θεό. Ἂν ξαναμπῇς στὸ σπίτι καὶ βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, δὲ θὰ τὸ ἀνεχθῶ. Θύμωσες; βλαστήμησε τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ μὲ γέννησαν, καὶ θὰ σὲ συχωρέσω· ἀλλὰ νὰ βλαστημήσῃς τὸ Θεό μου – τὸ Χριστό μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ!… Παραπάνω ἀπ’ ὅλους εἶνε ὁ Θεός.

Εἶνε ντροπή μας νὰ μᾶς δίνουν μαθήματα ἄλλοι. Πῆγα σ᾽ ἕνα φυλάκιο τῶν συνόρων. Εἶχε καμμιὰ πενηνταριὰ στρατιῶτες. Τοὺς ρώ­τησα καὶ ὅλοι μοῦ εἶπαν τὸ ὄνομά τους. Λέω· ―Βλαστημᾶτε; Ἔσκυψαν τὸ κεφάλι. ―Δέ­σποτα, ὅλοι βλαστημᾶμε, συχώρεσέ μας. Ἕνας μόνο δὲ βλαστημάει μεταξύ μας· ὁ μουσουλμᾶνος ἀπὸ τὴν Ξάνθη, ποὺ ἔχουμε στὴ μονάδα… Ποῦ καταντήσαμε!

* * *

Ἂν δὲν ἀκούσουμε τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, θὰ τιμωρηθοῦμε. Ἡ βλαστήμια εἶνε ἀ­πὸ τὰ σοβαρώτερα ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ μας. Ὄχι ὅτι τ᾽ ἄλλα ἔθνη εἶνε ἅγια. Κι αὐτὰ ἔ­χουν ἁμαρτίες· ἡ ῾Ρωσία τὴν ἀθεΐα, ἡ Γαλλία τὸν ἐκ­­φυλισμό, ἡ Ἀγγλία τὴ φιλαργυρία, ἡ Γερμα­νία τὴν ὑπερηφάνεια, ἡ Ἀμερικὴ τὴ λατρεία τῆς κυριαρχίας. Ἀλλὰ κ’ ἐμεῖς ἔχουμε δυὸ μεγάλα ἁ­μαρτήματα· τὸ ἕνα εἶνε τῶν ἀντρῶν, τὸ ἄλ­λο τῶν γυναικῶν. Τὸ ἁμάρτημα τῶν γυναι­κῶν εἶνε ὅτι ἔπαυσαν νὰ γεννοῦν, καὶ τὸ ἁμάρ­τημα τῶν ἀντρῶν εἶνε ὅτι βλαστημοῦν τὸ Θεό. Αὐτὰ τὰ δυὸ ἁμαρτήματα εἶνε τὰ πιὸ μεγάλα. Καὶ πρέπει ὅλοι νὰ μετανοήσουμε γιὰ ὅλα, καὶ ἰδιαιτέρως γι’ αὐτά· καὶ οἱ γυναῖκες νὰ σταματήσουν τὶς ἐκτρώσεις ἢ ἀμβλώσεις, καὶ οἱ ἄντρες νὰ πάψουν τὴ βλασφημία.

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Καὶ εὔ­χομαι ὁ τόπος μας νὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ τὴ βλαστήμια, γιὰ νὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Γεωργίου Βεύης – Φλωρίνης 25-7-1976)


Related Posts
0 Comments

No Comment.