Τό Ἅγιο Φῶς ἐμφανίζεται μέ τήν ἐπίκληση Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως (τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων ἤ τοῦ ἀναπληρωτοῦ του). Ὁσάκις ἐπεχείρησαν νά τό ζητήσουν ἑτερόδοξοι (αἱρετικοί), Καθολικοί καί Ἀρμένιοι ἀπέτυχαν. Συγκεκριμένα τό ἔτος 1101μ.Χ., οἱ Λατίνοι τότε πού οἱ Ἅγιοι Τόποι εἶχαν περιέλθει στούς Σταυροφόρους δέν μπόρεσαν νά λάβουν τό Ἅγιο Φῶς, παρά τίς προσευχές καί τίς τελεσθεῖσες λιτανεῖες πού ἔκαμαν ἀπό τό Μεγάλο Σάββατο, μέχρι τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Τό Ἅγιο Φῶς « ἐμφανίσθηκε» ὅταν ἀπεχώρησαν αὐτοί, στούς ἐναπομείναντες Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν μέ πίστη καί ἐγέμισαν ὅλο τό Ναό. Τότε, μέ ἀλλαλαγμούς ἔτρεξαν οἱ Λατῖνοι καί το πῆραν ἀπό τούς Ἕλληνες, ταπεινωμένοι. Ἕκτοτε, ἡ τελετή τοῦ Ἁγίου Φωτός καί ἐπί τῶν Σταυροφόρων ἀκόμη, παρέμεινε ὡς καθαρά Ἑλληνική τελετή (Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, σελ. 426, 427).