“…Συχνά οι επαναστάτες γεννιούνται από το ίδιο το σύστημα που θέλουν να ανατρέψουν, ελπίζουν ότι αργά η γρήγορα θα ξεπηδήσουν, είτε από τη σημερινή αμαρτωλή Βουλή είτε από τον σημερινό αμαρτωλό Τύπο, άνδρες και γυναίκες αποφασισμένοι να γίνουν οι «μπροστάρηδες» της μεγάλης αλλαγής… ΚΑΠΟΙΟΙ θα πουν: «Κουβέντα να γίνεται, φίλε! Πάνε πια εκείνοι οι καιροί. Ο λαός δεν είναι ούτε ώριμος ούτε πρόθυμος για τέτοιες αποκοτιές. Τον βλέπεις: Μαθαίνει για τα “ντου” της Αστυνομίας στα κτίρια των τρομοκρατών και λέει: “Μπράβο, καλά τους κάνουν”. Μαθαίνει για τις επιθέσεις των τρομοκρατών στα σπίτια δημοσίων προσώπων και λέει πάλι: “Μπράβο, τους χρειαζότανε”! Ακούει και τους γουρλομάτηδες να ωρύονται στα τηλεπαράθυρα και χτυπάει παλαμάκια: “Μπράβο τους, καλά τους τα λένε!..”. Αλλά αμέσως μετά πατάει το κουμπί για να μη χάσει τη συνέχεια του “Σουλεϊμάν”!.. Τι επανάσταση να κάνει αυτός ο λαός;».
v
Έκλεψα τους παραπάνω στοχασμούς του Χρήστου Πασαλάρη, γιατί δεν μου ταίριαζε το “δανείζομαι” στις πονηρές μέρες μας το “κλέβω”, μια και το τελευταίο δεν χρειάζεται κανένα ενέχυρο, στα χρόνια που διαβαίνουν στην Έρημη Χώρα. Και μού’βαλε δουλειά να ανακατέψω ό,τι έμαθα από ό,τι διδάχθηκα και ό,τι έπαθα. Και βούτηξα στη μνήμη μου, απαίδευτος στο κολύμπι του χρόνου, γιατί στη θέση της απέραντης νύχτας, μου φύτεψαν ένα φως ψεύτικο που δε φεγγοβολάει, αλλά παίζει με σκιές και σκιάχτρα! Αυτά μου ταίριαξαν στο νού μετά το ’21, την Επανάσταση. Πάω να ταιριάξω τον Κολοκοτρώνη με την Επανάσταση, μου βγαίνει ο Κωλλέτης! Μού’ρχεται στο νού ο Καποδίστριας, ξεπροβάλλει ο Μαυρομιχάλης! Ανάκατο μυαλό. Να φταίει ο χρόνος, δεν αποκλείεται! Να συχνάζω πιότερα στις οδούς του Κωλλέτη και Μαυρομιχάλη, καθόλου απίθανο! Τσιγκλάω το μυαλό για κανα πέρασμα καμμιά φορά απ’του Καποδίστρια τις οδούς, έστω παρόδους βρέ αδερφέ, σκοτάδι στη μνήμη! Τί στο καλό έπαθα! Λες νάμαι στα ρηχά; Και να το μακροβούτι κι ό,τι βγεί, έτσι κι αλλιώς δε χάνω και τίποτα, χαμένος είμαι όπως και νάχει το πράγμα!
Τ’άχω μπερδεμμένα, συλλογιόμαι! Κάτι πιο μακρυνό, πιο απόμακρο, αχνό, τον δείχνει στην Πέλλα, στους Γέτες, στους Τριβαλλούς. Και πιο σιμά στη Χαιρώνεια, στην Κόρινθο, στην Ισσό , στα Γαυγάμηλα, στα Σούσα, στη Περσέπολη, στη Βακτριανή, στη Βαβυλώνα. Παραμύθια σού είπαν, αντηχούν τα λόγια αγνώστων, που ούτε για έλληνες φαντάζουν, ούτε Ευρωπαίοι μήτε Αφρικανοί. Αμερικάνοι, Αυστραλοί, και Καναδοί μας πιλατεύουν το μυαλό! Συστέλλω το νού για καμμιά θύμιση από καναν έλληνα, αυτούς της Ακαδημίας μας αδερφέ, μην και έχουν άλλη γνώση, μα καταχνιά κι αντάρα. Λες να κρύβονται μην τους βρουν, και τους αφαιρέσουν την τήβεννο, αν πουν αλλιώς; Λες και δεν έσκυψα ποτέ σε βιβλίο, μήτε άκουσα ποτέ για διαστροφείς!
Κι έκατσα να ξαποστάσω σε κείνον τον Μάξιμο τον Γραικό, τον Αγιορείτη, στα χρόνια της Οθωμανικής Κατοχής. Κατοχής είπα; Ξεχάστε πως δεν την είπα τη λέξη, γιατί ανάκατα μούρχονται τα λόγια.
Αυτός, λέει η τωρινή ιντελιγκέντσια, ότι πήγε να ξεσηκώσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων για να απελευθερωθούμε, και δεν είχε καλό σκοπό!
Μα τι στο καλό, 20 χρόνια ξέρω ‘γω ότι δαπάνησε στη Ρωσία για να τους μάθει Αγιορείτικη Βυζαντινή Αγιογραφία, κι έβγαλε τον Ρουμπλιώφ άξιο μαθητή του!
Δεν μπορούν να ξεριζώσουν όμως την Αλήθεια από το ψέμα, τη συμπεριφορά που ακούει στην κληρονομιά, που δεν μπορουν να μπερδέψουν την αρχοντιά από τη μιζέρια και την αγυρτεία.
Οι Ήρωες φαντάζουν στο πλήθος από την περπατησηά. Ίσια και αγέρωχα στο δρόμο. Στο λιοπύρι και στο χιονιά, η ίδια δρασκεληά. Ο ίδιος τρόπος.
Κι από την άλλη στον αντίποδα, τρέχουν οι κακόμοιροι μην τους πάρει η ματηά κάποιου, και χώνονται στις άκρες από τους τοίχους , κλωθογυρνάν το κεφάλι εδώ κι εκεί, μην απαντήσουν κάποιον που έμπλαξαν από παληά που ξέκαναν κάθε καλό.