Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια

(Μέρος 1 – Γενικά περί αγίου Κωνσταντίνου)

 

 

Εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σε εξωκκλήσι τους στο Ναύπλιο.

 

VatopaidiFriend: Με αφορμή την σημερινή εθνική γιορτή των αγίων ενδόξων ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, σας παραθέτουμε μια πολύ ωραία και κατατοπιστική απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Γεώργιου Μεταλληνού, μαζί με μερικά απαραίτητα σχόλια (με πράσινο). Σημειώνουμε ότι πολλά από τα σχόλια είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, που να μπορεί το καθένα να διαβαστεί και αυτοτελώς, ανεξάρτητα από το βασικό κείμενο της ομιλίας. Στο δημοσίευμα αυτό ανατρέπονται όλα τα ψέμματα εναντίον του μεγάλου αυτοκράτορα και αγίου. Είναι απίστευτο πόσο μίσος έχει εισπράξει ο άγιος Κωνσταντίνος. Εδώ και αιώνες τον μισούν θανάσιμα και τον συκοφαντούν συντονισμένα και συστηματικά ειδωλολάτρες (παλιοί και νέοι), εβραίοι, μασόνοι, αιρετικοί, καπιταλιστές της ασύδοτης αγοράς, αθεϊστές, ακόμα και… ιμπεριαλιστές εχθροί της Ελλάδας. Είναι η πολιτική φυσιογνωμία που βρίσκεται, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη, στο στόχαστρο σύσσωμης της Νέας Τάξης Πραγμάτων – Παγκοσμιοποίησης, διότι ενσαρκώνει το απόλυτο αντίθετο όλων των βδελυγμάτων της. Και έχει γίνει το αντικείμενο όλης αυτής της κατασυκοφάντησης όχι για άλλον λόγο, παρά για λογαριασμό του ονόματος του Χριστού.

Ο Χριστός είπε: «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν ρήμα πονηρόν καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς.» («Μακάριοι είσθε, όταν σας εμπαίξουν και σας υβρίσουν οι άνθρωποι, και σας διώξουν και, ψευδόμενοι, είπουν παντός είδους κακολογίας και κατηγορίας ενάντιον σας, επειδή πιστεύετε εις εμέ. Χαίρετε και γεμίστε από αγαλλίασιν, διότι η ανταμοιβή σας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη και ανυπολόγιστος.»)(Κατά Ματθαίον ε΄ 11-12). Και επίσης αυτό που λέει στους Ψαλμούς του Δαβίδ «ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με, και οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ’ εμέ»(«(Πάσχω δε όλα αυτά,) διότι ο φλογερός ζήλος υπέρ του ναού σου ως πυρ με έχει καταφλέξει· αι αναίσχυντοι ύβρεις, αι οποίαι εκτοξεύονται εναντίον Σου από τους ασεβείς ανθρώπους, πίπτουν όλαι βαρείαι επάνω μου.») (Ψαλμοί ξη΄ 10) εφαρμόζεται και στον άγιο Κωνσταντίνο.
Ο άγιος Κωνσταντίνος ήταν άγγελος, όχι άνθρωπος. Ήταν εκπληκτικόςκαι ως προς το πώς κυβέρνησε και καθοδήγησε την αυτοκρατορία και ως προς την προσωπική του αγιότητα. Είναι λάθος αυτό που νομίζουν και λένε πολλοί πως «ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία άγιος για τις υπηρεσίες του». Όχι! ΗΤΑΝ άγιος. Κι άλλοι ηγεμόνες έκαναν πολλά για την Εκκλησία, δεν τους έχει όμως η Εκκλησία ως αγίους.
Ο άγιος Κωνσταντίνος ήταν αυτός που έφερε την ανθρωπιά στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εκείνος έθεσε, για πρώτη φορά, τέρμα στην κρατική κτηνωδία, και αγωνίστηκε για να κάνει σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο τον κόσμο όπως τον θέλει ο Χριστός.
Για παράδειγμα:
• Απαγόρευσε τις μονομαχίες, που έως τότε ήταν η καθημερινή διασκέδαση των Ρωμαίων. <1>
• Απαγόρευσε πολύ αυστηρά την θανάτωση παιδιών από τους γονείς, καθώς και την έκθεση βρεφών για να πεθάνουν. Πρώτα αυτά ήταν επιτρεπτά. <2>
• Απαγόρευσε να θανατώνουν ή να βασανίζουν τα αφεντικά τους δούλους τους. Επίσης ενθάρρυνε και προώθησε την απελευθέρωση των δούλων. <3>
• Προστάτεψε το απαραβίαστο του ανθρωπίνου προσώπου, απαγορεύοντας το μαρκάρισμα των καταδίκων στο πρόσωπο (μέχρι τότε έτσι γινόταν). <4>
• Θέσπισε το δικαίωμα των καταδίκων να βλέπουν φως, να έχουν υγιεινό κελλί και να πηγαίνουν έναν περίπατο κάθε μέρα. <5>
• Επέβαλε να γίνονται οι δίκες και οι ανακρίσεις με δίκαιο και διαφανή τρόπο. <6>
• Προτεραιότητά του (σχεδόν… “εμμονή”!) ήταν η προστασία των πιο αδύνατων (παιδιά, γυναίκες, ορφανά, χήρες, φτωχοί, χρεοφειλέτες), και με τους ποικίλους πρωτοφανείς και πρωτοποριακούς νόμους που εξέδωσε και με τις ακατάπαυστες υλικές φιλανθρωπικές ενέργειές του που έφθαναν στο σημείο της υπερβολής. Ήταν ο πρώτος κυβερνήτης στον κόσμο που εισήγαγε την Κοινωνική Πρόνοια, και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό. <7>
• Πλήρωνε τους στρατιώτες του για κάθε εχθρό που έπιαναν και δεν τον σκότωναν, για να σώσει τις ζωές όσο το δυνατόν περισσοτέρων αιχμαλώτων. <8>
• Σταμάτησε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, αποκαθιστώντας όλους όσους είχαν ζημιωθεί κατά την διάρκειά τους (τους επιζώντες εννοείται), και θέσπισε το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας. Επιπλέον, επέβαλε την αργία της Κυριακής. <9>
Δεν είναι τυχαίο και ότι οι εχθροί του (Ιουλιανός ο Παραβάτης, Σέξτος Αυρήλιος Βίκτωρ, Ζώσιμος) τον κατηγορούσαν και για την υπερβολική γενναιοδωρία του με τις φιλανθρωπικές του «σπατάλες»! <10>
Ο δωδεκαθεϊστήςαρχαίος ιστορικός Ευτρόπιος γράφει: «Αφού τερμάτισε τον εμφύλιο πόλεμο, κατέρριψε και τους Γότθους σε διάφορες περιστάσεις, παρέχοντάς τους ειρήνη επιτέλους, και αφήνοντας στις συνειδήσεις των βαρβάρων μια δυνατή ανάμνηση της καλοσύνης του… Ο θάνατος του Κωνσταντίνου προβλέφθηκε από ένα αστέρι με μια ουρά, η οποία έλαμψε για πολύ, εξαιρετικού μεγέθους, που οι Έλληνες αποκαλούν κομήτη. Εγγράφτηκε επάξια μεταξύ των θεών.» (Historiae Romanae Breviarium ab urbe condita Χ, 7-8). Και είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ επαινεί τον άγιο Κωνσταντίνο, μιλάει άσχημα για τους γιους του που τον διαδέχτηκαν (Χ, 9). Άρα δεν ήταν κόλακας.
Έμεινε στη συνείδηση όλου του λαού ως πραγματικά «Μέγας», ενώ, για όσους ήταν Χριστιανοί, καιως άγιος. Οι μόνοι που τον μισούσαν και είχαν, αναγκαστικά, κάτι να πουν εναντίον του, ήταν οι άρρωστοι νοσταλγοί του απάνθρωπου ειδωλολατρικού status quo, που επιτέλους εκείνος ανέτρεψε, και γενικότερα οι πολέμιοι της Εκκλησίας και του θαυμάσιου ρωμαίικου κοινωνικού, οικονομικού, πολιτιστικού κλπ μοντέλου.
Ο άγιος Κωνσταντίνος ήταν «ο εν βασιλεύσιν απόστολος», όπως τον χαρακτηρίζει και ένα τροπάριο της εορτής του. Είναι το τελειότερο πρότυπο ηγεμόνα και μεγάλος δάσκαλος για όλες τις εποχές.
* * *
Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός ξεσκεπάζει μια Δυτικόφερτη συνωμοσία των αρχαίων Παγανιστών, την οποία συνεχίζουν να συντηρούν σε συνεργασία Νεοπαγανιστές και Προτεστάντες!
Η εορτή του αγίου Κωνσταντίνου και της μητέρας του, της αγίας Ελένης, που είχαμε πριν από δύο μέρες, επικαιροποιεί το θέμα το οποίον εξαγγείλατε προηγουμένως.
Η σωστή χρήση των πηγών
Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε μέγα αίνιγμα ή στυγνός δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους δε, το μέγα θαύμα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει διότι επικρατούν συνήθως ιδεολογικά κριτήρια και παραταξιακές εκτιμήσεις ερήμην των πηγών. Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στο χώρο της ιστορίας, που οδηγεί αυτόχρημα στην αυτοκατάργηση του ιστορικού και των ερευνών του, είναι η χρησιμοποίηση της ιστορίας με οποιεσδήποτε διασκευές της κατά το δοκούν, ώστε να χρησιμοποιείται για να αποδειχθούν πράγματα που ιστορικά δεν θεμελιώνονται. Ένα άλλο επίσης πρόβλημα είναι όχι μόνον η ιδεολογική χρήση της ιστορίας και των πηγών ακόμη, αλλά είναι και ο ιστορικός αναχρονισμός. Να επιχειρούνται δηλαδή ερμηνευτικές προσβάσεις στα ιστορικά γεγονότα και στα ιστορικά πρόσωπα μέσα από κρίσεις και προϋποθέσεις του παρόντος, του οποιουδήποτε παρόντος.
Γνωρίζετε ασφαλώς όλοι ότι όταν συντάσσει κανείς μια ιστορική διατριβή και μάλιστα αν είναι διδακτορική διατριβή που είναι η σημαντικότερη εργασία ενός επιστήμονος, παραθέτει ένα εισαγωγικό ή πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εποχή μέσα στην οποία τοποθετούνται τα θέματα με τα οποία ασχολείται. Αυτή η τοποθέτησις είναι απολύτως αναγκαία, σφαιρική από πάσης πλευράς τοποθέτηση, για να μπορεί κανείς τα συμπεράσματα τα οποία θα συναγάγει, να τα τεκμηριώνει και μάλιστα κατά τρόπον αναμφισβήτητον. Ο ιστορικός αναχρονισμός και η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, επαναλαμβάνω, είναι από τις μεγαλύτερες αρρώστιες των ασχολουμένων με την ιστορία, στην εποχή μας περισσότερο. Επίσης, είναι δυνατόν, να στοχάζεται κανείς εις τα ιστορικά γεγονότα ερήμην των πηγών. Αυτό είναι μυθιστόρημα, δεν είναι ιστορία. Μυθιστόρημα σημαίνει, ή ιστορικό ρομάντσο ακόμη, σημαίνει ότι χρησιμοποιεί κανείς κάποια γεγονότα τα οποία έστω, στηρίζονται στις πηγές και τα συνδέει με έναν αυθαίρετο τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι πάλι άλλη νόσος της ιστορικής επιστήμης. Ο μακαρίτης, ο μέχρι του θανάτου του πατριάρχης των εκκλησιαστικών ιστορικών στον τόπο μας, ο Απόστολος Βακαλόπουλος, μ’ ένα κλασικό έργο που μας έδωσε για την ιστορία, πολύτομο, του νέου ελληνισμού, αναγκάζεται να απολογηθεί στην επανέκδοση του πρώτου και δευτέρου τόμου και να πει το εξής, ότι «με κατηγορείτε διότι δεν στοχάζομαι επί των γεγονότων, αλλά νομίζω ότι επιστήμη είναι πρώτον η έρευνα και η παρουσίαση των πηγών αναλυτικά, κριτικά, και εν συνεχεία ο στοχασμός. Αφήστε με λοιπόν εγώ να ασχοληθώ με τις πηγές», έλεγε ο Βακαλόπουλος, «και εν συνεχεία σεις, κάμνετε τους στοχασμούς σας».
Επαναλαμβάνω λοιπόν, ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ιστορικός αναχρονισμός, παραταξιακή νοοτροπία, και εν συνεχεία ανέρειστος, αθεμελίωτος στοχασμός, καταργούν τον ιστορικό και την έρευνά του.
Οι πηγές
Μιλώντας για τον Μέγα Κωνσταντίνο, ποιες είναι οι πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες; Ο σύγχρονος ιστορικός, ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας, είναι ο ιστορικός Ευσέβιος, ο οποίος συνεδέετο με φιλικούς δεσμούς με τον Μέγα Κωνσταντίνο και γι’ αυτό το λόγο και οι δικές του πληροφορίες πρέπει να κρίνονται και να διασταυρώνονται με άλλες πηγές. Αν δεν μπορούν να διασταυρωθούν παραμένουν ως μαρτυρίες αλλά που δε μπορεί να τις επικαλείται κανείς και να υποστηρίξει αυτό το οποίον θέλει.
Ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, φίλος του γιου του Κωνσταντίνου, του Κρίσπου, ήταν ο Λακτάντιος. «Περί του θανάτου των διωκτών», του Χριστιανισμού προφανώς, έχει γράψει. Είναι όμως και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος ο οποίος εις τα έπη του ασχολείται με τις δύο Ρώμες, την Παλαιά και τη Νέα Ρώμη. Θεωρεί την δευτέρα, Νέα Ρώμη, ως σύνδεσμο Ανατολής και Δύσεως, θα επανέλθω σ’ αυτό. Αυτές είναι οι ασφαλέστερες, σύγχρονες πηγές.
Ζώσιμος
Από την άλλη πλευρά, πηγή που περιέχει όποιο αρνητικό στοιχείο επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, είναι ο ειδωλολάτρης, ο εθνικός και φανατικός μάλιστα ειδωλολάτρης ιστορικός, ο Ζώσιμος. 425 περίπου με 518. Γράφει δηλαδή ένα, ενάμιση αιώνα μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Ο Ευσέβιος όπως είπαμε είναι ο πατέρας της Εκκλησιαστικής ιστορίας και κοιμάται, αποθνήσκει, περί το 339, 340. Το 337 πεθαίνει ο Μέγας Κωνσταντίνος, άρα είναι σύγχρονος. Ο Zώσιμος ήταν φανατικός οπαδός της αρχαίας θρησκείας και έγραψε το έργο «Ιστορία Νέα» που αρχίζει από τον Αύγουστο και τελειώνει το 410, σε έξι βιβλία. Οι πηγές του είναι παγανιστικές. Οι πληροφορίες τις οποίες δίδει δεν διασταυρώνονται.
Αλλά εκείνοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν την περίπτωση εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αντλούν συνεχώς από αναπόδεικτα στοιχεία τα οποία παραδίδει ο Ζώσιμος. Βλέπετε πως προσπαθώ να μείνω αντικειμενικός, δεν είναι αν εμάς μας ενδιαφέρει ο Κωνσταντίνος να φανεί καλός ή κακός.
Το πρόβλημα στην έρευνα είναι τι λέγουν οι πηγές. Επομένως, και ο Ευσέβιος σε πολλά σημεία πρέπει να δεχθεί αυτή τη διασταύρωση για το έγκυρο των πληροφοριών του, αλλά πολύ περισσότερο ο Ζώσιμος που είναι και μεταγενέστερος. Είναι απορριπτικός έναντι του Μεγάλου Κωνσταντίνου και είναι συγχρόνως λιβελογράφος. Η επιστήμη σήμερα δέχεται, κριτικά, ότι ο Ζώσιμος πραγματικά δεν υπήρξε ιστορικός επιστήμων. Γράφει συναισθηματικά πολλές φορές, είναι ηθικολόγος περισσότερο παρά επιστήμων.
Υπάρχει ένα καταπληκτικό άρθρο, του Ντίντλεϋ, σε ένα περίφημο γερμανικό περιοδικό του 1972. Όπως επίσης ένα σπουδαίο άρθρο, που έχει τον Ντίντλεϋ υπόψιν, εις το παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, του κυρίου Τσακανίκα. Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη. Εντελώς διαφορετικά δηλαδή είναι τα πράγματα απ’ ό,τι τα παρουσιάζει ο Ζώσιμος.
Σημασία έχει ότι άκριτα αναπαράγονται από τους μεταγενεστέρους, και μάλιστα από τους συγχρόνους μας νεοπαγανιστές ή νεοειδωλολάτρες, οι απόψεις του Ζωσίμου. Σκόπιμα για να στιγματιστεί και απορριφθεί ο Μέγας Κωνσταντίνος και το έργο του. Να σπιλωθεί και να υποτιμηθεί το πρόσωπό του. Η κορύφωση είναι η ύπουλη πραγματικά και αδίωκτη, ακαταδίωκτη δικαστικά, μετά, τι να κάνεις, που να προσφύγεις σε ποια δικαιοσύνη σ’ αυτό το χώρο, είναι τα όσα δημοσιεύονται, ανώνυμα τις περισσότερες φορές. Πόσες φορές μου στέλνουν κείμενα, από το ίντερνετ, άλλοι με επαινούν αλλά οι περισσότεροι, κυρίως οι νεοειδωλολάτρες, με κατηγορούν και μου αποδίδουν απόψεις που ποτέ δεν τις σκέφτηκα. Άλλοι το κάνουν ίσως για να αποκτήσουν κύρος, να μην τους αδικήσω. Έ, γεράσαμε τώρα στην έρευνα, σου λέει το λέει και ο Μεταλληνός. Κι αυτό είναι τιμή μου. Αλλά δε με τιμά το ότι μου αποδίδουν απόψεις που δεν τις γνωρίζω εγώ ο ίδιος. Δε θέλω τώρα να φέρω… έτσι δουλεύει και ο… θα πω το όνομα διότι είναι δημόσια πράγματα, ο κύριος Γεωργαλάς, ο παλαιός συνεργάτης του Παπαδοπούλου, είναι ανέντιμο διότι αποδίδει σε κάποιο βιβλίο ανθελληνικές θέσεις τις οποίες ποτέ δε σκέφτηκα. … [απάντηση σε ακροατή: Ο Γεωργαλάς… ζει… και να ’ναι καλά ο άνθρωπος και να ζήσει και να μετανοήσει πριν φύγει από τον κόσμο για τα ψέματα τα οποία λέει.] Μένει όμως το κείμενο και το παίρνουν φοιτητές. Αυτό γίνεται γενικά και με τον Ζώσιμο. Ο Βολταίρος επί παραδείγματι, τοποθετείται αρνητικά απέναντι στον Κωνσταντίνο. Ο Γίββων τοποθετείται αρνητικά και θα το δούμε αυτό στη συνέχεια. Αμέσως τώρα, ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι διαχρονικά και συγχρονικά στην εποχή μας, κατηγορούν και απορρίπτουν τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, τον 19ο αιώνα, ο πρώτος μεγάλος ιστορικός μας, πολλά πράγματα πρέπει να ανανεωθούν σήμερα, αλλά βασικά το έργο του παραμένει πολύτιμη πηγή διότι, το λέγω γι’ αυτούς που ίσως δεν το γνωρίζουν, ο Παπαρηγόπουλος έχει ένα προσόν: δε στοχάζεται κυρίως αλλά ακολουθεί τις ιστορικές πηγές. Το έργο του είναι ανάπτυξη των ιστορικών πηγών. Άρα και να μη βρει κανείς όλες τις πηγές, μπορεί πιστότατα να τις μελετήσει όπως αποδίδονται από τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο.
Λέγει λοιπόν. Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί. Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές, κατά τον Ζώσιμο, συμφορές του κράτους. Και σήμερα λοιπόν αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Κατά πόσον έχουν δίκιο, θα το δούμε στη συνέχεια. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του “Διαφωτισμού”. Μια γνώμη του Ζωσίμου, που διέφυγε, την υπογραμμίζω: «εγκατέλειπε το πάτριον δόγμα και ησπάσθη την ασέβεια». Βλέπετε πόσο σχετικά είναι τα πράγματα. Ασέβεια είναι ο Χριστιανισμός. Και η πάτρια θρησκεία τιμάται! Βέβαια ένας ερευνητής της ιστορίας όπως ο ομιλών, δεν ασχολείται με συναισθηματικά πράγματα. Αλλά καταλαβαίνετε, πώς ανατρέπεται η προοπτική και πως περιμένεις να επαινέσει κάποιος τον Κωνσταντίνο όταν έχει αυτή τη βασική προοπτική στην προσέγγισή του. Παρόλα αυτά, σπεύδω να πω ότι πολλές φορές ο Ζώσιμος ή αποσιωπά σημαντικά έργα του Κωνσταντίνου ή τον επαινεί για τις αρετές τις οποίες διέθετε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλώντας για τον Μέγα Βασίλειο χρησιμοποιεί την εξής παροιμία που ίσως είναι δική του: «θαυμάζει ανδρός αρετήν και πολέμιος». Τη λεβεντιά ενός ανθρώπου τη θαυμάζει και ο αντίπαλός του. Όταν σε επαινεί ο αντίπαλός σου σημαίνει ότι κάτι αξίζεις. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζεται ο Ζώσιμος να επαινέσει τον Κωνσταντίνο.
“Διαφωτιστές”
Οι “Διαφωτιστές” λοιπόν, ο Γίββων, ο Βολταίρος. Ο Βολταίρος συνεχώς απορρίπτει το Βυζάντιο ο δε Γίββων ακόμη και στον τίτλο του βιβλίου του, ναι μεν δεν αρνείται ότι το όνομα της αυτοκρατορίας δεν είναι Βυζάντιο αλλά είναι Νέα Ρώμη, είναι συνέχεια από πλευράς πολιτικής και εδαφικής αλλά όχι και πολιτιστικής και πνευματικής, της παλαιάς Ρώμης, μιλεί για την “Decline and Fall of the Roman Empire”. Δηλαδή είναι το κατρακύλισμα και η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι αυτό οφείλεται κατ’ αυτόν, κατά τον Γίββωνα, στον Χριστιανισμό. Το έργο του είναι σπουδαίο, αλλά όταν έχει συγκεκριμένη προοπτική, καταλαβαίνετε το βασικό μειονέκτημά του.
Στη διαστροφή των πνευμάτων κατά τον Παπαρηγόπουλο, ουκ ολίγον συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος εις το αγιολόγιο του παπισμού (σημ. ΟΟΔΕ: τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να μισείται ή να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη και οδήγησε στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. Αν γινότανε κάτι τώρα σε μας, λέγω τώρα μια σκέψη, η πρωτεύουσα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, τι θα κάναμε κύριε δήμαρχε εμείς, οι χαμουτζήδες, όπως μας λένε οι βόρειοι, σ’ αυτή τη μεταβολή; Σημασία τώρα ουσιαστικότερη έχει το εξής: το όνομα Κωνσταντίνος μολονότι εννοιολογικά προέρχεται από την ελληνική γλώσσα. Κώνστας είναι η constantia είναι η σταθερότης, η δύναμη του χαρακτήρος, και τα δύο από το ρήμα ίσταμαι και ίστημι, επομένως η προέλευση εννοιολογικά είναι αρχαιοελληνική, ελληνική, αλλά το όνομα Κωνσταντίνος επεκράτησε στη Δύση. Από το σχίσμα και μετά, ουδείς πάπας και ουδείς ηγεμόνας της Δύσεως, έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος. Έγινε το μισητότερο όνομα εις την Δύση εν αντιθέσει με την Ανατολή που φθάσαμε πριν από κάποια χρόνια από τον ανώτατο άρχοντα και όχι μόνο τον πρώην, τον τέως βασιλέα, αλλά και πρόεδρο δημοκρατίας μέχρι τους αρχηγούς των κομμάτων, να έχουν όλοι το όνομα Κωνσταντίνος. Και η μακαρίτισσα η Μαλβίνα η Κάραλη, είπε κάποτε με κάποια αγανάκτηση, καλά βρε παιδιά, δεν υπάρχει κανένας Βρασσίδας, Επαμεινώνδας, μόνο Κωνσταντίνοι υπάρχουν. Έγινε το αγαπητότερο όνομα, κι επειδή έχω και τον γαμπρό μου Κωνσταντίνο, συγνώμη γι’ αυτό που λέγω, το έζησα και προχτές, οι Κωνσταντίνοι έγιναν, δόξα τω Θεώ, περισσότεροι από τους Γιώργηδες και τους Γιάννηδες. Αυτό σημαίνει πόσο αγαπήθηκε, λαογραφικά μιλώ αυτή τη στιγμή, πόσο αγαπήθηκε αυτό το όνομα.
Και τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες οι οποίοι, ακρίτως, ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι.
Βιογραφικά στοιχεία
Δύο τρία βιογραφικά στοιχεία πριν προχωρήσω σε κάποιες απολογητικές θέσεις. Το όνομα του ήταν Imperator Ceasar Claudius Valerius Constantinus Augustus – το πλήρες όνομα όταν από το 324 έγινε μονοκράτωρ. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου περί το 280. Κατ’ άλλους λίγο ενωρίτερα, κατ’ άλλους λίγο αργότερα. Στη Ναϊσό, εις την Νίσσα της Σερβίας. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ως όμηρος εις την αυλή του αυτοκράτωρος Διοκλητιανού ή στην αυλή του συναυτοκράτωρος Γαλερίου. Όμηρος ώστε να εμποδιστεί ο πατέρας του που ήταν Καίσαρ, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, να επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτωρος. Ίσως γνώρισε το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου και τα θαύματά του στην Ανατολή, γιατί η αγάπη του προς τους μάρτυρες πρέπει να έχει κάποιο ουσιαστικό έρεισμα. Υπήρξε γενναίος πολεμιστής με πολλά προσόντα, με ηρωικό φρόνημα.
Στην αρχή ενυμφεύφθει τη σεμνή Μινερβίνα και απέκτησε τον Κρίσπο, το πρώτο παιδί του. Για πολιτικούς λόγους, όπως και ο πατέρας του, αναγκάστηκε να χωρίσει τη Μινερβίνα και να νυμφευθεί την κόρη του συναυτοκράτορος Μαξιμιανού, την Φαύστα. Η Φαύστα προφέρεται λατινιστί Φάουστα και πραγματικά ήταν η Φάουστα της οικογενείας. Ο Βοσταντζόγλου έχει γράψει ο μακαρίτης σχετικά με την Φαύστα. Απέκτησε από την Φαύστα τρεις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα που βασίλευσαν και οι τρεις. Βλέπετε, όλα τα ονόματα στρέφονται γύρω από την ίδια ρίζα. Ο Διοκλητιανός εφήρμοσε ένα νέο σύστημα διοικήσεως, την renovatio imperius, την ανανέωση της αυτοκρατορίας από το 285, την τετραρχία.
Ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος Αύγουστος και Καίσαρ, δεύτερος Αύγουστος θα λέγαμε, ο Γαλέριος. Βοηθός του στην Ανατολή. Ο Μαξιμιανός επίσης συναύγουστος, είχε καίσαρα τον Κωνστάντιο Χλωρό, τον πατέρα του Κωνσταντίνου στη Νίσσα. Το 305, την 1η Μαΐου, παραιτήθηκε ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός και ο Χλωρός ανακυρήχθηκε Αύγουστος στην Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος τότε εκλήθη στη Δύση, κοντά στον πατέρα του. Το 306 επέρχεται ο θάνατος του Κωνσταντίου Χλωρού και στις 25 Ιουλίου του 306, ο στρατός ανεκύρηξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη κάτι εδώ. Δεν υπήρχε κληρονομικότητα της βασιλείας, όπως όλη την περίοδο του Βυζαντίου, της Νέας Ρώμης δηλαδή, της Ρωμανίας, όπως δεν υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα. Κληρονομικοί θεσμοί δεν υπήρχαν, θεσμοθετημένη κληρονομική διαδοχή. Απλούστατα, ο στρατός η σύγκλητος και ο λαός μπορούσαν να δεχθούν το γιο κάποιου να τους διαδεχθεί, αλλά όχι κληρονομικώ δικαιώματι. Αυτή είναι η δημοκρατία του ελληνισμού και όχι το όνομα βασιλεύς. Έχω πει και άλλες φορές σ’ αυτή την αίθουσα, ας λέγεται όπως θέλει να λέγεται, αρκεί να εκλέγεται. Αυτή είναι η δημοκρατία.
Ο Κωνσταντίνος λοιπόν ανακηρύχθηκε από τον στρατό και την σύγκλητο αυτοκράτωρ. Αλλά και ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, το ίδιο έτος στις 28 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας. Το 311 αποθνήσκει ο Γαλάριος και τον διαδέχεται ο Λικίνιος που έλαβε ως σύζυγο την Κωνσταντία – Κωνσταντία και αυτή – θετή αδερφή του Κωνσταντίνου. 28 Οκτωβρίου του 312 ο Κωνσταντίνος ενίκησε τον Μαξέντιο – θα το δούμε γιατί – στη Μιλβία, κατ’ άλλους Μουλβία, γέφυρα. Η σύγκλητος ανακήρυξε τότε πρώτον Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Το 313 ο Λικίνιος ενίκησε τον Μαξιμίνο. Και μένουν τώρα δύο Αύγουστοι. Ο Κωνσταντίνος ο πρώτος Αύγουστος και ο Λικίνιος δεύτερος Αύγουστος. Έτσι το 313 εκδίδεται το περιβόητο διάταγμα των Μεδιολάνων, που θα δούμε πια είναι η σημασία του. Το 321 ο Λικίνιος επαναφέρει τους διωγμούς με νέο διάταγμα εναντίον των χριστιανών ενώ το 313 είχε αποφασιστεί, με πρώτον τον Κωνσταντίνο, να πάψουν οι διωγμοί. Επέρχεται η σύγκρουση μεταξύ των δύο και η ήττα του Λικινίου. Το 324 ο Κωνσταντίνος γίνεται μονοκράτορας, η αυτοκρατορία αποκτά ενότητα σε μία αχανή έκταση. Από την Θούλην, που μπορεί να ήταν η σημερινή Ισλανδία, ή τουλάχιστον η Ιρλανδία, μέχρι την Περσία και την Ινδία. Επομένως γίνεται ένα ενιαίο κράτος, με μία κεντρική εξουσία, έναν κεντρικό αυτοκράτορα. Το 325 συγκαλεί την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και το 330 εγκαινιάζει τη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη. Στις 22 Μαΐου του 337 πεθαίνει στο Δρέπανο της Βιθυνίας – Μικρασία – που ήταν η πόλις καταγωγής της Αγίας Ελένης και γι’ αυτό ονόμασε την πόλην αυτήν Ελενούπολη. Βαπτίστηκε από τον φίλο του, Ευσέβιο Νικομηδείας, με λευκή εσθήτα, ως κατηχούμενος και μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη.


Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια (
Μέρος 2 – Ήταν… δολοφόνος ο άγιος Κωνσταντίνος;) 

 

Το όραμα του αγίου Κωνσταντίνου και η μάχη της Μουλβίας Γέφυρας. Μικρογραφία από βυζαντινό χειρόγραφο του 9ου αιώνα με ομιλίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Παρίσι, Biblothèque Nationale.

 

Κατηγορίες από τον Ζώσιμο
Αυτά είναι τα τυπικά ιστορικά. Ο Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε από τον Ζώσιμο για τη δολοφονία και εξόντωση των αντιπάλων του.
Τι μαρτυρούν οι πηγές; Κάποια πράγματα τα οποία λέγονται από τους αντιπάλους του, και μάλιστα το Ζώσιμο που είναι η πηγή των συκοφαντιών κατά του Κωνσταντίνου, μένουν στο χώρο του θρύλου. Όταν είναι κάτι αναπόδεικτο το αναφέρει μεν ο ιστορικός όπως κάνω και ’γω τώρα, χωρίς όμως να μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε συμπεράσματα σε αμέριστες υποθέσεις ή σκέψεις.
Η περίπτωση του Μαξιμιανού
Η περίπτωση του Μαξιμιανού, για να μείνω σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο Μαξιμιανός ήθελε να γίνει (πιο σωστά: να ξαναγίνει) αύγουστος, αυτοκράτορας και διώχθηκε από τον γιο του Μαξέντιο. Έτσι κατέφυγε στην κόρη του, ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου, στην κόρη του Φαύστα και ζήτησε προστασία από τον Κωνσταντίνο. Το 310 όμως οργάνωσε συνωμοσία και κίνημα για ανατροπή του Κωνσταντίνου. Αυτή ήταν η κατάσταση της εποχής. Ξέρετε, κανείς, όσο μεγάλος κι αν είναι, δε μπορεί να πάψει να είναι τέκνο της εποχής του. Γι’ αυτό σας είπα ότι όταν εφαρμόζεται ο λεγόμενος ιστορικός αναχρονισμός, είναι αποτυχία της ιστορικής έρευνας. Εμείς θα ερμηνεύσουμε τα πράγματα της εποχής εκείνης, μεθιστάμενοι σ’ αυτή την εποχή κι όχι μεταφέροντας την εποχή στις δικές μας συνθήκες σήμερα. Ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος φονεύθηκε στον πόλεμο κατά των Φραγκογερμανών στα βόρεια σύνορα, και πήρε ένα μέρος του στρατού με το μέρος του και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και ο Μαξιμιανός κλείστηκε στο φρούριο της Μασσαλίας.
Ο Κωνσταντίνος τον αιχμαλωτίζει, τον συγχωρεί όμως, με τη μεσολάβηση και της γυναίκας του της Φαύστας. Νέα συνωμοσία του Μαξιμιανού και της Φαύστας τώρα, για να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος. Αποτυγχάνει η προσπάθεια. Η Φαύστα τότε, η Φάουστα όπως είπα της οικογένειας, ενοχοποιεί τον πατέρα της. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να αυτοαπαγχονιστεί, κρεμάστηκε δηλαδή, γιατί κατάλαβε ότι τα πράγματα έγιναν σκληρότερα γι’ αυτόν. Κατηγορούν γι’ αυτό τον Κωνσταντίνο. Κοιτάξτε, όταν κάποιος είναι ανώτατος άρχων, και δεν είναι απλώς πολιτικά και διοικητικά ανώτατος άρχων, αλλά συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες ονομάζετο rectus totius omnis, δηλαδή ο κυβερνήτης, ο διοικητής ολοκλήρου του κόσμου.
Ο Κωνσταντίνος λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος ήταν ο ανώτατος δικαστής. Ήταν pontifex maximus, ο ανώτατος αρχιερεύς. Αυτά δεν τα μετέφερε ο ίδιος στον εαυτό του, τα βρήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, πάσα πράξις έπρεπε να δικαστεί από τον ανώτατο δικαστή. Ο οποίος βέβαια περιεστοιχίζετο από τον στρατό αλλά στα πολιτικά πράγματα από την σύγκλητο. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποδίδουμε μονομερώς την ευθύνη, όπως όταν κανείς είναι πρόεδρος της δημοκρατίας και υπογράψει θανατική ποινή η οποία ορίζεται από το δικαστήριο, είναι υποχρεωμένος να το πράξει. Αν αρνηθεί ο ανώτατος άρχων, βασιλιάς παλαιότερα, πρόεδρος της δημοκρατίας, να δεχθεί αυτό που προτείνει η δικαστική εξουσία καταλαβαίνετε ποιες επιπτώσεις θα γίνουν.
Ο Μαξιμιανός (αυτοκράτορας από το 285 μέχρι το 305 μΧ) ήταν ένας από τους χειρότερους διώκτες των Χριστιανών. Μαζί με τον συναυτοκράτορά του Διοκλητιανό εξαπέλυσε τον φρικαλέο λεγόμενο «Μεγάλο Διωγμό». Στα χέρια αυτού του ψυχοπαθούς μανιακού δολοφόνου βασανίστηκαν και θανατώθηκαν πολλές χιλιάδες μαρτύρων. Αυτός ήταν που σκότωσε και τον άγιο Δημήτριο, τον άγιο Παντελεήμονα, και τους αγίους Σέργιο και Βάκχο.
Και να ήταν ο άγιος Κωνσταντίνος που θανάτωσε τέτοιο τέρας, πολύ καλά θα έκανε! Προς τιμήν του θα ήταν αν είχε καταφέρει ο ίδιος να απαλλάξει από εκείνον την αυτοκρατορία.

Η περίπτωση του Βασσιανού

 

Δεύτερο, η περίπτωση του Βασσιανού. Θ’ αποφύγω τις λεπτομέρειες, διότι, εις την στάση του Βασσιανού, κι εδώ ο Κωνσταντίνος έδειξε μεγαθυμία κι όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία – πάλι συνωμοσία – εναντίον του ανωτάτου άρχοντος, ο Βασσιανός εξετελέσθη με την εφαρμογή των νόμων του κράτους. Είναι δυνατόν λοιπόν, εν ψυχρώ, να αποδοθεί η κατηγορία στον Κωνσταντίνο και να θεωρηθεί δολοφόνος; Κάθε ανώτατος άρχων τότε θα έπρεπε να ονομάζεται δολοφόνος, εκτός και αν ο ανώτατος άρχων χρησιμοποιεί τους νόμους. Αλλά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γι’ αυτό κατόρθωσε τόσα χρόνια να επιβιώσει· δεν ενεργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
«Το καλοκαίρι του 313 ο Κωνσταντίνος πάντρεψε την άλλη ετεροθαλή αδελφή του, την Αναστασία, με το Βασσιανό, από την οικογένεια του Λικίνιου. Το νέο γαμπρό του τον ανύψωσε σε αναπληρωτή καίσαρα για την Ιταλία και τις Δουνάβιες επαρχίες.
Αλλ’ ο Βασσιανός ήθελε και την Αυτοκρατορία… Έτσι, όταν ο αδελφός του Σενέκιος τού πρότεινε να επαναστατήσει εναντίον του Κωνσταντίνου, για να μείνει ο Λικίνιος μοναδικός αυτοκράτορας ολόκληρης της Αυτοκρατορίας με συναυτοκράτορά του εκείνον, συμφώνησε και το 314 ή 315 η συνωμοσία είχε κάνει μεγάλα βήματα. Αποκαλύφτηκε όμως, κατεστάλη εύκολα από τον Κωνσταντίνο και ο αχάριστος γαμπρός καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για προδοσία.
Και αυτός ο θάνατος προσάπτεται άδικα στον Κωνσταντίνο ως δολοφονία συγγενικού του προσώπου. Διότι για το τέλος του οποιουδήποτε προδότη ή συνωμότη σε μια αυτοκρατορία, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ως δολοφόνος ο αυτοκράτορας, αφού η τιμωρία σ’ αυτές τις περιπτώσεις προβλεπόταν από τους ισχύοντες νόμους.»
(Κώστας Β. Καραστάθης, Μέγας Κωνσταντίνος: Κατηγορίες και Αλήθεια, εκδ. Μπαρτζουλιάνος, Απρίλιος 2007, σελ. 53-54)
Συγκρατήστε ότι ο Βασσιανός ήταν συγγενής και πράκτορας του Λικίνιου. Το ποιος και τι ήταν αυτός ο Λικίνιος θα το δούμε παρακάτω.
«Τούτω Νίκα» – περίπτωση του Μαξεντίου
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαξεντίου, του κουνιάδου του Κωνσταντίνου. Ο Μαξέντιος επεθύμησε να γίνει ο μόνος αυτοκράτορας και εστράφη κατά του Κωνσταντίνου επικαλούμενος τον θάνατο – την δολοφονία κατ’ αυτόν – του πατέρα του, του Μαξιμιανού. Διατάζει την καταστροφή των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος μέσω των Άλπεων έρχεται στην Ιταλία και συναντώνται οι δύο στρατοί στην ιδία γέφυρα του Τίβερη, δύο χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Εδώ εμφανίζεται η γνωστή θεοσημία, όπως το περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος, κατά το απομεσήμερο. Βλέπει δηλαδή στον ουρανό τον Σταυρό και τα γράμματα που έλεγαν «Τούτω Νίκα», όχι δηλαδή «Εν Τούτω Νίκα». Με αυτό το σύμβολο θα μπορείς να νικάς, ας νικάς. Ο Λακτάντιος παραθέτει το κείμενο εις τα Λατινικά. Και λέει πάλι ότι ήταν Σταυρός, ότι το είδε σε ενύπνιον ο Κωνσταντίνος, βλέπετε υπάρχουν διάφορες εκδοχές, και είπε ότι τα γράμματα ήσαν In Hoc Vincas, Εν τούτω, εδώ δηλαδή υπάρχει το In. Εν αυτώ, δηλαδή να νικάς.
Το ίδιο ακριβώς μήνυμα παραθέτουν και ο Ευσέβιος και ο Λακτάντιος. Δεν υπάρχει καμμία διαφορά. Απλά ο καθένας τους το παραθέτει στην γλώσσα στην οποία έγραψε το σύγγραμμά του.
Πάντως ο Λακτάντιος κάνει λόγο για «coeleste signum» (=το σημείο από τον ουρανό), που ο Κωνσταντίνος διατάχθηκε (προφανώς μετά) στον ύπνο του να χαράξει στις ασπίδες τους (De Mortibus Persecutorum 44.5). Απλώς φαίνεται ότι είχε μπερδευτεί ο Λακτάντιος αν το σημείο ήταν ο Σταυρός ή το μονόγραμμα ΧΡ και γι’ αυτό “μασάει” κάπως τα λόγια του.
Ο Άγιος Αρτέμιος και ο στρατός, υπάρχουν σχετικές πηγές, εβεβαίωσαν πως το είδαν και αυτοί το σύμβολο, άρα το είδε ολόκληρος ο στρατός και όχι μόνον ο Κωνσταντίνος. Γεγονός είναι ένα. Είτε ως ενύπνιον το είδε, είτε μέρα μεσημέρι στον ουρανό, σημασία έχει ότι από τότε ο Κωνσταντίνος κατασκευάζει το λάβαρο του Σταυρού με το μονόγραμμα, το Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός. Σε ένα στεφάνι. Και εις τις ασπίδες των στρατιωτών εμφανίζεται το μονόγραμμα.
Ο Ζώσιμος αποσιωπά το γεγονός, ενώ θα μπορούσε να το διαψεύσει, αλλά δε μπορεί. Αποσιωπά το γεγονός όπως και άλλοι παγανιστές συγγραφείς. Το επιβεβαιώνουν όμως μεταγενέστεροι ιστορικοί, ο Φιλοστόργιος,ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ο ησυχαστής του 14ου αιώνος. Ο δε Σωζομενός, ιστορικός του 5ου αιώνος, έναν αιώνα μετά τον Κωνσταντίνο μαζί με τον Σωκράτη τον σχολαστικό, λέγει ότι οι λέξεις «Τούτω Νίκα» ήσαν άγγελοι. Όπως το αστέρι της Βηθλεέμ, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ήταν υπερφυές θαύμα, δηλαδή άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, το ίδιο και ο Σωζομενός, το ερμηνεύει με το δικό του τρόπο. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 γίνεται η μάχη. Ο Κωνσταντίνος είχε 25.000 στρατό, ο Μαξέντιος 100.000 και κυριολεκτικά συνετρίβη ο στρατός του Μαξεντίου. Σπάζει μια γέφυρα του Τιβέριου ποταμού και πολλοί στρατιώτες πέφτουν στο ποτάμι και πνίγονται και μαζί τους και ο Μαξέντιος.
Πάλι κατηγορούν τον Κωνσταντίνο. Εμένα με ενδιαφέρει στην έρευνά μου ο όρος που χρησιμοποιείται: «δολοφόνος ο Κωνσταντίνος». Ξέρετε τι σημαίνει δολοφόνος. Να πείτε ότι με τον τρόπο που επετέθη κατόρθωσε κλπ να πέσει ο Μαξέντιος στο ποτάμι και να πνιγεί, εντάξει το δέχομαι. Αλλά δολοφόνος από πού ως που; Όταν είναι μία μάχη κατά την οποία αντιμετωπίζεται στάσις, επανάσταση εναντίον του ανωτάτου άρχοντος. Τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Θριαμβική Αψίδα η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη. Τώρα μια αντίφαση, στους αντιπάλους του Κωνσταντίνου είναι ότι δεν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη του αντιπάλου στρατεύματος. Δεν εφήρμοσε κανένα μέτρο εναντίον τους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ποιες αντιφάσεις υπάρχουν εις την κρίση του Κωνσταντίνου.
Για περισσότερα σχετικά με το Όραμα, δείτε το βιβλίο του Κώστα Καραστάθη (σελ. 65-71).
Ο Μαξέντιος ήταν και αυτός ένας ειδωλολάτρης τύραννος (κατά γενική παραδοχή όλων των αρχαίων ιστορικών, όχι μόνο των χριστιανών αλλά και των ομοθρήσκων του δωδεκαθεϊστών), και ήταν μεγάλη ευεργεσία του αγίου Κωνσταντίνου προς τους Ρωμαίους που τους απάλλαξε από αυτόν.
Ακόμα και ο Ζώσιμος, ο φανατικός πολέμιος του Κωνσταντίνου και του Χριστιανισμού, παραδέχεται πως ο Μαξέντιος κινήθηκε πρώτος εναντίον του Κωνσταντίνου (Νέα Ιστορία Β΄, 14). Επίσης αναφέρει ότι όλη η Ρώμη στέναζε κάτω από την τυραννία του Μαξέντιου, αλλά και ότι ο Κωνσταντίνος δεν τιμώρησε παρά ελάχιστους από τους συνεργάτες του! «Όταν έφτασε στην πόλη η είδηση για τη νίκη του Κωνσταντίνου, δεν τολμούσε κανείς να δείξει τη χαρά του, γιατί κάποιοι ισχυρίζονταν ότι η πληροφορία ήταν ψευδής. Μόνο όταν έφεραν το κεφάλι του Μαξέντιου καρφωμένο σε κοντάρι, ξεπέρασαν το φόβο τους και η κατήφειά τους έγινε χαρά. Ο Κωνσταντίνος δεν τιμώρησε παρά ελάχιστους συνεργάτες του Μαξέντιου, ενώ διέλυσε τη φρουρά των πραιτοριανών και κατεδάφισε τα οχυρωμένα κτίρια όπου διέμειναν.» (Νέα Ιστορία Β΄, 17).
Αλλά και ένας άλλος δωδεκαθεϊστής, ο Ευτρόπιος, γράφει κι αυτός ότι ο Κωνσταντίνος «επιτέλους ανέτρεψε τον ίδιο τον Μαξέντιο, ενώ εκείνος έσπερνε τον θάνατο ανάμεσα στους ευγενείς με κάθε δυνατό είδος σκληρότητας» (Χ, 4).
Αρκετές λεπτομέρειες για τις θηριωδίες του Μαξέντιου μας δίνει και ο Ευσέβιος:
«Περί της σκανδαλώδους διαγωγής του Μαξεντίου εις την Ρώμην.
Διότι ο άρπαξ της αυτοκρατορικής πρωτευούσης κατά τον χρόνον τούτον είχε προχωρήσει τόσον πολύ εις δυσσεβείας και ανοσιουργίας, ώστε να μη παραλείψη κανέν τόλμημα μιαράς και ακαθάρτου πράξεως. Διαζευγνύων τας νομίμους συζύγους από τους άνδρας των ενήργει επ’ αυτών προσβλητικάς και αισχράς πράξεις και τας έστελλε πάλιν εις τους άνδρας των. Και διέπραττε ταύτα όχι εις ασήμους και αφανείς αλλά εις τους κατέχοντας τας πρώτας θέσεις εις την σύγκλητον των Ρωμαίων. Και μολονότι προσέβαλλεν αισχρώς αναριθμήτους ελευθέρας γυναίκας, δεν κατώρθωνε να χορτάση την ακρατή και ακόλαστον ψυχήν του. Όταν όμως προσεπάθησε να διαπράξη το ίδιον εις χριστιανάς γυναίκας, δεν κατώρθωσε να εξασφαλίση παρομοίαν ικανοποίησιν των ακολάστων πόθων του· διότι αυταί παρεχώρουν προθυμότερα την ζωήν εις τον θάνατον παρά το σώμα εις την διαφθοράν.
Πώς η σύζυγος του επάρχου ηυτοκτόνησε χάριν σωφροσύνης.
Μία λοιπόν γυνή, σύζυγος του εκ των εδώ συγκλητικών ανδρών ο οποίος κατείχε το αξίωμα του επάρχου, μόλις επληροφορήθη ότι οι εξυπηρετούντες τον τύραννον εις τοιαύτα ζητήματα ήσαν εμπρός εις τον οίκον της (ήτο δε χριστιανή) και αντελήφθη ότι ο σύζυγός της από φόβον διέταξε να την παραλάβουν και την απαγάγουν, ζητήσασα μικράν προθεσμίαν με την πρόφασιν ότι θα εστολίζετο καταλλήλως, εισήλθεν εις τον ταμείον της και απομονωθείσα εβύθισε το ξίφος εις το σώμα της. Και αποθανούσα αμέσως το μεν νεκρόν σώμα της άφησεν εις τους προαγωγούς, με τα έργα της δε διεκήρυξε δυνατώτερα από κάθε φωνήν εις όλους τους ανθρώπους, τους σήμερα υπάρχοντας και τους μεταγενεστέρους, ότι το μόνον αήττητον και ανώλεθρον πράγμα είναι η φημισμένη αρετή των χριστιανών. Τοιαύτη λοιπόν απεδείχθη αυτή.
Σφαγή του ρωμαϊκού λαού από τον Μαξέντιον.
Ούτω όλοι οι άνθρωποι, έντρομοι εμπρός εις τον διαπράττοντα τοιαύτας πράξεις, πολίται και άρχοντες, ένδοξοι και άδοξοι, κατετρύχοντο από δεινήν τυραννίδα. Και μολονότι ήσαν ήρεμοι και υπέμενον αγογγύστως την πικράν δουλείαν, όμως δεν διέφευγον από την φονικήν ωμότητα του τυράννου. Πράγματι κάποτε με μηδαμινήν πρόφασιν παρέδωσε τον δήμον δια σφαγήν εις τους σωματοφύλακάς του, και εφονεύθησαν εις το μέσον της πόλεως αναρίθμητα πλήθη ρωμαϊκού λαού με δόρατα και πανοπλίας όχι Σκυθών και βαρβάρων αλλά των ιδικών των. Πόσοι δε συγκλητικοί εφονεύοντο δι’ οικειοποίησιν της περιουσίας των, δεν είναι δυνατόν ούτε να τους απαριθμήση κανείς, αφού εκάστοτε εθανατώνοντο αναρίθμητοι με διαφόρους πλαστάς κατηγορίας.» (Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, Λόγος Α΄, 33-35)
Και να τον σκότωσε ο ίδιος ο άγιος Κωνσταντίνος στην μάχη, πού είναι το πρόβλημα; Γιατί χρειάζεται να γίνει ολόκληρη συζήτηση για το πώς ακριβώς πέθανε ο Μαξέντιος;
Εδώ παραθέτουμε κι ένα άλλο απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Καραστάθη, σχετικά με την περίπτωση του αιμοσταγούς αυτοκράτορα Λικίνιου, που κι αυτός νικήθηκε και τιμωρήθηκε δεόντως από τον Μέγα Κωνσταντίνο:
«Η υποκίνηση του Βασιανού από τον αδελφό του Σενέκιο για επανάσταση ήταν εξόφθαλμη ενέργεια του Λικίνιου, αλλά ο Κωνσταντίνος δε θέλησε να συγκρουστεί μαζί του. Απαίτησε μονάχα από το γαμπρό του να του παραδώσει τον αρχηγό της συνωμοσίας Σενέκιο. Αλλ’ ο Λικίνιος, που μετά το θάνατο του Γαλέριου απαιτούσε να γίνει μοναδικός κυρίαρχος της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τη γραφή του Ζώσιμου, όχι μονάχα δεν έστειλε δέσμιο το Σενέκιο στη Ρώμη, αλλά γκρέμισε και τα αγάλματα του Κωνσταντίνου, αθέτησε και τους όρκους που είχε κάνει ενώπιον εκείνου, παραβίασε και τις συμφωνίες τους και άρχισε ξανά να καταπιέζει τους χριστιανούς στην Ανατολική Αυτοκρατορία, να καταστρέφει εκκλησίες, ν’ απαγορεύει συνόδους επισκόπων και να παρεμποδίζει τη λατρεία […]. Και σαν να μη έφταναν αυτά, λίγο αργότερα οδήγησε και τις περισσότερες λεγεώνες του στα σύνορα μεταξύ σημερινής Ιταλίας και Κροατίας, επιδιώκοντας προφανώς τον πόλεμο, που δεν άργησε να ξεσπάσει.
Ο Ευσέβιος ψέγει το Λικίνιο για επαναλαβανόμενες προδοσίες, επιορκία και υποκρισία. Και ο Σωκράτης ο Σχολαστικός κάνει το ίδιο. Και ο Πραξαγόρας μάς πληροφορεί για το Λικίνιο ότι «και τους όρκους του δε σεβάστηκε και μετήλθε κάθε επαίσχυντο μέσο».
Ο Κωνσταντίνος οργάνωσε εκστρατεία εναντίον του και τον κατενίκησε (314). Ο απερίσκεπτος Λικίνιος έσωσε τη ζωή του χάρη στα παρακαλετά της συζύγου του Κωνστάντιας προς το νικητή αδελφό της Κωνσταντίνο.
Σημειωτέον ότι και σ’ αυτόν τόν πόλεμο και σ’ όλους τους άλλους, που ο Κωνσταντίνος διεξήγαγε μεταγενέστερα, το Λάβαρο [του Χριστού] προηγούνταν στο στράτευμα. Ο Ευσέβιος γράφει σχετικά: «Όπου έκανε την εμφάνιση του τούτο, επακολουθούσε φυγή από την πλευρά των εχθρών και καταδίωξη από την πλευρά των νικητών. Ο βασιλιάς, που έβλεπε αυτά, εάν κάπου έβλεπε κάποιο τάγμα να λυγίζει, διάταζε να παραβρεθεί εκεί το σωτήριο τρόπαιο, πραγματικό νικητικό αλεξιφάρμακο, με το οποίο πήγαινε αμέσως μαζί η νίκη, που ενδυνάμωνε τους αγωνιζόμενους μαζί με κάποια θεϊκή πρόνοια».
Και κατά μαρτυρία του Ευσέβιου, ο Κωνσταντίνος τον πληροφόρησε ότι κανένας από τους φορείς του λαβάρου δε βλάφτηκε ποτέ από τα βέλη του εχθρού.
Για τα οκτώ επόμενα ειρηνικά χρόνια (314-322) ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην προώθηση της ηθικής, πολιτικής και οικονομικής ευημερίας των υπηκόων του.
Οι σχέσεις μεταξύ των δυο αυτοκρατόρων επιδεινώθηκαν και πάλι μετά από εκείνη τη δεκαετία. Ο Λικίνιος αθέτησε ξανά τις συμφωνίες του Μεδιολάνου για την κατάπαυση των διωγμών των χριστιανών.
Έτσι, ενώ στη Δύση έλαμπε φανερά το φως του Χριστού, στην Ανατολή κρυφόκαιγε σ’ απόμερες γωνιές και κατά τους χρόνους του Μαξιμίνου και κατά τους χρόνους του Λικίνιου. Ο τελευταίος άρχισε ξανά τους διωγμούς, συγκεκαλυμμένα στην αρχή, γιατί φοβόταν τον Κωνσταντίνο, ανοιχτά αργότερα. Επέβαλε περιορισμούς στους επισκόπους, έκλεισε ορισμένες εκκλησίες, δήμευσε περιουσίες χριστιανών, επέβαλε σε αξιωματούχους του στρατού και της κρατικής μηχανής να προσφέρουν θυσίες σε διάφορους θεούς και απομάκρυνε όσους αρνήθηκαν, επειδή ήταν χριστιανοί. Γενικά, συνετέλεσε στο να βασιλέψουν η βία και η αδικία σ’ όλους τους τομείς της διοίκησης.
Τα βασανιστήρια και οι διωγμοί συνεχίζονταν αμείλικτα. Γράφει ο Ευσέβιος: «Η μικροπρέπειά του δεν είχε μέτρο και η απληστία του ήταν απεριόριστη. Μολονότι γέμισε τα ταμεία με χρυσό, ασήμι και απεριόριστο πλούτο, ένιωθε ενδεής και υπέφερε το μαρτύριο του Ταντάλου. Και θα μπορούσα ν’ αναφέρω πόσα αθώα πρόσωπα τιμώρησε με εξορία, πόση ιδιοκτησία δήμευσε, πόσους ευυπόληπτους άνδρες από την τάξη τών ευγενών φυλάκισε, πόσες συζύγους παρέδωσε στους σκλάβους για να ταπεινωθούν και σε πόσες παντρεμένες και παρθένους προσέφερε ο ίδιος βία».
Παρόμοιες είναι και οι αναφορές του Αυρήλιου Βίκτωρος [ο οποίος, σημειωτέον, ήταν δωδεκαθεϊστής]: «Ο Λικίνιος μέσω της αγάπης του στη φιλαργυρία ήταν ο χειρότερος όλων των ανθρώπων και όχι ξένος προς τη σεξουαλική διαφθορά, σκληρός πράγματι, υπερβολικά ανυπόμονος, εχθρικός προς τη λογοτεχνία, την οποία, επειδή αγνοούσε απεριόριστα, συνήθιζε ν’ αποκαλεί ένα δηλητήριο και μια δημόσια επιδημία, ειδικά δικανική προσπάθεια».
Χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν σκληρά και πάλι και εκατοντάδες έχασαν τη ζωή τους από το ξίφος, τον τροχό, τη φωτιά, τα δόντια των θηρίων. Τότε μαρτύρησαν και οι σαράντα χριστιανοί στρατιώτες (οι Άγιοι Σαράντα Μάρτυρες) μέσα στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας…
Το μαρτύριο των αγίων σαράντα στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας
Μαθαίνοντας ο Κωνσταντίνος τη νέα αθέτηση των συμφωνιών και την παραβίαση των όρκων από την πλευρά του Λικίνιου, του κηρύσσει τον πόλεμο (322). Επικεφαλής των ναυτικών του δυνάμεων έθεσε το γιο του Κρίσπο.
Στην Αδριανούπολη στις 3 Ιουλίου 323 ο Κωνσταντίνος ύστερα από θερμή προσευχή και έχοντας το Λάβαρο μπροστά και με το σύνθημα «Θεός Σωτήρ» στα χείλη των στρατιωτών ορμά εναντίον του αντιπάλου του και πετυχαίνει μεγάλη νίκη, αναγκάζοντας τον να υποχωρήσει στη Χρυσούπολη. Εκεί νικά οριστικά το Λικίνιο (10 Σεπτεμβρίου 323), ενώ ο γιος του Κρίσπος καταναυμαχεί το στόλο του στον Ελλήσποντο, αποδεικνύοντας τις μεγάλες στρατηγικές ικανότητες του.
Η Κωνσταντία έτρεξε και πάλι στον αδελφό της και τον θερμοπαρακάλεσε με δάκρυα να συγχωρήσει τον άνδρα της.
Ο Λικίνιος, καθώς μας πληροφορεί ο Ζώσιμος, αφού ήλθε στη Νικομήδεια ως ικέτης, παρέδωσε την πορφύρα του στον Κωνσταντίνο και του ζήτησε συγχώρηση για τα όσα είχε κάνει {«Της πόλεως προελθών ικέτης τω Κωνσταντίνω καθίσταται, και την αλουργίδα προσαγαγών βασιλέα τε και δεσπότην εβόα, συγγνώμην επί τοις προλαβούσιν αιτών»).
Ο Κωνσταντίνος τού αφαίρεσε την πορφύρα, αλλ’ όχι και τη ζωή. Τον συγχώρησε χάρη στα δάκρυα και τις ικεσίες της Κωνσταντίας και τον έθεσε σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη.
Όμως ο Κωνσταντίνος δεν ξέχασε ότι ο Λικίνιος ήταν ένας τέως αυτοκράτορας, που διέθετε ακόμα πολλές ρίζες στα στρατεύματα. Δε λησμόνησε ότι η πλειοψηφία των πολιτών, αλλά και των στρατιωτών, ήταν ακόμα ειδωλολάτρες και δε θεωρούσε απίθανη την αυτοανακήρυξη του αποτυχημένου γαμπρού του ως αρχηγού των ειδωλολατρών και την κήρυξη επαναστάσεως εναντίον του. Εξαιτίας λοιπόν όλων αυτών των κινδύνων ο Κωνσταντίνος ήταν υποχρεωμένος να επιτηρεί ξάγρυπνα τον ζωηρό γαμπρό του.
Αλλ’ ο Λικίνιος […] δεν τήρησε και πάλι ούτε τις υποσχέσεις, ούτε τους όρκους του.
Η αθέτηση συμφωνιών και η καταπάτηση όρκων εκ μέρους του Λικίνιου ήταν μια μόνιμη τακτική, επισημαίνει […] ο Ευσέβιος, που συνοδευόταν κάθε φορά από συγγνώμη, για να ασχημονήσει και πάλι με ψευδολογίες.
Ενδιαφέρουσες είναι και οι πληροφορίες του εκκλησιαστικού συγγραφέα Σωκράτους του Σχολαστικού. Παρότι ο Κωνσταντίνος τού έδειξε όλη την ανθρωπιά του, γράφει ο Σωκράτης, και του χάρισε τη ζωή, και μάλιστα για δεύτερη φορά, εκείνος δεν παραιτήθηκε από τις φιλοδοξίες του. Παρέμεινε ήσυχος για ένα χρόνο στη Θεσσαλονίκη και ύστερα, αφού μάζεψε γύρω του μερικούς βαρβάρους, άρχισε τις μυστικές διαβουλεύσεις μαζί τους με σκοπό να επισκευάσει την ήττα του! («Ζώντα ουν συλλαβών, ανθρωπεύεται. Και κτείνει μεν ουδαμώς, οικείν δε την Θεσσαλονίκην προσέταξεν ησνχάζοντα. Ο δε προς ολίγον ησυχάσας, ύστερον βαρβάρους τινάς συναγαγών, αναμαχήσασθαι την ήτταν εσπούδαζεν»).
Ο Ζωναράς γράφει ότι ο Κωνσταντίνος χάρισε τηή ζωή στο Λικίνιο, ύστερα από τις παρακλήσεις της Κωνσταντίας, αλλ’ επειδή οι στρατιώτες του διαμαρτυρήθηκαν για τη διάσωση του ανθρώπου, ο οποίος είχε αποδειχτεί πολλές φορές αναξιόπιστος και παραβάτης των συμφωνιών, τον παρέπεμψε στην ετυμηγορία της Συγκλήτου. Εκείνη παραχώρησε στους στρατιώτες τα δικαίωμα ν’ αποφασίσουν για την τύχη του και αυτοί τον εκτέλεσαν στη Θεσσαλονίκη ή σε κάποιο τόπο των Σερρών.
Το ίδιο μας πληροφορούν και ο Γελάσιος και ο Νικηφόρος Κάλλιστος.
Για τη νέα αυτή και τελευταία συνωμοσία του αδίστακτου γαμπρού του προσφέρθηκε στον Κωνσταντίνο απόδειξη. Αυτή τη φορά η Σύγκλητος, βάσει των […] νόμων […], αποφάσισε τη θανατική καταδίκη και εκτέλεση και του ίδιου και των συμβούλων του (324 μ.Χ.). Γράφει ο Ευσέβιος: «Έπειτα αφού εφάρμοσε το νόμο του πολέμου σ’ αυτόν το θεομισή, τους παρέδωσε στην πρέπουσα τιμωρία: οι σύμβουλοι της θεομαχίας μαζί με τον ίδιο τον τύραννο οδηγήθηκαν στο θάνατο, έχοντας την προσήκουσα δίκη».
[…]
Αυτό, βάσει των νόμων της Ρώμης, ήταν το τέλος ενός καθ’ υποτροπήν συνωμότη, που επιτέλους δεν μπορούσε να έχει επ’ άπειρον ασυλία και ατιμωρησία, παρά την οποιαδήποτε συγγενική του σχέση με τον Κωνσταντίνο, το θάνατο του οποίου άλλωστε επιζητούσε επιμόνως. Επομένως και γι’ αυτόν το θάνατο συγγενικού του προσώπου θα ήταν άδικο να προσδώσουμε στον Κωνσταντίνο τη βαριά κατηγορία του δολοφόνου, όπως το επιχειρούν οι εχθροί του.
Αλλά και ποιος θα μπορούσε σήμερα να κατηγορήσει έναν αρχηγό κράτους, που επικυρώνει με την υπογραφή του τη θανατική εκτέλεση καταδικασμένου από τα δικαστήρια;
Για το ότι ο Λικίνιος είχε ένδικο καταδίκη, επιβεβαιώνεται και από τον Ευσέβιο: «Και όσα ο Λικίνιος είδε στα μάτια των παλιών τυράννων, τα ίδια και αυτός υπέφερε, γιατί μήτε κι ο ίδιος δέχτηκε κάποια παιδεία μήτε σωφρονίστηκε από τις μάστιγες εκείνων που βρίσκονταν μακριά, αλλ’ αφού μετήλθε την ίδια μ’ εκείνους οδό, ενδίκως οδηγήθηκε σε ίσο με το δικό τους γκρεμό».
[…]
Ο Gibbon και άλλοι ιστορικοί θέλουν να ξεχνούν ότι ο αμυνόμενος πάντοτε Κωνσταντίνος είχε χαριστεί τουλάχιστον δύο φορές και στους δυό, Μαξιμιανό και Λικίνιο, και καταφέρονται εναντίον του, αποκαλώντας δολοφονίες τις ένδικες θανατικές εκτελέσεις τους. Αλλά ποιος μάς διαβεβαιώνει ότι αυτοί οι δύο καθ’ υποτροπήν εγκληματίες στην τρίτη απόπειρά τους εναντίον του Κωνσταντίνου δε θα αιματοκυλούσαν [πάλι] την αυτοκρατορία;
[…]Είναι πράγματι πολύ δύσκολο σήμερα να σκεφθεί κανείς τί άλλο θα μπορούσε να πράξει ο Κωνσταντίνος, όταν επεδίωκαν την εξόντωσή του με τη σειρά ο πεθερός του, ο κουνιάδος του, ο δεύτερος γαμπρός του, ο πρώτος γαμπρός του. Και εκπλήσσεται ο σημερινός φιλήσυχος πολίτης, όταν διαπιστώνει πως κανενός ο θάνατος δεν νουθέτησε κανένα από τους επιλειπόμενους κάθε φορά συγγενείς του!
Τίποτε το παράνομο δεν έπραξε ο Κωνσταντίνος ως εξουσία ακόμη και από χριστιανικής πλευράς. Γράφει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του για την εξουσία: «Θεού γαρ διάκονος εστιν εις οργήν, έκδικος τω των κακών πράσσοντι» (κεφ. 13, 4): (Διότι είναι υπηρέτης του Θεού, εκδικητής που έχει εντολή και δικαίωμα να επιβάλλει τιμωρίες σε κάθε κακοποιό».» (σελ. 54-61)
(Για τις πάμπολλες παραπομπές που κάνει ο συγγραφέας στις αρχαίες πηγές δείτε το ίδιο το βιβλίο.)
Μια πολύ εκτενή και αναλυτική εξιστόρηση των εγκλημάτων του Λικίνιου κάνει ο ιστορικός Ευσέβιος (Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, Λόγος Α΄, 49 – Β΄, 19).
Ας σημειωθεί ότι άλλοι άγιοι μάρτυρες που μαρτύρησαν από τον Λικίνιο, εκτός από τους αγίους Σαράντα, ήταν ο άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, ο άγιος Βλάσιος, οι άγιοι Βασιλεύς και Γλαφύρα, οι άγιοι Ερμύλος και Στρατόνικος.
Οι θάνατοι του Μαξέντιου, του Λικίνιου και των συνεργών τους δεν είχαν τον χαρακτήρα ιδιωτικών εκτελέσεων ή “δολοφονιών”. Ο αυτοκράτορας ήταν ο ανώτατος δικαστής του ρωμαϊκού κράτους. Αυτός είχε την κατεξοχήν αρμοδιότητα (ή μάλλον υποχρέωση) να τιμωρεί τους εγκληματίες. Γιατί να μην τιμωρήσει κι αυτούς για τα εγκλήματά τους όπως προέβλεπε ο νόμος; Για όλους ήταν οι νόμοι εκτός από τους μεγαλύτερους εγκληματίες;
Να το “έγκλημα” του αγίου Κωνσταντίνου: το ότι υπερασπιζόταν με γενναιότητα την αυτοκρατορία και τον λαό του από τους κτηνώδεις και αιμοδιψείς εχθρούς που την λυμαίνονταν, και, ως ανώτατος δικαστής του κράτους, επέβαλε, όπου ήταν ανάγκη, την εσχάτη ποινή σε απάνθρωπους εγκληματίες – όπως ήταν ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ του.
Ο Κωνσταντίνος ήθελε να βγάλει επιτέλους την αυτοκρατορία από το σκοτάδι (και το κατόρθωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως είδαμε στο προηγούμενο μέρος αυτού του δημοσιεύματος), και αυτοί ήταν εγκληματίες που ήθελαν να την κρατήσουν καλά βυθισμένη μέσα σε αυτό. Ως αυτοκράτορας είχε ΧΡΕΟΣ να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να τους βγάλει από την μέση, για να εκπληρώσει την αποστολή του, και να τους τιμωρήσει για τα εγκλήματά τους. Το ότι αντιστάθηκε στον Μαξιμιανό, τον Μαξέντιο, τον Λικίνιο κλπ και τους τιμώρησε είναι ηρωικό και άγιο έργο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε τον Θεό μέσα του και δεν τον ένοιαζε η εξουσία. Αυτοί που ΕΥΤΥΧΩΣ τους εξόντωσε, πήγαιναν να βυθίσουν την αυτοκρατορία πάλι στο σκοτάδι, τον δαιμονισμό και την βαρβαρότητα.
Όλος ο κόσμος οφείλει ένα μεγάλο ευχαριστώ στον άγιο Κωνσταντίνο που, με την δύναμη του Θεού, έβγαλε όλους αυτούς τους ψυχοπαθείς σατανάδες από την μέση.
Ο άγιος Κωνσταντίνος ήταν όσο ”δολοφόνος” ήταν και ο άγιος Γεώργιος που σκότωσε τον δράκο-νεφελίμ.

*****

Διέπραξε ο άγιος Κωνσταντίνος οικογενειακά εγκλήματα;

Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Β. Καραστάθη: “Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική. Ιστορική μελέτη”. Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Αθήνα Μάιος 2006. Σελ. 35-41 [από ΟΟΔΕ].

Η τραγωδία τον Κρίσπου

Έναν χρόνο μετά τη Σύνοδο τη Νικαίας, το 326 μ. Χ., ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της βασιλείας του (τα δεύτερα Δεκενάλια). Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Ύστερα απ’ όσα είχε βιώσει στη Σύνοδο της Νικαίας, του φαίνονταν γελοία πια όλ’ αυτά.

Η στάση του – κατά τον Ζώσιμο – προκάλεσε το μίσος σε όλες τις τάξεις. Ο όχλος λιθοβόλησε το άγαλμά του και στραπατσάρισε το πρόσωπο σ’ αυτό. Την είδηση ανήγγειλαν οι παλατιανοί στον Κωνσταντίνο και εκείνος αποκρίθηκε με πικρόχολο χιούμορ: “Περίεργο, δεν είμαι σε θέση να ιδώ κανένα τραύμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό μου. Και το κεφάλι και το πρόσωπό μου εμφανίζονται αρκετά υγιή»! [1]

Την ημέρα που στα ανάκτορα γιορτάζονταν τα Δεκενάλια με τη συμμετοχή όλων των επισήμων της Ρώμης, ο Κωνσταντίνος διατάζει τη σύλληψη του Κρίσπου και τη φυλάκισή του στη φυλακή της Πώλας, στην Ίστρια.

Η ενέργεια του αυτοκράτορα έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία!

Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεφτάχρονος είχε περιβληθεί την πορφύρα του καίσαρα και είχε πολεμήσει νικηφόρα τους Φράγκους και τους Αλαμαννούς. Τρεις φορές ως τότε είχε διατελέσει πρόξενος. Και, τελευταία, ως ναύαρχος τού στόλου του πατέρα του, είχε κατατροπώσει τον στόλο τού Λικίνιου στον Βόσπορο. Τι λοιπόν είχε προηγηθεί εκείνης της συλλήψεως;

Αυτός ο φέρελπις γιος τού Κωνσταντίνου, που παρά τη νεότητά του, είχε δοξαστεί στα πεδία τών μαχών, εκείνη την εποχή στο παλάτι είχε συγκεντρώσει πάνω του όλο το μίσος μιας κακιάς μητριάς. Η Φαύστα μισούσε θανάσιμα τον νεαρό Κρίσπο, που υπερτερούσε των τριών αγοριών της σε όλα! Και στην εξυπνάδα και στο σωματικό σφρίγος και στο κάλλος και στην ευγένεια. Τον ζήλευε και τον μισούσε. Και φοβόταν μήπως ο Κωνσταντίνος κληροδοτούσε σ’ εκείνον την Αυτοκρατορία και όχι στα αγόρια της.

Τον μισούσε ακόμα γιατί η γριά πεθερά της, η Ελένη, αγαπούσε εκείνον περισσότερο από τα δικά της παιδιά. Και το ποτήρι τού μίσους της είχε ξεχειλίσει τις προηγούμενες ημέρες, που σε μια άλλη γιορτή στο παλάτι ο ποιητής Πορφύριος Οπτατιανός απάγγειλε ένα ωραίο ποίημα για τον ένδοξο Κρίσπο. Πλάνταξε η Φαύστα, που δεν άκουγε μια καλή κουβέντα και για τα δικά της παιδιά. Και άρχισε να κάνει σχέδια εξόντωσης τού Κρίσπου.

Μια διαβολική σκέψη πέρασε από τον νου της και εκμεταλλεύτηκε ένα επίκαιρο γεγονός: Ο Κωνσταντίνος, για να περιφρουρήσει τον θεσμό της οικογένειας, που βρισκόταν εκείνη την εποχή σε αποσύνθεση, εξαιτίας νόμων τού αυτοκράτορα Αυγούστου (ελευθερία στη μοιχεία για την αύξηση τού πληθυσμού και άλλα παρόμοια τρελά), είχε επιβάλει πριν από ένα μήνα νόμο, που όριζε θανατική εκτέλεση για τον άνδρα που θα διέπραττε το αδίκημα της μοιχείας με παντρεμένη γυναίκα. Αυτό ήταν! Η δολοπλόκα γυναίκα θα στήριζε εκεί πάνω τη συκοφαντία της για τον Κρίσπο, μαζί με την κατηγορία της συνωμοσίας! Αφού εξασφάλισε τους αναγκαίους ψευδομάρτυρες στην παλατιανή καμαρίλα, κατηγόρησε το παλικάρι στον πατέρα του ότι συνωμοτούσε εναντίον του με σκοπό να τον ανατρέψει από τον θρόνο, καθώς και ότι επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς! Οι μάρτυρες κατάλληλα δασκαλεμένοι, επιβεβαίωσαν ενώπιον του αυτοκράτορα τις άθλιες καταγγελίες της.

Ο ίδιος ο Ζώσιμος (5ος αιώνας μ.Χ.), παγανιστής και πολέμιος τού Κωνσταντίνου, αλλά και ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αιώνας) παραδέχονται ότι οι κατηγορίες εναντίον του Κρίσπου ήταν άδικες και ότι όλες ήταν εφευρήματα της Αυγούστας Φαύστας, Η όποια με τον τρόπο αυτό φρόντισε να βγάλει τον Κρίσπο από τη διαδοχή τού θρόνου για χάρη των τριών αγοριών της, που είχε με τον Κωνσταντίνο, και που αυτή την περίοδο βρίσκονταν ακόμα στην παιδική τους ηλικία.

Έτσι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στο τρομερότερο δίλημμα της ζωής του. Πώς έπρεπε να ενεργήσει; Ως στοργικός πατέρας ή ως αυτοκράτωρ και ψυχρός τηρητής του νόμου; Και πώς θα αξίωνε την εφαρμογή του νόμου από το λαό, αν ο ίδιος δεν τον εφήρμοζε; Αυτή η θέση ήταν η δυσκολότερη και τραγικότερη, που θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ ένας νομοθέτης και συνάμα δικαστής και πατέρας: να εφαρμόσει δηλαδή για πρώτη φορά τον σκληρό νόμο πάνω στον γιό του. Δε διέταξε αμέσως την εκτέλεση του, όπως πολύ θα το ‘θελαν η Φαύστα και οι εχθροί του, αλλά τη φυλάκισή του στις φυλακές της Πώλας, στην περιοχή Ίστρια. Αργότερα ο άτυχος νέος εκτελέστηκε, άγνωστο με ποιόν τρόπο. Όλοι πίστεψαν πως εκτελέστηκε με υπογραφή τού Κωνσταντίνου, αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτό. Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο, και όσα έχουν γραφεί είναι αυθαίρετα συμπεράσματα και εικασίες. Ποτέ δε βρέθηκε διάταγμα με την υπογραφή και τη σφραγίδα τού αυτοκράτορα για τη θανάτωση τού Κρίσπου. Οι σύγχρονοί του χρονικογράφοι Ευσέβιος και Σέξτος Αυρήλιος Βίκτωρ περιορίζονται στη δήλωση πως δε γνωρίζουν τους λόγους του θανάτου του Κρίσπου.

Γράφει ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ Δ. Κούσουλας: «Οι δεσμοφύλακες τού Κρίσπου δε θα είχαν ενεργήσει ποτέ από μόνοι τους, χωρίς ένα ένταλμα θανατικής εκτελέσεως, που να φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Αυτοκράτορα. Εάν δεν το υπέγραψε ο Αυτοκράτορας, ποιος έβαλε την υπογραφή του; Ποιος θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει την αυτοκρατορική σφραγίδα έκτος από τη Φαύστα ή κάποιον άλλον μετά από διαταγή της; Δεν υπάρχει αρχαία μαρτυρία, για να υποστηρίξει αυτό το σενάριο. Ωστόσο, τούτο συνταιριάζει τους διάσπαρτους υπαινιγμούς και τις αποσπασματικές αναφορές και διατρυπά κάπως τον ιστό της αράχνης, που έχει κρατήσει το μυστήριο καλυμμένο για τόσους πολλούς αιώνες» [2].

Η λογική τού καθηγητή Κούσουλα, με βάση τα ως τώρα πεπραγμένα της Φαύστας, οδηγείται στην υπόνοια, ότι ίσως σ’ αυτόν το θάνατο να έχει βάλει το χέρι της η πανούργα Αυγούστα.

Αληθινά, ποιος θα μπορούσε να μας βεβαιώσει ότι αυτός ο θάνατος δεν είναι έργο εκείνης της δόλιας γυναίκας; Ποιος θα μπορούσε να μας διαβεβαιώσει ότι αυτόν το θάνατο δεν τον παρουσίασαν στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο οι παρατρεχάμενοι της Φαύστας σαν αυτοκτονία, για να τον ηρεμήσουν μετά τον τραγικό χαμό τού γιου του;

Για τους παγανιστές όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν σημασία. Αυτοί απλά υιοθετούν πρώτα με μεγάλη ευχαρίστηση τις συκοφαντίες της Φαύστας, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δήθεν ερωτική επίθεση τού Κρίσπου προς το άτομό της. Μάλιστα για να ταπεινώσουν περισσότερο το πρόσωπο τού μεγάλου αυτοκράτορα, προχωρούν κι άλλο και μιλούν για ισχυρό ερωτικό δεσμό Κρίσπου και Φαύστας! Ναι, και υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους τη δραματική ερωτική ιστορία τού Ιππόλυτου και της Φαίδρας, και την εκδικητική μανία τού απατημένου πατέρα στο πρόσωπο τού Κωνσταντίνου, που εκδικείται τον γιό…

Αλλά ως εδώ τελειώνει η πρώτη πράξη της τραγωδίας… Γιατί ακολουθεί και η δεύτερη…

Η Αυγούστα Ελένη εκείνες τις μέρες έλειπε από τη Ρώμη, μα όταν επέστρεψε, πληροφορήθηκε από τους αφοσιωμένους παλατιανούς της όλη την αλήθεια και έκλαψε πικρά τον αδικοχαμένο εγγονό της. Και αυτή την τραγική αλήθεια αποκάλυψε στον αυτοκράτορα γιο της μέσα από τους λυγμούς και τ’ αναφιλητά της.

Οργισμένος ο Κωνσταντίνος διέταξε τη σύλληψη της Φαύστας.

Η τύχη της Φαύστας

Τι απέγινε η Φαύστα μετά το τρομερό έγκλημά της; Ποια σκληρή τιμωρία την περίμενε;

Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα «σπεύδει» ο παγανιστής και φανατικός αντιχριστιανός Ζώσιμος [3] να μας ενημερώσει, ότι ο Κωνσταντίνος, μόλις πληροφορήθηκε για την εγκληματική υπαιτιότητα της Φαύστας στον θάνατο τού Κρίσπου, διέταξε τους δούλους του να την πνίξουν στο λουτρό με καυτό νερό!

Αυτό το σενάριο το επαναλαμβάνουν εναντίον τού Κωνσταντίνου ως γεγονός αδιαμφισβήτητο όλοι οι … χρονικογράφοι των επόμενων αιώνων (Ευτρόπιος, Σωκράτης ο Σχολαστικός κ.α.), παίρνοντας αναδρομικά την εκδίκηση τους εναντίον τού ανθρώπου, που κατέρριψε τη … λατρεία των ειδώλων. Το επαναλαμβάνουν ατυχώς και κάποιοι χριστιανοί από αγνοία η ευπιστία. Γι’ αυτό η αμερόληπτη ιστορική ερευνά οφείλει να δέχεται με πολλή δυσπιστία τις πληροφορίες τους. Και να λαβαίνει υπόψη της ότι μια τόσο σκληρή τιμωρία δε συνάδει προς την ευαισθησία και τον χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου, (που θα σκιαγραφηθούν στις επόμενες σελίδες από τα έργα του). Τέτοιο φριχτό έγκλημα δε θα μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος, που δέχτηκε την κλήση από τον Θεό, όπως ο Παύλος, και εγκολπώθηκε το χριστιανικό πνεύμα στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Μιλβία Γέφυρα.

Αλλά το μύθο του Ζώσιμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος, ο Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ.), που έζησε εγγύτατα στα γεγονότα. Αυτός παρέχει την πληροφορία, ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου! [“Νεκρός”: εδώ έχει λάθος προφανώς – εννοεί μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, όπως θα φανεί παρακάτω]. Το σχετικό χωρίο τού Ιερώνυμου δημοσιεύει ο ιστορικός Edward Gibbon μαζί με την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας [4]. Ο Gibbon [5]ρίχνει περισσότερο φως στην υπόθεση. Γράφει: «Τόσο οι πολέμιοι όσο και οι υπέρμαχοι τού χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου έχουν παραγνωρίσει δύο πολύ σημαντικά αποσπάσματα δύο ομιλιών που εκφωνήθηκαν στη διάρκεια της επόμενης βασιλείας. Στο πρώτο εξυμνούνται οι αρετές, η ομορφιά και η τύχη της αυτοκράτειρας Φαύστας, της κόρης, συζύγου, αδελφής και μητέρας τόσο πολλών πριγκίπων. Στο δεύτερο, αναφέρεται ρητώς ότι η μητέρα τού Κωνσταντίνου τού νεότερου, ο οποίος σφαγιάσθηκε τρία χρόνια μετά το θάνατο τού πατέρα του (σ.σ. δηλαδή το 340 μ.Χ.), ήταν ζωντανή εφόσον έκλαψε για το πεπρωμένο τού γιου της. Παρά την κατηγορηματική μαρτυρία αρκετών παγανιστών και χριστιανών συγγραφέων, ενδέχεται να υπάρχουν κάποιοι λόγοι να πιστέψουμε, ή έστω να υποπτευθούμε, ότι η Φαύστα γλίτωσε από την τυφλή και ύποπτη ασπλαχνία τού συζύγου της». [6]

Την κατηγορία αυτή εναντίον τού Μ. Κωνσταντίνου αρνείται να υιοθετήσει και ο μεγάλος μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.

Οι παγανιστές χρονικογράφοι κάνουν ένα βήμα περισσότερο ακόμα, για να ενισχύσουν τις εικασίες τους, γράφοντας ότι ο Κωνσταντίνος επέβαλε λησμοσύνη (domnatio memoriae) για τον νεκρό Κρίσπο. Αλλά ο Κωδινός, χρονικογράφος των μεταγενέστερων αιώνων, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος έστησε χρυσό άγαλμα τού Κρίσπου, το όποιο εξαφάνισαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτό το άγαλμα υπήρχε η επιγραφή: «Στον αδικοχαμένο γιο μου».

Ο θάνατος τόσο τού Κρίσπου όσο και της Φαύστας δεν μπορούν να καταλογισθούν στον Κωνσταντίνο δίχως πειστήρια. Τίποτε το βέβαιο. Αν, παρ’ ελπίδα, οφείλονται σε αποφάσεις τού Αυτοκράτορα, και πάλι πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα, γιατί ο Αυτοκράτωρ, ως ανώτατος κριτής και τηρητής των νόμων επιβάλλει και ποινές σ’ ενόχους, ή τουλάχιστον σε κατηγορουμένους, που αποδεικνύονται ένοχοι, βάσει μαρτυριών. Και αφού κάθε δικαστής μπορεί βάσει ψευδών κατηγοριών να οδηγηθεί σε δικαστική πλάνη, πώς ένας αυτοκράτωρ εκείνων των εποχών ως ανώτατος δικαστής θα μπορούσε ν’ αποφύγει κάτι παρόμοιο;

Εκείνες τις πικρές ημέρες για τον Κωνσταντίνο, άγνωστοι έγραψαν πάνω σε μια σανίδα και την κρέμασαν σε κτίριο τού παλατιού τούτη τη φαρμακερή για τον αυτοκράτορα φράση: «Ποιος τώρα αποζητάει το χρυσό δρεπάνι τού Κρόνου».

Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη Ρώμη θλιμμένος και καταφαρμακωμένος, για να μη ξαναγυρίσει ποτέ πάλι εκεί. Και για όσο χρόνο χτιζότανε η νέα πρωτεύουσα, παρέμενε στη Νικομήδεια.

Σημειώσεις

1.Η χιουμοριστική φράση τού Μ. Κωνσταντίνου διασώζεται από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.

2.D. G. Kousoulas, “The life and time of Constantine the Great”

3. Νέα Ιστορία Β’ 29, 1-2.

4.”The History of the Decline and Fall of the Roman Empire” XVIII, Foodnote 23.

5.Άγγλος Ιστορικός, από τους κορυφαίους ιστορικούς τού κόσμου, που έχει συγγράψει το σημαντικότερο βιβλίο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο “The History of the Decline and Fall of the Roman Empire”. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Είναι σημαντική η μαρτυρία του, γιατί πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους πολέμιους του Χριστιανισμού, λόγω αντιχριστιανικής υστερίας από την οποία έπασχε. Κάτι άλλωστε που είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο μιλάει εναντίον του αγίου στο παρατεθέν κείμενο. Εδώ όμως, άθελά του, γίνεται αιτία να φανερωθεί μία απάτη).

6.Edward Gibbon: “The History of the Decline and Fall of the Roman Empire”, Chapter XVIII.

*****

Το ήθος του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Πού είναι ο άγιος Κωνσταντίνος σήμερα;

 

[από εδώ]

 

Ζωγραφιά των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης από παιδάκι 2 ετών.
VatopaidiFriend: Σας παρουσιάζουμε μερικά μόνο δείγματα της αγιότητας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μακάρι όλες οι χώρες του κόσμου (και η Ελλάδα) να είχαν έναν κυβερνήτη με έστω ένα μικρό ψήγμα της δικής του εκπληκτικής καλωσύνης και φωτισμού. Δυστυχώς όμως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν συμβαίνει.
Περί των ευεργεσιών του Κωνσταντίνου προς τους πένητας και τους ενδεείς.
Διένειμε πλουσίως χρήματα εις τους ενδεείς, εδεικνύετο μάλιστα φιλάνθρωπος και ευεργετικός ακόμη και εις τους εκτός Εκκλησίας παρουσιαζομένους εις αυτόν· εις τους θλιβερούς και ελεεινούς επαίτας της αγοράς εφρόντιζε να δοθούν όχι μόνον χρήματα και αναγκαία τροφή, αλλά και εύσχημος (= αξιοπρεπής και ωραία) ενδυμασία, εις εκείνους δε οι οποίοι είχον ευημερία αλλά λόγω μεταβολής συνθηκών βίου εδυστύχησαν παρείχε πλουσιωτέρας χορηγίας. Παρέχων με βασιλικόν φρόνημα μεγαλοδώρους ευεργεσίας προς τοιαύτα πρόσωπα, εις άλλους μεν εδώριζεν αγροτικά κτήματα, άλλους δε ετίμα με διάφορα αξιώματα. Και δι’ όσους μεν περιέπεσαν εις ορφανίαν εφρόντιζεν ως πατήρ, των δε χηρών ανεκούφιζε την εγκατάλειψιν με την ειδικήν μέριμναν· και μάλιστα υπάνδρευε κόρας αι οποίαι μετά τον θάνατον του πατρός των είχον μείνει ορφαναί με γνωρίμους του και πλουσίους άνδρας, έπραττε δε ταύτα αφού προηγουμένως προσέφερεν εις τας νύμφας όσα έπρεπε να εισφέρουν ως προίκα δια τον γάμον. Όπως δε ο ανατέλλων ήλιος μεταδίδει εις όλους αφθόνως τας μαρμαρυγάς του φωτός, κατά παρόμοιον τρόπον και ο Κωνσταντίνος, εμφανιζόμενος εμπρός εις τα ανάκτορα με την ανατολήν του ηλίου ωσάν να ανέτελλε μαζί με τον φωστήρα του ουρανού, εξέπεμπε φωταυγείας της καλοκαγαθίας του εις όλους όσοι προσήρχοντο εις αυτόν. Δεν ήτο δυνατόν απλώς να τον πλησιάση κανείς χωρίς ν’ απολαύση κάποιον αγαθόν ούτε ήτο δυνατόν να απογοητευθούν όσοι ήλπισαν να λάβουν την βοήθειάν του. (Ευσέβιου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, Λόγος Α΄, 43)
Πώς ηνείχετο (ανεχόταν) και τους άφρονας.
Επιπροσθέτως ηνείχετο με ανεξικακίαν και μερικούς οι οποίοι ήσαν ερεθισμένοι εναντίον του, παραγγέλων και εις αυτούς με ήρεμον και πράον φωνήν να είναι σώφρονες και όχι στασιασταί. Μερικοί από αυτούς, σεβόμενοι τας παραινέσεις, απηλλάγησαν από τας επιδιώξεις των, τους δε αθεραπεύτους προς σώφρονα λογισμόν παρέδιδεν εις την διάθεσιν του Θεού, μη επιθυμών ποτέ να λάβη ο ίδιος μέτρα εναντίον οποιουδήποτε. Τούτο συνέβη ευλόγως και εις την Αφρικήν. Οι διαφωνούντες εκεί έφθασαν εις τοιούτον σημείον εντάσεως, ώστε να προβούν και εις ωρισμένας τολμηράς ενεργείας· ως φαίνεται, πονηρός δαίμων εβάσκαινε την αφθονίαν των υπαρχόντων τώρα αγαθών και παρεκίνει τους άνδρας εις ατόπους πράξεις, ωσάν δια να κινήση κατ’ αυτών τον θυμόν του βασιλέως. Αλλ’ ο φθόνος δεν εκέρδισε, διότι ο βασιλεύς εθεώρησε γελοία τα πραττόμενα και εδήλωσεν ότι τα θεωρεί κινούμενα από τον πονηρόν, εφ’ όσον τοιαύται τολμηραί ενέργειαι δεν ανήκουν εις σώφρονας άνδρας, αλλ’ ή εις εντελώς παράφρονας ή εις δαιμονιζομένους, οι οποίοι πρέπει μάλλον να ελεούνται παρά να τιμωρούνται, ενώ αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς δεν ζημιώνεται κατά κανένα τρόπον από την μανίαν των παραφρόνων παρά μόνον μέχρι της συμπαθείας προς αυτούς από υπερβολικήν φιλανθρωπίαν. (Α΄, 45)
Φιλάνθρωπος μεταχείρισις των αιχμαλώτων στρατιωτών.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον είχε συνηθίσει από παλαιά ο βασιλεύς να προσωρή και να οδηγή τον στρατόν εις την μάχην, τοποθετών τον Θεόν επάνω από την ζωήν του, προτιμών να πράττη τα πάντα σύμφωνα με την θέλησίν Του και φειδόμενος τον θάνατον των πολλών. Όθεν επρονόει και περί της σωτηρίας των εχθρών όσον και των ιδικών του. Δια τούτο συνίστα εις τους στρατιώτας του, όταν κερδίζουν μάχην, να φείδωνται (=να λυπούνται) της ζωής των αιχμαλώτων και να μη λησμονούν ότι είναι άνθρωποι της ιδίας φύσεως. Και οσάκις έβλεπε να είναι ασυγκράτητοι οι θυμοί των στρατιωτών, τους εχαλιναγώγει με προσφοράν χρημάτων, καθορίζων να δίδεται ωρισμένη ποσότης χρυσού εις τον συλλαμβάνοντα αιχμάλωτον. Τούτο εύρεν ως δέλεαρ δια την σωτηρίαν των ανθρώπων η σύνεσις του βασιλέως, ώστε ακόμη και από τους βαρβάρους εσώζοντο πολυάριθμοι, με το να εξαγοράζεται η ζωή των δια του χρυσού από τον βασιλέα. (Β΄, 13)
Συνέχεια περί των προσευχών εις την σκηνήν.
Αυτάς τας πράξεις και πολυαρίθμους άλλας ομοίας με αυτάς ηρέσκετο να πράττη ο βασιλεύς και άλλοτε. Κατά την παρούσαν δε στιγμήν, κλεισμένος εις την σκηνήν του, όπως συνήθιζε προ της μάχης, αφιερώνετο εις τας προσευχάς προς τον Θεόν, αποφεύγων κάθε άνεσιν και τρυφηλήν διαβίωσιν, ασκών εαυτόν με νηστείαν και κάκωσιν του σώματος και επικαλούμενος το έλεος του Θεού με ικεσίας, δια να τον έχη προστάτην και βοηθόν και να πράττη όσα ο Θεός τού εμβάλλη εις την διάνοιαν. Και αυτός μεν εφρόντιζεν αγρύπνως περί των κοινών, ευχόμενος υπέρ της σωτηρίας τόσον των εχθρών όσον και των ιδικών του. (Β΄, 14)
Πώς ετίμα πολλούς με δωρεάς και προαγωγάς εις αξιώματα.
Ενώ τόσα έπραττεν ο βασιλεύς προς οικοδομήν και δόξαν της Εκκλησίας του Θεού και προέβαινεν εις πάσαν ενέργειαν προς διαφήμισιν της διδασκαλίας του Σωτήρος, δεν περιεφρόνει ούτε τας κοσμικάς υποθέσεις, αλλά και από αυτής της απόψεως παρείχε συνεχώς παντοειδείς ευεργεσίας εις τους κατοίκους όλων των επαρχιών, αφ’ ενός μεν δεικνύων κοινήν προς όλους πατρικήν κηδεμονίαν, αφ’ ετέρου δε τιμών με διάφορα αξιώματα τους γνωρίμους του και χορηγών όλα εις όλους με μεγαλόψυχον διάθεσιν. Δεν συνέβαινε κανείς να ζητήση χάριν από τον βασιλέα και να αποτύχη του σκοπού του ούτε να ελπίση κανείς απόκτησιν αγαθών και να αστοχήση της προσδοκίας του. Μερικοί μεν έλαβον δώρα εις χρήματα, μερικοί εις κτήματα, άλλοι εδέχθησαν το αξίωμα του υπάρχουν, άλλοι του συγκλητικού και μερικοί του υπάτου, πολλοί ανεδείχθησαν διοικηταί επαρχιών και άλλοι έλαβον τον βαθμόν του κόμητος πρώτης ή δευτέρας ή τρίτης τάξεως, πολυάριθμοι δε άλλοι μετείχον πλείστων άλλων τιμητικών αξιωμάτων. Διότι ο βασιλεύς με την επιθυμίαν του να τιμήση περισσοτέρους επενόει διάφορα αξιώματα. (Δ΄, 1)
Απαλλαγή από το τέταρτον της φορολογίας.
Πώς δε εφρόντιζε να παρασκευάζη την ευημερίαν και του συνόλου των πολιτών, θα το αντιληφθή κανείς από ένα παράδειγμα ευεργετικόν δι’ όλους γενικώς και ευγνωμόνως αναγνωριζόμενον ακόμη έως σήμερα. Αφαιρέσας το έν τέταρτον από τας ετησίας φορολογικάς εισφοράς δια την γην, το εδώριζεν εις τους ιδιοκτήρας των αγρών, ούτως ώστε, αν υπολογίση κανείς ότι η αφαίρεσις γίνεται κατ’ έτος, είναι ως να μένουν οι αγροί αφορολόγητοι επί έν έτος κάθε τέσσαρα. Η ενέργεια αυτή επικυρωθείσα με νόμον και επιβληθείσα και εις τους μετέπειτα χρόνους, διαιώνιζε την μνήμην της διακυβερνήσεως του βασιλέως όχι μόνον εις την παρούσαν γενεάν αλλά και εις τα παιδιά αυτών και τους διαδόχους τούτων. (Δ΄, 2)
Ότι εχορήγει από το ιδιωτικόν του ταμείον εις τους ηττημένους εις δίκας χρηματικής φύσεως.
Εις περιπτώσεις δικαστικών υποθέσεων, δια να μη φύγη ο καταδικασθείς ολιγώτερον ικανοποιημένος από τον νικητήν, ο βασιλεύς εδώριζεν από τα ιδικά του εις τους νικημένους, άλλοτε κτήματα, άλλοτε χρήματα, επιτρέπων ούτω εις τον ηττηθέντα να είναι εξ ίσου με τον νικητήν ευχαριστημένος, αφού ηξιώθη να παρουσιασθή ενώπιόν του. Διότι άλλως εφρόνει ότι δεν ήτο επιτρεπτόν να αποχωρήσει κανείς κατηφής και λυπημένος, αφού ενεφανίσθη εις τοιούτον βασιλέα. Ούτω λοιπόν έφευγον από την δίκην και οι δύο με φαιδρά και χαρούμενα πρόσωπα. Όλοι δε γενικώς εθαύμαζον δια την μεγαλοψυχίαν του βασιλέως. (Δ΄, 4)
Πώς οι Χριστιανοί απήλαυον ειρήνης δια των ενθέρμων προσευχών του Κωνσταντίνου.
Ούτω λοιπόν, καθώς τα έθνη εις όλα τα σημεία της οικουμένης διηυθύνοντο ωσάν από ένα κυβερνήτην και απεδέχοντο την διακυβέρνησιν από τον θεράποντα (=υπηρέτη) του Θεού, ενώ κανείς πλέον δεν παρηνώχλει την αυτοκρατορίαν των Ρωμαίων, όλοι οι πολίται διήγον τον βίον των με ευστάθειαν και αταραξίαν. Ο δε βασιλεύς κρίνας ότι αι ευχαί των θεοσεβών συντελούν μεγάλως εις την διαφύλαξιν όλων των αγαθών, ησθάνθη την ανάγκην να τας εξασφαλίση, αφ’ ενός μεν γιγνόμςνο; ο ίδιος ικέτης του Θεού, αφ’ ετέρου δε παραγγέλλων εις τους προεστώτας των Εκκλησιών να προσφέρουν δεήσεις υπέρ αυτού. (Δ΄, 14)
Περί του ζήλου του εις την προσευχήν και της τιμής του προς την εορτήν του Πάσχα.
Ο ίδιος δε ο βασιλεύς ως μέτοχος των ιερών μυστηρίων κατά τακτήν ώραν εκάστης ημέρας εκλείετο εις τα εσώτερα διαμερίσματα των ανακτόρων του ιδιαιτέρως, συνωμίλει μόνος με μόνον τον Θεόν και με θερμάς δεήσεις γονυπετής παρεκάλει δι’ όσα εχρειάζετο. Κατά δε τας ημέρας της σωτηρίου εορτής, εντείνων της άσκησιν, ετέλει τας θείας ιεροφαντίας με όλην την ρώμην της ψυχής και του σώματος, αφ’ ενός μεν ζων εις τελείαν αγνείαν βίου, αφ’ ετέρου δε προεξάρχων όλων εις τον εορτασμόν. Την δε ιεράν αγρυπνίαν μετέβαλλεν εις ημερινά φώτα, διότι άνθρωποι εις τούτο διωρισμένοι ήναπτον κίονας κηρού εις ολόκληρον την πόλιν και λαμπάδες πυρός εφώτιζον πάντα τόπον, ούτως ώστε η μυστική διανυκτέρευσις να είναι φωτεινοτέρα λαμπράς ημέρας. Όταν δε εξημέρωνε, μιμούμενος τας ευεργεσίας του Σωτήρος, ήπλωνε την ευεργετικήν του χείρα εις όλα τα έθνη, τους λαούς και τους δήμους, δωρίζων πλουσίως τα πάντα εις πάντας. (Δ΄, 22)
Δωρεαί εις τας εκκλησίας και διανομαί εις τας παρθένους και τους πένητας.
Εις τας εκκλησίας δε του Θεού παρείχεν ιδιαιτέρως πλείστας δωρεάς, προσφέρων αλλού μεν αγρούς αλλού δε σίτον προς διανομήν εις πτωχούς άνδρας, ορφανά, παιδία και χήρας γυναίκας. Προενόει ακόμη με πολλήν φροντίδα δια την εξασφάλισιν ενδυμάτων δια τους γυμνούς και ρακενδύτους. Κατ’ εξοχήν δε ετίμα εκείνους οι οποίοι είχον αφιερώσει τον βίον των εις την κατά Θεόν φιλοσοφίαν. Τον χορόν μάλιστα των παρθένων (= δηλαδή τις μοναχές) σχεδόν ελάτρευε, πεπεισμένος ότι εις τας ψυχάς αυτών των προσώπων ενοικεί ο ίδιος ο Θεός εις τον οποίον αφιερώθησαν. (Δ΄, 28)
Λογογραφίαι και ομιλίαι του Κωνσταντίνου.
Αυτός δε ο ίδιος, καλλιεργών την διάνοιάν του με τους ενθέους λόγους, διήρχετο τας νυκτερινάς ώρας άγρυπνος, συντάσσων δε λόγους ανέτως ενεφανίζετο συχνάκις προς εκφώνησίν των, φρονών ότι αρμόζει να κυβερνά τους πολίτας με παιδευτικόν λόγον και να καταστήση όλην την βασιλείαν του λογικήν. Δια τούτο δε αυτός με συνεκάλει συναθρήσεις, πολυάριθμα δε πλήθη έσπευδον εις το ακροατήριον δια ν’ ακούσουν τον βασιλέα φιλοσοφούντα. Οσάκις δε έφθανε καιρός να θίξη θεολογικόν θέμα, εσηκώνετο οπωσδήποτε αμέσως όρθιος και με συνεσταλμένον πρόσωπον και ήρεμον φωνήν εφαίνετο ωσάν να μυή τους παρόντας με πάσαν ευλάβειαν εις την θείαν διδασκαλίαν· έπειτα, όταν οι ακροαταί τον επευφήμουν με εγκωμιαστικάς φωνάς, ένευε προς αυτούς να κυττάζουν άνω εις τον ουρανόν και μόνον τον ύψιστον βασιλέα να υπερθαυμάζουν και τιμούν με επαίνους σεβασμού. Υποδιαιρών δε τα θέματα, αρχικώς μεν ήλεγχε την πολύθεον πλάνην, παριστάνων ως απάτην και οχύρωμα αθεότητος την δεισιδαιμονίαν των εθνών, έπειτα δε καθίστα γνωστήν την μοναρχικήν θεότητα, διεξήρχετο δε εις το εξής το θέμα της προνοίας της καθολικής και της επί μέρους. Έπειτα κατέβαινεν εις την σωτήριον οικονομίαν, αποδεικνύων ότι αύτη επραγματοποιήθη κατ’ ανάγκην και κατά τον προσήκοντα λόγον, προχωρών δε από εδώ ανέπτυσσε την περί θείας κρίσεως διδασκαλίαν. Εις το σημείον δε τούτο ήγγιζε πληκτικώς (= χτυπούσε) την συνείδησιν των ακροατών, ελέγχων τους άρπαγας, τους πλεονέκτας και τους εκδότους εις άπληστον φιλοχρηματίαν. Ωσάν να εκτύπα δε και να εμάστιζε με τον λόγον έκαμνε μερικούς  από τους παρισταμένους γνωρίμους να σκύβουν κάτω πληττόμενοι την συνείδησιν. Υπενθύμιζεν αυτούς με εντυπωσιακάς εκφράσεις ότι θα δώσουν λόγον δια τας ενεργείας των· διότι εις αυτόν μεν ο ύψιστος Θεός παρέσχε την βασιλείαν των επί γης, αυτός δε κατά μίμησιν της εξουσίας του υψίστου ανέθεσεν εις αυτούς τας επί μέρους διοικήσεις, όλοι όμως θα δώσουν εν καιρώ λόγον περί των πράξεών των εις τον μέγαν βασιλέα. Ταύτα εμαρτύρει συνεχώς, ταύτα υπενθύμιζε, τούτων ήτο διδάσκαλος. Αλλ’ αυτός μεν βασιζόμενος εις την γνησίαν πίστιν ταύτα εφρόνει και εξήγγειλεν, εκείνοι όμως ήσαν αμελείς και κωφοί εις τα αγαθά, με την γλώσσαν μεν και τας εγκωμιαστικάς φωνάς επικροτούντες τα λεγόμενα, με τα έργα δε αδιαφορούντες δι’ αυτά λόγω απληστίας. (Δ΄, 29)
Ότι εις ένα πλεονέκτην υπέδειξε τα μέτρα μνήματος προς καταισχύνην.
Ούτω κάποτε, παραλαβών ένα από τους αξιωματούχους του, είπεν, «και έως πού, ω εσύ, θα προωθήσωμεν την απληστίαν;». Έπειτα χαράξας εις το έδαφος τα μέτρα του αναστήματος ανδρός με το δόρυ το οποίον εκράτει εις χείρας είπεν, «και όλον τον πλούτον του κόσμου αν κερδίσης και ολόκληρον την γην αν αποκτήσης, δεν θα παραλάβης μαζί σου τίποτε πέραν τούτου εγώ του τεμαχίου γης, αν το επιτύχης και αυτό». Αλλά λέγων και πράττων αυτά ο μακάριος δεν έπεισε κανένα, τα πράγματα δε έπεισαν καθαρώς ότι οι λόγοι του βασιλέως ωμοίαζον με προφητείας και όχι με απλά λόγια.
*****
Ομολογία του αγ. Κωνσταντίνου μετά θάνατον για τη θέση του στον παράδεισο
[“Η ζήλια του Μ. Κωνσταντίνου” – από Misha]
Τό κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το συναξάρι του οσίου Παϊσίου του Μεγάλου [anba Bishoy ή Pishoy ή Phsoy στην αιγυπτιακή (κοπτική)  χριστιανική παράδοση], όπως αυτό γράφτηκε από τον συνασκητή του, όσιο Ιωάννη τον Κολοβό, και μεταφέρθηκε από τον όσιο Νικόδημο τον αγιορείτη στα συγγράμματα του.
  Είναι αξιοσημείωτο πως η ίδια διήγηση υπάρχει και στα κοπτικά συναξάρια του Μ. Παϊσίου και αναφέρεται στην υπερφυσική συνάντηση του Οσίου Παϊσίου με τον Μ. Κωνσταντίνο, στο ασκητικό κελλί του «τελείου ανδρός» (όπως ονομάστηκε ο Μέγας Παΐσιος), κατά την οποία ο άγιος Κωνσταντίνος μέμφεται τον εαυτό του επειδή δεν έγινε μοναχός.
  Νομίζω πως αυτό το περιστατικό βάζει τα πράγματα σχετικά με την αγιότητα του Μ. Κωνσταντίνου στην πραγματική τους διάσταση, καθώς δεν αρνείται μεν την αγιότητα του αλλά τον τοποθετεί στα μέτρα που ο Θεός επέτρεψε να βρίσκεται.  Και να σκεφτεί κανείς πως έχουμε δεκάδες ναούς προς τιμήν του Μ. Κωνσταντίνου ενώ δεν υπάρχει καμμιά εκκλησία επ΄ονόματι τού οσίου Παϊσίου, του οποίου η ζωή ήταν «σαν παραμύθι», γεμάτη από θεοσημείες, και το άγιο λείψανο του φυλάσσεται άφθορο στο μοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε, στην έρημο της Νιτρίας.
                            pishoy.jpg

Ποθώντας (ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός) να δει τον Μέγα Παΐσιο, διότι έτσι μόνο θα απολάμβανε την θεία χάρη, πήγε σε σε αυτόν. Πριν χτυπήσει την πόρτα τού κελλιού του, τον άκουσε να συνομιλεί μέσα σε άλλον άνθρωπο. Ντράπηκε να κτυπήσει και στεκόταν έξω.

Έκαμε όμως λίγο θόρυβο και τον άκουσε ο τίμιος πατέρας. Βγήκε λοιπόν έξω και βλέποντας τον, με μεγάλη χαρά τον αγκάλιασε και τον φιλούσε. Το ίδιο έκανε και ο Ιωάννης. Μπαίνοντας μετά μέσα μαζί με τον Όσιο στο κελλί του και μη βλέποντας μέσα κανένα άλλον απορούσε και σκεπτόταν, ποιος να΄τανε άραγε εκείνος που πριν από λίο συνομιλούσε μαζί του.

Κοίταζε λοιπόν το ένα μέρος και το άλλο για να δει κανένα. Τότε ο όσιος τον ρώτησε «Γιατί κοιτάζεις εδώ κι εκεί και απορείς, σαν να βλέπεις κάποιο παράδοξο πράγμα~»Τότε ο Ιωάννης του αποκρίθηκε: «Πραγματικά βλέπω κάτι παράδοξο και απορώντας δεν ξέρω τι να πω. Διότι ριν από λίγο άκουσα φωνή άλλου ανθρώπου που συνομιλούσε μαζί σου και τώρα δεν βλέπω κάποιον άλλο. Τι είναι λοιπόν αυτό , δεν ξέρω.Παρακαλώ λοιπόν, την οσιότητα σου να μου φανερώσεις αυτό το παράδοξο μυστήριο».

Ο δε θεϊκός πατέρας είπε: «Ιωάννη, παράδοξο μυστήριο θα σου αποκαλύψει σήμερα ο Θεός. Εγώ δε πρέπει να σου φανερώσω με αγάπη που έχει σε εμάς η αγαθότητα Του. Αυτός, φίλε μου, από όλους πιο αγαπητός, που άκουσες να συνομιλεί μαζί μαζί μου ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος που κατέβηκε από τον ουρανό, απεσταλμένος από τον θεό και μού είπε: «Μακάριοι είστε εσεις που αξιωθήκατε ν΄ακολουθήσετε την μοναχική πολιτεία». Εγώ δε τον ρώτησα «Και ποιος είσαι εσύ κύριε μου που τα λέγεις αυτά και μακαρίζεις πολύ εμάς τους μοναχούς;»

«Εγώ είμαι ο Μέγας Κωνσταντίνος που κατέβηκα από τους ουρανούς δια να σου φανερώσω την δόξα που απολαμβάνουν οι μοναχοί στούς ουρανούς, όπως και την οικειότητα και παρρησία που έχουν προς τον Χριστό. Και σε μακαρίζω μεν εσένα, Παΐσιε, διότι παρακινείς αυτούς σε αυτή την ιερή διαγωγή τής άσκησης, μέμφομαι δε και κατηγορώ τον εαυτό μου, διότι δεν πέτυχα να καταταγώ σ΄αυτήν τη μεγάλη τάξη τών μοναχών και δεν υποφέρω τη ζημιά που έπαθα».

Πάλι τού είπα : «Γιατί, θαυμάσιε, κατηγορείς τον εαυτό σου; Άραγε δεν απόλαυσες συ την παντοτινή εκείνη δόξα και τη θεία λάμψη;»

Μού αποκρίθηκε: «Ναί, την απόλαυσα, αλλά δεν έχω την ίδια παρρησία των Μοναχών, ούτε ίση τιμή με εκείνους. Διότι έβλεπα τις ψυχές μερικών Μοναχών οι οποίοι αφού χωρίσθηκαν από το σώμα τους, πετούσαν σαν αετοί και με θάρρος πολύ ανέβαιναν στους ουρανούς, το δε ενάντιο τάγμα των δαιμόνων δεν τολμούσε καθόλου να πλησιάσει σε αυτές. Έπειτα έβλεπα ότι ανοίγονταν σε αυτές οι πόρτες τού ουρανού και εισέρχονταν σε αυτόν και εμφανιζόμενες στον ουράνιο Βασιλέα, παραστέκονταν με πολλή παρρησία στον θρόνο τού Θεού. Γι΄αυτό λοιπόν τη δόξα θαυμάζοντας εγώ εσάς τους μοναχούς σας μακαρίζω και κατηγορώ τον εαυτό μου, διότι δεν αξιώθηκα να λάβω τέτοιαν παρρησία. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν άφηνα την πρόσκαιρη βασιλεία, τον μανδύα τον βασιλικό και το στεφάνι και μετατρεπόμενος σε φτωχόν φορούσα σάκκο και δεχόμουνα όσα άλλα ζητεί η μοναχική πολιτεία».

Τότε εγώ τού είπα πάλι: «Όλα καλά τα λέγεις, ιερώτατε βασιλιά, και μάς παρηγορείς με αυτά. Όμως τέτοιες πρέπει να είναι οι κρίσεις τού Θεού και δεν είναι δίκαιο να πούμε διαφορετικά για τη θεϊκή δικαιοδοσία, διότι ο δίκαιος κριτής αποδίδει τα πάντα μεδικαιοσύνη και σύμφωνα με τους κόπους τού καθένας αποδίδει και την πληρωμή. Διότι η δική σου ζωή δεν είχε τους ίδιους κόπους,  ούτε ήταν όμοια με την ζωή τών Μοναχών, διότι εσύ μεν είχε τη γυναίκα σου βοηθό, τα παιδιά σου, τούς δούλους σου, και τις διάφορες απολαύσεις και αναπαύσεις. Οι δε Μοναχοί, καταφρονώντας όλες τις ηδονές και απολαύσεις τής παρούσας ζωής, έλαβαν τον Θεό αντί όλων των αγαθών τού κόσμου και αυτόν είχαν χαρά και πλούτο τους. Το να κάνουν δε τα ευάρεστα σε Αυτόν τα θεωρυσαν ευχαρίστηση και μεγάλη απόλαυση, δίοτι ήσαν κατά τον Απόστολο Παύλο «στερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι».

Έτσι λοιπόν είναι αδύνατο σε σένα βασιλέα μου, να έχεις την ίδια με εκείνους αντιμισθία.

Όταν τα λέγαμε αυτά, ήλθες και σύ, αδελφέ μου Ιωάννη, και εκείνος αμέσως ανέβηκε στους ουρανούς.

Λοιπόν τώρα που έμαθες φανερά , με το παρόν μυστήριο πόσα καλά προξενούν οι πόνοι τής ασκήσεως, στήριξε τους αδελφούς ».

Αφού τα άκουσε αυτά ο Ιωάννης απόδωσε στον Θεό μεγάλες ευχαριστίες.

Έπειτα συνομίλησε αρκετά με τον θεϊκό Παΐσιο και επέστρεψε στην κατοικία του χαιρόμενος και αγαλλόμενος.»

 

Πηγή

 

Είναι άγιος ο Κωνσταντίνος ο Μέγας; – του Θεόδωρου Ρηγινιώτη

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, κόκκινο πανί για τους κάθε είδους πολέμιους του χριστιανισμού, είναι και μέγας και άγιος. Η παύση των διωγμών και οι αποφάσεις περί ανεξιθρησκίας, γεγονότα τεράστιας ιστορικής και ανθρωπιστικής σημασίας, αρκούν για να επιβεβαιώσουν του λόγου του αληθές· επειδή όμως το όνομά του έχει περιβληθεί με διάφορους αντιχριστιανικούς μύθους, ας εξετάσουμε την περίπτωσή του κάπως εκτενέστερα.

Δεν υπάρχει καμιά επίσημη εκκλησιαστική απόφαση που να ανακηρύσσει άγιο τον Κωνσταντίνο, ούτε και σημειώνεται κάπου η αρχή της απόδοσης τιμής αγίου προς αυτόν. Με το μεγάλο σύγχρονό του Πατέρα της Εκκλησίας Μέγα Αθανάσιο ήρθε σε σύγκρουση, λόγω μιας όψιμης υποστήριξης προς τον Άρειο, ο δε ιστορικός και βιογράφος του Ευσέβιος Καισαρείας δεν είχε το κύρος που θα του επέτρεπε να επιβάλει κατά κανένα τρόπο μια «αγιοποίηση» του Κωνσταντίνου. Τέλος, οι διάδοχοί του, αν και υποτίθεται ότι τον σέβονταν, πολέμησαν να γκρεμίσουν αυτά που ο ίδιος είχε ονειρευτεί· ο Κωνστάντιος υποστήριξε τον αρειανισμό, κατάργησε την πίστη της Συνόδου της Νίκαιας και δίωξε τους ορθόδοξους, το ίδιο και ο Ουάλης, ενώ ανάμεσά τους ο Ιουλιανός επίσης υπέσκαψε την Εκκλησία με κάθε τρόπο [και με αίμα (1)] προσπαθώντας να παλινορθώσει την εθνική θρησκεία της θεουργίας και των αναρίθμητων θυσιών (2).

Η ανθρωπιστική πολιτική και νομοθεσία του αγίου

Ο Κωνσταντίνος λοιπόν αγιοποιήθηκε από το λαό. Το φανερώνει το πλήθος των χριστιανών που φέρουν το όνομά του. Ο Ευσέβιος καταγράφει ότι, αμέσως μετά το θάνατό του, ο στρατός ξέσπασε σε θρήνους, από τον τελευταίο οπλίτη μέχρι τους ανώτερους αξιωματικούς, για «το σωτήρα, το φύλακα, τον ευεργέτη… τον αγαθό ποιμένα», ενώ παρόμοιες ήταν οι αντιδράσεις του λαού, όταν το σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη (P.G. 20, 1220-1224). Και ήταν φυσικό, εφόσον «βαθύς ανθρωπισμός και μέριμνα διά την δικαιοσύνην χαρακτηρίζουν τα νομοθετικά κοινωνικά μέτρα, άτινα έλαβεν ο Κωνσταντίνος μετά την σύνοδον της Νικαίας. Διάκειται δυσμενώς προς την παλλακείαν και απηγόρευσε το βάρβαρον έθιμον των αγώνων των μονομάχων. Δεν επιτρέπει να χωρίζουν τας οικογενείας των δούλων, όταν τα πωληθέντα κρατικά κτήματα, εις ά μέχρι τότε διεβίουν, διενέμοντο μεταξύ των νέων δικαιούχων. Κατήργησε τον διά σταυρού θάνατον, απηγόρευσε τον στιγματισμόν εις το πρόσωπον και εθέσπισεν, όπως οι κρατούμενοι εις τας φυλακάς δικαιούνται καθ’ εκάστην να βλέπουν το φως του ηλίου. Χαρακτηριστικός της ενδελεχούς φροντίδος του απτοκράτορος διά την επιβολήν της ηθικής τάξεως είναι ο νόμος ο κολάζων την απαγωγήν παρθένου και ο νόμος ο αξιών παρά του επιτρόπου, όπως σεβασθή την παρθενίαν της υπ’ αυτού επιτροπευομένης νεάνιδος» (3).

Η απαγόρευση του στιγματισμού στο πρόσωπο, μέτρο ευνοϊκό κυρίως για τους δούλους, από επίδραση της χριστιανικής ιδέας για τον άνθρωπο ως πλασμένο κατ’ εικόνα Θεού, καθώς και η μέριμνα για τις οικογένειες των δούλων, σημαίνουν ότι ο δούλος αντιμετωπίζεται πλέον ως άνθρωπος, όχι ως αντικείμενο, πράγμα που ανατρέπει εντελώς της καθιερωμένη οπτική της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να φτάσουμε στο Χρυσόστομο, σχεδόν ένα αιώνα μετά, που θα επιχειρηματολογήσει υπέρ της αδελφότητας κυρίων και δούλων (P.G. 62, 711). Ο Κωνσταντίνος εξαγόραζε ο ίδιος και απελευθέρωνε αιχμάλωτους στρατιώτες του εχθρού, τους οποίους είχαν συλλάβει οι στρατιώτες του! (4) Προσθέτω σ’ αυτά την απαγόρευση της παλλακείας για τους έγγαμους (της συνύπαρξης συζύγου και παλλακίδας) και το εξαιρετικά φιλολαϊκό μέτρο της καθιέρωσης της Κυριακής ως αργίας «διά τον αστικόν πληθυσμόν», ενώ «οι κάτοικοι της υπαίθρου αφίενται ελεύθεροι να ρυθμίζουν τας αγροτικάς ασχολίας των αναλόγως των καιρικών συνθηκών» (5).

Κωνσταντίνος, ειδωλολατρία και χριστιανισμός

Σύμφωνα με τους χριστιανούς, η αγιότητα του Κωνσταντίνου δεν είναι τιμητικός τίτλος, που του αποδόθηκε λόγω «της καθοριστικής υποστήριξης και της προσφοράς του προς την Εκκλησία», αλλά γεγονός επιβεβαιωμένο από το Θεό με θαύματα· όχι μόνο με την περίφημη θεοσημεία του σταυρού («Εν τούτω νίκα»), αλλά και με το όραμα αγγέλου, που τον καθοδηγούσε κατά τη χάραξη των ορίων της Κωνσταντινούπολης, με μυροβλυσία κατά το θάνατό του, με πλήθος ιάσεων στον τάφο του (6), αλλά και μεταγενέστερα θαύματα, όπως –ως Ρεθύμνιος λέω– η καθημερινή μετανίκηση της εφέστιας εικόνας της μονής Αρκαδίου στον τόπο ίδρυσής της από τη μονή Βενίου, στην οποία τη μετέφεραν οι ντόπιοι.

Ακόμη κι αν τα παραπάνω τεκμήρια θεωρηθούν μύθοι, πρέπει να τονίσω ότι ένας λαός δεν πλάθει μύθους θαυμάτων και αγιότητας για ένα βασιλιά, αν δεν τον θεωρεί γεμάτο αγάπη και διαποτισμένο από τη θεία χάρη.

Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι ο άγιος δεν απαγόρευσε την ειδωλολατρία ούτε αναγόρευσε το χριστιανισμό σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας (αυτή τη θέση συνέχισε να την κατέχει η αρχαία θρησκεία, της οποίας ο ίδιος ήταν ανώτατος αρχιερέας, κατά τους θεοκρατικούς ρωμαϊκούς θεσμούς), δεν έκλεισε τους αρχαίους ναούς, εκτός από λίγους, στους οποίους εκπορνεύονταν κορίτσια, όπως της Αστάρτης στα Άφακα της Φοινίκης, και ένα δεύτερο πάνω στον Πανάγιο Τάφο, για ευνόητους λόγους. Αντίθετα, ίδρυσε στη νεογέννητη Κωνσταντινούπολη και ναούς της Ρέας και της Τύχης, μεταφέροντας στον πρώτο το πανάρχαιο ξόανο της θεάς από το όρος Δίδυμο και στο δεύτερο το άγαλμα της Τύχης από την παλαιά Ρώμη. Απαγόρευσε μόνο τη μυστική, ιδιωτική άσκηση της μαντείας, ακολουθώντας τα βήματα του εθνικού Οκταβιανού, όχι για θρησκευτικούς λόγους, αλλά επειδή αποτελούσε πρόφαση συνωμοτικών ενεργειών (7).

Ο θάνατος του Κρίσπου και της Φαύστας – Κωνσταντίνος και λεπροί

Συκοφαντείται ως αδίστακτος, αν και τόσο φιλάνθρωπος, επειδή διέταξε την εκτέλεση του γιου του, του Κρίσπου (αν το έκανε, γιατί υπάρχουν υπόνοιες πως ο νέος δολοφονήθηκε στη φυλακή από ανθρώπους της μητριάς του Φαύστας), όμως αυτό είναι μάλλον απόδειξη της αρετής του· ο Κρίσπος κατηγορήθηκε (άδικα, όπως αποδείχτηκε) για βιασμό της Φαύστας και ο πατέρας του έπρεπε να επιλέξει αν θα εφάρμοζε το νόμο στον ίδιο το γιο του ή θα τον αποδείκνυε αυθαίρετα υπεράνω του νόμου. Επέλεξε το πρώτο, όσο οδυνηρό κι αν ήταν σίγουρα γι’ αυτόν. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που, αν και είχε ζήσει εφαρμόζοντας όσο μπορούσε την ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας, δέχτηκε το βάφτισμα μόνο όταν ήξερε ότι είχε ασθενήσει προς θάνατον, υποβληθείς σε ισόβια μετάνοια πιθανόν από τον άγιο Όσιο Κορδούης, όχι επειδή εφάρμοσε το νόμο, αλλά επειδή καταδίκασε έναν αθώο.

Ο ιστορικός Ζώσιμος, παγανιστής και προκατειλημμένος κατά του Κωνσταντίνου, μετά τα μέσα του 5ου αιώνα, έγραψε πως αργότερα η Φαύστα θανατώθηκε στο λουτρό της μέσα σε βραστό νερό, όμως οι πηγές της εποχής δεν κάνουν λόγο για κάτι τέτοιο – και, αλήθεια, οι Πατέρες της Εκκλησίας δε θα παρέλειπαν να καταδικάσουν μια τέτοια πράξη, όπως αργότερα ο άγιος Αμβρόσιος τη σφαγή της Θεσσαλονίκης από το Θεοδόσιο. Ο άγιος Όσιος Κορδούης, ο Μ. Αθανάσιος κ.π.ά., ακόμη και ο Μέγας Αντώνιος και οι Πατέρες της ερήμου, θα το είχαν αναφέρει τουλάχιστον σε κάποια επιστολή. Αντίθετα, ο άγιος Ιερώνυμος (366-419 μ.Χ.), πολύ πιο κοντινός στα γεγονότα από το Ζώσιμο, γράφει πως η Φαύστα πέθανε τρία ή τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου (8).

Σε πρόσφατο βιβλίο συμπολίτη μας, αναφέρεται ότι ο άγιος Κωνσταντίνος πέταξε στη θάλασσα του Βοσπόρου τους λεπρούς!! Κατά τη γνώμη μου, έχει γίνει λάθος και το έγκλημα αυτό το διέπραξε ο Κωνστάντιος, ο σκληρός γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου. Γι’ αυτό, στο βίο του αγίου Ζωτικού του Ορφανοτρόφου γράφει ότι ο άγιος Ζωτικός, που ήταν κρατικός υπάλληλος, αντιστάθηκε στη διαταγή αυτή και περιέθαλψε τους λεπρούς, με αποτέλεσμα να θανατωθεί και να τιμηθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μάρτυρας και προστάτης άγιος των λεπρών.

Κωνσταντίνος και Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Η σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου ήταν ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, που φανέρωνε πόσο δημοκρατικό θεωρούσε ο Κωνσταντίνος το χριστιανισμό – αυτό είχε φανεί και νωρίτερα, όταν ζήτησε από τους χριστιανούς επισκόπους τη σύγκληση συνόδου για τη λύση του προβλήματος των δονατιστών, ακραίων αποσχισμένων χριστιανών, που επιδίωκαν το μαρτύριο σε σημείο να ζητούν από τους διαβάτες να τους σκοτώσουν. Στην Οικουμενική Σύνοδο ο ίδιος (τυπικά ειδωλολάτρης και ανώτατος αρχιερέας της εθνικής θρησκείας) παρευρέθηκε χωρίς να παρέμβει καθόλου στις εργασίες της. Δεν ήταν ούτε πρόεδρος, θέση που μάλλον είχε αναλάβει ο Ευστάθιος Αντιοχείας (9). Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Ευσέβιος Καισαρείας, Θεοδώρητος Κύρου, Φιλοστόργιος και Σωκράτης συμφωνούν πως ο άγιος δεν παρενέβη καθόλου στις εργασίες της Συνόδου (10), ενώ δεν υπάρχει καμία μαρτυρία για το αντίθετο. Ο Κωνσταντίνος δε γνώριζε τη χριστιανική θεολογία, δεν έκανε καμία πρόταση στη Σύνοδο, δεν επέβαλε καμία ιδέα, περίμενε απλώς να δει τι θα αποφασίσουν οι επίσκοποι και αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν η ομόνοια στην αυτοκρατορία, που ταρασσόταν από τον αρειανισμό.

Το όραμα του σταυρού

Εξυπακούεται ότι οι αρνούμενοι την αγιότητα του Κωνσταντίνου, και μάλιστα οι πολέμιοί της, θεωρούν απάτη προς παραπλάνηση των μαζών τον ισχυρισμό του για το όραμα του σταυρού. Η άποψή τους οφείλεται στην υποταγή της Ιστορίας στα ερμηνευτικά και ιδεολογικά μοντέλα της νεωτερικότητας, σύμφωνα με τα οποία τα γεγονότα έχουν μόνο πολιτικά και οικονομικά, ποτέ πνευματικά, αίτια.

Ο Κωνσταντίνος δεν εξαπάτησε το λαό· υποστήριξε το χριστιανισμό γιατί τον πίστεψε. Οι χριστιανοί κατά τη μεταστροφή του δεν ήταν παρά το ένα δέκατο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας – δε μπορούσε να στηριχτεί σ’ αυτούς για πολιτικούς λόγους. Το ότι δεν έθετε τη δημόσια εικόνα του πάνω από τις πεποιθήσεις του φαίνεται και από την άρνησή του να τελέσει την καθιερωμένη θυσία στο Καπιτώλιο το 326, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις των εθνικών και θραύση των αγαλμάτων του. Η σοφή αντίδρασή του στην προτροπή των συμβούλων του για αντίποινα είναι γνωστή: έψαυσε το πρόσωπό του και είπε χαριτολογώντας «δε βλέπω να έχει σπάσει τίποτα».

Επιπλέον, ποτέ δε διαφήμισε το όραμά του, ούτε το εκμεταλλεύτηκε για να παραστήσει τον άγιο, αν και του δόθηκε η ευκαιρία αμέτρητες φορές, τόσο κατά τη σύνοδο της Νίκαιας όσο και αργότερα, στην αντιπαράθεσή του με τον Αθανάσιο· το εκμυστηρεύθηκε ιδιωτικά στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, από το οποίο προέρχονται και οι δύο αναφορές σ’ αυτό, του Ευσέβιου και του Λακτάντιου.

Σε άλλο σημείο αυτού του τόμου αναφερθήκαμε σε ανάλογα θαύματα του εικοστού αιώνα, που φανερώνουν ότι η θεοσημία επί Μ. Κωνσταντίνου δεν είναι μοναδική περίπτωση.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι ανάλογη εμπειρία είχε και ο Λικίνιος, λίγο μετά τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, πριν τη μάχη εναντίον των πολλαπλάσιων δυνάμεων του (επιτιθέμενου) Μαξιμίνου στην Αδριανούπολη: ο ίδιος διέταξε το γραμματέα του επί των απορρήτων να καταγράψει μια προσευχή, που του υπαγόρευσε άγγελος Κυρίου στον ύπνο του· η προσευχή αυτή διανεμήθηκε στο στρατό και εκφωνήθηκε ομαδικά πριν την έναρξη της μάχης (11). Εκείνος όμως αρνήθηκε την πρόσκληση και παρέβη τις αποφάσεις της ανεξιθρησκίας με νέο διωγμό, για να ηττηθεί τελικά από τον Κωνσταντίνο το 324 στη Χρυσούπολη. Τότε μόνο, και με αυτό τον τρόπο, ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας. Ο Λικίνιος (γαμπρός του Κωνσταντίνου) δε θανατώθηκε, αλλά τέθηκε σε περιορισμό στη Θεσσαλονίκη· εκτελέστηκε όμως αργότερα μαζί με το συνεργάτη του Σέξτο Μαρτινιανό, όταν προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση.

του Θεόδωρου Ρηγινιώτη

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Εκτός από τους χριστιανούς που θανατώθηκαν με διάφορες προφάσεις, αλλά κατ’ ουσίαν ως αντιφρονούντες, όπως οι άγιοι Αρτέμιος, Ιουβεντίνος, Μαξιμιανός, Μακεδόνιος, Τατιανός, Θεόδουλος, Βασίλειος Αγκύρας κ.ά., ο Ιουλιανός διεξήγαγε επίσης ανθρωποθυσίες, πράγμα συνηθέστατο στην αρχαία θρησκεία: «Μετά την αναχώρηση του Ιουλιανού από την Αντιόχεια για να συγκρουστεί με τους Πέρσες, βρέθηκαν στον ποταμό Ορόντη πτώματα από ανθρωποθυσίες (Γρηγ. Θεολ., PG 35, 624). Λείψανα ανθρωποθυσιών ανακαλύφθηκαν και στα ανάκτορά του μετά το θάνατό του και ανήκουν σε παιδιά και παρθένες. (Ιωαν. Χρυσ., PG 50, 555). Στην πόλη Κάρρα σφραγίστηκε ο ναός και απαγορεύθηκε το άνοιγμά του, μέχρι την επιστροφή του ίδιου από την εκστρατεία στην Περσία. Όταν ανοίχθηκε, αφού ο Ιουλιανός ποτέ δεν επέστρεψε, βρέθηκε μια νεκρή γυναίκα κρεμασμένη από τα μαλλιά, με τα χέρια ανοιγμένα και τα σπλάχνα της βγαλμένα. Κλασσική περίπτωση σπλαχνοσκοπίας, για να μαντέψει το τέλος του πολέμου (Θεοδ. Κύρου, Εκκλ. Ιστορ., 3,21 PG 82, 1120)» (το παράθεμα από http://www.apologitis.com/gr/ancient/aytokratores.htm#ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ_ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ). Ενίοτε ο εθνικός όχλος θανάτωνε τους χριστιανούς με «ευρηματικούς» τρόπους: ιερείς και παρθένες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα συνελήφθησαν, τους άνοιξαν την κοιλιά, έριξαν μέσα κριθάρι και αμόλυσαν γουρούνια που τους έφαγαν ζωντανούς (Θεοδ. Κύρου, Εκκλ. Ιστορ., 3, 3). Με τον ίδιο τρόπο, κατά το Σωζομενό (Εκκλ. Ιστ. 5, 10), θανατώθηκαν παρθένες στην Ηλιούπολη του Λιβάνου. Συνεπώς επρόκειτο για μια συνήθη μέθοδο, ένα έθιμο.

(2) Βλ. την εξαίρετη μονογραφία του Ιωάννη Κ. Τσέντου Ιουλιανός ο Παραβάτης, εκδ. Τήνος, Αθήνα 2004.
(3) Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α΄, 324-610, Βάνιας, Θεσσαλονίκη η1996, σελ. 135.
(4) Ευσεβίου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου του βασιλέως, Λόγος Β΄, ΙΓ΄, P.G. 20, 992.
(5) Ό.π., υποσ. 1. Περί παλλακίδων βλ. Clark Gillian, «Οι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα», Παπαδήμας, Αθήνα 1997, σελ. 66.
(6) Βλ. σχετικά π. Γεωργίου Μεταλληνού, τ. κοσμήτορα της Θεολογικής Αθηνών, Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια, στο διαδίκτυο: http://www.oodegr.com/neopaganismos/sykofanties/kwnst2.htm.
(7) Βλ. λεπτομέρειες στο Πολύμνιας Αθανασιάδη, «To λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επιμέρους περιοχές», περιοδ. Ελληνικά, τόμ. 44, τεύχ. 1, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1994. Για το ότι η θέση του Τάφου του Χριστού ήταν γνωστή και δεν αποτελούσε εφεύρημα του Κωνσταντίνου, βλ. Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ. Π. Θεμελή, «Η αυθεντικότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου», περιοδικό Αγία Σιών, τ. Δ΄, 1928, σελ. 193 εξ. (και στο διαδίκτυο http://www.impantokratoros.gr/9FF1E5AB.el.aspx). Για τη θρησκευτική νομοθεσία του Κωνσταντίνου γενικότερα βλ. σχετικό άρθρο του καθηγητή Σπύρου Ν. Τρωιάνου στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, Νο 135, 23 Μαϊου 2002, σελ. 43 – 49, και Β. Στεφανίδου Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1998, σελ. 142-144.
(8) Βλ. Κώστα Β. Καραστάθη Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική, Μπαρτζουλιάνος, Αθήνα Μάιος 2006, σελ. 35-41. Εκεί αναφέρεται από λάθος «μετά το θάνατο του Κρίσπου», το σωστό είναι όμως «του Κωνσταντίνου»: η Φαύστα φέρεται ζώσα το 340 μ.Χ., στη δολοφονία του Κωνσταντίνου Β΄, ενώ ο άγιος έχει πεθάνει το 337 μ.Χ. Ο Κρίσπος θανατώθηκε το 326 ή 327 μ.Χ.
(9) Βλ. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σελ. 437.
(10) Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου, 3, 17. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 20. Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 9. Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 9.
(11) Βλ. Ηλία Βουλγαράκη, Καθημερινές Ιστορίες Αγίων και Αμαρτωλών στο Βυζάντιο, Μαΐστρος, Αθήνα 2002, σελ. 17-20.

Related Posts
0 Comments

No Comment.