(Μέρος 1 – Γενικά περί αγίου Κωνσταντίνου)
Εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης σε εξωκκλήσι τους στο Ναύπλιο.
VatopaidiFriend: Με αφορμή την σημερινή εθνική γιορτή των αγίων ενδόξων ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, σας παραθέτουμε μια πολύ ωραία και κατατοπιστική απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Γεώργιου Μεταλληνού, μαζί με μερικά απαραίτητα σχόλια (με πράσινο). Σημειώνουμε ότι πολλά από τα σχόλια είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, που να μπορεί το καθένα να διαβαστεί και αυτοτελώς, ανεξάρτητα από το βασικό κείμενο της ομιλίας. Στο δημοσίευμα αυτό ανατρέπονται όλα τα ψέμματα εναντίον του μεγάλου αυτοκράτορα και αγίου. Είναι απίστευτο πόσο μίσος έχει εισπράξει ο άγιος Κωνσταντίνος. Εδώ και αιώνες τον μισούν θανάσιμα και τον συκοφαντούν συντονισμένα και συστηματικά ειδωλολάτρες (παλιοί και νέοι), εβραίοι, μασόνοι, αιρετικοί, καπιταλιστές της ασύδοτης αγοράς, αθεϊστές, ακόμα και… ιμπεριαλιστές εχθροί της Ελλάδας. Είναι η πολιτική φυσιογνωμία που βρίσκεται, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη, στο στόχαστρο σύσσωμης της Νέας Τάξης Πραγμάτων – Παγκοσμιοποίησης, διότι ενσαρκώνει το απόλυτο αντίθετο όλων των βδελυγμάτων της. Και έχει γίνει το αντικείμενο όλης αυτής της κατασυκοφάντησης όχι για άλλον λόγο, παρά για λογαριασμό του ονόματος του Χριστού.
Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια (Μέρος 2 – Ήταν… δολοφόνος ο άγιος Κωνσταντίνος;)
Το όραμα του αγίου Κωνσταντίνου και η μάχη της Μουλβίας Γέφυρας. Μικρογραφία από βυζαντινό χειρόγραφο του 9ου αιώνα με ομιλίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Παρίσι, Biblothèque Nationale.
|
Η περίπτωση του Βασσιανού
Το μαρτύριο των αγίων σαράντα στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας |
*****
Απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Κώστα Β. Καραστάθη: “Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική. Ιστορική μελέτη”. Εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος. Αθήνα Μάιος 2006. Σελ. 35-41 [από ΟΟΔΕ].
Η τραγωδία τον Κρίσπου
Έναν χρόνο μετά τη Σύνοδο τη Νικαίας, το 326 μ. Χ., ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της βασιλείας του (τα δεύτερα Δεκενάλια). Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Ύστερα απ’ όσα είχε βιώσει στη Σύνοδο της Νικαίας, του φαίνονταν γελοία πια όλ’ αυτά.
Η στάση του – κατά τον Ζώσιμο – προκάλεσε το μίσος σε όλες τις τάξεις. Ο όχλος λιθοβόλησε το άγαλμά του και στραπατσάρισε το πρόσωπο σ’ αυτό. Την είδηση ανήγγειλαν οι παλατιανοί στον Κωνσταντίνο και εκείνος αποκρίθηκε με πικρόχολο χιούμορ: “Περίεργο, δεν είμαι σε θέση να ιδώ κανένα τραύμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό μου. Και το κεφάλι και το πρόσωπό μου εμφανίζονται αρκετά υγιή»! [1]
Την ημέρα που στα ανάκτορα γιορτάζονταν τα Δεκενάλια με τη συμμετοχή όλων των επισήμων της Ρώμης, ο Κωνσταντίνος διατάζει τη σύλληψη του Κρίσπου και τη φυλάκισή του στη φυλακή της Πώλας, στην Ίστρια.
Η ενέργεια του αυτοκράτορα έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία!
Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεφτάχρονος είχε περιβληθεί την πορφύρα του καίσαρα και είχε πολεμήσει νικηφόρα τους Φράγκους και τους Αλαμαννούς. Τρεις φορές ως τότε είχε διατελέσει πρόξενος. Και, τελευταία, ως ναύαρχος τού στόλου του πατέρα του, είχε κατατροπώσει τον στόλο τού Λικίνιου στον Βόσπορο. Τι λοιπόν είχε προηγηθεί εκείνης της συλλήψεως;
Αυτός ο φέρελπις γιος τού Κωνσταντίνου, που παρά τη νεότητά του, είχε δοξαστεί στα πεδία τών μαχών, εκείνη την εποχή στο παλάτι είχε συγκεντρώσει πάνω του όλο το μίσος μιας κακιάς μητριάς. Η Φαύστα μισούσε θανάσιμα τον νεαρό Κρίσπο, που υπερτερούσε των τριών αγοριών της σε όλα! Και στην εξυπνάδα και στο σωματικό σφρίγος και στο κάλλος και στην ευγένεια. Τον ζήλευε και τον μισούσε. Και φοβόταν μήπως ο Κωνσταντίνος κληροδοτούσε σ’ εκείνον την Αυτοκρατορία και όχι στα αγόρια της.
Τον μισούσε ακόμα γιατί η γριά πεθερά της, η Ελένη, αγαπούσε εκείνον περισσότερο από τα δικά της παιδιά. Και το ποτήρι τού μίσους της είχε ξεχειλίσει τις προηγούμενες ημέρες, που σε μια άλλη γιορτή στο παλάτι ο ποιητής Πορφύριος Οπτατιανός απάγγειλε ένα ωραίο ποίημα για τον ένδοξο Κρίσπο. Πλάνταξε η Φαύστα, που δεν άκουγε μια καλή κουβέντα και για τα δικά της παιδιά. Και άρχισε να κάνει σχέδια εξόντωσης τού Κρίσπου.
Μια διαβολική σκέψη πέρασε από τον νου της και εκμεταλλεύτηκε ένα επίκαιρο γεγονός: Ο Κωνσταντίνος, για να περιφρουρήσει τον θεσμό της οικογένειας, που βρισκόταν εκείνη την εποχή σε αποσύνθεση, εξαιτίας νόμων τού αυτοκράτορα Αυγούστου (ελευθερία στη μοιχεία για την αύξηση τού πληθυσμού και άλλα παρόμοια τρελά), είχε επιβάλει πριν από ένα μήνα νόμο, που όριζε θανατική εκτέλεση για τον άνδρα που θα διέπραττε το αδίκημα της μοιχείας με παντρεμένη γυναίκα. Αυτό ήταν! Η δολοπλόκα γυναίκα θα στήριζε εκεί πάνω τη συκοφαντία της για τον Κρίσπο, μαζί με την κατηγορία της συνωμοσίας! Αφού εξασφάλισε τους αναγκαίους ψευδομάρτυρες στην παλατιανή καμαρίλα, κατηγόρησε το παλικάρι στον πατέρα του ότι συνωμοτούσε εναντίον του με σκοπό να τον ανατρέψει από τον θρόνο, καθώς και ότι επιτέθηκε εναντίον της με ανήθικους σκοπούς! Οι μάρτυρες κατάλληλα δασκαλεμένοι, επιβεβαίωσαν ενώπιον του αυτοκράτορα τις άθλιες καταγγελίες της.
Ο ίδιος ο Ζώσιμος (5ος αιώνας μ.Χ.), παγανιστής και πολέμιος τού Κωνσταντίνου, αλλά και ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αιώνας) παραδέχονται ότι οι κατηγορίες εναντίον του Κρίσπου ήταν άδικες και ότι όλες ήταν εφευρήματα της Αυγούστας Φαύστας, Η όποια με τον τρόπο αυτό φρόντισε να βγάλει τον Κρίσπο από τη διαδοχή τού θρόνου για χάρη των τριών αγοριών της, που είχε με τον Κωνσταντίνο, και που αυτή την περίοδο βρίσκονταν ακόμα στην παιδική τους ηλικία.
Έτσι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε στο τρομερότερο δίλημμα της ζωής του. Πώς έπρεπε να ενεργήσει; Ως στοργικός πατέρας ή ως αυτοκράτωρ και ψυχρός τηρητής του νόμου; Και πώς θα αξίωνε την εφαρμογή του νόμου από το λαό, αν ο ίδιος δεν τον εφήρμοζε; Αυτή η θέση ήταν η δυσκολότερη και τραγικότερη, που θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ ένας νομοθέτης και συνάμα δικαστής και πατέρας: να εφαρμόσει δηλαδή για πρώτη φορά τον σκληρό νόμο πάνω στον γιό του. Δε διέταξε αμέσως την εκτέλεση του, όπως πολύ θα το ‘θελαν η Φαύστα και οι εχθροί του, αλλά τη φυλάκισή του στις φυλακές της Πώλας, στην περιοχή Ίστρια. Αργότερα ο άτυχος νέος εκτελέστηκε, άγνωστο με ποιόν τρόπο. Όλοι πίστεψαν πως εκτελέστηκε με υπογραφή τού Κωνσταντίνου, αλλά δεν υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτό. Δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο, και όσα έχουν γραφεί είναι αυθαίρετα συμπεράσματα και εικασίες. Ποτέ δε βρέθηκε διάταγμα με την υπογραφή και τη σφραγίδα τού αυτοκράτορα για τη θανάτωση τού Κρίσπου. Οι σύγχρονοί του χρονικογράφοι Ευσέβιος και Σέξτος Αυρήλιος Βίκτωρ περιορίζονται στη δήλωση πως δε γνωρίζουν τους λόγους του θανάτου του Κρίσπου.
Γράφει ο Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τού Χάρβαρντ Δ. Κούσουλας: «Οι δεσμοφύλακες τού Κρίσπου δε θα είχαν ενεργήσει ποτέ από μόνοι τους, χωρίς ένα ένταλμα θανατικής εκτελέσεως, που να φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του Αυτοκράτορα. Εάν δεν το υπέγραψε ο Αυτοκράτορας, ποιος έβαλε την υπογραφή του; Ποιος θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει την αυτοκρατορική σφραγίδα έκτος από τη Φαύστα ή κάποιον άλλον μετά από διαταγή της; Δεν υπάρχει αρχαία μαρτυρία, για να υποστηρίξει αυτό το σενάριο. Ωστόσο, τούτο συνταιριάζει τους διάσπαρτους υπαινιγμούς και τις αποσπασματικές αναφορές και διατρυπά κάπως τον ιστό της αράχνης, που έχει κρατήσει το μυστήριο καλυμμένο για τόσους πολλούς αιώνες» [2].
Η λογική τού καθηγητή Κούσουλα, με βάση τα ως τώρα πεπραγμένα της Φαύστας, οδηγείται στην υπόνοια, ότι ίσως σ’ αυτόν το θάνατο να έχει βάλει το χέρι της η πανούργα Αυγούστα.
Αληθινά, ποιος θα μπορούσε να μας βεβαιώσει ότι αυτός ο θάνατος δεν είναι έργο εκείνης της δόλιας γυναίκας; Ποιος θα μπορούσε να μας διαβεβαιώσει ότι αυτόν το θάνατο δεν τον παρουσίασαν στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο οι παρατρεχάμενοι της Φαύστας σαν αυτοκτονία, για να τον ηρεμήσουν μετά τον τραγικό χαμό τού γιου του;
Για τους παγανιστές όλα αυτά, βέβαια, δεν έχουν σημασία. Αυτοί απλά υιοθετούν πρώτα με μεγάλη ευχαρίστηση τις συκοφαντίες της Φαύστας, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δήθεν ερωτική επίθεση τού Κρίσπου προς το άτομό της. Μάλιστα για να ταπεινώσουν περισσότερο το πρόσωπο τού μεγάλου αυτοκράτορα, προχωρούν κι άλλο και μιλούν για ισχυρό ερωτικό δεσμό Κρίσπου και Φαύστας! Ναι, και υπενθυμίζουν στους αναγνώστες τους τη δραματική ερωτική ιστορία τού Ιππόλυτου και της Φαίδρας, και την εκδικητική μανία τού απατημένου πατέρα στο πρόσωπο τού Κωνσταντίνου, που εκδικείται τον γιό…
Αλλά ως εδώ τελειώνει η πρώτη πράξη της τραγωδίας… Γιατί ακολουθεί και η δεύτερη…
Η Αυγούστα Ελένη εκείνες τις μέρες έλειπε από τη Ρώμη, μα όταν επέστρεψε, πληροφορήθηκε από τους αφοσιωμένους παλατιανούς της όλη την αλήθεια και έκλαψε πικρά τον αδικοχαμένο εγγονό της. Και αυτή την τραγική αλήθεια αποκάλυψε στον αυτοκράτορα γιο της μέσα από τους λυγμούς και τ’ αναφιλητά της.
Οργισμένος ο Κωνσταντίνος διέταξε τη σύλληψη της Φαύστας.
Η τύχη της Φαύστας
Τι απέγινε η Φαύστα μετά το τρομερό έγκλημά της; Ποια σκληρή τιμωρία την περίμενε;
Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα «σπεύδει» ο παγανιστής και φανατικός αντιχριστιανός Ζώσιμος [3] να μας ενημερώσει, ότι ο Κωνσταντίνος, μόλις πληροφορήθηκε για την εγκληματική υπαιτιότητα της Φαύστας στον θάνατο τού Κρίσπου, διέταξε τους δούλους του να την πνίξουν στο λουτρό με καυτό νερό!
Αυτό το σενάριο το επαναλαμβάνουν εναντίον τού Κωνσταντίνου ως γεγονός αδιαμφισβήτητο όλοι οι … χρονικογράφοι των επόμενων αιώνων (Ευτρόπιος, Σωκράτης ο Σχολαστικός κ.α.), παίρνοντας αναδρομικά την εκδίκηση τους εναντίον τού ανθρώπου, που κατέρριψε τη … λατρεία των ειδώλων. Το επαναλαμβάνουν ατυχώς και κάποιοι χριστιανοί από αγνοία η ευπιστία. Γι’ αυτό η αμερόληπτη ιστορική ερευνά οφείλει να δέχεται με πολλή δυσπιστία τις πληροφορίες τους. Και να λαβαίνει υπόψη της ότι μια τόσο σκληρή τιμωρία δε συνάδει προς την ευαισθησία και τον χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου, (που θα σκιαγραφηθούν στις επόμενες σελίδες από τα έργα του). Τέτοιο φριχτό έγκλημα δε θα μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος, που δέχτηκε την κλήση από τον Θεό, όπως ο Παύλος, και εγκολπώθηκε το χριστιανικό πνεύμα στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Μιλβία Γέφυρα.
Αλλά το μύθο του Ζώσιμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος, ο Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ.), που έζησε εγγύτατα στα γεγονότα. Αυτός παρέχει την πληροφορία, ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου! [“Νεκρός”: εδώ έχει λάθος προφανώς – εννοεί μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, όπως θα φανεί παρακάτω]. Το σχετικό χωρίο τού Ιερώνυμου δημοσιεύει ο ιστορικός Edward Gibbon μαζί με την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας [4]. Ο Gibbon [5]ρίχνει περισσότερο φως στην υπόθεση. Γράφει: «Τόσο οι πολέμιοι όσο και οι υπέρμαχοι τού χαρακτήρα τού Κωνσταντίνου έχουν παραγνωρίσει δύο πολύ σημαντικά αποσπάσματα δύο ομιλιών που εκφωνήθηκαν στη διάρκεια της επόμενης βασιλείας. Στο πρώτο εξυμνούνται οι αρετές, η ομορφιά και η τύχη της αυτοκράτειρας Φαύστας, της κόρης, συζύγου, αδελφής και μητέρας τόσο πολλών πριγκίπων. Στο δεύτερο, αναφέρεται ρητώς ότι η μητέρα τού Κωνσταντίνου τού νεότερου, ο οποίος σφαγιάσθηκε τρία χρόνια μετά το θάνατο τού πατέρα του (σ.σ. δηλαδή το 340 μ.Χ.), ήταν ζωντανή εφόσον έκλαψε για το πεπρωμένο τού γιου της. Παρά την κατηγορηματική μαρτυρία αρκετών παγανιστών και χριστιανών συγγραφέων, ενδέχεται να υπάρχουν κάποιοι λόγοι να πιστέψουμε, ή έστω να υποπτευθούμε, ότι η Φαύστα γλίτωσε από την τυφλή και ύποπτη ασπλαχνία τού συζύγου της». [6]
Την κατηγορία αυτή εναντίον τού Μ. Κωνσταντίνου αρνείται να υιοθετήσει και ο μεγάλος μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Οι παγανιστές χρονικογράφοι κάνουν ένα βήμα περισσότερο ακόμα, για να ενισχύσουν τις εικασίες τους, γράφοντας ότι ο Κωνσταντίνος επέβαλε λησμοσύνη (domnatio memoriae) για τον νεκρό Κρίσπο. Αλλά ο Κωδινός, χρονικογράφος των μεταγενέστερων αιώνων, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος έστησε χρυσό άγαλμα τού Κρίσπου, το όποιο εξαφάνισαν οι Αρειανοί. Σ’ αυτό το άγαλμα υπήρχε η επιγραφή: «Στον αδικοχαμένο γιο μου».
Ο θάνατος τόσο τού Κρίσπου όσο και της Φαύστας δεν μπορούν να καταλογισθούν στον Κωνσταντίνο δίχως πειστήρια. Τίποτε το βέβαιο. Αν, παρ’ ελπίδα, οφείλονται σε αποφάσεις τού Αυτοκράτορα, και πάλι πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα, γιατί ο Αυτοκράτωρ, ως ανώτατος κριτής και τηρητής των νόμων επιβάλλει και ποινές σ’ ενόχους, ή τουλάχιστον σε κατηγορουμένους, που αποδεικνύονται ένοχοι, βάσει μαρτυριών. Και αφού κάθε δικαστής μπορεί βάσει ψευδών κατηγοριών να οδηγηθεί σε δικαστική πλάνη, πώς ένας αυτοκράτωρ εκείνων των εποχών ως ανώτατος δικαστής θα μπορούσε ν’ αποφύγει κάτι παρόμοιο;
Εκείνες τις πικρές ημέρες για τον Κωνσταντίνο, άγνωστοι έγραψαν πάνω σε μια σανίδα και την κρέμασαν σε κτίριο τού παλατιού τούτη τη φαρμακερή για τον αυτοκράτορα φράση: «Ποιος τώρα αποζητάει το χρυσό δρεπάνι τού Κρόνου».
Ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη Ρώμη θλιμμένος και καταφαρμακωμένος, για να μη ξαναγυρίσει ποτέ πάλι εκεί. Και για όσο χρόνο χτιζότανε η νέα πρωτεύουσα, παρέμενε στη Νικομήδεια.
Σημειώσεις
1.Η χιουμοριστική φράση τού Μ. Κωνσταντίνου διασώζεται από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.
2.D. G. Kousoulas, “The life and time of Constantine the Great”
3. Νέα Ιστορία Β’ 29, 1-2.
4.”The History of the Decline and Fall of the Roman Empire” XVIII, Foodnote 23.
5.Άγγλος Ιστορικός, από τους κορυφαίους ιστορικούς τού κόσμου, που έχει συγγράψει το σημαντικότερο βιβλίο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο “The History of the Decline and Fall of the Roman Empire”. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Είναι σημαντική η μαρτυρία του, γιατί πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους πολέμιους του Χριστιανισμού, λόγω αντιχριστιανικής υστερίας από την οποία έπασχε. Κάτι άλλωστε που είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο μιλάει εναντίον του αγίου στο παρατεθέν κείμενο. Εδώ όμως, άθελά του, γίνεται αιτία να φανερωθεί μία απάτη).
6.Edward Gibbon: “The History of the Decline and Fall of the Roman Empire”, Chapter XVIII.
*****
[από εδώ]
Ζωγραφιά των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης από παιδάκι 2 ετών. |
Ποθώντας (ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός) να δει τον Μέγα Παΐσιο, διότι έτσι μόνο θα απολάμβανε την θεία χάρη, πήγε σε σε αυτόν. Πριν χτυπήσει την πόρτα τού κελλιού του, τον άκουσε να συνομιλεί μέσα σε άλλον άνθρωπο. Ντράπηκε να κτυπήσει και στεκόταν έξω.
Έκαμε όμως λίγο θόρυβο και τον άκουσε ο τίμιος πατέρας. Βγήκε λοιπόν έξω και βλέποντας τον, με μεγάλη χαρά τον αγκάλιασε και τον φιλούσε. Το ίδιο έκανε και ο Ιωάννης. Μπαίνοντας μετά μέσα μαζί με τον Όσιο στο κελλί του και μη βλέποντας μέσα κανένα άλλον απορούσε και σκεπτόταν, ποιος να΄τανε άραγε εκείνος που πριν από λίο συνομιλούσε μαζί του.
Κοίταζε λοιπόν το ένα μέρος και το άλλο για να δει κανένα. Τότε ο όσιος τον ρώτησε «Γιατί κοιτάζεις εδώ κι εκεί και απορείς, σαν να βλέπεις κάποιο παράδοξο πράγμα~»Τότε ο Ιωάννης του αποκρίθηκε: «Πραγματικά βλέπω κάτι παράδοξο και απορώντας δεν ξέρω τι να πω. Διότι ριν από λίγο άκουσα φωνή άλλου ανθρώπου που συνομιλούσε μαζί σου και τώρα δεν βλέπω κάποιον άλλο. Τι είναι λοιπόν αυτό , δεν ξέρω.Παρακαλώ λοιπόν, την οσιότητα σου να μου φανερώσεις αυτό το παράδοξο μυστήριο».
Ο δε θεϊκός πατέρας είπε: «Ιωάννη, παράδοξο μυστήριο θα σου αποκαλύψει σήμερα ο Θεός. Εγώ δε πρέπει να σου φανερώσω με αγάπη που έχει σε εμάς η αγαθότητα Του. Αυτός, φίλε μου, από όλους πιο αγαπητός, που άκουσες να συνομιλεί μαζί μαζί μου ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος που κατέβηκε από τον ουρανό, απεσταλμένος από τον θεό και μού είπε: «Μακάριοι είστε εσεις που αξιωθήκατε ν΄ακολουθήσετε την μοναχική πολιτεία». Εγώ δε τον ρώτησα «Και ποιος είσαι εσύ κύριε μου που τα λέγεις αυτά και μακαρίζεις πολύ εμάς τους μοναχούς;»
«Εγώ είμαι ο Μέγας Κωνσταντίνος που κατέβηκα από τους ουρανούς δια να σου φανερώσω την δόξα που απολαμβάνουν οι μοναχοί στούς ουρανούς, όπως και την οικειότητα και παρρησία που έχουν προς τον Χριστό. Και σε μακαρίζω μεν εσένα, Παΐσιε, διότι παρακινείς αυτούς σε αυτή την ιερή διαγωγή τής άσκησης, μέμφομαι δε και κατηγορώ τον εαυτό μου, διότι δεν πέτυχα να καταταγώ σ΄αυτήν τη μεγάλη τάξη τών μοναχών και δεν υποφέρω τη ζημιά που έπαθα».
Πάλι τού είπα : «Γιατί, θαυμάσιε, κατηγορείς τον εαυτό σου; Άραγε δεν απόλαυσες συ την παντοτινή εκείνη δόξα και τη θεία λάμψη;»
Μού αποκρίθηκε: «Ναί, την απόλαυσα, αλλά δεν έχω την ίδια παρρησία των Μοναχών, ούτε ίση τιμή με εκείνους. Διότι έβλεπα τις ψυχές μερικών Μοναχών οι οποίοι αφού χωρίσθηκαν από το σώμα τους, πετούσαν σαν αετοί και με θάρρος πολύ ανέβαιναν στους ουρανούς, το δε ενάντιο τάγμα των δαιμόνων δεν τολμούσε καθόλου να πλησιάσει σε αυτές. Έπειτα έβλεπα ότι ανοίγονταν σε αυτές οι πόρτες τού ουρανού και εισέρχονταν σε αυτόν και εμφανιζόμενες στον ουράνιο Βασιλέα, παραστέκονταν με πολλή παρρησία στον θρόνο τού Θεού. Γι΄αυτό λοιπόν τη δόξα θαυμάζοντας εγώ εσάς τους μοναχούς σας μακαρίζω και κατηγορώ τον εαυτό μου, διότι δεν αξιώθηκα να λάβω τέτοιαν παρρησία. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν άφηνα την πρόσκαιρη βασιλεία, τον μανδύα τον βασιλικό και το στεφάνι και μετατρεπόμενος σε φτωχόν φορούσα σάκκο και δεχόμουνα όσα άλλα ζητεί η μοναχική πολιτεία».
Τότε εγώ τού είπα πάλι: «Όλα καλά τα λέγεις, ιερώτατε βασιλιά, και μάς παρηγορείς με αυτά. Όμως τέτοιες πρέπει να είναι οι κρίσεις τού Θεού και δεν είναι δίκαιο να πούμε διαφορετικά για τη θεϊκή δικαιοδοσία, διότι ο δίκαιος κριτής αποδίδει τα πάντα μεδικαιοσύνη και σύμφωνα με τους κόπους τού καθένας αποδίδει και την πληρωμή. Διότι η δική σου ζωή δεν είχε τους ίδιους κόπους, ούτε ήταν όμοια με την ζωή τών Μοναχών, διότι εσύ μεν είχε τη γυναίκα σου βοηθό, τα παιδιά σου, τούς δούλους σου, και τις διάφορες απολαύσεις και αναπαύσεις. Οι δε Μοναχοί, καταφρονώντας όλες τις ηδονές και απολαύσεις τής παρούσας ζωής, έλαβαν τον Θεό αντί όλων των αγαθών τού κόσμου και αυτόν είχαν χαρά και πλούτο τους. Το να κάνουν δε τα ευάρεστα σε Αυτόν τα θεωρυσαν ευχαρίστηση και μεγάλη απόλαυση, δίοτι ήσαν κατά τον Απόστολο Παύλο «στερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι».
Έτσι λοιπόν είναι αδύνατο σε σένα βασιλέα μου, να έχεις την ίδια με εκείνους αντιμισθία.
Όταν τα λέγαμε αυτά, ήλθες και σύ, αδελφέ μου Ιωάννη, και εκείνος αμέσως ανέβηκε στους ουρανούς.
Λοιπόν τώρα που έμαθες φανερά , με το παρόν μυστήριο πόσα καλά προξενούν οι πόνοι τής ασκήσεως, στήριξε τους αδελφούς ».
Αφού τα άκουσε αυτά ο Ιωάννης απόδωσε στον Θεό μεγάλες ευχαριστίες.
Έπειτα συνομίλησε αρκετά με τον θεϊκό Παΐσιο και επέστρεψε στην κατοικία του χαιρόμενος και αγαλλόμενος.»
Είναι άγιος ο Κωνσταντίνος ο Μέγας; – του Θεόδωρου Ρηγινιώτη
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, κόκκινο πανί για τους κάθε είδους πολέμιους του χριστιανισμού, είναι και μέγας και άγιος. Η παύση των διωγμών και οι αποφάσεις περί ανεξιθρησκίας, γεγονότα τεράστιας ιστορικής και ανθρωπιστικής σημασίας, αρκούν για να επιβεβαιώσουν του λόγου του αληθές· επειδή όμως το όνομά του έχει περιβληθεί με διάφορους αντιχριστιανικούς μύθους, ας εξετάσουμε την περίπτωσή του κάπως εκτενέστερα.
Δεν υπάρχει καμιά επίσημη εκκλησιαστική απόφαση που να ανακηρύσσει άγιο τον Κωνσταντίνο, ούτε και σημειώνεται κάπου η αρχή της απόδοσης τιμής αγίου προς αυτόν. Με το μεγάλο σύγχρονό του Πατέρα της Εκκλησίας Μέγα Αθανάσιο ήρθε σε σύγκρουση, λόγω μιας όψιμης υποστήριξης προς τον Άρειο, ο δε ιστορικός και βιογράφος του Ευσέβιος Καισαρείας δεν είχε το κύρος που θα του επέτρεπε να επιβάλει κατά κανένα τρόπο μια «αγιοποίηση» του Κωνσταντίνου. Τέλος, οι διάδοχοί του, αν και υποτίθεται ότι τον σέβονταν, πολέμησαν να γκρεμίσουν αυτά που ο ίδιος είχε ονειρευτεί· ο Κωνστάντιος υποστήριξε τον αρειανισμό, κατάργησε την πίστη της Συνόδου της Νίκαιας και δίωξε τους ορθόδοξους, το ίδιο και ο Ουάλης, ενώ ανάμεσά τους ο Ιουλιανός επίσης υπέσκαψε την Εκκλησία με κάθε τρόπο [και με αίμα (1)] προσπαθώντας να παλινορθώσει την εθνική θρησκεία της θεουργίας και των αναρίθμητων θυσιών (2).
Η ανθρωπιστική πολιτική και νομοθεσία του αγίου
Ο Κωνσταντίνος λοιπόν αγιοποιήθηκε από το λαό. Το φανερώνει το πλήθος των χριστιανών που φέρουν το όνομά του. Ο Ευσέβιος καταγράφει ότι, αμέσως μετά το θάνατό του, ο στρατός ξέσπασε σε θρήνους, από τον τελευταίο οπλίτη μέχρι τους ανώτερους αξιωματικούς, για «το σωτήρα, το φύλακα, τον ευεργέτη… τον αγαθό ποιμένα», ενώ παρόμοιες ήταν οι αντιδράσεις του λαού, όταν το σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη (P.G. 20, 1220-1224). Και ήταν φυσικό, εφόσον «βαθύς ανθρωπισμός και μέριμνα διά την δικαιοσύνην χαρακτηρίζουν τα νομοθετικά κοινωνικά μέτρα, άτινα έλαβεν ο Κωνσταντίνος μετά την σύνοδον της Νικαίας. Διάκειται δυσμενώς προς την παλλακείαν και απηγόρευσε το βάρβαρον έθιμον των αγώνων των μονομάχων. Δεν επιτρέπει να χωρίζουν τας οικογενείας των δούλων, όταν τα πωληθέντα κρατικά κτήματα, εις ά μέχρι τότε διεβίουν, διενέμοντο μεταξύ των νέων δικαιούχων. Κατήργησε τον διά σταυρού θάνατον, απηγόρευσε τον στιγματισμόν εις το πρόσωπον και εθέσπισεν, όπως οι κρατούμενοι εις τας φυλακάς δικαιούνται καθ’ εκάστην να βλέπουν το φως του ηλίου. Χαρακτηριστικός της ενδελεχούς φροντίδος του απτοκράτορος διά την επιβολήν της ηθικής τάξεως είναι ο νόμος ο κολάζων την απαγωγήν παρθένου και ο νόμος ο αξιών παρά του επιτρόπου, όπως σεβασθή την παρθενίαν της υπ’ αυτού επιτροπευομένης νεάνιδος» (3).
Η απαγόρευση του στιγματισμού στο πρόσωπο, μέτρο ευνοϊκό κυρίως για τους δούλους, από επίδραση της χριστιανικής ιδέας για τον άνθρωπο ως πλασμένο κατ’ εικόνα Θεού, καθώς και η μέριμνα για τις οικογένειες των δούλων, σημαίνουν ότι ο δούλος αντιμετωπίζεται πλέον ως άνθρωπος, όχι ως αντικείμενο, πράγμα που ανατρέπει εντελώς της καθιερωμένη οπτική της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, για να φτάσουμε στο Χρυσόστομο, σχεδόν ένα αιώνα μετά, που θα επιχειρηματολογήσει υπέρ της αδελφότητας κυρίων και δούλων (P.G. 62, 711). Ο Κωνσταντίνος εξαγόραζε ο ίδιος και απελευθέρωνε αιχμάλωτους στρατιώτες του εχθρού, τους οποίους είχαν συλλάβει οι στρατιώτες του! (4) Προσθέτω σ’ αυτά την απαγόρευση της παλλακείας για τους έγγαμους (της συνύπαρξης συζύγου και παλλακίδας) και το εξαιρετικά φιλολαϊκό μέτρο της καθιέρωσης της Κυριακής ως αργίας «διά τον αστικόν πληθυσμόν», ενώ «οι κάτοικοι της υπαίθρου αφίενται ελεύθεροι να ρυθμίζουν τας αγροτικάς ασχολίας των αναλόγως των καιρικών συνθηκών» (5).
Κωνσταντίνος, ειδωλολατρία και χριστιανισμός
Σύμφωνα με τους χριστιανούς, η αγιότητα του Κωνσταντίνου δεν είναι τιμητικός τίτλος, που του αποδόθηκε λόγω «της καθοριστικής υποστήριξης και της προσφοράς του προς την Εκκλησία», αλλά γεγονός επιβεβαιωμένο από το Θεό με θαύματα· όχι μόνο με την περίφημη θεοσημεία του σταυρού («Εν τούτω νίκα»), αλλά και με το όραμα αγγέλου, που τον καθοδηγούσε κατά τη χάραξη των ορίων της Κωνσταντινούπολης, με μυροβλυσία κατά το θάνατό του, με πλήθος ιάσεων στον τάφο του (6), αλλά και μεταγενέστερα θαύματα, όπως –ως Ρεθύμνιος λέω– η καθημερινή μετανίκηση της εφέστιας εικόνας της μονής Αρκαδίου στον τόπο ίδρυσής της από τη μονή Βενίου, στην οποία τη μετέφεραν οι ντόπιοι.
Ακόμη κι αν τα παραπάνω τεκμήρια θεωρηθούν μύθοι, πρέπει να τονίσω ότι ένας λαός δεν πλάθει μύθους θαυμάτων και αγιότητας για ένα βασιλιά, αν δεν τον θεωρεί γεμάτο αγάπη και διαποτισμένο από τη θεία χάρη.
Για την ιστορία, ας αναφέρουμε ότι ο άγιος δεν απαγόρευσε την ειδωλολατρία ούτε αναγόρευσε το χριστιανισμό σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας (αυτή τη θέση συνέχισε να την κατέχει η αρχαία θρησκεία, της οποίας ο ίδιος ήταν ανώτατος αρχιερέας, κατά τους θεοκρατικούς ρωμαϊκούς θεσμούς), δεν έκλεισε τους αρχαίους ναούς, εκτός από λίγους, στους οποίους εκπορνεύονταν κορίτσια, όπως της Αστάρτης στα Άφακα της Φοινίκης, και ένα δεύτερο πάνω στον Πανάγιο Τάφο, για ευνόητους λόγους. Αντίθετα, ίδρυσε στη νεογέννητη Κωνσταντινούπολη και ναούς της Ρέας και της Τύχης, μεταφέροντας στον πρώτο το πανάρχαιο ξόανο της θεάς από το όρος Δίδυμο και στο δεύτερο το άγαλμα της Τύχης από την παλαιά Ρώμη. Απαγόρευσε μόνο τη μυστική, ιδιωτική άσκηση της μαντείας, ακολουθώντας τα βήματα του εθνικού Οκταβιανού, όχι για θρησκευτικούς λόγους, αλλά επειδή αποτελούσε πρόφαση συνωμοτικών ενεργειών (7).
Ο θάνατος του Κρίσπου και της Φαύστας – Κωνσταντίνος και λεπροί
Συκοφαντείται ως αδίστακτος, αν και τόσο φιλάνθρωπος, επειδή διέταξε την εκτέλεση του γιου του, του Κρίσπου (αν το έκανε, γιατί υπάρχουν υπόνοιες πως ο νέος δολοφονήθηκε στη φυλακή από ανθρώπους της μητριάς του Φαύστας), όμως αυτό είναι μάλλον απόδειξη της αρετής του· ο Κρίσπος κατηγορήθηκε (άδικα, όπως αποδείχτηκε) για βιασμό της Φαύστας και ο πατέρας του έπρεπε να επιλέξει αν θα εφάρμοζε το νόμο στον ίδιο το γιο του ή θα τον αποδείκνυε αυθαίρετα υπεράνω του νόμου. Επέλεξε το πρώτο, όσο οδυνηρό κι αν ήταν σίγουρα γι’ αυτόν. Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που, αν και είχε ζήσει εφαρμόζοντας όσο μπορούσε την ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας, δέχτηκε το βάφτισμα μόνο όταν ήξερε ότι είχε ασθενήσει προς θάνατον, υποβληθείς σε ισόβια μετάνοια πιθανόν από τον άγιο Όσιο Κορδούης, όχι επειδή εφάρμοσε το νόμο, αλλά επειδή καταδίκασε έναν αθώο.
Ο ιστορικός Ζώσιμος, παγανιστής και προκατειλημμένος κατά του Κωνσταντίνου, μετά τα μέσα του 5ου αιώνα, έγραψε πως αργότερα η Φαύστα θανατώθηκε στο λουτρό της μέσα σε βραστό νερό, όμως οι πηγές της εποχής δεν κάνουν λόγο για κάτι τέτοιο – και, αλήθεια, οι Πατέρες της Εκκλησίας δε θα παρέλειπαν να καταδικάσουν μια τέτοια πράξη, όπως αργότερα ο άγιος Αμβρόσιος τη σφαγή της Θεσσαλονίκης από το Θεοδόσιο. Ο άγιος Όσιος Κορδούης, ο Μ. Αθανάσιος κ.π.ά., ακόμη και ο Μέγας Αντώνιος και οι Πατέρες της ερήμου, θα το είχαν αναφέρει τουλάχιστον σε κάποια επιστολή. Αντίθετα, ο άγιος Ιερώνυμος (366-419 μ.Χ.), πολύ πιο κοντινός στα γεγονότα από το Ζώσιμο, γράφει πως η Φαύστα πέθανε τρία ή τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου (8).
Σε πρόσφατο βιβλίο συμπολίτη μας, αναφέρεται ότι ο άγιος Κωνσταντίνος πέταξε στη θάλασσα του Βοσπόρου τους λεπρούς!! Κατά τη γνώμη μου, έχει γίνει λάθος και το έγκλημα αυτό το διέπραξε ο Κωνστάντιος, ο σκληρός γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου. Γι’ αυτό, στο βίο του αγίου Ζωτικού του Ορφανοτρόφου γράφει ότι ο άγιος Ζωτικός, που ήταν κρατικός υπάλληλος, αντιστάθηκε στη διαταγή αυτή και περιέθαλψε τους λεπρούς, με αποτέλεσμα να θανατωθεί και να τιμηθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μάρτυρας και προστάτης άγιος των λεπρών.
Κωνσταντίνος και Α΄ Οικουμενική Σύνοδος
Η σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου ήταν ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, που φανέρωνε πόσο δημοκρατικό θεωρούσε ο Κωνσταντίνος το χριστιανισμό – αυτό είχε φανεί και νωρίτερα, όταν ζήτησε από τους χριστιανούς επισκόπους τη σύγκληση συνόδου για τη λύση του προβλήματος των δονατιστών, ακραίων αποσχισμένων χριστιανών, που επιδίωκαν το μαρτύριο σε σημείο να ζητούν από τους διαβάτες να τους σκοτώσουν. Στην Οικουμενική Σύνοδο ο ίδιος (τυπικά ειδωλολάτρης και ανώτατος αρχιερέας της εθνικής θρησκείας) παρευρέθηκε χωρίς να παρέμβει καθόλου στις εργασίες της. Δεν ήταν ούτε πρόεδρος, θέση που μάλλον είχε αναλάβει ο Ευστάθιος Αντιοχείας (9). Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Ευσέβιος Καισαρείας, Θεοδώρητος Κύρου, Φιλοστόργιος και Σωκράτης συμφωνούν πως ο άγιος δεν παρενέβη καθόλου στις εργασίες της Συνόδου (10), ενώ δεν υπάρχει καμία μαρτυρία για το αντίθετο. Ο Κωνσταντίνος δε γνώριζε τη χριστιανική θεολογία, δεν έκανε καμία πρόταση στη Σύνοδο, δεν επέβαλε καμία ιδέα, περίμενε απλώς να δει τι θα αποφασίσουν οι επίσκοποι και αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν η ομόνοια στην αυτοκρατορία, που ταρασσόταν από τον αρειανισμό.
Το όραμα του σταυρού
Εξυπακούεται ότι οι αρνούμενοι την αγιότητα του Κωνσταντίνου, και μάλιστα οι πολέμιοί της, θεωρούν απάτη προς παραπλάνηση των μαζών τον ισχυρισμό του για το όραμα του σταυρού. Η άποψή τους οφείλεται στην υποταγή της Ιστορίας στα ερμηνευτικά και ιδεολογικά μοντέλα της νεωτερικότητας, σύμφωνα με τα οποία τα γεγονότα έχουν μόνο πολιτικά και οικονομικά, ποτέ πνευματικά, αίτια.
Ο Κωνσταντίνος δεν εξαπάτησε το λαό· υποστήριξε το χριστιανισμό γιατί τον πίστεψε. Οι χριστιανοί κατά τη μεταστροφή του δεν ήταν παρά το ένα δέκατο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας – δε μπορούσε να στηριχτεί σ’ αυτούς για πολιτικούς λόγους. Το ότι δεν έθετε τη δημόσια εικόνα του πάνω από τις πεποιθήσεις του φαίνεται και από την άρνησή του να τελέσει την καθιερωμένη θυσία στο Καπιτώλιο το 326, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις των εθνικών και θραύση των αγαλμάτων του. Η σοφή αντίδρασή του στην προτροπή των συμβούλων του για αντίποινα είναι γνωστή: έψαυσε το πρόσωπό του και είπε χαριτολογώντας «δε βλέπω να έχει σπάσει τίποτα».
Επιπλέον, ποτέ δε διαφήμισε το όραμά του, ούτε το εκμεταλλεύτηκε για να παραστήσει τον άγιο, αν και του δόθηκε η ευκαιρία αμέτρητες φορές, τόσο κατά τη σύνοδο της Νίκαιας όσο και αργότερα, στην αντιπαράθεσή του με τον Αθανάσιο· το εκμυστηρεύθηκε ιδιωτικά στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, από το οποίο προέρχονται και οι δύο αναφορές σ’ αυτό, του Ευσέβιου και του Λακτάντιου.
Σε άλλο σημείο αυτού του τόμου αναφερθήκαμε σε ανάλογα θαύματα του εικοστού αιώνα, που φανερώνουν ότι η θεοσημία επί Μ. Κωνσταντίνου δεν είναι μοναδική περίπτωση.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι ανάλογη εμπειρία είχε και ο Λικίνιος, λίγο μετά τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, πριν τη μάχη εναντίον των πολλαπλάσιων δυνάμεων του (επιτιθέμενου) Μαξιμίνου στην Αδριανούπολη: ο ίδιος διέταξε το γραμματέα του επί των απορρήτων να καταγράψει μια προσευχή, που του υπαγόρευσε άγγελος Κυρίου στον ύπνο του· η προσευχή αυτή διανεμήθηκε στο στρατό και εκφωνήθηκε ομαδικά πριν την έναρξη της μάχης (11). Εκείνος όμως αρνήθηκε την πρόσκληση και παρέβη τις αποφάσεις της ανεξιθρησκίας με νέο διωγμό, για να ηττηθεί τελικά από τον Κωνσταντίνο το 324 στη Χρυσούπολη. Τότε μόνο, και με αυτό τον τρόπο, ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας. Ο Λικίνιος (γαμπρός του Κωνσταντίνου) δε θανατώθηκε, αλλά τέθηκε σε περιορισμό στη Θεσσαλονίκη· εκτελέστηκε όμως αργότερα μαζί με το συνεργάτη του Σέξτο Μαρτινιανό, όταν προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση.
του Θεόδωρου Ρηγινιώτη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Εκτός από τους χριστιανούς που θανατώθηκαν με διάφορες προφάσεις, αλλά κατ’ ουσίαν ως αντιφρονούντες, όπως οι άγιοι Αρτέμιος, Ιουβεντίνος, Μαξιμιανός, Μακεδόνιος, Τατιανός, Θεόδουλος, Βασίλειος Αγκύρας κ.ά., ο Ιουλιανός διεξήγαγε επίσης ανθρωποθυσίες, πράγμα συνηθέστατο στην αρχαία θρησκεία: «Μετά την αναχώρηση του Ιουλιανού από την Αντιόχεια για να συγκρουστεί με τους Πέρσες, βρέθηκαν στον ποταμό Ορόντη πτώματα από ανθρωποθυσίες (Γρηγ. Θεολ., PG 35, 624). Λείψανα ανθρωποθυσιών ανακαλύφθηκαν και στα ανάκτορά του μετά το θάνατό του και ανήκουν σε παιδιά και παρθένες. (Ιωαν. Χρυσ., PG 50, 555). Στην πόλη Κάρρα σφραγίστηκε ο ναός και απαγορεύθηκε το άνοιγμά του, μέχρι την επιστροφή του ίδιου από την εκστρατεία στην Περσία. Όταν ανοίχθηκε, αφού ο Ιουλιανός ποτέ δεν επέστρεψε, βρέθηκε μια νεκρή γυναίκα κρεμασμένη από τα μαλλιά, με τα χέρια ανοιγμένα και τα σπλάχνα της βγαλμένα. Κλασσική περίπτωση σπλαχνοσκοπίας, για να μαντέψει το τέλος του πολέμου (Θεοδ. Κύρου, Εκκλ. Ιστορ., 3,21 PG 82, 1120)» (το παράθεμα από http://www.apologitis.com/gr/ancient/aytokratores.htm#ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ_ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΕΣ). Ενίοτε ο εθνικός όχλος θανάτωνε τους χριστιανούς με «ευρηματικούς» τρόπους: ιερείς και παρθένες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα συνελήφθησαν, τους άνοιξαν την κοιλιά, έριξαν μέσα κριθάρι και αμόλυσαν γουρούνια που τους έφαγαν ζωντανούς (Θεοδ. Κύρου, Εκκλ. Ιστορ., 3, 3). Με τον ίδιο τρόπο, κατά το Σωζομενό (Εκκλ. Ιστ. 5, 10), θανατώθηκαν παρθένες στην Ηλιούπολη του Λιβάνου. Συνεπώς επρόκειτο για μια συνήθη μέθοδο, ένα έθιμο.
(2) Βλ. την εξαίρετη μονογραφία του Ιωάννη Κ. Τσέντου Ιουλιανός ο Παραβάτης, εκδ. Τήνος, Αθήνα 2004.
(3) Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Α΄, 324-610, Βάνιας, Θεσσαλονίκη η1996, σελ. 135.
(4) Ευσεβίου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου του βασιλέως, Λόγος Β΄, ΙΓ΄, P.G. 20, 992.
(5) Ό.π., υποσ. 1. Περί παλλακίδων βλ. Clark Gillian, «Οι γυναίκες στην όψιμη αρχαιότητα», Παπαδήμας, Αθήνα 1997, σελ. 66.
(6) Βλ. σχετικά π. Γεωργίου Μεταλληνού, τ. κοσμήτορα της Θεολογικής Αθηνών, Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια, στο διαδίκτυο: http://www.oodegr.com/neopaganismos/sykofanties/kwnst2.htm.
(7) Βλ. λεπτομέρειες στο Πολύμνιας Αθανασιάδη, «To λυκόφως των θεών στην Ανατολική Μεσόγειο. Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επιμέρους περιοχές», περιοδ. Ελληνικά, τόμ. 44, τεύχ. 1, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1994. Για το ότι η θέση του Τάφου του Χριστού ήταν γνωστή και δεν αποτελούσε εφεύρημα του Κωνσταντίνου, βλ. Αρχιεπισκόπου Ιορδάνου Τ. Π. Θεμελή, «Η αυθεντικότητα του Γολγοθά και του Παναγίου Τάφου», περιοδικό Αγία Σιών, τ. Δ΄, 1928, σελ. 193 εξ. (και στο διαδίκτυο http://www.impantokratoros.gr/9FF1E5AB.el.aspx). Για τη θρησκευτική νομοθεσία του Κωνσταντίνου γενικότερα βλ. σχετικό άρθρο του καθηγητή Σπύρου Ν. Τρωιάνου στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, Νο 135, 23 Μαϊου 2002, σελ. 43 – 49, και Β. Στεφανίδου Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα 1998, σελ. 142-144.
(8) Βλ. Κώστα Β. Καραστάθη Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και η εναντίον του πολεμική, Μπαρτζουλιάνος, Αθήνα Μάιος 2006, σελ. 35-41. Εκεί αναφέρεται από λάθος «μετά το θάνατο του Κρίσπου», το σωστό είναι όμως «του Κωνσταντίνου»: η Φαύστα φέρεται ζώσα το 340 μ.Χ., στη δολοφονία του Κωνσταντίνου Β΄, ενώ ο άγιος έχει πεθάνει το 337 μ.Χ. Ο Κρίσπος θανατώθηκε το 326 ή 327 μ.Χ.
(9) Βλ. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, σελ. 437.
(10) Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου, 3, 17. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 20. Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 9. Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 9.
(11) Βλ. Ηλία Βουλγαράκη, Καθημερινές Ιστορίες Αγίων και Αμαρτωλών στο Βυζάντιο, Μαΐστρος, Αθήνα 2002, σελ. 17-20.