Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Η μουσικότητα της Ελληνικής γλώσσας.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ

Τα ελληνικά είναι τραγούδι

Πρέπει να σας πω ότι δεν ήμουν πάντοτε υπέρ των τόνων. Τούς θεωρούσα διακοσμητικά στολίδια, κατάλοιπα άλλων εποχών, που δεν χρειάζονται πια. Και καθώς δεν ήμουν ποτέ καλός στην ορθογραφία, το μονοτονικό με διευκόλυνε. Βέβαια, η γλώσσα χωρίς τόνους φάνταζε στα μάτια μου σαν σεληνιακό τοπίο, αλλά νόμιζα ότι αυτό ήταν μια προσωπική μου εντύπωση, θέμα συνήθειας. Ώσπου συνέβη το εξής: Είχα βρεθεί για ένα διάστημα ν’ ακούω συστηματικά, καινούργια ανέκδοτα τραγούδια, επωνύμων και ανωνύμων, για λογαριασμό τής δισκογραφικής εταιρείας “Λύρα”, προκειμένου αυτή να τα ηχογραφήσει ή να τα επιστρέψει στους συνθέτες. Είναι δύσκολο ν’ απορρίπτεις και ακόμα δυσκολότερο να εξηγείς το γιατί. Όταν βέβαια το τραγούδι είναι τετριμμένο ή άτεχνο, η εξήγηση είναι εύκολη. Μού συνέβη όμως να δω τραγούδια όπου οι στίχοι δεν ήταν άσχημοι και η μουσική δεν ήταν τυχαία, επιπλέον ταίριαζε θεματικά και με τους στίχους. Κι όμως, το τραγούδι συνολικά δεν “κύλαγε” όπως λέμε( οπότε το επιστρέφαμε στον ενδιαφερόμενο με διάφορες ασάφειες και υπεκφυγές. Το πράγμα με απησχόλησε. Έφερνα στο μυαλό μου μεγάλες ωραίες επιτυχίες, παλιά τραγούδια (…) και τα συνέκρινα μ’ αυτά που απέρριπτα, ώσπου μετά από μήνες διεπίστωσα κάτι πολύ απλό: Όταν μια μουσική μετατρέπει συστηματικά τις μακρές συλλαβές σε βραχείες ή όταν ανεβάζει την φωνή εκεί όπου υπάρχει απλώς μια περισπωμένη, ενώ την κατεβάζει συστηματικά εκεί που υπάρχει ψιλή οξεία, όταν δηλαδή η μουσική κινείται αντίθετα -προσέξτε, αντίθετα όχι στο ρυθμό τού ποιήματος, αλλά αντίθετα στις αναλογίες τονισμού και αντίθετα στην ορθογραφία του- τότε όσο έξυπνη και να ‘ναι, κάνει το τραγούδι δυσκίνητο και ασθματικό. Στα πετυχημένα τραγούδια δεν συμβαίνει αυτό. Βέβαια, όταν γράφει κανείς πάνω σ’ ένα ρυθμό ή σ’ ένα μουσικό δρόμο, πρέπει να ακολουθήσει τα καλούπια τους, οπότε θα υπάρχουν σημεία όπου αυτή η πείρα που περιέγραψα, δεν τηρείται. Αυτό όμως θα συμβεί μόνον όταν δεν γίνεται αλλιώς. Και πάντα η βιασμένη λέξη θα τοποθετείται έτσι ώστε να προηγούνται και να έπονται επιτυχείς στιγμές, ώστε να μειώνεται η εντύπωση τής ατασθαλίας, η οποία έτσι συνδυασμένη ωφελεί, διότι το τραγούδι αλλιώς θα ήταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δεν το είχα προσέξει. Και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι οι τόνοι και τα πνεύματα ίσως να μην ήταν διακοσμήσεις, ίσως να είχαν λόγο. (…)

“Η μουσικότητα της
ελληνικής γλώσσης είναι
εφάμιλλος τής συμπαντικής”
Γ. Ξενάκης

Μέσα στο στούντιο είχα και δύο εκπλήξεις. Να η πρώτη: Προσπαθώντας να ακούσω την διαφορά οξείας και περισπωμένης, διάβασα την φράση: “Λυγά πάντα η γυναίκα”. Το “πάντα” ακούγεται ψηλότερα από το “λυγά” που παίρνει περισπωμένη. “Λυγά πάντα η γυναίκα’ ακούγεται όμως περιέργως ψηλότερα κι από το “γυναίκα”, που όμως παίρνει οξεία. Γιατί άραγε; Τηλεφώνησα σ’ έναν φίλο και έμαθα ότι η “γυναίκα” οφείλει να παίρνει παρισπωμένη, διότι είναι τής τρίτης κλίσεως, η οποία όμως καταργήθηκε, γι’ αυτό πήρε οξεία η “γυναίκα”. Να λοιπόν, που από άλλο σημείο ορμώμενος, αναγκάστηκα να συμφωνήσω ότι κακώς καταργήθηκε η τρίτη κλίση αφού στην φωνή μας εξακολουθεί να υπάρχει “Λυγά πάντα η γυναίκα” λοιπόν και παίρνει και περισπωμένη. Η δεύτερη έκπληξη: Έδωσα σ’ έναν ανύποπτο νέο, που παρευρισκόταν στο στούντιο, να διαβάσει λίγες φράσεις. Εκεί μέσα είχα βάλει σκοπίμως την ίδια λέξη ως επίθετο και ως επίρρημα, διότι είχα πάντα την περιέργεια να διαπιστώσω αν προφέρουμε διαφορετικά το ωμέγα από το όμικρον. Ακούστε τις φράσεις:
Είν’ ακριβός αυτός ο αναπτήρας. Ας μην είν’ ωραίος, έχει την αξία του. Ναι, ακριβώς αυτό ήθελα να πω”.
Ακουστικώς δεν παρατήρησα διαφορά. Έκοψα τις δύο λέξεις και τις κόλλησα την μία κατόπιν της άλλης. Ακούστε το!
“Ακριβός… ακριβώς”.
Ελάχιστη διαφορά στο αυτί’ ο ηχολήπτης μόνον επέμενε ότι το δεύτερο είναι κάπως πιο φαρδύ. Ας το ξανακούσουμε:
“Ακριβός… ακριβώς”.
“Όταν κάποτε φύγω από τούτο το
φως θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως
ένα ρυάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα
τούς μιλήσω ελληνικά,
επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες.
Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική”
Νικ. Βρεττάκος
Ασήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τον παλμογράφο. Να το διάγραμμα του επιθέτου ακριβός, όπως προέκυψε, και να το πολύ πλουσιότερο τού επιρρήματος. Δεν είναι καταπληκτικό; Όταν το είδα, τα μηχανήματα του στούντιο μού φάνηκαν σαν όργανα του παραμυθιού. Ο παλμογράφος μού φάνηκε σαν μια σκαπάνη που, κάτω από το έδαφος της καθημερινής ομιλίας, ανακαλύπτει αυτό που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, έστω μέσα σε χειμερία νάρκη, αυτό που συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να μνημειώσουν οι Αλεξανδρινοί δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Τίποτε δεν χάθηκε. Όλα υπάρχουν. Αρκεί να προσέξουμε αυτό το τραγούδι της καθημερινής ομιλίας που πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσά μας. Ακούστε πώς ηχούν οι τονισμοί. Ακούστε τα μακρά. Ακούστε την λαϊκή τραγουδίστρια πώς αποδίδει το ωμέγα ή την ψιλή οξεία (…).

Τέλος, ακούστε την θεία φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου, την παράξενη απαγγελία που κυνηγά την λάμψη της οξείας, τον πλούτο της διφθόγγου, τους τόνους και την ορθογραφία, σαν μουσικά σύμβολα μιάς φωνής που προϋπάρχει αδιάκοπα και οδηγεί το ποίημα. (…)
Δεν περιφρόνησα καμμιά άποψη και δεν κολάκευσα καμιά. Προσπάθησα να πω τρείς φορές τρείς αλήθειες.

Πρώτον: Τα ελληνικά είναι τραγούδι. Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να απλοποιήσει ένα τραγούδι ή να το δει πρακτικά. Γιατί να δούμε λοιπόν τα ελληνικά, πρακτικά;

Δεύτερον: Όποιος σταθεί αλαζονικά απέναντι στα ρεφρέν που τον ψυχαγώγησαν διά βίου, στρέφεται εναντίον της προσωπικής του ιστορίας και πίστης. Τα ίδια μπορεί να πάθει ένας λαός με την γλώσσα. Ιδίως αν η γλώσσα του είναι τα ελληνικά.

Τρίτον: Τα ελληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα. Κανείς δεν τα βγάζει πέρα με τα ελληνικά. Απέναντι στα ελληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι και αγράμματοι. Αλλά τί να γίνει; Σημασία έχει η συνείδηση ότι τα μιλάμε, όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι.

Ευχαριστώ.

 

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ

Μονοτονισμένη μουσική

Στο περιοδικό Φιλόλογος (τ. 40/1985) δημοσιεύθηκε ενδιαφέρουσα πειραματική έρευνα περί της εφαρμογής του μονοτονικού συστήματος εις το Γυμνάσιο. Η έρευνα διεξήχθη σ’ ένα τμήμα της Πρώτης και ένα τμήμα της Δευτέρας τάξεως του Γυμνασίου Διαβατών Θεσσαλονίκης, επί τούτου δε συνεργάσθηκαν μία καθηγήτρια στον τομέα Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, η οποία έδωσε το θέμα και επέβλεψε το πείραμα σε όλες του τις φάσεις, και μία ειδική ερευνήτρια.
“Η δημοτική κινδυνεύει
περισσότερο απ’ τους
φίλους της κι όχι
από τους εχθρούς της”
Ευάγ. Παπανούτσος
Κατ’ αρχήν τα παιδιά έγραψαν δύο εκθέσεις σε διάστημα δεκαπέντε ημερών και ένα μήνα αργότερα επανεξετάσθηκαν γραπτώς κατά διαφορετική έννοια: η ερευνήτρια τούς υπαγόρευσε, εντός ενδεκαλέπτου, δώδεκα ειδικά μελετημένες σύντομες προτάσεις (π.χ. Γεια χαρά, φίλε!) και εν συνεχεία τούς παρεχώρησε τετράλεπτο διορθώσεως, εκπνέοντος τού οποίου έληξε το πείραμα. Το δεύτερο τούτο στάδιο είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί αν στην έκθεση οι εξεταζόμενοι παρέκαμπταν με ευχέρεια την κάθε αμφίβολη περίπτωση, εδώ έγραφαν απαρεγκλίτως τα υπαγορευόμενα, οπότε φάνηκε ολοκάθαρα πόσο αφομοίωσαν τους κανόνες του μονοτονικού. Σημειωτέον ότι κατά το προηγούμενο σχολικό έτος τα υποκείμενα είχαν διδαχθεί το μονοτονικό σύστημα και ότι πριν αρχίσει το πείραμα, η είδική ερευνήτρια τούς το ξαναδίδαξε. Αλλά και μετά κάθε έκθεση, σαράντα επί των εβδομήντα μαθητών είχαν πάλι την ευκαιρία να το επαναλάβουν μαζί της, σε ατομική εξέταση τού διορθωμένου των γραπτού.

 

Η έρευνα έδειξε ότι γενικώς τα παιδιά δεν βάζουν τόνους και ότι πολύ συχνά παρατονίζουν, πράγμα το οποίο προσπαθούν να αποφύγουν συλλαβίζοντας φωναχτά. Επίσης, ότι στις περιπτώσεις εκθλίψεως ή αποκοπής δεν θυμούνται πότε πρέπει να απαλείψουν ή ν’ αφήσουν τον τόνο και γι’ αυτό γράφουν ολόκληρες τις λέξεις. Κανείς απ’ όσους εξετάσθηκαν δεν τήρησε ακριβώς τους κανόνες του μονοτονικού, αν και καταλαμβάνουν μόνο μιάμιση σελίδα στην εν χρήσει Γραμματική του Γυμνασίου. Μάλιστα, τα σφάλματα των μαθητών διπλασιάσθηκαν ή πολλαπλασιάσθηκαν στην καθ’ υπαγόρευσιν εξέταση.
Η έρευνα έδειξε ακόμη ότι όσοι κάνουν ορθογραφικά λάθη, το μέγα δηλαδή πλήθος των Γυμνασιοπαίδων, κάνουν και τονικά, ενώ υψηλό ποσοστό μαθητών αγνοεί την ετυμολογία κοινοχρήστων λέξεων, λόγω απειρίας των Αρχαίων, σε περιπτώσεις δε όπως του ρήματος εύχομαι, ταυτίζει το ύψιλον με το φι και παρατονίζει την δίφθογγο στο έψιλον. Έδειξε, τέλος, ότι οι περισσότερες παραβάσεις γίνονται σε λέξεις όπου ο τονισμός διαφοροποιεί την σημασία, ήγουν στα ερωτηματικά επιρρήματα πού και πώς, στις προσωπικές αντωνυμίες (μού, σού, μάς, σας κ.λπ.), στις συνιζημένες λέξεις (π.χ. μιά, δυο), τις οποίες τα παιδιά τονίζουν κατά σύστημα σαν δισύλαβες, και στον τόνο των εγκλιτικών (π.χ. ο δάσκαλός μας είπε), που προκαλεί ευλόγως σύγχυση, αφού ο δεύτερος τόνος ανήκει στην μονοσύλλαβη προσωπική αντωνυμία, η οποία όμως κατά το μονοτονικό σύστημα δεν τονίζεται.

 

Οι ανωτέρω πειραματικές διαπιστώσεις οδήγησαν τις ερευνήτριες στα εξής γενικά συμπεράσματα: Ενώ με το μονοτονικό σύστημα θα έπρεπε να αποφεύγονται τα τονικά σφάλματα, εν τούτοις αυτό δεν συμβαίνει και ως προς τους βασικούς του κανόνες και ως προς τις εξαιρέσεις των. Το καθιερωμένο μονοτονικό σύστημα έχει, όπως υπογραμμίζουν, μηχανικό και όχι λογικό χαρακτήρα. Τούτο δυσχεραίνει τα πράγματα, διότι στην γλώσσα μας υπάρχουν σιωπηλά γράμματα, τα οποία εάν δεν αναγνωρίσει ο μαθητής ετυμολογικώς (π.χ. Εύ-βοια, εύ-φημος) κατ’ ανάγκην θα σφάλει, αφού είναι επόμενο να ταυτίσει το σιωπηλό ύψιλον με το βήτα ή με το φι του δευτέρου συνθετικού και να τονίσει στο έψιλον. Το αυτό ισχύει για τις άτονες, ημίτονες, τονισμένες και υπερτονισμένες λέξεις της Νεοελληνικής, που εν προκειμένω ισοπεδώνονται, γιατί μπορεί να είναι μονοσύλλαβες, πλην έντονες (π.χ. φως, χθες), ή δισύλλαβες, αλλά συχνά στην συνάφεια άτονες (π.χ. από ‘δω, ότι έλεγε). Εξ άλλου, παρατηρούν, το μονοτονικό δεν βοηθεί πάντοτε να διακρίνομε ομώνυμες λέξεις – λόγου χάριν το “για” στις φράσεις “για να δούμε” (τελικός σύνδεσμος) και “για δές την” (μόριο)-, εις βάρος πάντα του νοήματος. Συνάγουν λοιπόν μετριοπαθώς ότι στην εννεάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση παρατηρείται μία γενικότερη δυσκολία των μαθητών τόσο στην ανάγνωση όσο και στην χρήση του γραπτού λόγου -ιδίως στην ορθογραφία και την σύνταξη-, για να επιφέρουν όμως αναιτιολόγητα πως θα ήταν καλό να είχαμε ακόμη λιγότερους τόνους με όσο το δυνατόν λογικότερη κατοχύρωση, οπότε αξίζει τον κόπο να μελετηθεί τι επιπτώσεις θα είχε στην γραφή και την ανάγνωση μια περαιτέρω τονική απλοποίηση και αν η εφαρμογή τού ατονικού συστήματος θα αποτελούσε λύση.

 

Η εικόνα που δίνει η έρευνα θα ήταν πληρέστερη εάν, μαζί με τα ελαττώματα τής εφαρμογής, έδειχνε και τα γενικότερα μειονεκτήματα τού αμελετήτου συστήματος, συνδέοντάς τα με τον τύπο των λοιπών ορθογραφικών λαθών και τα εκφραστικά αδιέξοδα των μαθητών. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν ήταν στις επιδιώξεις των ερευνητριών, ώστε να τις μεμφθούμε για παράλειψη. Μέχρι να σχηματισθεί όμως πλήρης εικόνα, αξίζει να υπογραμμίσει κανείς ορισμένες εγγενείς αδυναμίες του μονοτονικού. Επί παραδείγματι, αφήνει αδήλωτη την έμφαση σε φράσεις όπως: αυτό είναι το ζαχαροπλαστείο της περιοχής, αφού δεν έχει τρόπο να διαστείλει την ποιοτική από την αριθμητική μοναδικότητα του καταστήματος, εάν δεν εισαχθεί επί τούτου νέα εξαίρεση στα ισχύοντα. Ούτε διακρίνει τον τελικό σύνδεσμο “γιά” από το αιτιολογικό, το διαζευκτικό ή το προτρεπτικό ομώνυμό του, όπως στην περίπτωση μονοτονισμένου στίχου του Ζ. Παπαντωνίου, που συναντούμε σε αναγνωστικό τού Δημοτικού (μπράβο του για ρεζιλίκι), τού ρουμελιώτικου “για έβγα ήλιε μ’ για θα βγω, για έβγα για θα λάμψω” ή τής φράσεως “για να σου πω”, η οποία έχει άλλη έννοια εάν το “για” είναι προτρεπτικό μόριο και άλλη εάν είναι τελικός σύνδεσμος.

“Κάθε έξωθεν επέμβαση
δεν είναι μόνο εγκληματική
εις βάρος τής γλώσσας,
δηλαδή εις βάρος ενός πολύτιμου
εθνικού κυττάρου,
αλλά είναι και βλακώδης.
Μία από τις πρόσφατες
δυναμιτιστικές απόπειρες εναντίον
τής γλώσσας μας είναι και
το περιβόητο μονοτονικό”.
Αντ. Σαμαράκης

Γενικώς το μονοτονικό παρουσιάζει μειωμένη διακριτική ικανότητα επειδή θεωρεί τον τόνο σημάδι και όχι σύμβολο ποιού φωνής, οπότε τον σημειώνει κατά ορισμένη μηχανική δεοντολογία και όχι σύμφωνα με τον τονισμό της λέξεως. Τουναντίον, το παραδεδομένο τονικό σύστημα ανταποκρίνεται στις ποικίλες τροπές τού λόγου και διασώζει το χρώμα τού τόνου, είτε για εμφατικούς τύπους πρόκειται είτε για ανεμφάτους. Αυτό διότι ο τόνος του λειτουργεί προσωδιακά και αποτελεί, ως εκ τούτου, ηχητικό πλαίσιο ενεργοποιούμενο στην φράση, όχι ποιοτικώς αμετάβλητο ηχητικό σημείο (νότα), σαν τον τόνο τού μονοτονικού. Ο τελευταίος θα ίσχυε εάν στην γλώσσα μας τονίζαμε απαράλλακτα την ίδια συλλαβή, καθώς οι Γάλλοι τονίζουν κυρίως την λήγουσα, διακρίνοντας έτσι αυτόματα την έντονη από την άτονη συλλαβή. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συμβαίνει, επειδή ο τόνος στα ελληνικά αποτελεί ιδιαίτερο προσωδιακό χαρακτηριστικό των τύπων κάθε λέξεως και πέφτει αναλόγως στο θέμα (ο ήρως, η ιδέα) ή στην κατάληξη (ο πατήρ, της μητρός), είναι έξις φυσική που μάς επιβάλλει να γνωρίζουμε όλες τις λέξεις με το πνεύμα και τον τόνο τους. Εξ ου η διακριτική ενέργεια των τόνων (που/πού, πως/πώς) και η ατοπία του κονσερβοποιημένου μονοτονισμού, σύμφωνα με τους κανόνες τού οποίου το “χθες”, το “μας”, το “λεν”, ως μονοσύλλαβα δεν τονίζονται, αλλά το “εχθές”, το “εμάς”, το “λένε”, ως δισύλλαβα τονίζονται, ενώ πρόκειται για τις ίδιες λέξεις με τον ίδιο τόνο φωνής( εξ ου τα μονοτονικά εκτρώματα του τύπου “ποιος το δε”; ή “δος μου τόνε”, όπου η αντωνυμία τονίζεται και η προστακτική του ρήματος όχι, ή του τύπου “πε(ς)το”, όπου όταν απαλείφεται προαιρετικά το τελικό σίγμα, μένει ένα κινεζόηχο “πε το”! Ήθελα να ξέρω πώς αποφασίσαμε ότι οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται, αφ’ ης στιγμής και πλήθος είναι στην γλώσσα μας και ο τονισμός των έχει σημασία για τον λόγο.

 

Ενδέχεται να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι αυτά τα βραχυκλώματα συμβαίνουν μόνο στο μηχανικό μονοτονικό και ότι σε μία λογική διασκευή του αποκλείονται. Ασφαλώς, ένα σύστημα όπου κάθε λέξη, εκτός από τις όντως άτονες, τονίζεται κατά την προφορά της, παρουσιάζει μεγαλύτερη λειτουργικότητα από το διάτρητο ισχύον μονοτονικό. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο πώς καθ’ εαυτό αποτελεί σύστημα πλεονεκτικό, ικανό να αντικαταστήσει την παραδεδομένη τονογραφία μας, αν κρίνω από τις μονοτονικά αδιευκρίνιστες ομωνυμίες, που επιτρέπει το προσωδιακό υπόστρωμα της γλώσσας μας. Επί παραδείγματι, η ιδιωματική προφορά των τοπικών διαλέκτων δεν μεταφέρεται άνετα στον οπωσδήποτε μονοτονισμένο γραπτό μας λόγο, αίφνης στην περίπτωση της φράσεως “θέλου μια ουρίτσα”. Εάν δεν δασύνουμε την “ουρίτσα”, ο αναγνώστης θα μείνει με την εντύπωση ότι μάς χρειάζεται ουρά και όχι περιθώριο μιάς ώρας. Το αυτό ισχύει και για φράσεις τού τύπου “περιμένω την ακριβή εικόνα που μου υποσχέθηκες”, όπου μένει άδηλο αν περιμένουμε κάποια εικόνα αξίας (ακριβή) ή κάποια πιστή (ακριβή) περιγραφή, αφού η αιτιατική τού “ακριβής” διαφέρει από την τού “ακριβή” κατά την περισπωμένη. Ούτε είναι σαφής η έννοια προτάσεων, όπως “Ωραία η θέα”!, “Τι ωραία!” και “η Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά του”, όπου αγνοούμε αν το δεύτερο “ωραία” και το “μοιραία” είναι επίθετα ή επιρρήματα, εφ’ όσον ούτε οξύνονται ούτε περισπώνται, είτε προτάσεων όπως “τρικυμία παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή”, όπου για τον ίδιο λόγο δεν μπορούμε να ξέρουμε αν παρέσυρε τον βοηθό τού ασυρματιστή ή τον βοηθό ασυρματιστή τού πλοίου. Το λογικό μονοτονικό απαιτεί, εξ ίσου με το μηχανιστικό, τυποποιημένη και αναλυτικά συγκροτημένη σύνταξη, η οποία εκ προοιμίου αποκλείει κάθε συνθετική ενέργεια στην φράση, μεταφέροντας το κέντρο βάρους της γραφής από το νόημα στην ορθοπεδική λογιστική.

“Ας μην ξεχνούμε ότι οι γλώσσες δεν νομοθετούνται.
…Κατά τα άλλα, την γλώσσα την πλάθουν μόνοι τους, ελεύθεροι, οι λαοί και κυρίως οι λογοτέχνες.
…Ας ελπίζωμε ότι ο λαός, φωτισμένος από όσους γράφουν, δεν θα ξεστρατίσει από τον δρόμο τής ακρίβειας και τής ευγένειας και τής μουσικότητας που δυνάμει περικλείει η ελληνική γλώσσα”.
Κωνσταντίνος Τσάτσος

Αλλά το σοβαρότερο ελάττωμα τού μονοτονικού είναι ότι με το ένα και μοναδικό σημείο που χρησιμοποιεί, καταστρέφει τον ρυθμό τού λόγου, διαλύει το μέτρο και εξαλείφει κάθε χρώμα από την φωνή, ξεριζώνει δηλαδή το αίσθημα. Οι εισηγητές τού αναπήρου αυτού συστήματος ήταν προφανώς ανυποψίαστοι ή εντελώς αδιάφοροι για την προσωδιακή υφή της αρχαίας γλώσσας και, όπως ήταν επόμενο, αντιμετώπισαν τεχνολογικά το θέμα τών πνευμάτων και τών τόνων. Όμως, αν και η Νέα Ελληνική δεν διατηρεί την προσωδία τής μάνας της, περισώζει χαρακτήρες τής αρχαίας προφοράς στην προσωδία και την μουσικότητα τόσο της κοινής λαλουμένης όσο και των τοπικών διαλέκτων. Το βλέπουμε, επί παραδείγματι, στο ιδιαίτερο ηχητικό ποιόν των ερωτηματικών πού και πώς, τα οποία για να το δηλώσουν γεγραμμένα περισπώνται (οξυβαρύνονται), ενώ το μονοτονικό σημάδι αγνοεί το χρώμα της φωνής και λειτουργεί ως κωδικός συμβολισμός της ερωτήσεως. Επίσης, το βλέπουμε στην περίπτωση της βαρείας, η οποία προφέρεται σήμερα όπως ανέκαθεν. Προφέροντας, λόγου χάριν, την πρώτη λέξη της φράσεως “γλυκό κρασί”, μαλακώνουμε την τάση της φωνής, για να εναρμονισθεί μουσικά με την επομένη λέξη, πράγμα το οποίο σημειώνουμε γραπτώς με την βαρεία( αντίθετα όταν προφέρουμε “κρασί” και ακολουθεί σημείο στίξεως, κόβεται δηλαδή η αναπνοή, εντείνουμε την φωνή διότι το σημείο στίξεως, όπως και ο τόνος του εγκλιτικού, τρέπει – “κοιμίζει”, έλεγαν άλλοτε – την οξεία σε βαρεία. Εάν όμως η πρόταση έχει αδιάκοπη συνέχεια “γλυκό κρασί πεθύμησα”, εκφωνούμε το γλυκό και το κρασί βαρύνοντας τον τόνο και στις δύο λέξεις.

Επικαλούμενος εκφράσεις παλαιών γραμματικών, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει πως η βαρεία δεν είναι ο τόνος. Καθώς όμως υπεγράμμιζαν εκείνοι, και ας μού επιτραπεί να παραπέμψω για τους σχετικούς τόπους στον δεύτερο τόμο των “Ελληνικών Ανεκδότων” (φιλολογική προσφορά τού Εμμ. Βεκκέρου), η βαρεία δεν συνιστά τόνο επιτάσεως αλλά τόνο ομαλισμού ή ανέσεως τής φωνής, αρμονικό κλείσιμο τής λέξεως στο πλαίσιο τής συνέπειας, ήγουν τής φράσεως. Τι νόημα έχει να επικαλούμεθα παλαιούς γραμματικούς, εάν δεν έχουμε κατανοήσει μαζί τους πως οι τόνοι και τα πνεύματα είναι προσωδίες, διαφορετικά ύψη τής φωνής που αποτελούν συστατικό στοιχείο τής εκφοράς τού λόγου; Αυτές τις προσωδίες τις δηλώνουμε στον γραπτό λόγο με τα γνωστά σύμβολα δίκην μουσικής σημειογραφίας, η οποία χωρίς να παίζει, βέβαια, ρόλο παρτιτούρας, υπογραμμίζει σε κάθε λέξη τους συντελεστές τής προφοράς. Οι μακρές και βραχείες συλλαβές συγκροτούν την κατά ποσόν προσωδία τής αρχαίας γλώσσας μας, οι δε τόνοι και τα πνεύματα την κατά ποιόν – το χρώμα τής εκφράσεως. Κατά ποιόν προσωδία είναι η ένταση (οξεία προσωδία), η άνεσις ή ο ομαλισμός (βραχεία προσωδία) και η μεσότης τής φωνής, τουτέστιν η περισπωμένη, γνωστές από τα χρόνια τού Αριστοτέλους (βλ. “Ρητορικής” 1403b27-32 και “Ποιητικής” 1456b31-33) και νωρίτερα. Ο πλατωνικός Σωκράτης (“Κρατύλου” 399a-b) δεν εξηγεί ότι από την έκφραση “Διί φίλος” σχηματίσθηκε μία λέξη, ο Δίφιλος, επειδή ακριβώς αφαιρέσαμε το δεύτερο ιώτα τού “Διί” και “αντί οξείας τής μέσης συλλαβής βαρείαν εφθεγξάμεθα”;
Παρόμοια ισχύουν και για την περίπτωση τής δασείας. Η δασεία, βεβαιώνουν ομοφώνως οι παλαιοί και οι σύγχρονοι φιλόλογοι, σημειωνόταν γραπτώς πολύ προ των κλασικών χρόνων, με το ψηφίο Η.

 

 

Όταν όμως, περί τα τέλη τού Ε’ αιώνος, καθιερώθηκε στην Αθήνα η ευκλείδειος γραφή, το Η αυτό χρησιμοποιήθηκε για να δηλώνει το μακρό Ε, διχοτομήθηκε δε για να δηλώσει με το έν ήμισυ (() την δασεία ως αύρα βαθιά και, αργότερα, με το άλλο ((), ως λεπτή αύρα ή άπνοια την ψιλή. Εάν η ψιλή ήταν σημείο ιδιαίτερου πνεύματος ή απλώς απουσίας τού δασέος, δεν το γνωρίζουμε ασφαλώς και ως εκ τούτου οι αποφάνσεις διίστανται. Σήμερα, η επιστήμη κλίνει προς το ενδεχόμενο η ψιλή να δήλωνε την έλλειψη ενός πνεύματος δασέος, χωρίς να γίνεται ωστόσο πιο πειστική από τους παλαιούς γραμματικούς των “Ελληνικών Ανεκδότων”, οι οποίοι ετόνιζαν (τ. ΙΙ, σ. 692-3) ότι “το σημείον τής δασείας, ήτοι το διχοτόμημα τού Η το επί τα έξω απεστραμμένον, τίθεται επάνω φωνήεντος δασυνομένου, ήγουν εκ τού θώρακος μετά πολλής τής ορμής εκπεμπομένου( το δε έτερον τού αυτού στοιχείου διχοτόμημα, το επί τα έσω εστραμμένον, επάνω φωνήεντος ψιλουμένου, ήτοι εξ άκρων των χειλέων προφερομένου. Έστι γαρ η μεν ψιλή ποιότης συλλαβής, καθ’ ην άκροις τοις χείλεσι το πνεύμα προφέρεται, οίον Αίας( η δε δασεία ποιότης συλλαβής, καθ’ ην αθρόον εκ βάθους χειλέων το πνεύμα εκφέρεται, οίον ήλιος”.

(…)

Για να γίνει σαφές το μέγεθος τού πράγματος, στα περί ελαττωμάτων τού μονοτονικού, θα προσθέσω δείγματα γραπτού λόγου των μαθητών δύο τμημάτων τής Πρώτης τάξεως Γυμνασίου των Αθηνών, ερανισμένα από κείμενα φετινών εκθέσεων και πρόχειρα διαγωνίσματα Αρχαίων και Νέων Ελληνικών, τα οποία μού εμπιστεύθηκε με άδεια ελευθέρας χρήσεως η οικεία καθηγήτρια. Το υλικό είναι καταθλιπτικό και γίνεται καταθλιπτικότερο εάν αναλογισθούμε ότι τα παιδιά αυτά ενεγράφησαν στο Δημοτικό το σχολικό έτος 1979-80 και διδάσκονται Ελληνικά ήδη έξι χρόνια. Σημειωτέον ότι δεν πρόκειται για περιπτώσεις προβληματικών ατόμων: τα παραδείγματα που δίδω και που θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω ανετότατα, αντιπροσωπεύουν ποσοστά 47% των μαθητών τού ενός τμήματος και 70% τού άλλου.
Σε εκθέσεις με το απολύτως βατό θέμα “Πώς θα ήθελα τους γονείς μου”, εκτός των απαραιτήτων πλέον παρατονισμών και τής ισχυρής ροπής προς τον ατονισμό, αφθονούν λάθη τού τύπου “οπατέρασμου”, “ηαδερφήμου”, “απωπάνω”, “καταλάθως”, “μεχαστούκισε”, “ναντίνομε”, “όταν του ζητάω λεφτά για σινεμά οι για το σχολείο οι και για αλλού”, “Ένα βάζω που της τω έκαναν δώρο”, “Η μητέρα μου φεύγει το πρωεί και έρχεται το βράδι, φεύγει το μεσιμέρι και έρχεται κατά τις 11 στο σπίτι κουρασμένει”, “τους αγαπώ πάρα πωλύ και ας είναι αυστιρή. τιν αυτιρώτητα…”, “Οι γωνείς μου είναι πολύ καλοί και ευγενικοί… Ο μπαμπάς μου είναι λίγο αυστηρώς και θα τον ήθελα λίγο πιο μαλακό δηλαδή να μην είναι αυστηρώς”, “είναι και ευσηνήδιτοι για το κάθε πράγμα που κάνουν. Εγώ τους γονείς μου δεν τους θέλω ακριβώς έτσι θέλω να γινόντουσαν πιο εύθημοι και πιο αυστηροί γιατί άμα ένα παιδί καλομάθει στα χάδια του γονειού του όταν μεγαλώσει θα είναι πολύ αιβέσθητω”( “Ακόμα τον ήθελα όπως είναι ψιλός στο πάχος όπως είναι μεσσέος”, “ευγενικιά μαζί μετούς ανθρώπους”.

“Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου
στις αμμουδιές του Ομήρου”
Οδυσσέας Ελύτης

Εξ ίσου αντιπροσωπευτική συμμετοχή σε πρόχειρο διαγώνισμα Νέων Ελληνικών -τα παιδιά καλούνται να αποδώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο γωωστού κειμένου- είναι η ακόλουθη: ” Απαντησης. Πέρσι τα εγγόνια στη πρωτοχρονιά της έβαλαν δόντια της γιαγιάς που λάμπουν. Μα ολοένα τα μάτιά της γιαγιάς έσφηνα απότοτε που πέθανε η μονάκριβη η κόρη της. Τα παιδιά χαίρονταν όταν έβλεπαν να τρώγει φουντουκία με τα ολόασπρα δόντια της. Η γιαγιά και ο μεγάλο της εγγονός βουλεβάν γιά να τα βλάλουν πέρα. Ο μικρός εγγονός φιλάγε ένα σκέδιο όταν έφτασε η μέρα ήταν ότι ο θεος εδώσε το φώς της γιαγιάς”. Και η συμμετοχή άλλου μαθητού σε πρόχειρο διαγώνισμα Αρχαίων -τα παιδιά καλούνται να αποδώσουν ελεύθερα το νόημα είκοσι πέντε στίχων τής “Οδύσσειας” και να υπογραμμίσουν τα ιδεολογικά στοιχεία- με τα εξής: “Η Αθηνά λέει στων τηλέμαχο να πάρη το καλύτερο καράβι με είκοσι λαμνοκόπους και να πάει να βρει είδηση για των Πατέρα του που λείπει πολλά χρόνια και του λέει είτε από των Δία να πας στο γέρο Νέστορα στη πύλο και μετά στην Σπάρτη στο Μενέλαο Και αν μάθει καμία πως ζει να περιμένης Ένα χρόνο. Και αν μάθεις πως δε ζει να γυρίσεις αμέσω στην πατρίδα σου να κάνεις θυσίες και μετά να παντρεύψεις την μάνα σου”. Ιδεολογικά στοιχεία: “1) Η προσπάθεια της Αθηνάς να πείση των τηλέμαχο να ψάξει να βρει των Πατέρα του. 2) Η Αθήνα πρωσπαθούσε να κάνει των τηλέμαχο να γίνει άντρας.”
Το απελπιστικό αυτό επίπεδο δεν περιορίζεται σε αμελητέα ποσοστά δυσμαθών κάποιας τάξεως ενός αθηναϊκού Γυμνασίου, αλλά κατά πληθωρικές ενδείξεις πλήττει ως θεομηνία τα σχολεία σε όλη την επικράτεια. Δεν αρκεί επομένως να διακηρύξει κανείς ότι η γλωσσική πολιτική τής τελευταίς δεκαετίας και η μονοτονική μεταρρύθμιση είχαν ολέθρια αποτελέσματα, (…) αλλά να δείξει ότι η επιδείνωση αυτή δεν έχει να κάνειίας και η μονοτονική μεταρρύθμιση είχαν ολέθρια αποτελέσματα, (…) αλλά να δείξει ότι η επιδείνωση αυτή δεν έχει να κάνει με διογκωμένο απλώς αριθμό λαθών, εν συγκρίσει προς εκείνα τα οποία κάναμε άλλοτε, έχει να κάνει με έναν τύπο και είδος λαθών που ομολογουμένως είναι πρωτόφαντα.

antibaro

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Από τη Μαρία Στούπη – Μουσικό

… Οι ΄Έλληνες δια του λόγου τραγουδούσαν
και δια του τραγουδιού ομιλούσαν

(Αρχαίοι Αρμονικοί Συγγραφείς)

Εισαγωγή

Τι μπορεί να σημαίνουν αυτά τα λόγια; Πρώτα πρέπει να σκεφθούμε ότι το τραγούδι είναι Μουσική. Δηλαδή η μουσική γεννήθηκε μαζί με την ομιλία. Όταν οι αρχαίοι άνθρωποι μιλούσαν, ηχούσαν-μελωδούσαν. Γι΄ αυτό και την είπαν την Ελληνική γλώσσα προσωδιακή.

Τα σημαδάκια που στολίζουν τις αρχαίες λέξεις, δηλ. οι τόνοι και τα πνεύματα, τα καθιέρωσαν οι Αλεξανδρινοί για να μπορούν να προφέρουν κι αυτοί τον ήχο των λέξεων όπως τον πρόφεραν οι τότε ΄Έλληνες, διότι τους δυσκόλευε αυτός ο μελωδικός τρόπος προφοράς της Ελληνικής γλώσσας. Πολλοί ξένοι ερευνητές πριν από πολλά χρόνια, είχαν εντρυφήσει στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων που αναφέρονταν στη μουσική τέχνη.

Απορεί δε κανείς όταν διαβάζει σε μερικά λεξικά και ιστορίες, ότι η καταγωγή της μουσικής αρχίζει από τους Βαβυλώνιους-Ασσύριους και άλλους λαούς της Ανατολής, ενώ δεν υπάρχει κανένα σύγγραμμα, ούτε άλλες απτές αποδείξεις που να το αποδεικνύουν. Αυτοί οι λαοί διέπρεψαν ως επί το πλείστον στο εμπόριο.

Αντίθετα οι αρχαίοι ‘Έλληνες, εκτός από τα συγγράμματα που αφορούσαν τις επιστήμες, ερεύνησαν και το επιστημονικό μέρος που αφορούσε τη μουσική. Καθ΄ ότι οι ΄Έλληνες αυτή την ωραία τέχνη την είχαν αναγάγει σε επιστήμη.

Όμως, οι ευρωπαίοι ερευνητές μελετώντας και ερευνώντας μπόρεσαν να δημιουργήσουν τη λεγόμενη ευρωπαϊκή μουσική.

Πήραν δε πολλά στοιχεία, από τη σχολή του Πυθαγόρα, του Αριστοτέλη, τους Αρχαίους Αρμονικούςμείζονες και οι ελάσσονες. Αυτές αντιστοιχούν στο Λύδιο και Υποδώριο τρόπο των Αρχαίων Ελλήνων. κι από πολλούς άλλους μαθηματικούς και μουσικούς που είχαν δημιουργήσει διάφορες σχολές που αναφέρονταν στην τέχνη της μουσικής. Διότι όλοι οι Έλληνες της τότε εποχής, θεωρούσαν απαραίτητο για την ολοκλήρωσή τους να μαθαίνουν και μουσική. ΄Έτσι οι ευρωπαίοι με τη δική τους νοοτροπία, το δικό τους χαρακτήρα, τα δικά τους γνωρίσματα της φυλής τους ο καθένας και τις κλιματολογικές συνθήκες που επηρεάζουν τη διάθεση των ανθρώπων, δημιούργησαν μία δική τους μουσική που βασίζεται μόνο στις δύο κλίμακες των αρχαίων Ελλήνων από τις 45 που υπάρχουν. Τις άλλες δεν μπόρεσαν να τις αξιοποιήσουν. Αυτές είναι οι

Πολλοί δε ξένοι μουσικολόγοι είπαν, όπως ο Ριχάρδος Βάγκνερ: «αδύνατον να εμβαθύνουμε εις την νεωτέρα τέχνην, χωρίς πρότερον ν΄ αναδράμωμεν προς την των Ελλήνων…». Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας ΄Οσκαρ Πάουλ, στα μαθήματα Αρμονίας, έλεγε στους φοιτητές του: «Αν δεν διασώζοντο από την αρχαιότητα ολίγα αποσπάσματα των Ελλήνων μουσικών συγγραφέων, δεν θα υπήρχε Ευρωπαϊκή μουσική. Διότι μέσα στην Αρχαία Ελλάδα βρίσκονται τα σπέρματα της θεωρητικής, οργανικής και φωνητικής μουσικής των καθ΄ ημάς χρόνων». Ο διαπρεπής μουσικός Μπουργκώ – Ντικουντραί, ενοχλημένος από το υλιστικό πνεύμα της εποχής μας, διακηρύσσει ότι: «Η μουσική για μας σκοπό έχει την τέρψη, οι ΄Έλληνες όμως πίστευαν στην ηθική επίδραση της μουσικής».

Οι ΄Έλληνες όμως, από πολλά χρόνια πριν, αντί όπως έπρεπε κι αυτοί να ψάξουν, να ερευνήσουν όπως κάνουν για κάθε σπασμένο κομμάτι μαρμάρου που βρίσκουν συνεχώς στην Ελληνική Γη, δεν κάθισαν να κάμουν το ίδιο που έκαναν οι ξένοι ερευνητές, να ερευνήσουν τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων. Προτίμησαν να αντιγράψουν τους ευρωπαίους και να τους συναγωνιστούν με τα δικά τους επιτεύγματα. Γι΄ αυτό η μουσική που γράφουν οι ΄Έλληνες μουσικοί και βασίζεται σε ξένα πρότυπα, δεν ικανοποιεί αυτόν που δεν γνωρίζει αυτή τη μουσική.

Διότι αν τις έρευνες που έκαναν οι ξένοι μελετητές, τις έκαναν και οι ΄Έλληνες, θα ήταν πολύ διαφορετικά για την εξέλιξη και πρόοδο της Ελληνικής Μουσικής. Και σίγουρα θα είχαμε προσθέσει πολλά πράγματα που οι ευρωπαίοι λόγω νοοτροπίας δεν μπορούν να εννοήσουν και η σύγχρονη Ελληνική μουσική θα είχε μία άλλη πορεία μέσα στην παγκοσμιότητα.

Ο ΄Έλληνας κατ΄ αρχήν έχει άμεση αντίληψη λόγω γλώσσας. Ο ξένος όση αγάπη κι όση γνώση κι αν έχει, δεν μπορεί να κατανοήσει αυτό που μπορεί ένας ΄Έλληνας. Αντίθετα, βλέπουμε στην πληθώρα των τραγουδιών ελαφράς μουσικής, ότι ο ΄Έλληνας ανταποκρίνεται στα περισσότερα απ΄ αυτά τα τραγούδια. Διότι ο συνθέτης ελαφράς μουσικής, ως επί το πλείστον δεν ακολουθεί τα ξένα πρότυπα. Για να καταλάβει ο ΄Έλληνας την ευρωπαϊκή μουσική, πρέπει να την σπουδάσει. Ενώ ο άνθρωπος της Δύσεως γαλουχείται και αναπτύσσεται στην καθημερινή του ζωή και στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις με αυτού του είδους τη μουσική. Παρατηρούμε δε, ότι ενώ πάρα πολλοί ΄Έλληνες βραβεύονται στο εξωτερικό, σπάνια μπορεί να επιβληθεί παγκοσμίως ο ΄Έλληνας μουσικός όπως η Μαρία Κάλλας ή ο Νίκος Σκαλκώτας. Οπως ακριβώς κι οι ευρωπαίοι δεν μπορούν να συναγωνιστούν μία Κατίνα Παξινού ή έναν Θάνο Κωτσόπουλο ή έναν Αλέξη Μινωτή. Πρέπει να παραδεχθούμε την ιδιαιτερότητα της Ελληνικής Φυλής.

Γλώσσα

Ένα ζωντανό μέρος κι ανεξερεύνητο εν πολλοίς, στην εξέλιξη του ανθρώπου είναι η γλώσσα. Η γλώσσα χωρίς τη συμμετοχή του ήχου δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει την ομιλία. Θα ζούσαμε σ΄ έναν κόσμο βουβό.

Θα πρέπει να σκεφθούμε ότι χωρίς τον ήχο, ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει πολιτισμό. Δεν θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Με ποιο τρόπο θα μεταδίδαμε τη σκέψη μας, τις ιδέες μας, τα συναισθήματά μας, αν δεν υπήρχε ο ήχος; Πώς θα λειτουργούσε η μνήμη μας χωρίς τον ήχο; Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι, όλη η εξέλιξη του ανθρώπου βασίστηκε στον ήχο. Λόγος και ήχος απαραίτητα μαζί, συνυπάρχουν για την επιβίωσή μας και την ανάπτυξή μας σαν νοήμονα όντα. ΄Άρα μένει να ερευνήσουμε τον ήχο από την ώρα που ο άνθρωπος αρχίζει να ξεφωνίζει και να εκδηλώνει, αυτό που ο νους του υπαγορεύει, για να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του. Χωρίς βέβαια να μας διαφεύγει ότι η εξέλιξη της γλώσσας, είχε ως φυσικό επακόλουθο και την δημιουργία και εξέλιξη της γραφής. Πράγμα πολύ σημαντικό για την πορεία και εξέλιξη του πνευματικού μας πολιτισμού. Διότι άλλο να μιλώ και να χάνεται στον αέρα ο λόγος μου, ή να βασίζομαι μόνο στη μνήμη μου κι άλλο αυτό που λέω να καταγράφεται και να συμμετέχει και η όρασή μου. Μ΄ αυτή τη σκέψη καταλαβαίνουμε γιατί η Ελληνική γλώσσα είναι μία γλώσσα εννοιών, επιστήμης, φιλοσοφίας, τέχνης, μία γλώσσα εκατομμυρίων λέξεων. Γι΄ αυτό το λόγο οι περισσότεροι πολιτισμένοι λαοί, όπως οι Αιγύπτιοι, Ασσυροβαβυλώνιοι, Πέρσες κ.α., δεν έφθασαν ποτέ, ούτε σήμερα στο Αλφάβητο.

Η Ελληνική Γλώσσα μας άφησε τόσα μεγάλα πνευματικά δημιουργήματα όπως η Ιλιάδα, οι Ορφικοί ΄Υμνοι, Τραγωδίες και πάρα πολλά συγγράμματα φιλοσοφίας, μαθηματικών, αρχιτεκτονικής, γλυπτικήςτέχνης κ.α. κι ακόμα μ΄ έναν ολόκληρο πνευματικό κόσμο να εμπνέεται και να αφήνει έργα που απετέλεσαν σταθμό και την αφετηρία για την εξέλιξη του σύγχρονου κόσμου.

Όλα αυτά δεν θα είχαν γίνει χωρίς το ζευγάρωμα λόγου και ήχου. Διότι η ομιλία με τον ήχο καλλιέργησαν και δημιούργησαν τη μουσική έκφραση των ανθρώπων, φθάνοντας στα έργα λόγου και τέχνης αλλά και στα σημερινά μουσική επιτεύγματα.

Έτσι πρέπει να το θέσουμε ως δεδομένο ότι οι άνθρωποι που μίλησαν κι έκαναν επιστήμη και τέχνη, είναι αυτοί που μίλησαν τραγουδιστά. Αυτοί που μίλησαν με τη γλώσσα της προσωδίας. Αυτοί που έφτιαξαν κανόνες γραμματικούς και μουσικούς, αυτοί που άφησαν όλα αυτά τα γλυπτά χαραγμένα πάνω στα μάρμαρα και στα κεραμικά. Αυτοί που άφησαν παπύρους, αυτοί που βοήθησαν τον άνθρωπο να φτάσει στα μεγάλα πνευματικά επιτεύγματα που μπορούν ακόμα να διαβάζονται και να βοηθούν τον άνθρωπο στην εξέλιξή του.
Πολλοί ερευνητές ψάχνουν να βρουν την πρώτη μουσική του κόσμου. Ψάχνουν στους πρωτόγονους λαούς για να βρουν πως άρχισε η μουσική. Πιθανόν όμως και οι ΄Έλληνες να χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να φθάσουν στην πνευματική τους εξέλιξη. Πιθανόν οι Ελλοί ή Σελλοί ή Πελασγοί ή ΄Έλληνες να άρχισαν την ομιλία τους με σφυρίγματα ή με γρυλλισμούς να αντέγραφαν τη φύση με τους ήχους της. Όμως κατάφεραν με κάποιο τρόπο και με την πάροδο πολλών χρόνων να δημιουργήσουν μία συλλαβική με όλη τη γνωστή εξέλιξη. Να μιλήσουν προσωδιακά και να αναπτύξουν τη μουσική τους μέσα από τον λόγο. Διότι τραγουδώντας καθοδηγούσαν τον άνθρωπο στην πνευματική του ανάπτυξη, την πορεία του πολιτισμού του, τον ηρωισμό του και ότι αφορούσε τον άνθρωπο της εποχής εκείνης.

 

 

Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ. Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς
θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα
ποταμάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω Ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
Μεταξύ τους με μουσική.»

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πεί ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει.»

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής. Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ’ εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες» όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου Ευσταθίου.
Είναι γνωστό εξ’ άλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να αποθαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες». Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ότι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της. Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα». Και δεν είναι τυχαίο που απομνημονεύουμε ευκολότερα ένα ποίημα παρά μια σελίδα πεζογραφήματος. Και όπως ακριβώς έλεγαν και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, η Ελληνική γλώσσα θα παραμένει «η ευπρεπεστάτη των γλωσσών και η γλυκυτέρα εις μουσικότητα».

Άλλος ξένος καθηγητής, ο Στέφεν Ντόιτς, διαπιστώνει έκθαμβος ότι μέσα από τους στίχους του Ομήρου αναδύεται μουσική «Είναι τόσο έντεχνα συντεθειμένοι, ώστε απολαμβάνοντας την ανάγνωση απολαμβάνεις και την μουσική.». Και ο Ζάκ Μπουσάρ, Καναδός καθηγητής γράφει ότι «Η απαγγελία σέβεται τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα, δηλαδή το καλούπι του εξαμέτρου», και αναλύει «πως η ψιλή και η δασεία, η περισπωμένη και η οξεία, η μακρόχρονη λήγουσα και τα βραχύχρονα φωνήεντα… γίνονται νότες.».

Related Posts
0 Comments

No Comment.