Καρποφόροι
«Και ουδέν εύρεν εν αυτή ει μη φύλλα μόνον» (Ματθ. κα΄ 18-22)
Ένα πρωινό, ο Χριστός πείνασε. Και πλησιάζοντας μια συκιά στο δρόμο, αναζήτησε σύκα. Όμως, βρήκε μόνο φύλλα. Και η καταδίκη της ξηρασίας ήρθε να πλήξει το άκαρπο δένδρο.
Και συ αδελφή ψυχή, μοιάζεις με δέντρο μέσα στο περιβόλι της Δημιουργίας του Θεού.
Ήρθε πολλές φορές κοντά σου ο Ουράνιος Περιβολάρης. Σε πότισε με τη θεία Του Χάρη. Σε λίπανε με την απέραντη αγάπη Του. Σε κλάδεψε με την στοργική Του παιδαγωγία. Και τώρα, πεινασμένος για την σωτηρία σου, έρχεται να βρει τον «καρπό». Ψάχνει κάτω από τα φύλλα της τυπολατρίας σου μήπως βρει τον καρπό της μετανοίας σου. Μα τα κλαδιά σου υπερήφανα υψωμένα δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν.
Ξαναψάχνει μήπως λάθεψε. Αναζητά δάκρυα κατανύξεως! Ερευνά για σκιρτήματα καρδιάς!
Φτωχή ψυχή! Τόση ακαρπία! Και η καταδίκη της αιώνιας ξηρασίας σου σε αναμένει.
«Ω ψυχή μου, της ξηρανθείσης Συκής, δια την ακαρπίαν, το επιτίμιον φοβηθείσα, καρπούς αξίους της μετανοίας προσάγαγε Χριστώ, τω παρέχοντί σοι το μέγα έλεος».
Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ΄
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός,
καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα,
ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῶ ὕπνω κατενεχθής,
ἵνα μῄ τῶ θανάτω παραδοθής,
καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθής,
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός,
διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς».
Μετάφρασις
«Ο Χριστός, ο Νυμφίος (της Εκκλησίας)
να, έρχεται ξαφνικά μέσα στην νύχτα.
Μακάριος αυτός που αγρυπνεί και τον περιμένει.
Αντίθετα, είναι ανάξιος εκείνος
που θα τον εύρει ράθυμο και αμελή.
Πρόσεχε, λοιπόν, ψυχή μου,
μη τυχόν και καταληφθείς από τον (πνευματικό) ύπνο,
για να μην παραδοθείς στον πνευματικό θάνατο,
Κι έτσι κλειστείς έξω από την (ουράνια) βασιλεία.
αλλά φρόντισε να συνέλθεις και φώναξε δυνατά:
Άγιος, άγιος, άγιος είσαι Εσύ ο Θεός μας.
δια της Θεοτόκου ελέησέ μας»
xfe