Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑφτὰ λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε: α) «βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν», β) νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στὸ νερό, γ) νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία κι ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ νὰ τὸν παραχώσει μὲς στὸ νερό, δ) ν΄ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο, τὸν Βαπτιστή, ε) νὰ «πληρώση» τὸν νόμο, στ) ν΄ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ζ) νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ στὸ βάπτισμα. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει κ΄ ἕναν η) ν΄ ἁγιάσει τὴν φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τινὰς ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».
Καὶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μία χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ τὴ μεταφέρουμε κ΄ ἐμεῖς ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα ποὺ (ὁ Χριστὸς) βαπτίσθηκε κι ἁγίασε ὅλα τὰ νερά. Γι΄ αὐτό, λοιπόν, καὶ στὴ γιορτὴ αὐτή, κατὰ τὸ μεσονύχτι (ἐπειδὴ κατὰ τὴν Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ χριστιανοὶ) καὶ παίρνουνε νερὸ γιὰ τὰ σπίτια τους· ὅπου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τὰ νερὰ σήμερα, τὸ φυλάγουν ὅλο τὸ χρόνο.
Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται φανερό, ἀπ΄ τὸ ὅτι τὰ νερὰ ποὺ παίρνουμε (τὰ Φῶτα) δὲν ἀλλοιώνονται καὶ δὲν μυρίζουν, ὅσος καιρὸς κι ἂν περάσει· ἀλλὰ βαστοῦνε ἕνα χρόνο· ὁλάκερο, πολλὲς φορὲς καὶ δυὸ καὶ τρία χρόνια· καί, ὕστερ΄ ἀπὸ τόσα χρόνια, αὐτὸ τὸ νερὸ συναγωνίζεται σὲ φρεσκάδα καὶ σὲ καθαρότητα κ΄ ἐκεῖνα τὰ νερὰ ποὺ μόλις τώρα τὰ πῆραν ἀπὸ τὸ πηγάδι». Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς κάθε χρόνο νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἡμέρες μας –ἰδίως στὰ χωριά μας, ποὺ μὲ θερμὴ πίστη κ΄ εὐλάβεια, αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ βάζουν δίπλα ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα, στὸν ἱερώτερο τόπο κάθε σπιτιοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς δὲν ἔλαβε οὔτε τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ἐνδυμάτων, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό μας, μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μία κατάδυση καὶ μία ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου. Καὶ λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐρχότανε νὰ βαπτισθοῦνε σ΄ αὐτόν, τοὺς βαστοῦσε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὥσπου νὰ ἐξομολογηθοῦνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους, κ΄ ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ παρέχει ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶχε ἐπιστέγασμά της τὸ βάπτισμα: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας».
Ὅμως, καθὼς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μάρκος, ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Γιατί; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση, ποὺ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι, οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι, βαπτιζόμενοι, ἐπειδὴ ἦτον ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τὸ νερὸν βουτημένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας των, καὶ τότε ἔβγαινον ἀπὸ τὸ νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξὺ διάστημα καιροῦ. Ὁ δὲ Κύριος, ἐπειδὴ ἦτον ἀναμάρτητος, καὶ ἁμαρτίας δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ, διὰ τοῦτο, εὐθὺς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω». Κ΄ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σὰν εἶδος γέφυρας, ποὺ μᾶς πέρασε ἀπ΄ τὸ ἰουδαϊκὸ-σωματικό, στὸ χριστιανικὸ-πνευματικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ μᾶς χαρίζει μιὰν ἄσπιλη κι ἀμόλυντη πνευματικὴ καθαρότητα.
Ἀπ΄ ὅλο τὸν ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων, ποὺ ὑπομνηματίζει μὲ τὸν πνευματικώτερο καὶ ποιητικώτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς Βαπτίσεως, μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ τελευταῖο τροπάριό της η΄ ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:
Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,
Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.
Ἤδη μὲ τὴν ἔκφραση «λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις», ὁ ἱερὸς μελωδὸς μᾶς μεταδίδει τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὴν ἔνθεη συγκίνηση, εἰσάγοντάς μας σὲ μία πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἂς ἀσπροφορέσει, λέγει, κάθε ἀνθρώπινη, κάθε γήινη φύση, γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνεβεῖ στὸ προτερινὸ ὕψος της. Κι ὄχι μόνο γι΄ αὐτό, μὰ ἀκόμη, πρέπει ν΄ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται κάθε πλάση ἀνθρώπινη, γιατί ὁ θεῖος Λόγος τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὴν καθάρισε ἀπ΄ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐκατάστησε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη –«τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη».