Στη Βουλή των Ελλήνων, στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς, αναγγέλλει:
«Το Ελληνικός κράτος εκ συμφώνου προς την Βουλγαρία και την Σερβία, του Μαυροβουνίου προηγηθέντος κήρυξε χθες τον πόλεμoν κατά της Τουρκίας»
Τη σοβαρότητα της στιγμής, διακόπτουν κατά την περιγραφή των πρακτικογράφων της Βουλής «χειροκροτήματα ραγδαία εκ της αιθούσης και των ακροατηρίων».
Και συνέχισε ο Κορομηλάς:
«Αι πολεμικέ επιχειρήσεις ήρξαντο από της πρωίας της σήμερον. Έχομεν την πεποίθησιν ότι η νίκη θα στέψη τα όπλα της Ελλάδος και των συμμάχων αυτής και ότι τα αποτελέσματα του πολέμου θα είναι αντάξια του βυθισμένου τιμίου και ευγενούς αίματος του Στρατού και του Ναυτικού».
Και πάλι οι πρακτικογράφοι της Βουλής σημειώνουν: «Ζωηρόταται επιδοκιμασίαι και χειροκροτήματα πανταχόθεν».
Τον υπουργό Εξωτερικών διαδέχεται στο βήμα ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που διαβάζει το διάγγελμα του βασιλέως Γεωργίου Α΄:
“Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην Πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το Κράτος μετά την αποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του, προς επίτευξιν και εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό τον Tουρκικόν ζυγόν Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέσει τέρμα εις την δυστυχίαν την οποίαν ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων… Η Ελλάς μετά των αδελφών συμμάχων Κρατών θα επιδιώξη πάση θησία τον ιερόν αυτόν σκοπόν, επικαλούμενη δεν την αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιοτάτω τούτω αγώνι του πολιτισμού, ανακράζομεν: ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ. ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ.”
των πιο ένδοξων πολέμων
Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Πέρασαν από τότε εκατό χρόνια…. Από τότε, που καταγράφηκαν σελίδες ένδοξης ιστορίας. Εκατό χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 που έμειναν στην λαϊκή συλλογική μνήμη σαν ένδοξο παραμύθι με πολλή δράση και αίσιο τέλος. Και στην πολιτική και τη διπλωματία, σαν άθλος συνένωσης όλων των εθνικών δυνάμεων για την επίτευξη της μεγάλου στόχου.
Οι πόλεμοι αυτοί, που άλλαξαν το χάρτη των Βαλκανίων, χαρακτηρίζονται σαν ο μεγαλύτερος ελληνικός στρατιωτικός άθλος μετά την Επανάσταση του 1821.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι , αποτελούν στη σύγχρονη ιστορία, το λαμπρότερο στρατιωτικό επίτευγμα της Ελλάδας, η οποία κατόρθωσε να διπλασιάσει την έκτασή της και τον πληθυσμό της, ενσωματώνοντας στον εθνικό κορμό συμπαγείς αλύτρωτους ελληνικούς πληθυσμούς.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους φτάσαμε μέσα από σειρά ζυμώσεων, οι οποίες άρχισαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν στο ευρύτερο γεωγραφικό περιβάλλον άρχισαν να σημειώνονται μεγάλες ανακατατάξεις.
Μια προδρομική πρωτοβουλία, αποτέλεσε η μυστική συνθήκη του Φεσλάου, που είχε υπογράψει η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη με τα άλλα βαλκανικά κράτη, αποσκοπώντας στην απελευθέρωση των υπόδουλων λαών. Ακολούθησαν ποικίλα γεγονότα, που ανέβασαν τον εθνικό πυρετό για την τύχη των αλύτρωτων Ελλήνων. Το Ανατολικό ζήτημα με την προϊούσα αποσάθρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Πανσλαβισμός του ρώσου διπλωμάτη Ιγνάτιε, το σχίσμα της βουλγαρικής εκκλησίας, ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1878, ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 με την επαίσχυντη ήττα, ο ένοπλος αγώνας Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία. Η Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908, ο αναβρασμός στην αυτόνομη ακόμα Κρήτη και άλλα γεγονότα, συνέβαλαν αποφασιστικά στην σύμπηξη της βαλκανικού μετώπου, το οποίο με πρωτοβουλία του Ελευθέριου Βενιζέλου, διαμορφώθηκε σε ένα ενιαίο αμυντικό σύμφωνο Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ρουμανίας και Μαυροβουνίου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κοινό αίτημα των συμβαλλόμενων κρατών, ήταν, να εισαγάγουν οι Οθωμανοί ριζικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, υπέρ των χριστιανικών υπόδουλων λαών. Η Υψηλή Πύλη απέρριψε το συμμαχικό τελεσίγραφο.
Έτσι στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Ακολουθούν στις 3 Οκτωβρίου η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία.
*Ο Βενιζέλος προσέρχεται στη Βουλή για να αναγγείλει την κήρυξη του πολέμου
Στη Βουλή των Ελλήνων, στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς, αναγγέλλει:
«Το Ελληνικός κράτος εκ συμφώνου προς την Βουλγαρία και την Σερβία, του Μαυροβουνίου προηγηθέντος κήρυξε χθες τον πόλεμoν κατά της Τουρκίας»
Τη σοβαρότητα της στιγμής, διακόπτουν κατά την περιγραφή των πρακτικογράφων της Βουλής «χειροκροτήματα ραγδαία εκ της αιθούσης και των ακροατηρίων».
Και συνέχισε ο Κορομηλάς:
«Αι πολεμικέ επιχειρήσεις ήρξαντο από της πρωίας της σήμερον. Έχομεν την πεποίθησιν ότι η νίκη θα στέψη τα όπλα της Ελλάδος και των συμμάχων αυτής και ότι τα αποτελέσματα του πολέμου θα είναι αντάξια του βυθισμένου τιμίου και ευγενούς αίματος του Στρατού και του Ναυτικού».
Και πάλι οι πρακτικογράφοι της Βουλής σημειώνουν: «Ζωηρόταται επιδοκιμασίαι και χειροκροτήματα πανταχόθεν».
Τον υπουργό Εξωτερικών διαδέχεται στο βήμα ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που διαβάζει το διάγγελμα του βασιλέως Γεωργίου Α΄
Ο βασιλεύς Γεώργιος Α΄ στο διάγγελμά του, τόνιζε μεταξύ άλλων:
«Η Ελλάς πάνοπλος μετά των συμμάχων της εμπνεομένων υπό των αυτών αισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής».
*Η αναχώρηση του στρατού για το μέτωπο
Η επιστράτευση είχε γίνει, μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού.
Ο ελληνικός στρατός άρχισε την προέλασή του στις 5 Οκτωβρίου 1912 στη Θεσσαλία. Πρώτη μεγάλη νίκη η απελευθέρωση της Ελασσόνας την επόμενη μέρα, μετά από σχεδόν πεντάωρη σκληρή μάχη.
Ο Στυλιανός Γονατάς στη απομνημονεύματά του σημειώνει:
«Μόλις κατήλθομεν εις την πεδιάδα εδέχθημεν τους πρώτους εχθρικούς κανονιοβολισμούς εκ μακράς αποστάσεως. Ήτο το πρώτον βάπτισμα του πυρός. Η προέλασις εγένετο ως εάν επρόκειτο περί ασκήσεων. Η Τουρκική αντίστασις εκάμφθη και μετά από αγώνα, ο οποίος διήρκεσεν από της 9ης πρωινής έως της 2ας μ. εισήλθομεν, διελθόντες δια Τσαριτσάνης, κωμοπόλεως εντελώς ελληνικής, εις Ελασσόνα».
Παράλληλα, προωθούνται ελληνικά τάγματα στο Μέτωπο της Ηπείρου. Καταλαμβάνονται το Γκρίμποβο, οι Κουμτσάδες και η διάβαση της Κιάφας.
Ο στόλος με επικεφαλής το θωρηκτό «Αβέρωφ» απέπλευσε από το Φάληρο, ενώ η ναυτική μοίρα του Ιονίου Πελάγους εισήλθε στον Αμβρακικό Κόλπο και στο λιμάνι της Βόνιτσας. Στις 12 Οκτωβρίου καταλαμβάνεται η Λήμνος, με τη στρατηγική της θέση απέναντι στα Στενά των Δαρδανελίων.
*Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος
Στην ξηρά με αξιοπρόσεκτη ορμή ο στρατός με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, απελευθερώνει τη Δεσκάτη.
Στα οχυρωμένα Στενά του Σαρανταπόρου, συναντά ισχυρή αντίσταση των Τούρκων, με πυροβολικό. Η σφοδρή μάχη της 9ης και 10ης Οκτωβρίου ήταν αποφασιστική. Η υποχώρηση των εχθρικών δυνάμεων ανοίγει το δρόμο προς τη Δυτική Μακεδονία.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος αφηγείται:
«Το πεζικό επιτέθηκε με καταπληκτική γενναιότητα, έξι συντάγματα στην πρώτη γραμμή κάτω από μια βροχή πυροβολισμών, που δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό».
Ακολουθεί η κατάληψη της Κοζάνης στις 11 του μηνός, η απελευθέρωση των Σερβίων και ο έλεγχος του ποταμού Αλιάκμονα. Δύο μέρες αργότερα φτάνει στην Κοζάνη ο βασιλεύς Γεώργιος, ενώ ο στρατός προωθείται προς τη Βέροια. Στο μέτωπο της Ηπείρου ολοκληρώνεται η κατάληψη της Φιλιππιάδας και του Λούρου. Μετά από διήμερα μάχη καταλαμβάνονται και τα Πέντε Πηγάδια.
Η προέλαση του στρατού επιταχύνεται. Απελευθερώνονται τα Γρεβενά και η Κατερίνη.
Η 12η Οκτωβρίου της είναι μια ημέρα σημαδιακή. Σημαδιακή γιατί από εκεί αρχίζουν οι πρώτες προστριβές του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Η κυβέρνηση, έχοντας εξακριβωμένες πληροφορίες από τον Θρακικής καταγωγής στρατιωτικό γιατρό του Βουλγαρικού στρατού Φίλιππο Νίκογλου ότι η Βουλγαρία ενδιαφερόταν να προλάβει να μπει πρώτη στη Θεσσαλονίκη, ειδοποιεί τηλεγραφικά τον αρχηγό στρατού στη Θεσσαλία.
«Αναμένω να μοι γνωρίσητε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήση η προέλασις του Στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ’ όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλουν να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις Θεσσαλονίκην. Βενιζέλος».
*Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Παρόμοια προειδοποίηση, απηύθυνε στον Κωνσταντίνο και ο υπουργός Εξωτερικών, Λάμπρος Κορομηλάς, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων:
«Φρονώ ότι πρέπει κατά το δυνατόν να εντείνωμεν ημετέρας ενεργείας ώστε καταληφθή όσον τάχιστα Θεσσαλονίκη, ίνα μη ημέτερα αποτελέσματα έλθωσιν πολύ ύστερον των στρατών των συμμάχων. Κορομηλάς».
Το Γενικό Επιτελείο του Διαδόχου μετά τη νίκη του Σαρανταπόρου είχε πρόθεση να καταδιώξει της Τούρκους προς Βορράν και να καταλάβει το σπουδαίο κέντρο του Ελληνισμού το Μοναστήρι. Είχε προετοιμάσει μάλιστα και τα σχετικά σχέδια.
Ο Κωνσταντίνος ενοχλημένος, ενημερώνει από τα Σέρβια τον υπουργό Εξωτερικών Κορομηλά, για την κατάσταση του μετώπου, καταλήγοντας στο τηλεγράφημά του:
«Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφήν του εχθρού επί τη βάσει σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικεμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς, όπως ευαρεστούμενος, μη προσπαθήτε επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων. Κωνσταντίνος».
Η επιτακτική διαταγή του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθέριου Βενιζέλου, αναγκάζει τον Κωνσταντίνο, να στρέψει τη Στρατιά προς τη Θεσσαλονίκη. Ο πρώτος σπόρος του Διχασμού, είχε πέσει στο χώμα…
Λίγες μέρες αργότερα, ο στόλος απελευθερώνει τη Θάσο, τη Σαμοθράκη και τον Άγιο Ευστράτιο. Η χαρά ολοκληρώνεται στις 18 του μηνός με ένα παράτολμο εγχείρημα. Ο υποπλοίαρχος Νικόλαος Βότσης διεισδύει απαρατήρητος με το τορπιλοβόλο του στο οχυρωμένο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, βυθίζει την τουρκική κανονιοφόρο «Φετίχ Μπουλέντ» εκτοξεύοντας τρεις τορπίλες στα πλευρά της και διαφεύγει με ασφάλεια.
Παράλληλα με το στόλο, ο στρατός ξηράς, μετά από μια πεισματική και πολύωρη μάχη μπαίνει νικητής και στα Γιαννιτσά, ανοίγοντας έτσι το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη.