Σε έρευνά της στην Ελευθεροτυπία χθες, η ρεπόρτερ Αριστέα Μπουγάτσου αποκαλύπτει ότι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές δραστηριότητες ερευνά σκάνδαλο υπεξαίρεσης 51 εκατομμυρίων ευρώ από την Proton Bank – του γνωστού επιχειρηματία Λαυρέντη Λαυρεντιάδη. Η αρχή διατάζει μάλιστα το πάγωμα κίνησης των λογαριασμών, των μετοχών αλλά…
και της ακίνητης περιουσίας του επιχειρηματία.
Το νέο είναι προφανώς συνταρακτικό. Μια τράπεζα που λειτουργεί υπό το ρυθμιστικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδας και τις εγγυήσεις του ελληνικού κράτους φαίνεται να λειτουργεί ως πλυντήριο μαύρου χρήματος, ενώ επιπλέον ως υπεύθυνος εμφανίζεται ένας από τους πλέον προβεβλημένους επιχειρηματίες που δρουν στην ελληνική αγορά (ή δρούσαν τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα) – ο οποίος μάλιστα έχει ξοδέψει υπέρογκα ποσά για την εξαγορά κάθε είδους επιχειρήσεων, με ιδιαίτερη προτίμηση στους εκδοτικούς οργανισμούς και τα μέσα τους. Δεν γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί το ρεπορτάζ αλλά ακόμα και η απόφαση μιας ανεξάρτητης αρχής για τη δέσμευση της περιουσίας ενός ισχυρού παίχτη της ελληνικής αγοράς δε μπορεί παρά να αποτελεί σημαντικότατη είδηση.
Όπως πολύ εύστοχα γράφει στο πρωτοσέλιδό της η Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, η αποκάλυψη είναι βόμβα μεγατόνων. Γιατί όμως τελικά η είδηση έσκασε στα ελληνικά ΜΜΕ σαν μισοτελειωμένο γκαζάκι του καφέ;
Από την πρώτη στιγμή παρακολουθήσαμε την πορεία της είδησης στα ελληνικά ΜΜΕ: η παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο κάθε μέσο αντιμετωπίζει τέτοιου είδους ειδήσεις προσφέρεται άλλωστε για εξαγωγή συμπερασμάτων. Θελήσαμε να δούμε την επιλογή των λέξεων στους τίτλους, τη θέση τους σε κάθε μέσο, τις ομοιότητες και τις διαφορές στο ρεπορτάζ. Το tracking των ειδήσεων στα ΜΜΕ είναι κάτι που κάνουμε και μας έχει βοηθήσει στο παρελθόν, αυτήν τη φορά όμως δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για αυτό που συνέβη.
Αυτό που συνέβη είναι ότι δεν συνέβη τίποτα. Η είδηση ουσιαστικά δεν «πέρασε ούτε στα ψιλά» ούτε στα χοντρά της ελληνικής δημοσιογραφίας. Εκτός από tovima.gr/in.gr που φιλοξένησαν από το μεσημέρι την είδηση, site όπως αυτά της Καθημερινής, του Έθνους, του Πρώτου Θέματος, του ΑΝΤ1, του ΣΚΑΪ και της ΕΡΤ αλλά και αμιγώς διαδικτυακά μέσα όπως το newsit.gr, newsbeast.gr, zougla.gr, real.gr, ellispoint.gr, e-go.gr, ακόμα και το tvxs.gr δεν είχαν ούτε μία λέξη για μια είδηση πρωτοσέλιδου. Κι αυτό, ενώ πολλά από τα παραπάνω ΜΜΕ είχαν συνεχή παρακολούθηση της επικαιρότητας και προέβαλλαν αναλυτικά τον «καθαρισμό» του Συντάγματος και την επικείμενη συνέλευση των «απερίσκεπτων» οδηγών ταξί.
Αλλά τα παράξενα δεν σταματούν εδώ. Η αποκάλυψη ότι ολόκληρο σχεδόν το ΔΣ μιας ελληνικής τράπεζας, εισηγμένης στο χρηματιστήριο, αντιμετωπίζει κατηγορίες υπεξαίρεσης ποσού ίσου με το 1/4 του μετοχικού της κεφαλαίου θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον πρώτο θέμα στις οικονομικές εφημερίδες.
Ε, λοιπόν, δεν ήταν σε όλες. Το βρήκαμε στο Capital.gr (όχι και πολύ τονισμένο είναι η αλήθεια), το βρήκαμε και στο Euro2day.gr αλλά δεν το βρήκαμε στην imerisia.gr, δεν το βρήκαμε στην isotimia.gr και δοκιμάσαμε μεγάλη έκπληξη όταν ανακαλύψαμε ότι καμία αναφορά δεν έχει επίσης και η naftemporiki.gr!
Τι συνέβη λοιπόν αυτό το Σάββατο στον ελληνικό Τύπο; Η αποκάλυψη διέφυγε της προσοχής των «υλατζήδων»; Άργησαν να ξυπνήσουν οι αρχισυντάκτες; Δεν την είχε το ΑΠΕ; Η είδηση έπεσε θύμα του εσωτερικού πολέμου των ΜΜΕ; Υπήρχαν λόγοι για να θαφτεί το θέμα; Διαλέξτε την απάντηση που σας ταιριάζει περισσότερο, όπως και να έχει η δυσλειτουργία των ελληνικών ΜΜΕ είναι δεδομένη.
Υπάρχουν τρία ζητήματα που αξίζει να διερευνήσουμε προκειμένου να δοκιμάσουμε μερικά συμπεράσματα για τη σημερινή μαύρη τρύπα της ενημέρωσης. Το πρώτο αφορά την ίδια την είδηση. Ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης δεν ανήκει στην κατηγορία «εύκολο θύμα» και γραφικός παράνομος, όπως είναι για παράδειγμα ο Αχιλλέας Μπέος, παρόλο που εδώ και κάποιους μήνες έχει αποσυρθεί στο Λονδίνο, αφήνοντας σκιές στην αγορά. Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια, όταν μεσουρανούσε, ξεκίνησε μιαν επιχείρηση-σκούπα στα ελληνικά ΜΜΕ αγοράζοντας μετοχές μεγάλων εκδοτικών οίκων (αλλά και τα σκουπίδια τους) που σε συνδυασμό με μια σειρά δωρεών σε ιδρύματα, όπως το Μέγαρο Μουσικής, το Μουσείο Μπενάκη και το Ίδρυμα Καραμανλή, τον έφεραν στο κέντρο της συζήτησης. Ο Λαυρεντιάδης φερόταν κατά καιρούς να αγοράζει ποσοστά της τάξης του 10% των εταιριών του Μπόμπολα ή του Τεγόπουλου, να εξαγοράζει την Espresso, να συζητάει με τον ΔΟΛ και να ξοδεύει εκατομμύρια για την αγορά φύλλων και ιστοσελίδων χωρίς πραγματική αξία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της διαπλοκής της επιχειρηματικότητας με τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς δεν θα ήταν αδιανόητο να έχουν δημιουργηθεί δεσμοί και διασυνδέσεις που χθες έπαιξαν το ρόλο τους.
Το δεύτερο έχει να κάνει με την κακή δημοσιογραφική λειτουργία των ΜΜΕ. Πριν από λίγους μήνες οι Άβι Λιούις και Ναόμι Κλάιν εξηγούσαν στον Άρη Χατζηστεφάνου ότι τα ΜΜΕ λειτουργούν με αυτοματοποιημένους μηχανισμούς αυτολογοκρισίας. Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι ξέρουν τη γραμμή του μέσου τους και προσαρμόζουν την εργασία τους σε τέτοιο βαθμό που δεν χρειάζεται ο διαπλεκόμενος πολιτικός ή επιχειρηματίας να σηκώσει το τηλέφωνό του και να παρέμβει. Εκτός αυτού, υπάρχει το θέμα του ανταγωνισμού των ΜΜΕ. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των τηλεγραφημάτων του Wikileaks. Τα διπλωματικά έγγραφα που περιέχουν ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας έβρισκαν εύκολα το δρόμο τους στη δημοσιότητα μέχρι που η Καθημερινή εξασφάλισε με κάποιο τρόπο πρόσβαση σε αυτά. Από την ίδια ημέρα όλα τα υπόλοιπα ΜΜΕ ξέχασαν εντελώς το ζήτημα (αν και η Καθημερινή έπαθε πρώτη αλτσχάιμερ). Και γιατί να μην το ξεχάσουν; Η συνεχόμενη συρρίκνωση των newsroom που λειτουργούν υπό την απειλή των μαζικών και συνεχόμενων απολύσεων αφήνει τα σημάδια της στην ποιότητα της παραγόμενης δημοσιογραφίας. Άλλωστε η είδηση για την τεράστια υπεξαίρεση δεν απασχόλησε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Μας είναι εντελώς αδιανόητο γιατί το ΑΠΕ, που δημοσιεύει φοβερές ειδήσεις όπως το «Δικογραφίες σε βάρος δύο γιατρών για τη μη έκδοση αποδείξεων», αγνόησε επιδεικτικά την είδηση που έχει επιβεβαιώσει και η Τράπεζα της Ελλάδας, αλλά έτσι και αλλιώς είναι αρκετά τα πράγματα που μας ξαφνιάζουν σε σχέση με το ΑΠΕ (όπως για παράδειγμα ότι έχει διαφημίσεις τραπεζών στη σελίδα του). Στην τελική όμως θα είχε ενδιαφέρον να σκεφτούμε τη δύσκολη θέση στην οποία θα μπορούσε να περιέλθει ο δημοσιογράφος που πέφτει πάνω στην είδηση. Είναι τόσα πολλά που πρέπει να σκεφτεί.
Το τρίτο θέμα έχει να κάνει με τα ΜΜΕ και τις σχέσεις τους με τις τράπεζες. Σε μια περίοδο που οι πωλήσεις στο περίπτερο πέφτουν δραματικά, η διαφημιστική αγορά καταρρέει και η κρατική εξουσία δυσκολεύεται να προσφέρει τη στήριξη που παρείχε αφειδώς μέσω της κρατικής διαφήμισης, οι εκδότες έχουν γίνει πλέον τζάνκι των τραπεζών. Η Μάνια Τεγοπούλου στέλνει δημόσια ραβασάκια στον πρόεδρο της Τράπεζας Πειραιώς, ο ΔΟΛ υποθηκεύει το κτίριό του και οι περισσότερες εφημερίδες είναι εντελώς «στεγνές».
Σερφάροντας στα ενημερωτικά portal, ψάχνοντας για τη χαμένη είδηση, καταγράψαμε τις διαφημίσεις τραπεζών που κοσμούν κάθε μέσο. Όπως φαίνεται και στο παρακάτω γραφικό, τα ιντερνετικά ΜΜΕ βρίθουν από αυτές τις διαφημίσεις. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι τον Αύγουστο τρέχουν συνήθως ελάχιστα διαφημιστικά προγράμματα και ότι τα site που επισκεφτήκαμε πριν από λίγο καιρό είχαν πολύ περισσότερες.
Γιατί διαφημίζονται όμως οι τράπεζες σε μια περίοδο κρίσης, την ώρα που λαμβάνουν δισεκατομμύρια ευρώ από τους φορολογούμενους προκειμένου να επιβιώσουν; Τα ανεπίσημα (αλλά διασταυρωμένα) στοιχεία δείχνουν ότι τα δάνεια από το 2008 μέχρι σήμερα έχουν μειωθεί κατά 85% ενώ σήμερα στις περισσότερες τράπεζες εγκρίνονται λιγότερες από δύο στις δέκα αιτήσεις καταναλωτικών δανείων. Είναι λοιπόν προφανές ότι δεν τους ενδιαφέρει το προϊόν που διαφημίζουν.
Υπάρχει ακόμα ένα γεγονός που δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά. Πριν από λίγες ημέρες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διεξήγαγε τα λεγόμενα τραπεζικά stress test που έλεγξαν την ετοιμότητα των τραπεζών της Ευρώπης σε σενάριο κρίσης. Παρόλο που σε αυτό δεν συμπεριλήφθηκε το ενδεχόμενο default ευρωπαϊκού κράτους, η Eurobank και η ATEBank απέτυχαν τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο. Την ώρα λοιπόν που σε όλα τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ η είδηση για την Ελλάδα ήταν «Δύο ελληνικές τράπεζες αποτυγχάνουν», στη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών ΜΜΕ η είδηση πέρασε με τίτλο «Τα κατάφεραν οι ελληνικές τράπεζες» και μόνο στο τέλος των κειμένων έβρισκες σε υποσημείωση τις λεπτομέρειες της επιτυχίας/αποτυχίας.
Είναι λοιπόν απαραίτητη κάποια συνωμοσία που οργανώνεται στα μπουντρούμια της Λέσχης Μπίλντενμπεργκ; Μάλλον όχι. Η χρόνια διαπλοκή των κατεστημένων ΜΜΕ, η πίεση της αγοράς, η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία, οι εμπορικές σχέσεις, η μείωση των εσόδων και η τυρανία των δημοσιογράφων, όλα αυτά μαζί δημιουργούν τα νέα Bad Media, τα οποία δεν έχουν κανένα πρόβλημα να θάψουν, να χάσουν ή να ξεχάσουν σημαντικότατες ειδήσεις την ώρα που προσπαθούν να επιβάλλουν την ατζέντα τους.
Κ.Ε.
Το πήραμε απο :