Ὅλα φαίνονταν νὰ πηγαίνουν καλὰ στὴ ζωὴ τῆς οἰκογένειας, μέχρι ποὺ ἀναπάντεχα ἔπεσε τὸ ἄστροπελέκι. Ἡ Φωτεινὴ, ὴ μητέρα, ἀπὸ μικρὴ εἶχε κάποιο πρόβλημα στ’αὐτιά της. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως ἡ κατάσταση χειροτέρεψε πολύ. Πονοῦσε ἔντονα καὶ κάποιες φορὲς χάνοντας τὴν ἰσορροπία της ἔπεφτε κάτω ἀναίσθητη.Ἔγιναν οἱ ἀπαραίτητες ἐξετάσεις , δόθηκε φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Οἱ γιατροὶ ἀποφάσισαν ὅτι ἔπρεπε νὰ προχωρήσουν σὲ χειρουργεῖο στὸ κεφάλι. Προειδοποίησαν ὡστόσο ὅτι τὸ χειρουργεῖο θὰ ἦταν δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο – θὰ κρατοῦσε πιθανῶς ἑπτὰ μὲ ὀκτὼ ὧρες – καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἀβέβαιο. Ἴσως νὰ μὴν ἄντεχε, ἴσως νὰ τὴν ἄφηνε μὲ κάποια προβλήματα.
Ἄν πάλι δὲν τολμοῦσε, τά πράγματα ὁπωσδήποτε θὰ χειροτέρευαν. Ἀδιέξοδο. Γιὰ μιὰ βδομάδα ἡ Φωτεινὴ ἀπὸ τὴν στεναχώρια δὲν ἔβαλε τίποτα στὸ στόμα της. Τὶ θὰ γίνουν τὰ παιδιά της, σκεφτόταν, ἂν αυτὴ λείψει ἢ μείνει ἀνήμπορη;
Ἔπειτα ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψη στὸν γιατρὸ κάπου στο Περιστέρι, περίμενε στὴ στάση τὸ λεωφορεῖο, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπίτι της. Τὰ δρομολόγια ἦταν ἀραιὰ καὶ ἤξερε ὅτι τὸ λεωφορεῖο θὰ ἀργοῦσε. Βρῆκε λοιπόν τὴν εὐκαιρία νὰ μπεῖ στὸν ἱερὸ Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Ζητοῦσε λιμάνι νὰ ἀσφαλιστεῖ, ζητοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὴν παρηγορήσει καὶ νὰ κατευνἀσει τὸν σάλο τῶν κυμἀτων στὴν ταραγμένη ψυχή της.
Ἄναψε τὸ κερί της. Προσκύνησε μὲ ἱερό δέος τὶς ἅγιες εἰκόνες. Προχώρησε ἔπειτα πρὸς τὸ τέμπλο τοῦ ναοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐδῶ, ἡ Παναγιὰ Μητέρα Του, ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ οἱ Ταξιάρχες τῶν ἄνω δυνάμεων, οἱ ἄγγελοι φύλακες καὶ φρουροί μας.
Μέσα στὸ μισοσκόταδο τοῦ ναοῦ ἔριχναν γλυκὸ καὶ παρηγορητικὸ τὸ φῶς τους στὰ καντήλια τοῦ τέμπλου. Ὅλα ἥσυχα καὶ κατανυκτικὰ ἦταν ἐδῶ. Συγκινήθηκε ἡ πονεμένη ψυχὴ της. Δὲν ὑπήρχε ἄνθρωπος στὸν ναό. Μόνη ἦταν καὶ γονάτισε. Ἄρχισε νὰ καίει, νὰ κλαίει ἀσταμάτητα, νὰ λέει τὸν πόνο της καὶ νὰ παρακαλεῖ. Πέρασε ἔτσι ἀρκετὴ ὥρα, ὄταν ξαφνικὰ ἕνιωσε ἕνα χέρι νὰ τῆν χτυπᾶ ἀπαλὰ στὸν ὦμο.Γ ύρισε νὰ κοιτάξει. Ἕνας ἡλικιωμένος ρασοφόρος μὲ σοβαρὸ καὶ φωτεινὸ πρόσωπο, ποὺ ἔμοιαζε ἀσκητὴς, στεκόταν δίπλα της. Τὴν κοίταξε ἐκφραστικὰ καὶ τὴν ρώτησε μὲ στοργή:
Τὶ ἔχεις κόρη μου καὶ κλαῖς; Ἔλα νὰ καθήσουμε νὰ μοῦ πεῖς.
Πῆγαν παραδίπλα καὶ κάθισαν, τῆς σκούπισε τὰ δάκρυα. Κέρδισε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν ἐμπιστοσύνη της καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα, ἀπὸ τὴν μικρή της ἡλικία μέχρι τώρα…ὅλα τὰ βάσανα της. Ἐκεῖνος τὴν ἄκουγε μὲ προσοχή. Πέρασε περίπου μισὴ ὥρα ἔτσι. Στὸ τέλος τῆς εἶπε δυὸ λόγια:
Ὁ Θεὸς ξέρει ποὺ τὰ δίνει. Μὴν κλαῖς παιδί μου. Ἔχεις Θεό! Ἔχεις Θεό! Καὶ ἔβαλε γιὰ λίγο πάνω στὸ κεφάλι της μιὰ εἰκόνα ποὺ εἶχε μαζί του. Ὅταν τὴν πῆρε, ἐκείνη γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει. Ἀλλὰ δὲν εἶδε τίποτα. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν φαινόταν πουθενἀ! Βγῆκε ἀπὸ τὸν ναὸ μὲ ἀπορία καὶ φόβο καὶ μὲ μιὰ οὐράνια γαλήνη στὴν ψυχή της. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔζησε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ; Καὶ ποιος ἦταν αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ἐπισκέπτης, ποὺ μὲ τὰ λόγια του ἔριξε βάλσαμο στὴν πονεμένη ψυχή της καὶ κατόπιν ἔγινε ἄφαντος; Στὶς ἀπορίες της τὴν ἀκολούθησε ὁ γιατρός της, ποὺ στὴν ἐπόμενη ἐπίσκεψη ἔμεινε ἔκπληκτος.
Δὲν βλέπω τίποτε. Δὲν ξέρω τί ἔχει γίνει…Εἶναι πολὺ καλά. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπα. Ἄλλα εἶπα, καὶ ἄλλα συμβαίνουν…Δὲν ξέρω τί νὰ πῶ.
Ἡ Φωτεινὴ τὴν ἐπόμενη μέρα ἔτρεξε στὴν κυρία Μαρίνα, ποῦ διατηροῦσε τὸ ἐστιατόριο, τὴν εἶχε προσλάβει στὴ δουλειὰ καὶ τῆς συμπαραστεκόταν μὲ πολλὴ ἀγάπη στὴ δοκιμασία της. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Μαρίνα. Ὅταν ἄκουσε μὲ προσοχὴ ὅσα συνέβησαν στὸν ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν στὸ Περιστέρι, ἀναφώνησε μὲ ἐνθουσιασμό: Θαῦμα! Θαῦμα ἔγινε Φωτεινή! Καὶ ἔτρεξε ἀμέσως νὰ φέρει τὶς εἰκόνες ποὺ εἶχε, παλιῶν καὶ σύγχρονων Ἁγίων. Τὶς ἔβλεπε μὲ πολὺ προσοχὴ μία-μία ἡ Φωτεινὴ ὥσπου κάποια στιγμὴ εἶπε μὲ σιγουριά: Aὐτὸς ἦταν! Ἄρπαξε τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀσπάστηκε. Καὶ διάβασε ἔπειτα γύρω ἀπὸ τὸ φωτοστέφανο… Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης!
Δὲν τὸν εἶχε δεῖ καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀκούσει ποτὲ ξανά. Δὲν ἤξερε ὅτι ὑπάρχει. Καὶ φυσικὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχε ἐπικαλεσθεῖ. Ὁ Θεὸς ὅμως τὴν ἤξερε καὶ τῆς ἔστειλε τὸν Ἁγιό Του νὰ τῆς πεῖ: Ἔχεις Θεό! Ἔχεις Θεό!
Περιοδικὸ ὁ Σωτὴρ – Ἱουλίου 2021