Φειδίας Ν. Μπουρλάς
(Φειδίας Μπουρλάς, Pheidias Bourlas, Phidias Bourlas)
http://pheidias.antibaro.gr
Οκτώβριος 2000
Ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε η έννοια του έθνους πριν τον 18ο αι.
και ότι τα έθνη είναι κατασκευή του δυτικού διαφωτισμού, είναι
απαράδεκτος, ανιστόρητος και επικίνδυνος. (Και, ο ίδιος ο ισχυρισμός,
επαν-εφεύρεση του… 20ού αιώνος (μετά την παλαιομαρξιστική πρώτη
εφεύρεσή του), υποστηριζόμενη σήμερα εντόνως από την, επιθυμούσα
την πολτοποίηση και εξουσιασμό των λαών, νέα τάξη πραγμάτων.)
Εκείνο που εφευρέθηκε τότε στην Δύση ήταν το δυτικό εθνικό
κράτος, όχι το έθνος, το οποίο υπήρχε από τότε που εμφανίστηκαν
οι οργανωμένες κοινωνίες. (Και πάλι βέβαια έχουμε στην Ευρώπη
και εθνικά κράτη αιώνες πριν τον Διαφωτισμό.)
Αλλά και αν κάποια από τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά έθνη σχηματίστηκαν
και συνειδητοποιήθηκαν προσφάτως, αυτό ουδόλως έχει να κάνει με το
Ελληνικόν, το οποίο είναι έθνος πανάρχαιο και συνείδησή του δεν
απετέλεσε ο νεώτερος βρετανικός (με έμφαση στην γλώσσα), γερμανικός
(με έμφαση στην φυλετική καταγωγή) ή γαλλικός (με έμφαση στην κοινή
συνείδηση) εθνικισμός, αλλά η πορεία των χιλιετιών, η καταγωγή,
ο πολιτισμός που οι χιλιετίες συσσώρευσαν και αφομοίωσαν στον λαό
αυτόν. Επί τουρκοκρατίας π.χ. τα ανωτέρω στοιχεία εκφράστηκαν μέσω
της θρησκείας, η οποία έτσι απετέλεσε βασικό στοιχείο εθνικού
προσδιορισμού και διατηρήσεως της ιστορικής συνέχειας. Είναι
προφανές λοιπόν ότι υπάρχει διαφορά με τα νεώτερα Ευρωπαϊκά
έθνη.
Το Ελληνικόν Έθνος υφίσταται, όπως μαρτυρεί η Μυθολογία, από
καταβολής κόσμου και έχει θεια καταγωγή, από τους Ολύμπιους και
λοιπούς θεούς, ημιθέους, ήρωες και γενάρχες και, πάνω απ’ όλα,
την Ελληνική Γη.
“Γης παις ειμι και Ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον.”
(Ορφεύς, αποσπ. 17, 11-12)
Ο Ζευς αποκαλείται από τον Όμηρο (“Οδύσσεια”, Α 28)
“πατήρ ανδρών τε θεών τε”.
“ως ωμόθεν γεγάασι θεοί θνητοί τ’ άνθρωποι”
(“κοινή την καταγωγή είχανε οι αθάνατοι θεοί και οι θνητοί άνθρωποι”)
(Ησίοδος, “Έργα και Ημέραι”, 108)
“Εν ανδρών, εν θεών γένος· εκ μιας δε πνέομεν ματρός αμφότεροι.”
(Πίνδαρος, “Νέμεα”, Ωδή 6η)
Κατά την πάροδο των χιλιετιών, η εθνική συνείδηση άλλοτε
εντεινόταν (κυρίως σε περιόδους όπου το Έθνος εβρίσκετο εν κινδύνω)
και άλλοτε ατονούσε, χωρίς όμως να παύσει ποτέ να υφίσταται.
Έτσι, επί Περσικών Πολέμων, οι Αθηναίοι λέγουν προς τους
Λακεδαιμονίους (Ηροδότου “Ιστορίαι”, βιβλ. 8, 144, 14-17):
“αύτις δε το Ελληνικόν, εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών
ιδρύματά τε κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα, των προδότας γενέσθαι
Αθηναίους ουκ αν ευ έχοι.”
Η συνειδητοποίηση αυτή του Ελληνικού “τρόπου”, οι αξίες και τα ήθη,
οδηγούν σε τέτοια άνθηση της Παιδείας, ώστε ο Ισοκράτης να θεωρήσει
την Παιδεία αυτή ως το μέγα κριτήριο της Ελληνικότητος
(“Πανηγυρικός”, 50):
“Τοσούτον δ’ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν
τους άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι
γεγόνασι και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά
της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της
παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας.”
Φθάνουμε στον Ευσέβιο, επίσκοπο Καισαρείας (επί Μεγάλου
Κωνσταντίνου) ο οποίος γράφει (“Ευαγγελική Προπαρασκευή”, βιβλ. 8,
κεφ. 14, παραγρ. 66, στιχ. 6-8):
“Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί, “φυτόν ουράνιον” και
βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον
επιστήμηι.”
Ο Ελληνικός αυτός Πολιτισμός, όπως έχει εξελιχθεί, εκφράζοντας
πάντοτε τις αιώνιες Ελληνικές Αξίες, είναι το βασικό συστατικό της
συνείδησης και ιδεολογίας της Αυτοκρατορίας. Της οποίας ο λαός είναι
ο “περιούσιος”. Συνιστά ο λαός της Αυτοκρατορίας, βάσει αυτής της
ιδεολογίας, ένα έθνος; Δεν παύει μάλλον η Αυτοκρατορία να είναι
πολυεθνική, με περιούσιον όμως εν αυτή έθνος το Ελληνικό και
τον πολιτισμό του κυρίαρχο.
Και πολύ γρήγορα η Αυτοκρατορία ταυτίζεται απολύτως με το
Ελληνικό Έθνος, ενώ και η συναίσθηση της καταγωγής γίνεται πια
απόλυτα ξεκάθαρη και έντονη.
Η συνειδητοποίηση αυτή του Ελληνισμού έχει τις βάσεις
της αρκετούς αιώνες πριν τον… 18ο αι. Γίνεται ιδιαίτερα έντονη
μετά την σύγκρουση με τους Φράγκους και Λατίνους (867, επί Φωτίου
του Μεγάλου, το πρώτο σχίσμα, 1204, επί Μιχαήλ Κηρουλαρίου, το
οριστικό) και ακόμα περισσότερο τη φραγκική κατάκτηση (1204).
Ο Charles Diehl γράφει: “Σ’ αυτή την πόλη (Κων/πολη), η οποία επί
τόσο μακρό διάστημα είχε υποστηρίξει ότι είναι κληρονόμος της ρωμαϊκής
παραδόσεως, είναι σημαντικό να σημειώσει κανείς την καταπληκτική
αναβίωση της μνήμης του ελληνικού παρελθόντος και να παρατηρήσει
τη γένεση ενός ελληνικού πατριωτισμού, ο οποίος είναι έκφραση μιας
από τις ιδέες που οδήγησαν στην ανασύσταση της νέας Ελλάδος το 19ο αι.”
Και οι Φράγκοι, όπως μας λέει ο στιχουργός του “Χρονικού του
Μορέως”, γνώριζαν ότι οι Βυζαντινοί “από τη Ρώμη απήρασιν το όνομα των
Ρωμαίων” αλλά “Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν.”
Ήδη τον 11ο αι. η Άννα Κομνηνή (“Αλεξιάς”) χρησιμοποιεί το όνομα
“Έλληνες” ως εθνικό προσδιορισμό του λαού της Αυτοκρατορίας.
Και την ίδια περίπου εποχή, κατά τον Runciman, οι αυτοκράτορες
αρχίζουν να αποκαλούνται και “Βασιλείς των Ελλήνων”.
Ο Νικήτας Χωνιάτης (“Ιστορία”) τον 12ο αι. χαρακτηρίζει
τους δυτικούς “σκοτεινές φυλές που ανάμεσά τους δεν καταφεύγει
ούτε η χάρις ούτε η μούσα”, οι οποίες φυλές μόνο από την
Κωνσταντινούπολη παίρνουν φως.
Ο Αυτοκράτωρ της Νικαίας Ιωάννης Δούκας Βατάτζης γράφει προς τον
πάπα Γρηγόριο Θ’ περί της σοφίας η οποία “εν τω γένει των Ελλήνων ημών
βασιλεύει”. Υποστηρίζει ότι η μεταφορά της κληρονομιάς του Μεγάλου
Κωνσταντίνου είναι εθνική “εις το ημέτερον γένος” (και δεν ανήκει
επομένως στον Λατίνο, πλέον, αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως).
Ο υιός του Βατάτζη Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις προβάλλει το όνομα των
Ελλήνων με πραγματικό εθνικιστικό ζήλο (“Χριστιανική Θεολογια”, 7):
Δεν τονίζει απλώς ότι “απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος”,
αλλά και ότι “Πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα… Συ
δε, ω Ιταλέ, τίνος ένεκεν εγκαυχά;”.
Και ο Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων (15ος αι.):
“Έλληνες γαρ το γένος εσμέν, ως η ημετέρα γλώσσα και παιδεία μαρτυρεί.”
Ιδού η “νέα” (ή μάλλον παντοτινή) εθνική συνείδηση του Ελληνισμού.
Επί Επαναστάσεως ο Στρατηγός Μακρυγιάννης λέγει:
“Αυτά τα αγάλματα, όσα τάλιρα και να σας δώσουν, να μην καταδεχτείτε
να φύγουν από την πατρίδα μας. Γι’ Αυτά πολεμήσαμε.”
Ξέρει τι λέει ο Μακρυγιάννης, και πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε τα
λόγια του; είναι χαρακτηριστικά της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων
και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού;
Στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, 1975, τ. ΙΑ’, σελ. 433,
ο Λ. Βρανούσης , γράφει (ένθερμος θαυμαστής του Νεοελληνικού
Διαφωτισμού, δεν θεωρεί όμως, όπως θα δούμε, τεχνητό κατασκεύασμα
του τελευταίου το Ελληνικό Έθνος):
“Ιστορική συνέχεια και εθνική συνείδηση. Σταθερό υπόβαθρο η
παράδοση. [σ.σ. προ της παιδείας του Διαφωτισμού] Εκτέθηκαν
προηγουμένως οι παράγοντες που συνετέλεσαν στο να διασωθή και να
συγκροτηθή ως “γένος” [σ.σ. επ’ αυτού βλέπε και παρακάτω] ό,τι
επέζησε από τον ελληνοβυζαντινό κόσμο μετά τη θεομηνία των οθωμανικών
κατακτήσεων. Αποφασιστικώτατα συνέβαλαν οι πνευματικοί παράγοντες: η
θρησκεία, συνεκτικός δεσμός και προστατευτικό τείχος, η κοινή γλώσσα, ο
χώρος και ο λαός με την ιστορική του συνέχεια, οι πατροπαράδοτοι θεσμοί
και παραδόσεις, η συλλογική μνήμη του κοινού παρελθόντος, η κοινή μοίρα
του παρόντος, οι ίδιες παρήγορες ελπίδες για το μέλλον. Η συνοχή του
Γένους υπάρχει ήδη διαμορφωμένη στο ιδεολογικό του υπόβαθρο: από
τη μια, η βυζαντινή κληρονομιά – η “θεόσδοτη” βασιλεία των “αγίων
αυτοκρατόρων”, η “θεοφρούρητη” Εκκλησία, ο “οικουμενικός” πατριάρχης,
ο “περιούσιος λαός” της Ορθοδοξίας -, απροσδιόριστος ίσως μυστικισμός,
αλλά αέναη πάντοτε πηγή μεσσιανικής προσδοκίας, αυτοπεποιθέσεως και
οραματισμών. από την άλλη, οι αρχαίοι προγονοί, η δόξα των αιώνων,
σοφοί και ήρωες, τιμωροί των Ασιατών και κοσμοκράτορες.
Ο υπόδουλος Ελληνισμός είναι ένας κόσμος που γαλουχείται με τους
θρύλους του “μαρμαρωμένου βασιλιά”, αναζητεί το “πλήρωμα του χρόνου”
στα χρησμολόγια, ιστορεί στις τοιχογραφίες των εκκλησιών τον Ακάθιστο
με την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη κάτω από τη σκέπη της Υπερμάχου,
ζωγραφίζει όμως και τους “Έλληνες” φιλοσόφους δίπλα στους προφήτες`
ονομάζει “ελληνικά” τα κυκλώπεια τείχη και φαντάζεται τους “Έλληνες”
μυθικούς γίγαντες` ξέρει για κάθε ακρόπολη ή πεδίο μάχης θαυμαστές
ιστορίες που συνέβησαν “στον καιρό των Ελλήνων”` έμαθε να απαντά στις
γοργόνες ότι “ζη ο βασιλιάς Αλέξανδρος”` ρωτάει και ξέρει ποιους
μεγάλους άνδρες έβγαλε ο τόπος του στην αρχαιότητα` μοχθεί να σπουδάσει
τα “ελληνικά” των παλαιών βιβλίων, διότι είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου
και των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και η γλώσσα των σοφών του
προγονών` σκύβει με κατάνυξη στα συναξάρια των νεομαρτύρων, που
τονώνουν την εγκαρτέρηση με την υπόσχεση ουράνιων φωτοστεφάνων, αλλά
παθαίνεται διαβάζοντας τη “φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου”, τον οποίο
προσμένει να ξαναφανεί, τιμωρός και δικαιοκρίτης.
Στο γόνιμο αυτό έδαφος έριχνε ολοένα και πλουσιώτερο τον σπόρο της η
Παιδεία. [σ.σ. Υπήρχε “γόνιμο έδαφος” επομένως, δεν “χαλκεύθηκε” εκ του
μηδενός η εθνική συνείδηση, απέρρεε από την ίδια τη φύση των πραγμάτων,
τη ζωντανή αίσθηση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.] Η επίγνωση
της προγονικής κληρονομιάς, κάτι σαν συναίσθημα υπέροχης, γίνεται
αυτοπεποίθηση. Από τις μυστικές πηγές των μεσσιανικών προσδοκιών
αναδύεται η πίστη σε κάποια ιστορικά πεπρωμένα. Κανείς δεν αμφιβάλλει
ότι, μετά την εβδομάδα των Παθών, έρχεται η Ανάσταση.”
Στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”, 1975, τ. ΙΑ’, σελ. 349, ο
Κ.Θ. Δημαράς επισημαίνει το ρόλο, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, της
συνείδησης της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού. Αναφέρει:
“Ο Γεώργιος Γεμιστός Πληθών διακηρύσσει: “Εσμέν γαρ ουν Έλληνες το
γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος Παιδεία μαρτυρεί.” Δύο ημέρες πριν
την Άλωση, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ονομάζει την πόλη “ελπίδα και
χαράν πάντων των Ελλήνων”.
Δεν έχουν περάσει εκατό χρόνια από την Άλωση, και ο Αντώνιος
Έπαρχος γράφει το μακρό του αρχαϊκό ποίημα “Θρήνος εις την Ελλάδος
καταστροφήν”. Σύγχρονός του είναι ο αρχηγός μισθοφόρων Θωμάς, ο οποίος
προσφωνεί τους συμπατριώτες του που οδηγεί στην μάχη: “Ελλήνων γαρ
εσμέν παίδες, και βαρβάρων σμήνος ου πτοούμεθα.””
Παρακάτω αναφέρεται στον σπουδαίο Φαναριώτη λόγιο Δ. Καταρτζή, ένα
πνεύμα ικανό να αντιλαμβάνεται τα μηνύματα των νέων καιρών, χωρίς
όμως να αποκόπτεται καθόλου από την παλαιά Φαναριώτικη παράδοση. Έτσι
ο Καταρτζής το 1783 εξακολουθεί να προτιμά το όνομα “Ρωμιός” αντί του
“Έλλην”, καθώς, λέει, “όξ’ απ’ τους σπουδαίους μας οπού είπα, όλο
το έθνος μας τώρα, όταν λεν Έλληνα, νοούνε ειδωλολάτρη. Πως είχαμε
προγονούς τους Έλληνες τιμή μεγαλωτάτη, χωρίς να πρετεντέρουμε
τ’ όνομα”. επισημαίνει όμως:
“Αφ’ ου ένας Ρωμηός συλλογιστή μια φορά πως κατάγεται από τον
Περικλέα, Θεμιστοκλέα και άλλους παρόμοιους Έλληνες, ή απ’ τους
συγγενείς του Θεοδοσίου, του Βελισαρίου, του Ναρσή, του Βουλγαροκτόνου,
του Τζιμισκή, κ’ άλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ή έλκει το γένος του
από κανέναν άγιο, ή από κανέναν του συγγενή, πώς να μην αγαπά τους
απογόνους εκείνων κ’ αυτωνών των μεγάλων ανθρώπων; Πώς να μην τό ‘χη
χαρά του να δυστυχή σε τέτοια πολιτική κοινωνία που συναπαρτίζουν
αυτοί; Πώς να μην πονή αιωνίως το έδαφος που τους ανάθρεψ’ εκείνους
κ’ αυτουνούς; Και τραβώντας ασμένως τον δούλειο του ζυγό, πώς να μη
βρέχη με δάκρυα τον τόπο που έβαψαν με το αίμα τους, εκείνοι για δόξα,
κ’ αυτοί για τη σωτηρία τους;
Όντας λοιπόν κ’ εμείς οπωσούν ένα έθνος, κ’ έχοντας πατρίδα φίλον
έδαφος…”
(Βλ. και σελ. 443)
Το κατά καιρούς κατηγορηθέν Πατριαρχειο λέγει, επι τουρκοκρατίας,
στον διεξαχθέντα διάλογο με τους Βρετανούς προτεστάντες:
“…πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την
Νέαν Ρώμην καλουμένων…”
Δηλ. οι Ρωμαίοι-Ρωμιοί-“Νέοι Ρωμαίοι” απόγονοι και συνέχεια των
“πάλαι καλουμένων Ελλήνων”, καλούμενοι σήμερα ούτως εκ της Νέας Ρώμης,
όχι της Πρεσβυτέρας, δηλωτικό επομένως το όνομα της εξελληνίσεως της
Ρώμης, της νίκης της Ελλάδος, και όχι της εκλατινίσεως της Ελλάδος,
της νίκης της Ρώμης, και άρα κάθε άλλο παρά μειωτικό.
Ο Κοραής θα γράψει: “Η ματαιότης δ’ αύτη (ότι κατάγονται από τους
αρχαίους Έλληνες), η διάφορα της θρησκείας και των ηθών […], ταύτα
συνετέλεσαν ώστε μέγα μέρος του Έθνους να θεωρεί εαυτό πάντοτε
αιχμάλωτον, ουδέποτε δε ως δούλον.” ενώ ο G.P. Henderson επισημαίνει
ότι “σε όλο το 17ο, το 18ο και στις αρχές του 19ου αι., οι Έλληνες
διετήρησαν το συναίσθημα της μοναδικότητός τους, και το γεγονός αυτό
είναι ο πιο θεμελιακός απ’ όλους τους παράγοντες που έκαναν δυνατή την
πνευματική τους αναγέννηση, η οποία προηγήθηκε της πολιτικής αναστάσεως
της νέας Ελλάδος.”
Παρατηρώντας την συνείδηση αυτή, στα χρόνια της τουρκοκρατίας,
της ιστορικής συνέχειας και της μοναδικότητος του Ελληνισμού, ο
Κ. Παπαρρηγόπουλος θα γράψει ότι “το έθνος του 1821 ήταν το ίδιο και
απαράλλαχτο με το έθνος του 1453″.
Λέγει ο Κολοκοτρώνης στον Στρατηγό Hamilton:
“Εμείς, καπετάν Άμιλτον, δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους
Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί και άλλοι, καθώς
εμείς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλιάς μας εσκοτώθη,
δεν έκαμε καμμιά συνθήκη με τους Τούρκους. Η φρουρά του είχε παντοτεινό
πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήσαν ανυπόταχτα. Η φρουρά του
είναι οι κλέφτες και τα φρούρια η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά.”
“Νεώτερο τεχνητό κατασκεύασμα” λοιπόν το Ελληνικόν Έθνος,
η’ αιώνιος, πάντοτε ζωντανός και ακμαίος, οργανισμός, φορεύς αξιών
και δημιουργός πολιτισμού;
Φειδίας Ν. Μπουρλάς
http://pheidias.antibaro.gr