Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Aποκαλυπτική Ομιλία του Βαρθολομαίου στο Π.Σ.Ε

«Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη, της Αυτού Παναγιότητος Βαρθολομαίου, στην 60η επέτειο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών»

METAΦΡΑΣΗ : Δέσποινα Μ. Καλογεράκη, Δρ Θεολογίας
Το πρωτότυπο κείμενο (στα Αγγλικά) βρίσκεται στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου :     www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr

ΥΠ’ ΟΨΙΝ ΟΤΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΓΚΥΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ

Καθεδρικός Ναός Αγίου Πέτρου, Γενεύη, 17 Φεβρουαρίου 2008

«Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες, και μη η εν υμίν σχίσματα, ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοϊ και εν τη αυτή γνώμη» (Α΄ Κορ. 1,10)

Αγαπητοί αδελφοί και αγαπητές αδελφές εν Χριστώ,

Ο Παύλος ήταν αγανακτισμένος με τις εσωτερικές διαμάχες και διαιρέσεις στην Εκκλησία της Κορίνθου, την οποία ο ίδιος είχε ιδρύσει μερικά χρόνια νωρίτερα. Έτσι, στην πρώτη του αυτή επιστολή, που στάλθηκε στα μέλη αυτής της νεοσύστατης κοινότητας, απηύθυνε την έκκληση που μόλις ακούσαμε. Ο Απόστολος έκανε το βήμα αυτό προς τους εθνικούς, επειδή συνειδητοποίησε ότι σε ένα περιβάλλον που υπήρξε κυριευμένο από την ειδωλολατρική κουλτούρα, -όπως η ελληνική εκείνη πόλη, όπου ήκμασαν αρκετές φιλοσοφικές σχολές- η χριστιανική Πίστη που τους αποκαλύφθηκε, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να υποβιβαστεί θεωρούμενη ως ανθρώπινη φιλοσοφική σοφία, σε περίπτωση που το κάθε μέλος [της κοινότητας] ισχυριζόταν ότι ανήκε στον τάδε ή τάδε κύριο, και όχι στον Κύριο, Ιησού Χριστό. Τους απηύθυνε το κρίσιμο ερώτημα: «Διαιρείται ο Χριστός;» [Α΄ Κορ. 1,13] . Κάνοντας αυτό ήθελε να υπενθυμίσει στους Κορινθίους ότι η έννοια της διαίρεσης έρχεται σε αντίφαση με αυτή καθ’ εαυτήν την φύση της Εκκλησίας, υποσκελίζει την μαρτυρία της και οδηγεί την αποστολή της στον κόσμο, στην αποτυχία.

Ήταν ακριβώς αυτή η αλήθεια του Ευαγγελίου η οποία, στην αρχή του εικοστού αιώνος, ενέπνευσε την κινητοποίηση των εκκλησιών μας, οι οποίες, ούσες αντιμέτωπες με το σκάνδαλο της διαίρεσης, ασχολήθηκαν προσεκτικά με το επίμαχο ερώτημα της Χριστιανικής ενότητας, δημιουργώντας δεσμούς αδελφοσύνης μεταξύ των διηρημένων εκκλησιών και χτίζοντας γέφυρες προκειμένου να ξεπεραστούν οι διαιρέσεις.
Μία από εκείνες τις γέφυρες ήταν, χωρίς αμφιβολία, το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, την εξηκοστή επέτειο της ιδρύσεώς του οποίου, εορτάζουμε σήμερα με την πρέπουσα επισημότητα.

Είναι σαφές, αγαπητές αδελφές και αγαπητοί αδελφοί, ότι η εκκλησία μου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και εγώ προσωπικά, συμμετέχουμε στον εορτασμό της επετείου αυτής, με μεγάλη χαρά και βαθιά ευγνωμοσύνη στον Τριαδικό μας Θεό. Είναι μια επέτειος η οποία δίνει στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, στις εκκλησίες/μέλη που το απαρτίζουν και στις διοικητικές επιτροπές, την ευκαιρία να κάνουν ανασκόπηση του έργου που έχει γίνει μέχρι τώρα, αλλά όχι μόνον αυτού. Πάνω απ’ όλα, μας δίνει επίσης την μοναδική ευκαιρία να στραφούμε μαζί στο μέλλον και να δώσουμε μια νέα ώθηση, μια νέα προοπτική και μια ανανεωμένη εντολή σε αυτή την κοινωνία [των εκκλησιών] η οποία δεν είναι παρά το εξηντάχρονο Συμβούλιό μας. Ποιος θα φανταζόταν τότε, ότι μια μέρα η έκκληση αυτή που απηύθυνε το 1920 η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «Προς τις Απανταχού του Χριστού Εκκλησίες», καλώντας τες μετά τον αδελφοκτόνο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, να απαρτίσουν μια «Κοινωνία των Εκκλησιών», θα έπαιρνε σάρκα και οστά; Θα εξελισσόταν σε «Κοινωνία των εκκλησιών», σύμφωνα με το πρότυπο της Κοινωνίας των Εθνών (η οποία ιδρύθηκε το ίδιο έτος στην ίδια φιλόξενη πόλη της Γενεύης), στοχεύοντας στην υπερνίκηση της δυσπιστίας και της πικρίας, στην προσέγγιση των εκκλησιών, στην δημιουργία δεσμών φιλίας μεταξύ τους, ευνοώντας έτσι την συνεργασία τους. Όπως η εγκύκλιος εκείνη ανέφερε: «Η αγάπη μεταξύ των εκκλησιών πρέπει να αναθερμαίνεται και να ενδυναμώνεται, έτσι ώστε να μην θεωρούνται πλέον μεταξύ τους ξένες και παρεπίδημοι αλλά συγγενείς και μέλη της οικογένειας του Θεού και “συγκληρονόμοι”, μέλη του ιδίου σώματος και συμμέτοχοι της υπόσχεσης του Θεού εν Χριστώ».

Πριν σαράντα ένα χρόνια, ο προκάτοχός μου Πατριάρχης Αθηναγόρας, επισκέφτηκε επίσημα το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών και την Προτεσταντική Εκκλησία της Γενεύης. Με την ευκαιρία εκείνη, ο Δρ W.A.Visser’t Hooft απηύθυνε πειστικό λόγο από τον άμβωνα αυτού του ιστορικού καθεδρικού ναού της Μεταρρύθμισης και είπε: «η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ήταν μία από τις πρώτες [εκκλησίες] στην σύγχρονη ιστορία, που υπενθύμισε στον Χριστιανικό κόσμο ότι θα αποτελούσε ανυπακοή προς την βούληση του ίδιου του Κυρίου και Σωτήρα της, αν δεν επεδίωκε να καταστήσει σαφή στον κόσμο, την ενότητα των ανθρώπων του Θεού και [την ενότητα] του Σώματος του Χριστού». Πρόσθεσε ότι με την Εγκύκλιο εκείνη του Πατριαρχείου, «η Κωνσταντινούπολη απηύθυνε με στεντόρεια φωνή κάλεσμα για την προσέγγισή μας».

Προφανώς, παραθέτοντας τον παραπάνω λόγο του Visser Hooft, της μεγάλης αυτής προσωπικότητας της οικουμενικής κίνησης, κατ’ ουδένα τρόπο ισχυρίζομαι ότι μόνον η δική μου εκκλησία διεκδικεί την πατρότητα του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών! Αποτελεί όμως ένα ιστορικό γεγονός ότι εκείνη η ενέργεια καθοριστικής σημασίας εκ μέρους της Κωνσταντινουπόλεως, συνέπεσε με παρόμοιες πρωτοβουλίες εκ μέρους προσωπικοτήτων από τον χώρο της Αγγλικανικής και Λουθηρανικής εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Βόρεια Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα [με τις πρωτοβουλίες] του Επισκόπου Charles Brent και του Επισκόπου Nathan Söderblom, οι οποίοι από την μεριά τους έθεσαν σε κίνηση, σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο, μια διαδικασία ώστε να φέρουν τους Χριστιανούς πιο κοντά με σκοπό να συμμετάσχουν σε έναν από κοινού διάλογο: Ο Επίσκοπος Brent με σκοπό να δώσει το έναυσμα για θεολογικό στοχασμό στα πλαίσια των εργασιών [των επιτροπών] Πίστεως και Τάξεως, και ο Επίσκοπος Söderblom [με σκοπό] να προωθήσει την κοινωνική δράση εκ μέρους των εκκλησιών, στα πλαίσια των εργασιών [των επιτροπών] Ζωής και Εργασίας. Έτσι, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η συντονισμένη αυτή προσπάθεια εκ μέρους των Ορθοδόξων, Αγγλικανικών και Μεταρρυθμιστικών εκκλησιών το 1920, έθεσε τα θεμέλια για την σύγχρονη οικουμενική κίνηση και ανήκαν μεταξύ εκείνων που εισηγήθηκαν την δημιουργία του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών τριάντα χρόνια αργότερα. Η κοινωνία [των εκκλησιών] αυτή παραμένει αναμφίβολα μέχρι σήμερα η πιο αντιπροσωπευτική, θεσμική έκφραση της οικουμενικής κίνησης, τώρα καθώς βαδίζει προς την συμπλήρωση των εκατό ετών ύπαρξής της.

Εξήντα χρόνια (σε μερικούς μήνες) έχουν περάσει από την Δευτέρα, 23η Αυγούστου του 1948, όταν ο Αρχιεπίσκοπος του Canterbury, Geoffrey Fisher, σε μια συνεδρίαση της Πρώτης Συνέλευσης στο Άμστερνταμ, απευθυνόμενος στην ολομέλεια, ανακήρυξε επισήμως την ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών. Αυτή η δι-εκκλησιαστική πλατφόρμα έχει τεθεί στην υπηρεσία της κάθε εκκλησίας/μέλους και είναι αφοσιωμένη στην διάδοση του πνεύματος του Ευαγγελίου, αναζητώντας την Χριστιανική ενότητα και ενθαρρύνοντας την συνεργασία των εκκλησιών στην κοινωνική και διακονική εργασία, καθώς αντιμετωπίζουν τα οξεία, κρίσιμα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Εκείνοι οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία και την εξέλιξη του Συμβουλίου θα αναγνωρίσουν ότι τα πρώτα δύο χρόνια μετά την εναρκτήρια εκείνη Συνέλευση, ήταν μια περίοδος ανίχνευσης του ακριβούς χαρακτήρα τον οποίο θα έπρεπε να προσλάβει το δι-εκκλησιαστικό εκείνο φόρουμ. Ενώ οι στόχοι του Συμβουλίου ήταν σαφείς στα μάτια των ιδρυτικών μελών του, η φύση και ο ρόλος του στην κοινότητα των εκκλησιών έμελλε να προσδιοριστεί μελλοντικά. Η περίφημη Έκθεση του Τορόντο το 1950 ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ότι δεν αποτελούσε σκοπό του Συμβουλίου να υποκαταστήσει τις εκκλησίες, ούτε να τους επιβάλλει την υιοθέτηση θέσεων που έρχονταν σε αντιπαράθεση με τις εκκλησιολογικές τους πεποιθήσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι, μόνον αφού τους δόθηκε η διαβεβαίωση αυτή, ήταν οι εκκλησίες/μέλη σε θέση να προσδιορίσουν ένα πλαίσιο εργασίας για να εργαστούν στο μέλλον, ώστε να εκπληρώσουν την αποστολή την οποία ανέλαβαν πριν δύο χρόνια.

Μιάς και το εύλογο ερώτημα περί της φύσεώς του λύθηκε, το Συμβούλιο, ειδικά μετά την συγχώνευσή του με το Διεθνές Ιεραποστολικό Συμβούλιο και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Χριστιανικής Εκπαίδευσης το 1960, εισήλθε σε μια ακμάζουσα και παραγωγική περίοδο για 30 χρόνια. Κατά την διάρκεια της περιόδου εκείνης, προσέφερε πολύτιμη εργασία σε πολλούς τομείς- [εργασία] η οποία προκάλεσε τον θαυμασμό και τον έπαινο από κάποιους, αλλά αμφισβητήθηκε και έγινε αντικείμενο κριτικής από κάποιους άλλους-όσον αφορά στην θεολογική έρευνα, στην ιεραποστολή και στον ευαγγελισμό, στην Χριστιανική εκπαίδευση, στην διακονική υπηρεσία, στην επιτρεπόμενη ανάπτυξη, στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην προστασία του περιβάλλοντος, στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην εξάλειψη της φτώχειας και στην απαλοιφή φυλετικών διακρίσεων.

Κατά την διάρκεια των ετών εκείνων, μιας περιόδου εντατικής εργασίας και πλούσιας σοδειάς, δύο πολύ διακριτές τάσεις έγιναν φανερές στην ζωή του Συμβουλίου. Η μία, την οποία θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει «εκκλησιαστική», θεώρησε ότι η οικουμενική αποστολή ήταν να επικεντρωθούν οι προσπάθειες στην επίτευξη δογματικής και οργανωτικής ενότητας μεταξύ των διαφορετικών εκκλησιών που υπάρχουν, το συντομότερο δυνατό. [Η τάση αυτή] έδινε έμφαση στο περιεχόμενο της Πίστης, στην τάξη και τις δομές της εκκλησίας. Η άλλη [τάση] συνειδητοποίησε την πραγματική δυσκολία της επίτευξης δογματικής ενότητας και ήταν περισσότερο ρεαλιστική.

Θεώρησε ότι το ουσιαστικό στοιχείο στον οικουμενισμό ήταν η δραστηριοποίηση των εκκλησιών μέσα στον κόσμο και για τον κόσμο και η κινητοποίησή τους ώστε να γνωστοποιήσουν στους πιστούς την παρουσία του Χριστού σε κάθε κοινωνική, επιστημονική και πολιτική δραστηριότητα.
Ωστόσο, κατά την διάρκεια αυτών των ατελείωτων ζωντανών συνομιλιών μεταξύ των υποστηρικτών αυτών των δύο ιδεολογικών τάσεων, πάνω σε θέματα που αφορούν στην φύση και αποστολή του Συμβουλίου, άλλες φωνές υψώθηκαν ειδικά από την Ορθόδοξη Ανατολή. Οι φωνές αυτές τόνισαν ότι ένας οικουμενισμός, που επιλέγει μια από τις δύο αυτές τάσεις απορρίπτοντας την άλλη, θα πρόδιδε τις θεμελιώδεις αρχές του οικουμενικού έργου και δεν θα προσέφερε τίποτε ουσιαστικό στην πορεία των εκκλησιών προς την επίτευξη της ενότητας. Η ενότητα εκείνη δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά προοριζόταν να υπηρετήσει και τα δύο, τις εκκλησίες και τον κόσμο, χωρίς να κάνει καμιά διάκριση μεταξύ του ιερού και ανίερου, του αιώνιου και του εφήμερου. Ο αληθινός οικουμενισμός, διακήρυξαν, θα πρέπει να αγωνίζεται για την Χριστιανική ενότητα και συγχρόνως να συνεχίζει να αγωνιά για τα κακά που τραυματίζουν τον σημερινό κόσμο. Όπως τόνισε η δική μου Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως 35 χρόνια πριν, με την ευκαιρία της 25ης επετείου του Συμβουλίου: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, ένα όργανο που δεν ασχολείται μόνον με τον θεολογικό διάλογο αλλά και με την αλληλεγγύη και την αμοιβαία αγάπη…πρέπει να επιμείνει στις προσπάθειές του να εισέλθει σε μια πιο ανοιχτή και αληθινή συνάντηση με την ανθρωπότητα, η οποία σήμερα υποφέρει ποικιλοτρόπως. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, με ορατά και αόρατα μέσα, με λόγο και πράξη, με τις αποφάσεις και δράσεις του, είναι σε θέση να διακηρύσσει τον Χριστό και μόνον τον Χριστό».

Πράγματι, στο πέρασμα των εξήντα χρόνων της ζωής του, το Συμβούλιο έχει προσφέρει μια ιδανική πλατφόρμα όπου εκκλησίες με διαφορετικές απόψεις, που ανήκουν σε μια μεγάλη ποικιλία θεολογικών και εκκλησιολογικών παραδόσεων, είναι σε θέση να έλθουν σε διάλογο και να προωθήσουν την Χριστιανική ενότητα, ενώ ανά πάσα στιγμή είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις πολλαπλές ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.

Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι κατά στην διάρκεια αυτών των 60 ετών, και ειδικά κατά τα 20 τελευταία χρόνια, η ζωή του Συμβουλίου έχει συχνά υπάρξει ταραχώδης, εξαιτίας του σημαντικού αριθμού διαφορών -θεολογικών, εκκλησιολογικών, πολιτιστικών και ηθικών- οι οποίες είχαν δηλητηριάσει τις φιλικές σχέσεις μεταξύ των μελών του. Το γεγονός αυτό ήρθε σταδιακά στην επιφάνεια με την μορφή μιας επώδυνης κρίσης πριν δέκα χρόνια, ακριβώς στην αυγή μιας πεντηκονταετηρίδας από την ίδρυση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών και μερικούς μήνες πριν την Όγδοη Συνέλευση στο Harare της Ζιμπάμπουε. Η κρίση εκείνη αρχικά αποδόθηκε στις διαφορές Ορθοδόξων και Προτεσταντών μελών του Συμβουλίου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια κρίση μεταξύ εκείνων [των εκκλησιών] που αντιπροσώπευαν διαφορετικές θεολογικές και εκκλησιολογικές παραδόσεις και μεταξύ εκκλησιών, κάθε μία από τις οποίες είχε την δική της διακριτή ερμηνεία της Αγίας Γραφής και μια διαφορετική αντίληψη επί ηθικών, κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων.

Παρόλα αυτά, ήταν μια υγιής κρίση που μας έδωσε την δυνατότητα να συμμετάσχουμε σε έναν ειλικρινή, χαμηλών τόνων διάλογο, χωρίς υστερόβουλα κίνητρα, και η οποία [κρίση] μας βοήθησε να υπερνικήσουμε χρόνιες δυσκολίες, οι οποίες έχουν δηλητηριάσει τις φιλικές μας σχέσεις. Συγχρόνως, μας ώθησε εκ νέου στο να συνεχίσουμε το κοινό μας ταξίδι στο μονοπάτι προς την επίτευξη της ενότητας. Έτσι συστάθηκε η Ειδική Επιτροπή, και γνωρίζουμε όλοι τα επιτεύγματά της μετά από τόσα πολλά χρόνια έντονου διαλόγου και αποδοτικής εργασίας με πνεύμα αδελφοσύνης και αμοιβαίου σεβασμού.

Και έτσι, απελευθερωμένοι από τις εντάσεις του παρελθόντος και αποφασισμένοι να μείνουμε ενωμένοι και να δράσουμε από κοινού, στην Ένατη Συνέλευση στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας, πριν δύο χρόνια, χαράξαμε τις κατευθυντήριες γραμμές οριοθετώντας μία νέα φάση της ζωής του Συμβουλίου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την παρούσα κατάσταση των δι-εκκλησιαστικών σχέσεων και τις αλλαγές οι οποίες σταδιακά λαμβάνουν χώρα στην οικουμενική ζωή.

Χαίρομαι για το γεγονός ότι το Συμβούλιο επικεντρώνει ακόμη τις προσπάθειές του στο όραμα προς επίτευξη των εκκλησιών/μελών του, δια της χάριτος του Θεού, δηλαδή στην ενότητά τους σε μία Πίστη και γύρω από το ίδιο ευχαριστιακό τραπέζι. Έτσι, η υπέρτατη σημασία και ο ανώτατος ρόλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, και [των επιτροπών] Πίστεως και Τάξεως ειδικότερα, είναι επακριβώς, η λεπτομερής μελέτη των εκκλησιολογικών ζητημάτων, τα οποία επηρεάζουν αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη του Συμβουλίου και την αναζήτηση της Χριστιανικής ενότητας. Είναι ένα έργο το οποίο είναι ακόμη δύσκολο να εκπληρωθεί και ένας δρόμος ο οποίος πρέπει να διανυθεί με αγάπη, υπευθυνότητα και αμοιβαίο σεβασμό, για την Παράδοση και το δόγμα της Εκκλησίας του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.

Είμαι επίσης χαρούμενος διότι η Ένατη Συνέλευση έχει επικυρώσει το κάλεσμα του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, όσον αφορά στην παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνία, αναγνωρίζοντας τον καταλυτικό της ρόλο της στην επίτευξη της ειρήνης στον κόσμο, προωθώντας τον διάλογο μεταξύ αυτών που έχουν την ίδια Πίστη, υπερασπίζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μαχόμενη την βία, προστατεύοντας το περιβάλλον και δείχνοντας αλληλεγγύη σε όλους εκείνους που βρίσκονται σε ανάγκη. Και ευλογώ, με όλη μου την καρδιά, τις ποικίλες εκείνες ενέργειες του Συμβουλίου μας, και, ακόμη περισσότερο, επειδή η αποστολή των Χριστιανών στον κόσμο είναι ακριβώς η ενσάρκωση της αλήθειας του Θεού και της αγάπης [Του], με τον πληρέστερο τρόπο, γιατί, στα έσχατα, θα κριθούμε με κριτήριο το κατά πόσον έχουμε ή όχι, ζήσει μέσα στο Πνεύμα του Χριστού.

Σε σχέση με την οδηγία που δόθηκε από την Ένατη Συνέλευση για τα ερχόμενα χρόνια, δεν μπορώ να μην αναφέρω την απόφασή της -που είναι τόσο σωστή και εμφανής- να δώσει την δυνατότητα σε νεαρούς ενήλικες να συμμετάσχουν ενεργά στην ζωή του Συμβουλίου. Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η πρωτοβουλία της ενεργού συμμετοχής νεαρών ανθρώπων, δεν μπορεί παρά να είναι ωφέλιμη και πολλά υποσχόμενη για το Συμβούλιο. Θα καταστήσει ικανή μια νέα γενιά εργατών να ευδοκιμήσει στον οικουμενικό αμπελώνα, πράγμα το οποίο καθίσταται όλο και περισσότερο αναγκαίο, επειδή εμείς της παλαιότερης γενιάς, δεν έχουμε φροντίσει ή δεν έχουμε επιθυμήσει να εκπαιδεύσουμε διαδόχους ώστε να παραλάβουν την δάδα από τα δικά μας χέρια. Η παρουσία τους, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, θα φέρει μια νέα πνοή και ανανεωμένο δυναμισμό στο Συμβούλιό μας. Ως Συμβούλιο διερευνούμε ποιος είναι ο ρόλος μας σήμερα και προσπαθούμε να διακρίνουμε ποιος είναι ο κατάλληλος τόπος για μας στον νέο οικουμενικό αστερισμό ο οποίος διαμορφώνεται σταδιακά στις δια-εκκλησιαστικές σχέσεις.

Το Ένατο Συμβούλιο αρμοδίως συνειδητοποίησε ότι οι μεγαλεπήβολες ταχείες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην ζωή των εκκλησιών μας, αναγκάζουν το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών να επανεξετάσει τις οικουμενικές σχέσεις και να θέσει σε κίνηση μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού της οικουμενικής κίνησης. Η πράξη αυτή θα προσέδιδε μια δομή στις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ του Συμβουλίου και των πολυάριθμων συνεργατών του, διασφαλίζοντας έτσι την συνοχή, την σαφήνεια και την διαφάνεια των εργασιών μας.

Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι χρειαζόμαστε, περισσότερο παρά ποτέ, να διασαφηνίσουμε την αποστολή μας και τον ιδιαίτερο ρόλο του κάθε μέλους στο εκκλησιαστικό πεδίο. Θα ήθελα να πω, ωστόσο, ότι ο καταμερισμός των ευθυνών δεν θα πρέπει να γίνει εις βάρος του Συμβουλίου. Διότι θα το απογυμνώναμε από τον ουσιαστικό του ρόλο, σε περίπτωση που σταδιακά το υποβιβάζαμε (όπως υπάρχει αυτή η τάση σήμερα) στον μοναδικό ρόλο της «ψυχής» στην διαδικασία του επαναπροσδιορισμού της οικουμενικής κίνησης, συγκροτώντας νέες δια-εκκλησιαστικές συμμαχίες, ή, πάλι, συγκροτώντας παράλληλα άλλα «οικουμενικά» όργανα, για να πραγματοποιηθούν εργασίες οι οποίες κανονικά ανήκουν σε αυτό καθ’ αυτό τον λόγο ύπαρξης του Συμβουλίου. Για το λόγο αυτό πιστεύω ακλόνητα ότι οι τρεις θεμέλιοι λίθοι -ενότητα, μαρτυρία και διακονία- επί των οποίων πριν από 60 χρόνια χτίσαμε το οικοδόμημα του Συμβουλίου, πρέπει να διατηρηθούν και ακόμη να ενδυναμωθούν, ώστε το Συμβούλιο να ανταποκρίνεται στον λόγο θεσμοθέτησής του και να είναι πιστό στην αποστολή του.

Συμπερασματικά, παραφράζοντας μια δημοφιλή έκφραση, «Η εκκλησία πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της ζωής του χωριού», θα ήθελα να δηλώσω την σθεναρή μου πεποίθηση ότι η διαδικασία επαναπροσδιορισμού της οικουμενικής κίνησης, μας δίνει μια ευκαιρία να τοποθετήσουμε το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών στο κέντρο της ζωής του παγκόσμιου οικουμενικού χωριού. Η Δέκατη Συνέλευση του Συμβουλίου, θα μας δώσει μια μεγάλη ευκαιρία να το κάνουμε αυτό, και ο χαρακτήρας και το περιεχόμενό της, έχουν ήδη συζητηθεί στην παρούσα συνάντηση της κεντρικής επιτροπής.

Αγαπητοί αδελφοί και αγαπητές αδελφές εν Χριστώ,

Σήμερα, μια ανησυχία που εμείς αλλά και όλες οι εκκλησίες μας έχουμε, είναι το όραμα για το μέλλον του Συμβουλίου. Και υποβάλλουμε στους εαυτούς μας αρκετά ερωτήματα, με σοβαρότητα, σεβασμό και υπευθυνότητα: Θέλουν ακόμη οι εκκλησίες μας, μετά από 60 χρόνια, το Συμβούλιο να είναι παρόν στην ζωή τους; Αν ναι, ποιες είναι οι προσδοκίες τους από το Συμβούλιο; Πώς βλέπουν το μέλλον του; Οραματιζόμαστε ένα διαφορετικό Συμβούλιο; Ένα διαφορετικό, πολυδιάστατο, νέο, ανανεωμένο Συμβούλιο; Ένα περισσότερο ρεαλιστικό και αποτελεσματικό Συμβούλιο; Τι είδους Συμβούλιο χρειάζονται οι εκκλησίες μας;

Είμαστε προετοιμασμένοι ως εκκλησίες/μέλη να συμφωνήσουμε με τα συμπεράσματα της Ειδικής Επιτροπής, η οποία πρότεινε ότι έχει έρθει η ώρα και ο κατάλληλος καιρός, για το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, να φέρει τις εκκλησίες/μέλη του πιο κοντά μέσα σε έναν «οικουμενικό χώρο», όπου μπορεί να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί η εμπιστοσύνη; Θα είναι ένας χώρος όπου οι εκκλησίες θα έχουν την δυνατότητα να αναπτύξουν και να δοκιμάσουν στην πράξη, τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο, την δική τους κοινωνική εργασία, και τις δικές τους λειτουργικές και δογματικές παραδόσεις, ενώ [θα έχουν την δυνατότητα] να διατηρούν τα ιδιαίτερα διακριτά χαρακτηριστικά τους που τις ξεχωρίζουν μεταξύ τους και να συναντώνται από κοινού σε ένα βαθύτερο επίπεδο;

Είμαστε σήμερα προετοιμασμένοι, ως εκκλησίες/μέλη, να επαναβεβαιώσουμε τον ρόλο του Συμβουλίου ως ενός προνομιούχου οικουμενικού χώρου, όπου οι εκκλησίες θα δημιουργήσουν με πνεύμα ελευθερίας δίκτυα για διακονία και για την υπεράσπιση και προώθηση συγκεκριμένων αξιών, διαθέτοντας η μία [εκκλησία] στην άλλη τον υλικό της πλούτο; Και, [ως χώρου] όπου, με τον διάλογο, οι εκκλησίες θα εξακολουθήσουν να καταρρίπτουν τα εμπόδια που τις αποτρέπουν από το να αναγνωρίσουν η μία την άλλη ως εκκλησίες που ομολογούν μια κοινή Πίστη, τελούν το ίδιο βάπτισμα, και επιτελούν μαζί την ευχαριστία, ώστε, η κοινότητα, την οποία τώρα απαρτίζουν, να μπορεί να εξελιχθεί σε μια κοινωνία μέσα στην Πίστη, στην μυστηριακή ζωή και στην μαρτυρία;

Είμαστε έτοιμοι να ανανεώσουμε την εμπιστοσύνη μας σε αυτό το Συμβούλιό μας, [αναγνωρίζοντάς το] ως ένα χρήσιμο και αναγκαίο όργανο στην προσπάθειά μας να ανταποκριθούμε στα κοινωνικά και ηθικά ερωτήματα, που δίνει την δυνατότητα στις εκκλησίες, παρά την εκκλησιολογική τους ποικιλία, να επιβεβαιώσουν ότι ανήκουν σε μια κοινωνία επειδή ομολογούν από κοινού τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, προς δόξαν του ενός Θεού, του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να ανανεώσουν την αποφασιστικότητά τους να μείνουν ενωμένες με σκοπό να επιτρέψουν την αύξηση της αγάπης που τρέφουν η μία για την άλλη;

Αγαπητές αδελφές και αγαπητοί αδελφοί,

Τελειώνω, γυρίζοντας εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Οι δεσμοί φιλίας μεταξύ των διηρημένων εκκλησιών και οι γέφυρες για την υπερνίκηση των διαιρέσεων [που υπάρχουν μεταξύ μας] είναι απαραίτητες, περισσότερο από ποτέ. Η αγάπη αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο ώστε ο διάλογος μεταξύ των εκκλησιών μας, να μπορεί να διεξαχθεί εν πάση ελευθερία και εμπιστοσύνη. Τότε θα αναγνωρίσουμε ότι οι διαφορές, οι οποίες οφείλονται στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους οι εκκλησίες ανταποκρίνονται στα ηθικά προβλήματα, δεν είναι απαραιτήτως αξεπέραστες, διότι οι εκκλησίες δίδουν την μαρτυρία τους για το Ευαγγέλιο κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Θα αναγνωρίσουμε επίσης ότι ο διάλογος πάνω σε ηθικά ερωτήματα εξελίσσεται, με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι εκκλησίες δεν ικανοποιούνται με το «να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν» πάνω στην ιδιαίτερη ηθική τους διδασκαλία, αλλά ότι είναι προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τις διαφωνίες τους με ειλικρίνεια και να τις εξετάσουν υπό το φως του δόγματος, της λατρευτικής ζωής και της Αγίας Γραφής. Η Εκκλησία του Χριστού καλείται να ζήσει και να δώσει την μαρτυρία της στον σημερινό κόσμο, θεμελιωμένη πάνω στο μυστήριο της ζωής, έχοντας υπάρξει αντικείμενο αναμονής, προσφοράς και αποδοχής.

Ας προχωρήσουμε τότε μπροστά στο μονοπάτι που έχουμε χαράξει τα τελευταία 60 χρόνια, με ελπίδα. Δεν πρέπει να αποθαρρυνόμαστε όταν προβάλλουν εμπόδια στο δρόμο μας. Η κλήση μας ως άνθρωποι και ως εικόνες του Τριαδικού Θεού δεν είναι τίποτε λιγότερο από το να αναπαριστούμε εδώ στην γη την ενέργεια της επιμερισμένης αγάπης η οποία υπάρχει αιωνίως στην κοινωνία της Θείας Τριάδος. Επομένως, ας προσευχηθούμε ώστε ο Θεός Πατήρ να μας δωρίσει πλούσια την δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ώστε να είμαστε σε θέση να μπορούμε “να γνωρίσουμε την αγάπη του Χριστού που υπερνικά την γνώση” και έτσι “να είμαστε πεπληρωμένοι με όλη την πληρότητα του Θεού” (Εφ. 3, 19). Αμήν.

Related Posts
0 Comments

No Comment.