Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1984 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω ὁ μητροπολίτης Πέλλης Κλαύδιος καὶ τὸν συνωδεύσαμε μέχρι τὸ νεκροταφεῑο μας πού εἶναι στὸ ὄρος Σιών. Τότε μᾶς εἶπε ὁ Πατριάρχης νὰ κάνουμε τὴν ἀνακομιδὴ του π. Φιλουμένου.
Πράγματι, ὅταν ἀνοίξαμε τὸν τάφο, ἔβγάλαμε τὸ σῶμα του ἔπάνω σ’ ἕνα μάρμαρο διπλανοῦ τάφου. Τὰ ροῦχα τοῦ ἦταν μισολειωμένα καὶ ἔπαιρναν οἱ μοναχοί ὡς εὐλογία νὰ τὰ μοιράσουν καὶ σὲ ἄλλους. Τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα. Τὸ δεξιό του πόδι, ἀπὸ τὸν ἀστράγαλο καὶ κάτω, εἶχε λειώσει, διότι ὁ φονιᾶς τοῦ τὸ εἶχε κόψει μὲ τὸν μπαλντά, καθὼς καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ ἀριστεροῦ του ποδός. Τὸ ὑπόλοιπο σῶμα του ἦταν ἀκέραιο, παρ’ ὅτι παρέμεινε στὸν τάφο τρία χρόνια. Τὸ πρόσωπο, ἐπειδή ἦταν κτυπημένο μὲ τὸν μπαλντά, εἶχε ἀνοίξη τὸ κρανίο καὶ τοῦ ἔλειπε καὶ ἡ μύτη. Εἶχε ἀκόμη τὰ γένεια του καὶ τὰ μαλλιά του.
Κάποιος ἐκεῖ καθάρισε τὸ σῶμα μὲ κρασί καὶ σφουγγάρι, τὸ ὁποῖον μάλιστα δὲν εἶχε καμμιὰ δυσοσμία. Δὲν ἦταν σκωληκόβρωτο, δὲν εἶχε καμμιὰ ὀπή, οὔτε μία. Πιέζαμε τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλιά τοῦ καὶ πάλι ἔρχονταν στὴν θέσι τους. Τὸ τοποθέτησαν σ’ ἕνα φέρετρο καὶ τὸ ἔθαψαν πάλι σ’ ἕναν ἄλλο τάφο. Ἔκει ἔμεινε μέχρι τὸ Πάσχα τοῦ 1985, ὁπότε ἔγινε καὶ ἡ δεύτερη ἀνακομιδή του. Τότε εἶχαν aπορροφηθῆ τὰ ὑγρά του. Τὸ ἔβαλαν στὴν ἐκκλησία καὶ εἶναι ὅπως τὰ σώματα τῶν Ἁγίων Γερασίμου καὶ Σπυρίδωνος.
Θὰ μοῦ εἴπῆτε: Εἶναι ἅγιος; Σίγουρα εἶναι μάρτυς, διότι ἐμπόδισε τὸν ἑβραῖο νὰ προσευχηθῆ σὲ χριστιανικό προσκύνημα.
‘Ὅταν ἐκεῖνος ἐκτύπησε τὸ κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ του, βγῆκε ἔξω ὁ πατήρ Φιλούμενος μὲ τὸ ἐπιτραχήλιο, διότι ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐδιάβαζε τὸν Ἑσπερινό. Τὸν ἔπιασε ὁ ἑβραῖος ἀπὸ τὰ γένεια, τὸν ἔρριξε κάτω καὶ τὸν κτύπησε μὲ τὸν μπαλντά. Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε ὁ καϋμένος μὲ τὰ χέρια νὰ βγῆ ἔξω, νὰ γλυτώση, διότι μετὰ εἴδαμε καὶ εἶχαν γεμίσει οἱ σκάλες αἳματα. Ἐπομένως εἶναι μάρτυς.
Καὶ τώρα θὰ σᾶς εἰπῶ μία θαυματουργικὴ ἐπέμβασι τοῦ πατρὸς Φιλουμένου.
Στὶς 28 ‘Ὀκτωβρίου 1985 εἶχε ὁρίσει τὸ Πατριαρχεῖο τὸν μητροπολίτη Παλλάδιο νὰ τελέσῃ πανηγυρικὴ Δοξολογία σὲ κάποια ἀπομακρυσμένη ἐκκλησία. Καθυστέρησε ὄμως νὰ ξεκινήση, ὁπότε ἄλλοι ἀδελφοί του τηλεφώνησαν ἐπανειλημμένως. Κανεὶς ὅμως δὲν σήκωνε τὸ τηλέφωνο. ‘Ἐπῆγαν καὶ στὸ δωμάτιό του καί του κτύπησαν τὴν πόρτα, μὰ δὲν ἔπήραν aπάντησι. Ἐiδοποίησαν τὸν Γέροντά του, τὸν Καισαρείας Βασίλειο, καὶ τὸ πρώ’i τὸν εὔρήκαν μέσα στὸ δωμάτιό του πεσμένον στὸ πάτωμα, σχεδὸν νεκρό. Τί τοῦ εἶχε συμβῆ; ‘Ἀπὸ τὸ βράδυ τοῦ ἧλθε λιποθυμία καὶ ἔμεινε μέχρι τὸ πρώi στὶς 10 ἀναίσθητος κάτω στὸ πάτωμα. Ἔφώναξαν τὸ Πρώτων Βοηθειῶν. Μαζὶ μὲ τὸν Καισαρείας μπῆκε καὶ ὁ μοναχὸς Σωφρόνιος, ὁ ὅποιος εἶχε μαζί του ἕνα δακτυλάκι τοῦ πατρὸς Φιλουμένου. ‘Ὅλοι ἔκλαιγαν. Σὲ μιὰ στιγμὴ λέγει ὁ μοναχὸς Σωφρόνιος:
– Σεβασμιώτατε, μοῦ ἔπιτρέπετε νὰ τὸν σταυρώσω μὲ αὐτό
τὸ ὀστουν τοῦ πατρὸς Φιλουμένου;
-Κάνε ὀτι μπορεiς. Τί νά σου εἴπώ;
‘Ἔβγαλε τὸ ὀστοὺν καὶ τὸν ἔσταύρωσε στὸ μέτωπο λέγοντὰς καὶ τὸ τροπάριο: «Οἴ Μάρτυρές Σοῦ, Κύριε, ἔν τῆ ἀθλήσει αὐτῶν…»….
Μόλις τὸν ἔσταύρωσε, ἔκεiνος ἀνέπνευσε βαθειὰ καὶ εἶπε:
-Ποὺ εἶμαι; Ποὺ εἶμαι;
Ἀυτὸ εἶναι ἀποδεικτικὸ τῆς ἁγιότητος τοῦ πατρὸς Φιλουμένου.
Περιοδικὸ Ὅσιος Γρηγόριος – Ἱερὰς μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους – ἔτος 1987 αρ.12