Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Άγιος Νικόλαος Πλανάς,ο άγιος της εποχής μας(2 Μαρτίου)

Μιλάμε πολλές φορές στον καιρό μας για κρίση στους θεσμούς της κοινωνίας και ανάμεσα σ’ αυτούς περιλαμβάνουμε και την Εκκλησία ως διοίκηση. Σίγουρα το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο και σίγουρα δε σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν διακονεί τον σκοπό της πάνω στη γη. Το παρήγορο και το ενισχυτικό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι, και στον καιρό μας, που κατορθώνουν να ξεπεράσουν την κακομοιριά μας και να ποδηγετήσουν με το παράδειγμα τους το πλήρωμα της Εκκλησίας.

 
Μια τέτοια μορφή ήταν ο άγιος Νικόλαος ο Πλανάς Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις2 Μαρτίου. Γεννήθηκε στη Νάξο το 1851και κοιμήθηκε στην Αθήνα το 1932. Θα κάνουμε μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε τον παπα-Νικόλα, τον απλοϊκό ποιμένα των απλοϊκών προβάτων, στις σχέσεις με τους ενορίτες του, όπως φαίνονται από το βιβλίο της μοναχής Μάρθας.
 
Η σχέση που καλλιεργεί ο ιερέας με τους ενορίτες τους είναι το μέτρο με το οποίο μετρά κανείς την προσπάθεια που καταβάλλεται. Μέτρο δεν είναι το πολυπληθές, και συνήθως απαθές, εκκλησίασμα. Ο παπα-Νικόλας αδιαφορεί για το πλήθος κι ενδιαφέρεται για το πώς θα τους κάνει μετόχους της αγιαστικής χάριτος των μυστηρίων. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για το βαθμό των κοινωνικών γνωριμιών των «παιδιών» του και για όλα τα προβλήματα τους «διανυκτέρευε σχεδόν, προσευχόμενος» κι ας είχε λειτουργήσει με το δικό του, μοναδικό τρόπο την προηγούμενη και θα λειτουργούσε και τη μέρα που θα ξημέρωνε (αναφέρεται ότι η λειτουργία παρ’ αυτώ διαρκούσε 9-10 ώρες…)

 
Στη σχέση με τους ενορίτες κυριαρχούσε ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας του προσώπου. Εκτός από την ξεχωριστή σε κάθε λειτουργία μνημόνευση όλων των ονομάτων βλέπουμε να μη συμπεριφέρεται ομοιόμορφα και κατά την εξομολόγηση, Ανάλογα με τις δυνάμεις και την πνευματική προκοπή του εξομολογούμενου καθόριζε τη νηστεία, Για τον κάθε ενορίτη του και πνευματικό παιδί του δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις στιγμές της θλίψεως «κατέβασε τον ουρανό στη γη, από την αδιάκοπη κι εγκάρδια προσευχή». Νιώθει τα ξεχωριστά ατομικά προβλήματα «άκουσε με προσοχή και συμπόνια, …είπε ότι θα προσευχηθεί». Και όταν κάνει παρατηρήσεις τις κάνει με πολύ ευγένεια, διακριτικότητα αλλά και αμεσότητα.
 
Στους υποτακτικούς του προσπαθεί να δώσει τη σωστή ιεράρχηση των αξιών. Δεν τους πιέζει να συμμετάσχουν πουθενά, αλά όπου συμμετέχουν πρέπει να συμμετέχουν ολόψυχα. «Ήρθαμε να αγρυπνήσουμε, όχι να κοιμηθούμε…» είπε σε κάποιον που αποκοιμήθηκε κατά την ώρα της αγρυπνίας.
 
Όταν πρόκειται να κάνει κάτι το καινούργιο, που θα έχει επίπτωση στους γύρω του, ρωτάει «τι λες να συνεχίσουμε και εμείς αυτό; (την προσευχή των Ακοίμητων)» και σέβεται την απάντηση της υποτακτικής του χωρίς να προσπαθήσει να επιβάλλει τη γνώμη του. Δε διστάζει να ζητήσει συγγνώμηαπό τους συνεργάτες του όταν καταλαβαίνει ότι η προσωπική του επιθυμία και διάθεση για συνέχιση του αγώνα και της προσευχής, τους κουράζει: «σας παιδεύω, παιδιά μου, να με συγχωρέσετε», «να με συγχωρέσεις… είμαι λιγάκι παράξενος!»
 
Όλες του οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα το γαλήνεμα του εσωτερικού κόσμου όσων τον πλησίαζαν. «Αποφάσισαν να τον φέρουν (ένα δαιμονισμένο) στο μικρό και ήσυχο λιμανάκι, εκεί που κατέφευγαν όλες οι κυματοδαρμένες από τις φουρτούνες της ζωής ψυχούλες». Ακόμη και η κουβέντα που είπε σε κάποιον στεναχωρημένο αμαξά «δεν πειράζει παιδί μου, πηγαίνω με τα πόδια», αντανακλούν τη γαλήνη που έκρυβε μέσα του. Η γαλήνη αυτή έκανε τον άλλον να παραμερίζει οποιαδήποτε εμπόδια και καλλιεργούσε την ειρήνη στις μεταξύ τους σχέσεις.
 
Ως καλός ποιμένας γνωρίζει καλά το ποίμνιο του και προσπαθεί να το γνωρίσει ακόμη καλύτερα. Όταν μια φορά είχε μείνει από πρόσφορο και δεν θα μπορούσε να τελέσει τη Θεία Λειτουργία έστειλε να ζητήσουν από τις γυναίκες «που ήξερε πως πάντα είχαν πρόσφορο». Ανακαλύπτει ένα κρυμμένο λεπρό και τον εντάσσει στα πλαίσια των ασχολιών του. Προσπαθεί να νιώσει την ουσία των προβλημάτων και μετά να προσφέρει τη βοήθεια του. Αυτό του δίνει την άνεση να έχει ξεκάθαρη στάση απέναντι τους και να μην τους κάνει να πικραίνονται ποτέ γιατί έβλεπαν ότι ο παπα-Νικόλας δεν έβλεπε τον άνθρωπο μόνο ως ψυχή αλλά και ως σώμα και κατά πρώτον λόγο έπρεπε να καλυφθούν οι σωματικές ανάγκες και μετά να προσεγγιστεί ο πιστός και από την «πνευματική» σκοπιά.
 
«Προσφέρθηκε να βάλει την περιουσία του ενέχυρο, για να σωθεί ο πλησίον του», «ένα γεροντάκι τον επισκεπτόταν δις της εβδομάδας και τον συντηρεί σχεδόν (ο παπα-Νικόλας)» -βλέπουμε ότι δεν αφήνει στο φιλόπτωχο την υλική συμπαράσταση- «πήρε τον φάκελο κλειστό με σεβαστό ποσόν…, τον έδωσε αμέσων κλειστό σε μια πτωχή, είχε κόψει μισθό σε έντεκα οικογένειες χήρων και ορφανών. …Χρόνια διατηρεί το επίδομα…», «περνούσε πολύ χρήμα από τα χέρια του, αλλ’ αμέσως το διοχέτευε στην ελεημοσύνη», προσεύχεται για να βρει κάποιος οικογενειάρχης δουλειά, προσεύχεται για ν’ απαλλαγεί από τους στομαχικούς πόνους μια ενορίτισσα του, και ακόμη, και μετά το θάνατο του, προσωπικά του αντικείμενα ή και μια ευχή στ’ όνομα του έδιναν λύση σε επείγοντα σωματικά προβλήματα.
 
Οι πράξεις του αυτές είχαν καλλιεργήσει ένα σεβασμό του ποιμνίου του, που τον συνόδευε σε κάθε του βήμα. Τον υποδέχονταν με χαρά και προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί του, να πάρουν την ευλογία του- ακόμη και οι οδηγοί θα είχαν εκείνη τη μέρα περισσότερα κέρδη! Δεν ενδιαφέρονταν για την πτωχική εξωτερική του εμφάνιση, ούτε και για το ότι ήταν κατά κόσμο αμόρφωτος. Όμως και ο παπα Νικόλας καταλάβαινε την αγάπη τους, δεν τη εκμεταλλεύονταν και δεν αδιαφορούσε όταν κάποιο «παιδί του» ετοίμαζε κάτι γι’ αυτόν.
 
Πρόθυμα ο παπα-Νικόλας συγχωρεί τις πράξεις των άλλων που τον έχουν ως στόχο. Συγχωρεί τον νεωκόρο που τον μούντζωνε, συγχωρεί αυτούς που θέλουν να τον εμπαίξουν. Αυτό, όμως, που δεν συγχωρεί είναι η ασυγχωρησία: Θεωρούσε ένοχο έναν κληρικό που είχε αφορίσει μια κυρία και πέθαναν και οι δύο ασυγχώρητοι.
 
Κυριότερο μέσο αγωγής είχε το παράδειγμα και την έμπρακτη νουθεσία. Εξηγεί σε μια «κόρη του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και ‘γω δεν ξέρω να μιλήσω; ξέρω, αλλά σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
 
Πηγαίνει νωρίς σ’ ένα σπίτι για να μπορέσει να λειτουργήσει την επόμενη,δίνοντας την αφορμή στο σπιτικό εκείνο να συλλειτουργηθεί μαζί του. Ελέγχει με πολύ όμορφο τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων και του κάνει να καταλάβουν το βαθύτερο αίτιο των σφαλμάτων τους, «έβαλε κανόνα» σε ένα αστεφάνωτο ζευγάρι μόνο όταν τους καλλιέργησε πνευματικά, και εξηγεί με πολύ αγάπη σε μια γυναίκα που ζούσε παράνομα για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποδεχθεί το πρόσφορο της. Έτσι η γυναίκα καταλαβαίνει ότι δόγμα και ήθος είναι ένα και το αυτό.
 
Ακόμη κι όταν βλέπει ότι η αγάπη του δεν βρίσκει ανταπόκριση και η καλημέρα του δεν απαντάται, αυτός συνεχίζει ακάθεκτος την προσπάθεια του για να δείξει ότι η αγάπη καταργεί όλα τα σύνορα: «δεν είχε εχθρό κανένα». Φυσικά, προτιμά να προλάβει μια κατάσταση παρά να τη νουθετήσει εξ υστέρων: ενίσχυε τις νεαρές χήρες «διότι η φτώχεια εξωθεί προς την διαφθορά». Το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο προς τον συνάνθρωπο αδιαφορώντας για την πολιτική του τοποθέτηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν τον ρώτησαν κάτι για τα πολιτικά, αυτός απάντησε: «Ποιος κυβερνάει τώρα;»
 
Ποτέ, επίσης, για κάποιο αίτημα του δεν έκρουσε την πόρτα ισχυρών- ούτε ενδιαφερόταν τι θέση κατείχε ο εξομολογούμενο. Ο παπα Νικόλας έκρουε συνεχώς την πόρτα του Θεού. Προσπαθεί να παρηγορήσει για πράγματα που νιώθει ότι στενοχωρούν τους άλλους αλλά δεν τους βλάπτουν πνευματικά: «δεν πειράζει παιδί μου» είπε σ’ έναν αμαξά όταν αφήνιασαν τα’ άλογα του, «μη στεναχωριέσαι» είπε στην ψάλτρια του όταν περπατούσαν στο σκοτάδι, και ο ίδιος δεν στεναχωρούνταν ακόμα και με πράξη που δικαιολογημένα θα έκαναν άλλους να αγανακτήσουν, αλλά διδάσκει την υπομονή και την αγάπη με καλοσύνη και απάθεια.
 
Κάναμε μια μικρή προσπάθεια να δούμε μια πλευρά της ζωής μιας από τις νεώτερες μορφές αγίων κληρικών. Όμως η προσωπικότητα του παπα-Νικόλα δεν μπορεί να κλειστεί σε μερικές γραμμές. Μπορεί να μετρηθεί μόνο με το πόσες ψυχές παρασυρμένες από τη ζωή του θα μπορέσουν να φτάσουν πιο κοντά στη Βασιλεία των Ουρανών.
 
Την ευχή του να ‘χουμε! 
 Θεόδωρος Εκκλησίαρχος,
Θεολόγος
 
 
Πηγή: www.xfe.gr
 

Ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου ήταν η Νάξος. Σ’αυτό το όμορφο νησί των Κυκλάδων γεννήθηκε το 1851 απο γονείς εύπορους και πιστούς. Απο μικρό παιδί αγαπούσε την εκκλησία και πολύ συχνά συνήθιζε να πηγαίνει στο μικρό εκκλησάκι που υπήρχε κοντά στο σπίτι του και να ψάλλει ο,τιδήποτε ήξερε. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του αναγκάστηκε να πάρει τα παιδιά της και να φθάσει στην Αθήνα.

Τρία χρόνια αργότερα ο νεαρός Νικόλαος παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιό.
Λίγο χρόνο έμεινε με τη σύζυγό του. Η επιθυμία του να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό ήταν μεγάλη και ο Κύριος βλέποντας την αγάπη και τις θερμές προσευχές του, τον βοήθησε να εκπληρώσει την επιθυμία του.
Έτσι, στις 28 Ιουλίου 1879 στον ναό της Μεταμορφώσεως στη Πλάκα, έγινε διάκονος. Σύντομα, αφού και η σύζυγος του είχε ήδη αποβιώσει, μοίρασε όλη την περιουσία που είχε.
Ο ίδιος παρέμεινε ταπεινός και φτωχός, στηρίζοντας σ΄ολόκληρη τη ζωή του στην αγάπη του Θεού. Πέντε χρόνια αργότερα, χειροτονήθηκε ιερέας και απο εκείνη τη στιγμή άρχισε πού αυστηρή άσκηση καθώς η προσευχή ποτέ δεν έλειπε απ΄τα χείλη και την ψυχή του.

Αρχικά ήταν εφημέριος στον ναό του Αγίου Παντελεήμονος στον Νέο Κόσμο. Όμως στον ναό αυτό δεν έμεινε για πολύ καιρό αφού λίγο αργότερα διορίστηκε εφημέριος στον Άγιο Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης, τον Κυνηγό όπως τον έλεγαν. Τότε ήταν μια πτωχή ενορία με μόλις οκτώ οικογένειες. Είχε, όμως, το μεγάλο προνόμιο να λειτουργεί εκεί η ταπεινή μορφή του Αγίου Νικολάου Πλανά.

Για πενήντα συνεχόμενα χρόνια, ο Άγιος λειτουργούσε καθημερινά απο τις 8 το πρωί έως και τις 3 το μεσημέρι! Ήταν ανεπανάληπτες οι λειτουρίες του Αγίου. Ο ίδιος αγαπούσε τα μικρά ξωκλήσια τής Αθήνας, τα οποία καθημερινά επισκεπτόταν για να τελέσει το ευλογημένο καθήκον του.
 Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές παρέμενε στο ναό του, συχνά όμως πήγαινε στο εκκλησάκι του Προφήτου Ελισσαίου, στην οδό Άρεως στην Πλάκα, για αγρυπνίες. Ήταν οι πιο κατανυκτικές αγρυπνίες του Αγίου και όλο το εκκλησίασμα αισθανόταν την ευλογία.
Σ’αυτές τις συχνές αγρυπνίες στο ψαλτήρι στεκόντουσαν πάντα οι δυο κορυφαίοι λογοτέχνες, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, που αγαπούσαν πολύ τον άγιο ιερέα και τον βοηθούσαν με το ψάλσιμό τους. Η ζωή του Αγίου ήταν απλή, όπως ήταν απλός σαν παιδί και ο ίδιος.
 Νήστευε αυστηρά, προσευχόταν συνεχώς, με όλη τη δύναμη της ψυχής του, αγαπούσε χωρίς διάκριση όλους και ποτέ του δεν κρατούσε χρήματα. Όσα και να του έδιναν απο μόνοι τους διάφοροι άνθρωποι, ο Άγιος τα σταύρωνε και πηγαίνοντας στα στενά σοκάκια και στις φτωχογειτονιές μοίραζε επιδόματα ανάγκης σε ανήμπορες νεαρές κοπέλες, σε φτωχές χήρες γυναίκες, σε άπορους σπουδαστές και σε νεαρά ζευγάρια για τα πρώτα τους έξοδα.

Το παρουσιαστικό του συγκλόνιζε τούς πάντες. Η λαμπερή διαπεραστική ματιά του γαλήνευε όσους ήταν κοντά του. Η απλοϊκή ομιλία του συγκινούσε ακόμα και τους πιο μορφωμένους επιστήμονες. Άν και ήταν ψευδός, και πολλές φορές τα λόγια του ακούγονταν αστεία, ποτέ κανένας δεν γελούσε. Αντίθετα μάλιστα. Τα δακρυσμένα μάτια όλων μαρτυρούσαν πόσο πολύ τα λόγια του μιλούσαν στις ψυχές τους.
Σαν τον αντίκριζαν να περπατάει στο δρόμο οι γυναίκες έκαναν με ευλάβεια το σταυρό τους, οι άνδρες έκοβαν το βήμα τους για να προσπεράσει, οι αμαξάδες σταματούσαν την πορεία τους και κατέβαιναν και τα μικρά παιδιά έτρεχαν να πάρουν την ευχή του.
Η παρουσία του, ήταν τιμή για την πρωτεύουσα και όλοι οι κάτοικοι τον εκτιμούσαν και πίστευαν πως ο ταπεινός ιερέας ήταν ένας αληθινός Άγιος.
Κάθε φορά που έφτανε στην κατάμεστη απο κόσμο εκκλησία για να λειτουργήσει γινόταν σάλος πραγματικός από την υποδοχή του εκκλησιάσματος. Οι περισσότεροι προσπαθούσαν να του φιλήσουν το χέρι, άλλοι να αγγίξουν τα φτωχικά του ράσα και αρκετοί να προσκυνήσουν το λευκασμένο κεφάλι του, αφού ήταν ιδιαίτερα κοντός.

Όπου πήγαινε για να τελέσει θεία λειτουργία, έπαιρνε μαζί του τα «συμβόλαια και τα γραμμάτια» όπως ο ίδιος έλεγε, δηλαδή τα εκατοντάδες μικρά χαρτιά με τα ονόματα που του έδινε ο κόσμος για να τα μνημονεύσει. Τα κρατούσε όλα για χρόνια και καθημερινά τα μνημόνευε.
Για την απέραντη αγάπη του, αλλά και για την ακούραστη άσκηση και ταπείνωσή του ο Πανάγαθος Θεός τον τίμησε με ουράνιες δωρεές όπως οι θαυμαστές παρεμβάσεις και το προορατικό χάρισμα. Ο ίδιος ο Άγιος βέβαια, ποτέ δε δεχόταν ότι έκανε θαύματα. Συνήθιζε μάλιστα να τα ονομάζει σημεία, ενώ με μεγάλο κόπο προσπαθούσε να κρύψει το προορατικό του χάρισμα.

Στίς 3 Μαρτίου 1932 έγινε η οσιακή του κοίμηση και για τρείς ολόκληρες μέρες χιλιάδες λαού βρέθηκαν στον Άγιο Ιωάννη τον Κυνηγό για να προσκυνήσουν και να πάρουν για τελευταία φορά την ευλογία απο το σεπτό λείψανο του Αγίου Νικολάου Πλανά, που κοντά στο Θεό πλέον εύχεται για όλους μας.

Μέσα από τα βάθη της ψυχής του τελούσε ο Άγιος τη Θεία Λειτουργία. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να λειτουργήσει. Κατά τις πολύωρες λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν. Ο Άγιος Νικόλαος τα θεωρούσε εντελώς φυσιολογικά όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η αστείρευτη αγάπη του πρός το Θεό. Οι ακολουθίες του Παππού, όπως φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες. Είχαν τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής παράδοσης. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά παιδιά με τις μητέρες τους έμεναν στο ναό ώρες πολλές μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.

Συχνά πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο στη Θεία Λειτουργία.

Πηγή : “ΑΓΙΑ ΔΥΝΑΜΙΣ”- Μετόχι Ιεράς Μονής Πεντέλης

 

crop00003_small

Αγ Ιωαννης ο Κυνηγός στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, εκεί φυλάσσεται το σκήνωμα του αγ Νικολάου πλανά του θαυματουργού. Εορτάζει στις 2 Μαρτίου

 

Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν….

planas2Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν.

Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.

 

Η κάρα του αγίου

Η κάρα του αγίου

Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος: “Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός”. Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.

Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς – είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.

Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.

Αντιγραφή κειμένου από εδώ Φωτογραφίες από εδώ

Ο άγιος βρίσκεται στον Ιερό Ναό αγίου Ιωάννη Κυνηγού. Λεωφ.Βουλιαγμένης 126. Τηλ: 210 901661. http://www.ag-ioanniskinigos.gr/

Related Posts
0 Comments

No Comment.