ΕΟΡΤΗ. Ἑορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὴν ἑορτὴ τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγίας Παρασκευῆς.
Ἀλλὰ πῶς ἑορτάζουμε; Αὐτὸ εἶνε τὸ μεγάλο θέμα. Διότι λέει κάπου στὴ Γραφὴ ὁ Θεός· «Μισῶ τὶς ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις σας» (βλ. Ἀμ. 5,21· Ἠσ. 1,14).
Γιατί; Διότι ὑπάρχουν δύο τρόποι ἑορτασμοῦ· ὁ εὔκολος καὶ ὁ δύσκολος.
Ὁ εὔκολος εἶνε, νὰ ’ρθοῦμε ν’ ἀνάψουμε τὸ κερί μας καὶ νὰ προσκυνήσουμε τὴν εἰκόνα.
Κανείς δὲν τὰ κατηγορεῖ αὐτά· δὲν εἴμεθα προτεστάνται καὶ χιλιασταί. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ περιοριστοῦμε σ’ αὐτὸ τὸν εὔκολο ἑορτασμό. Ὁ ἄλλος, ὁ δύσκολος ἑορτασμός, ποιός εἶνε; Γιατί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τοὺς ἁγίους; Τοὺς παρουσιάζει ἐνώπιόν μας ὡς πρότυπα, ὡς μοντέλα. Διότι οἱ ἅγιοι ἀπέδειξαν, ὅτι αὐτὰ ποὺ διδάσκει ὁ Χριστός, δὲν εἶνε θεωρία, δὲν εἶνε οὐτοπία, δὲν εἶνε ἀπραγματοποίητα. «Καὶ ποιός τὰ κάνει!…», ἀκοῦμε συνήθως.
Οἱ ἅγιοι διαψεύδουν αὐτὸ τὸν ἰσχυρισμό· διότι ἀπέδειξαν μὲ τὴ ζωή τους, μὲ τὸ κήρυγμά τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τους, ὅτι αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐκτελεσθοῦν. Ἀπέδειξαν, ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς αἰῶνας αἰώνων στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων.
Καὶ ὄχι μόνο στὴν παλαιὰ ἐποχή. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἅγιοι, στὸν αἰῶνα αὐτόν, ὅπως λ.χ. ὁ ἅγιος Νεκτάριος ποὺ ἔζησε στὶς ἡμέρες μας καὶ οἱ ἅγιοι τῶν χωρῶν ὅπου ὑπάρχει ἀθεΐα. Δὲν ὑπάρχει ἐποχὴ χωρὶς νὰ ἔχῃ τοὺς ἁγίους καὶ μάρτυράς της.
Δὲν εἶνε ἕνας καὶ δύο· εἶνε ἀναρίθμητοι, ἕνας ἀστερισμός, ἕνας γαλαξίας. Ἕνα ἀστέρι ἀπὸ τὸν γαλαξία αὐτόν, ἀστέρι πρώτου μεγέθους, εἶνε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή.
Δὲν θὰ διηγηθῶ τὸν βίο της. Θὰ σᾶς δώσω μὲ λίγες γραμμὲς μία εἰκόνα της.
* * *
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ γεννήθηκε τὸν 2ο αἰῶνα στὴν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, στὴν κοσμοκράτειρα ῾Ρώμη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, καὶ γι᾽ αὐτὸ τὴν ὠνόμασαν Παρασκευή. Διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος της. Σὰν κόρη πλουσίας οἰκογενείας μποροῦσε νὰ συνάψῃ γάμο μὲ τὸ λαμπρότερο πατρίκιο. Ἐν τούτοις σκέφθηκε κάτι ἀνώτερο. Μὴ παρεξηγηθοῦν αὐτὰ ποὺ λέμε. Δὲν περιφρονοῦμε τὸ γάμο. Κ’ ἐμεῖς δὲν γεννηθήκαμε ἀπὸ βράχο· ἀπὸ μάνα γεννηθήκαμε. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιφρονεῖ τὸ γάμο· τιμᾷ ὅμως παραπάνω τὴν παρθενία.
Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἐξέλεξε ὡς ὕψιστο σκοπὸ τὴν παρθενία. Ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου, σῶμα καὶ ψυχή, στὸ Νυμφίο μὲ νῦ κεφαλαῖο· Νυμφίος. Ὁ δὲ Νυμφίος, «ὁ ὡραῖος κάλλει παρὰ πάντας βροτούς» (ὄρθρ. Μ. Σαββ., ἐγκ.), ―δὲν εἶνε λόγια αὐτά, εἶνε μιὰ πραγματικότης― εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖον ὑμνοῦν οἱ στρατιὲς τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ὡς νύμφη Χριστοῦ λοιπὸν ἡ ἁγία Παρασκευὴ εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ ἐκλέγουν τὸν ἄγαμο βίο, τὴν παρθενικὴ ζωή.
Εἶνε ἀκόμη ὑπόδειγμα ἱεραποστολικῆς δράσεως. Γεμάτη ἔνθεο ζῆλο, ἐργάσθηκε ὡς ἱεραπόστολος. Πέταξε ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, μὲ φλογερὴ καρδιὰ διέδωσε τὰ ῥήματα τοῦ Ναζωραίου, καὶ σὰν μαγνήτης εἵλκυσε στὴν ἁγία μας πίστι πλήθη ἀνθρώπων. Ἡ ἐργασία της εἶνε πρότυπο γιὰ τὶς ἱεραποστολικὲς κινήσεις ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴν διάδοσι τοῦ εὐαγγελίου.
Εἶνε ἐπίσης γιὰ τὶς γυναῖκες ὑπόδειγμα σεμνότητος. Ντυνόταν σύμφωνα μὲ τὴν παραγγελία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ὁρίζει οἱ γυναῖκες νὰ στολίζωνται μὲ τὴ ντροπή (βλ. Α΄ Τιμ. 2,9). Ἡ σεμνότης εἶνε στολίδι τῆς γυναίκας. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ μὴν εἶνε ὡραία στὴν ὄψι, νὰ εἶνε ἄσχημη, ἀλλὰ νὰ εἶνε ὡραία στὴν ψυχή. Ἔχουμε παραδείγματα ἀνδρῶν ποὺ πῆραν ὡραῖες γυναῖκες ἀλλὰ μὲ κακία καὶ μοχθηρία στὴν ψυχή, καὶ κατέληξαν σὲ διαζύγιο. Ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ πῆραν ἄσχημες γυναῖκες ἀλλὰ μὲ ὡραία ψυχή, ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Τὸ κάλλος, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἀρετὴ καὶ σεμνότητα, γίνεται παγίδα καὶ ὄλεθρος. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ σοφὸς Σολομῶν, ποὺ ἐγνώριζε καλὰ τὴν γυναικεία φύσι. Αὐτὸς στὶς Παροιμίες του γράφει· «Ὥσπερ ἐνώτιον ἐν ῥινὶ ὑός, οὕτως γυναικὶ κακόφρονι κάλλος» σὰν σκουλαρίκι στὴ μύτη γουρούνας, ἔτσι μοιάζει ἡ ὀμορφιὰ σὲ γυναῖκα κακόφρονα (Παρ. 11,22)· δὲν τῆς ταιριάζει δηλαδή. Ἀλλὰ σήμερα ἡ μόδα κατώρθωσε νὰ διαστρέψῃ καὶ τὴν αἴσθησι τοῦ κάλλους· κατήντησε, ὡραῖο νὰ θεωρῆται τὸ ἄσχημο. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, φανταστῆτε ὅτι παραγγέλλετε σὲ κάποιον νὰ κατασκευάσῃ μιὰ εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, καὶ ἐνῷ περιμένετε νὰ τὴν κατασκευάσῃ ὅπως τὴ γνωρίζουμε, αὐτὸς τὴν ζωγραφίζει χωρὶς σκέπασμα – μαντήλα στὸ κεφάλι, μὲ κομμένα τὰ μαλλιά, μὲ τὰ μάτια βαμμένα, μὲ τὰ νύχια κόκκινα, μὲ τὰ στήθη προτεταμένα, μὲ τὰ χέρια ξεμπράτσωτα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Ἐσὺ θὰ τὴν πάρῃς ποτὲ τὴν εἰκόνα αὐτή; Ποιός θὰ τολμήσῃ μιὰ τέτοια εἰκόνα, καρικατούρα τῆς ἁγίας φυσιογνωμίας της, νὰ τὴ βάλῃ στὸ εἰκονοστάσι; Αὐτὸ τί σημαίνει; ὅτι δὲν εἶνε ἔτσι τὸ ἀληθινὸ κάλλος. Γι’ αὐτὸ ἡ κάθε γυναίκα δὲν ἀξίζει νὰ ἔχῃ τέτοια πρότυπα. Χριστιανὲς γυναῖκες, ἂν θέλετε νὰ εἶστε ὀρθόδοξες καὶ νὰ διατηρήσετε τὴν τιμὴ ποὺ σᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, νὰ ἔχετε ὡς πρότυπο τὴν ἁγία Παρασκευή.
Καὶ δόξα τῷ Θεῷ, παρ’ ὅλο τὸν ἐκφυλισμό, ὑπάρχουν ἀκόμα μερικὲς γυναῖκες ποὺ μοιάζουν στὴν ἐμφάνισι μὲ τὴν ἁγία Παρασκευή. Τὴν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου ἤμουν στὴν Πρέσπα, στὸ ἱστορικὸ νησάκι. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία εἶδα μιὰ γερόντισσα ντυμένη σὰν τὴν Παναγία. Θαύμασα. Δίπλα της ἦταν ἕνα δεσποινάριο μὲ παντελόνι, μὲ τὰ μαλλιὰ κομμένα, μὲ τὰ μάτια καὶ τὰ νύχια βαμμένα, μὲ τὰ πόδια γυμνά. Λέω στὴ γριά· ―Νὰ σὲ ντύσουμε ὅπως εἶν’ αὐτὸ τὸ κορίτσι; ―Ὄχι, λέει· ἐγὼ ἀπὸ τὴ γιαγιά μου εἶμαι ντυμένη ἔτσι. ―Νὰ σοῦ δώσουμε μιὰ λίρα, ἀλλάζεις; ―Ὄχι. ―Ἂν σοῦ δώσουμε ἑκατὸ λίρες; ―Μωρὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ μοῦ δώσῃς, ἐγὼ δὲν ἀλλάζω!… Πρὸ καιροῦ πάλι βρέθηκα σὲ μιὰ κορυφὴ τοῦ Βιτσίου ὕψους 1.500 περίπου μέτρων, στὸ χωριὸ Τριανταφυλλιά. Τοὺς μάζεψα ἐκεῖ καὶ τοὺς μίλησα μὲ ἁπλοϊκὴ γλῶσσα. Βλέπω μέσα στὴν ἐκκλησία, οἱ περισσότερες γυναῖκες ἦταν ντυμένες σὰν τὴν Παναγιὰ καὶ τὴν ἁγία Παρασκευή. Μὲ συγκίνησε τὸ φαινόμενο. Καὶ σκεφθῆτε· πρὸ ἐτῶν κάποιος νομάρχης πῆγε ἐκεῖ καὶ τοὺς εἶπε· «Ντροπή σας! Νὰ ἀλλάξετε, νὰ φορέσετε καινούργιες ἐνδυμασίες!». Αὐτὸς εἶνε ὁ κόσμος… Ὑπάρχουν λοιπὸν καὶ σήμερα γυναῖκες ποὺ μιμοῦνται τὴν ἁγία Παρασκευή.
Θέλω νὰ τελειώσω μὲ μιὰ τελευταία πινελλιὰ στὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Θὰ μοῦ πῆτε· Ἐγὼ δὲ γίνομαι καλόγερος, ἐγὼ δὲ θὰ μείνω ἄγαμος, ἐγὼ δὲ γίνομαι ἱεραπόστολος… Πολὺ καλά. Θὰ σοῦ ζητήσω λοιπὸν κάτι εὔκολο. Δὲ σοῦ λέω νὰ σηκώσῃς τὸ Βίτσι ἢ τὰ Ἱμαλάια ἢ τὶς Ἄλπεις, ὅπως οἱ ἅγιοι· ἐσὺ σήκωσε ἕνα «πετραδάκι». Ἂν ὅμως δὲν τὸ σηκώσῃς, θὰ ὀργιστῶ πολύ. Ποιό εἶνε τὸ πετραδάκι· εἶνε, νὰ τηρήσῃς κάτι ποὺ σήμερα τόσο περιφρονεῖται. Ποιό εἶν’ αὐτό; Ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ ἁγία Παρασκευή, γιὰ τὴν ἱεραποστολικὴ δρᾶσι της, προκάλεσε τὸ θυμὸ τῶν εἰδωλολατρῶν. Τὴ συνέλαβαν, τὴν ὡδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου, καὶ ὁ τύραννος τὴ ρώτησε· ―Εἶσαι Χριστιανή; ―Εἶμαι Χριστιανή, ἀπήντησε. ―Θὰ σὲ ῥίξουμε στὴ φωτιά· ἂν θέ’ς νὰ ζήσῃς, προσκύνησε τὰ εἴδωλα. Τότε ἐκείνη ἀπήντησε μ᾽ ἕνα ῥητό ―αὐτὸ εἶνε τὸ σπουδαῖο ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Τί ἀπήντησε· μ’ ἕνα ῥητὸ τοῦ προφήτου Ἰερεμίου· ―«Θεοί, οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν» (Ἰερ. 10,11)· θεοί, λέει, ποὺ δὲν δημιούργησαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, «ἀπολέσθωσαν», νὰ χαθοῦν, νὰ γίνουν στάχτη τὰ εἴδωλά σας!… Ἦταν δηλαδὴ ὡπλισμένη μὲ τὴν ἁγία Γραφή. Τέλος χέρια βαρβάρων τὴν ἔῤῥιξαν σὲ «πολυώδυνα βάσανα» κ’ ἔτσι ἐτελειώθη.
* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, συνιστῶ καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς. Ὁ Χριστιανὸς χωρὶς ἁγία Γραφὴ εἶνε ἄοπλος. Σᾶς ἐρωτῶ μὲ ὅλη τὴν ἀγάπη· διαβάζετε ἁγία Γραφή, ποὺ εἶνε προνόμιο γιὰ μᾶς ὅτι γράφτηκε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα; Γιὰ τὴν τηλεόρασι διαθέτουμε πολλὲς ὧρες· Γραφὴ ποιός διαβάζει; Πολὺ λίγοι. Ἄλλοι λαοὶ διαβάζουν, οἱ Ἕλληνες ὄχι. Δῶστε μου, δῶστε μου μιὰ κοινωνία, ἕνα ἔθνος, μιὰ πόλι, μιὰ οἰκογένεια, ὅπου μικροὶ – μεγάλοι νὰ διαβάζουν τὴν ἁγία Γραφή, κ᾽ ἐγὼ ὑπογράφω συμβόλαιο· αὐτὴ θὰ γίνῃ ἡ εὐτυχεστέρα χώρα τοῦ κόσμου. Σᾶς βάζω κανόνα, νὰ πάρετε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ τὸ διαβάζετε ἡμέρα καὶ νύχτα.
Εἴθε ὁ Θεός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἀπόφασι νὰ μελετοῦμε Γραφή· μπορεῖ νὰ περάσῃ ἡμέρα χωρὶς φαγητό, χωρὶς τηλεόρασι, χωρὶς ῥαδιόφωνο ἢ χωρὶς ἀέρα καὶ χωρὶς ἥλιο· χωρὶς Εὐαγγέλιο ὄχι!
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Παρασκευῆς πόλεως Φλωρίνης 25-7-1988)