Οι Γερμανοί εισήλθαν στην Αθήνα ως κατακτητές στις 27 Απριλίου του 1941. Λίγες μέρες πριν, είχε συνθηκολογήσει ο στρατηγός Τσολάκογλου, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ είχαν μεταφερθεί στην Κρήτη για να συνεχίσουν τον Αγώνα. Ο στρατηγός Τσολάκογλου σχημάτισε μια κυβέρνηση “δοσίλογων”, που αρχικά μέσα από την συνεργασία με τον Κατακτητή προσπάθησε να ομαλοποιήσει την ζωή στην Χώρα εξασφαλίζοντας την ειρηνική επάνοδο όλων των Ελλήνων στρατιωτών από τα μέτωπα στις εστίες τους. Ο Τσολάκογλου προσπάθησε επίσης να έρθει σε συνεννόηση με τον Κατακτητή για να διασώσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας έναντι της Βουλγαρίας.
Οι Γερμανοί όμως είχαν εντελώς διαφορετικές προτεραιότητες που δεν συμβάδιζαν με τις Ελληνικές επιδιώξεις. Αφού τεμάχισαν την Ελλάδα μοιράζοντας τα εδάφη της σε Βουλγαρία και Ιταλία, αποφάσισαν να μεταβάλλουν την Χώρα σε προκεχωρημένη αποθήκη προμηθειών για την στρατιά του Ρόμελ που αγωνιζόταν στην Μέση Ανατολή. Για να πετύχουν τον σκοπό αυτό ακολούθησαν μια εξοντωτική “κρυφή” οικονομική πολιτική. Συγκεκριμένα επέβαλλαν στην κυβέρνηση δοσίλογων να πληρώνει χρήματα με την μορφή δανείων για την συντήρηση των Γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα (“δαπάνες κατοχής”). Το Ελληνικό δημόσιο όμως, δεν είχε ταμειακά διαθέσιμα για να ανταπεξέλθει καθώς είχε ήδη ένα τεράστιο έλλειμμα (7,5 δις δρχ)που άφησε η Ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση φεύγοντας απέσυρε και τον χρυσό από την τράπεζα της Ελλάδος για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού.
Έτσι τα δάνεια αυτά για τις “δαπάνες κατοχής” δεν ήταν τίποτε άλλο από τυπωμένα πληθωριστικά χαρτονομίσματα (δραχμές) που οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν για να αγοράσουν τρόφιμα, εμπορεύματα και πρώτες ύλες από την Ελληνική αγορά. Για το 1941 μόνο, οι “δαπάνες Κατοχής” ήταν 25 εκατομμύρια δρχ, δηλαδή το 40% του τότε εθνικού εισοδήματος που ούτως η άλλως είχε μειωθεί αφού η οικονομική δραστηριότητα είχε εκμηδενιστεί και δεν εισπράττονταν φόροι. Το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν άμεσο: είχαμε τον υψηλότερο πληθωρισμό στην σύγχρονη Ιστορία μας, ενώ η Ελληνική αγορά “στέγνωνε” από τρόφιμα και αγαθά επιδεινώνοντας περαιτέρω την αναντιστοιχία προσφοράς – ζήτησης. Το κόστος ζωής σε σχέση με το προπολεμικό, διπλασιάστηκε μέσα στο πρώτο εξάμηνο της Κατοχής. Ο Συμμαχικός αποκλεισμός, η καταστροφή του δικτύου συγκοινωνιών και η άρνηση της Βουλγαρίας να παρέχει
τρόφιμα από την ζώνη κατοχής της στην Μακεδονία, επιδείνωσαν τις δυσκολίες τροφοδοσίας. Η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης έκανε την εμφάνιση της το Φθινόπωρο του 1942. Ακόμη και η οργάνωση συσσιτίων απέτυχε, αφού δεν βρίσκονταν τρόφιμα. Η δοσιλογική κυβέρνηση όρισε ανώτατες τιμές σε αγαθά ενώ συγκέντρωνε και τρόφιμα από την επαρχία τα οποία μοίραζε με δελτίο, αλλά έτσι δεν καλυπτόταν ούτε το 1/3 των αναγκών. Παράλληλα με αυτά, οι δυνάμεις κατοχής επίταξαν εργοστάσια, πρώτες ύλες και καύσιμα. Οτι δεν αγόραζαν οι πληθωριστικές δραχμές, οι Γερμανοί είτε το αποσπούσαν ως “λεία” πολέμου, η το υπέτασσαν σε ένα καθεστώς υποχρεωτικών επιτάξεων όπου ο δικαιούχος λάμβανε ένα τυπωμένο χαρτί που αντιστοιχούσε σε κάποια “αποζημίωση” που θα λάμβανε μετά το τέλος του πολέμου.