Ένα από τα συμπτώματα της κοινωνικής νοσηρότητας, είναι η απάθεια. Είναι η αρρώστια εκείνη που στερεί την δυνατότητα για συμμετοχή, για δημιουργία και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον θάνατο.
Σε καταστάσεις γενικευμένης απάθειας, οι άνθρωποι απομακρύνονται από τις καταστάσεις που τους αφορούν, αισθανόμενοι ανήμποροι να παρέμβουν. Έτσι, φτάνουν στο σημείο να νιώθουν κουρασμένοι για την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, προτιμώντας να εμπιστευτούν στα χέρια άλλων την ευθύνη. Αυτή η κατάσταση αφαιρεί οποιαδήποτε διάθεση για αλλαγή και για νέες αξίες. Ουσιαστικά από πιθανοί οραματιστές, οι άνθρωποι μεταλλάσσονται σε όντα εσωστρεφή και εγωπαθή, σε πολίτες “της τάξης και της ασφάλειας”. Οι οικονομικοπολιτικές συνθήκες δεν είναι η μόνη ανάγνωση για αυτή την παθογένεια. Οι άνθρωποι είναι εξαρτημένοι από το ίδιο το σύστημα. Έχουν προσκολληθεί στις αξίες του, στο χρήμα, έχουν εκπαιδευτεί να ακολουθούν κι όχι να ηγούνται. Έχασαν το πάθος τους, τον ενθουσιασμό, έπαψαν να θέλουν την υπέρβαση, την θέωση. Όχι όμως εκείνο το συναίσθημα αλαζονείας και ξιπασμού που φέρνει ο πλουτισμός.
Αλλά ο στόχος που ξεπερνά τα στενά όρια του στείρου ατομικισμού και που ποθεί την ελευθερία και την αυτονομία. Είναι εκείνο το προσωπικό “συμφέρον” που Το πάθος είναι απαραίτητο για την δημιουργικότητα. Η πολιτική πάλι, χρειάζεται το πάθος για τον οραματισμό μιας καλύτερης κοινωνίας. Πολιτική όμως που δεν γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες γραφείων, με κουστουμαρισμένους υπαλλήλους των trusts, αλλά πολιτική ως εργαλείο βελτίωσης των συνθηκών ζωής.