Παραδοσιακά κτηνοτροφικά φυτά, όπως το κουκί, το ρεβίθι, το λούπινο και το μπιζέλι, έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και μπορούν κάλλιστα να αντικαταστήσουν την εισαγόμενη μεταλλαγμένη σόγια, που χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή στις ζωοτροφές.
Του Κώστα Σιαμέλη
R2unit@hotmail.com
Η χρήση τους στην κτηνοτροφία θα προσφέρει ανάπτυξη και δουλειές στην ύπαιθρο, θα στηρίξει την τοπική αγροτική παραγωγή, θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών ζωικών προϊόντων, δίνοντας παράλληλα «τονωτική ένεση» στα τσακισμένα από την κρίση πορτοφόλια των ελλήνων καταναλωτών.
Σε πρόσφατη συνάντηση του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Αθανάσιου Τσαυτάρη με το διευθυντή της Greenpeace Νίκο Χαραλαμπίδη τονίστηκε η επιτακτική ανάγκη για ταχεία στροφή της χώρας στην παραγωγή ελληνικών φυτών για ζωοτροφές. Ο υπουργός διαβεβαίωσε ότι υπάρχουν εργαλεία διαθέσιμα, ώστε να ενισχυθεί η στήριξη αυτής της μορφής πρωτογενούς παραγωγής, η οποία αποτελεί άλλωστε συμβατική υποχρέωση της χώρας βάσει των αναθεωρημένων ευρωπαϊκών κανονισμών.
Εν μέσω οικονομικής και διατροφικής κρίσης, που εκτινάσσουν τις τιμές της εισαγόμενης και συχνά μεταλλαγμένης σόγιας, το διαρκώς αυξανόμενο σχετικό κόστος στην παραγωγή ζωικών προϊόντων αναμένεται να επιβαρύνει την τιμή του τελικού προϊόντος για τον καταναλωτή.
Ως αναγκαία επισημάνθηκε κατά τη συνάντηση η άμεση κατάρτιση από το υπουργείο φακέλων για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους που θα περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (όπως καλλιεργητικά χαρακτηριστικά, στρεμματικές αποδόσεις, θρεπτική-ενεργειακή αξία, πεπτικότητα κ.ά.) για την καλλιέργεια και τη χρήση ντόπιων πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών φυτών.
Η Greenpeace από την πλευρά της ζητά τόσο από το υπουργείο όσο και από τις εταιρείες ζωικών προϊόντων την άμεση κινητοποίησή τους, ώστε τα ζωικά προϊόντα που διαθέτουν στην αγορά να προέρχονται από ζώα που έχουν τραφεί με ελληνικές ζωοτροφές, καθαρές από μεταλλαγμένα.
Να μπει φρένο στην εξάρτηση από το εξωτερικό
Τα μεταλλαγμένα εισβάλλουν στην Ελλάδα κυρίως μέσα από τις εισαγωγές ζωοτροφών. Μόνο το 2011 η χώρα μας εισήγαγε 400.000 τόνους μεταλλαγμένης σόγιας, που προορίζονταν για τροφή στα ζώα που παράγουν βασικά προϊόντα της διατροφής μας, όπως το γάλα, τα αυγά και το κρέας. Η παγκοσμίου βεληνεκούς οικολογική οργάνωση θεωρεί ότι οι εισαγωγές ζωοτροφών εν μέσω οικονομικής κρίσης είναι μία παράλογη και καταστροφική σπατάλη. Οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής ζωικών προϊόντων, αντί να επενδύουν στη χώρα μας και στην προώθηση της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών για ζωοτροφή, επιλέγουν -σε μεγάλο βαθμό- την εισαγόμενη σόγια.
Σε μία περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει παραγωγική χώρα και μάλιστα με βιώσιμο τρόπο. Με καλλιέργεια και παραγωγή ντόπιων ποικιλιών για τις ανάγκες της ελληνικής κτηνοτροφίας, που απαιτούν λιγότερο νερό, φυτοφάρμακα και λιπάσματα. Μονάχα εάν οι εταιρείες παραγωγής ζωικών προϊόντων επενδύσουν μαζικά σε ελληνικές ζωοτροφές, τα προϊόντα τους θα θεωρούνται και θα είναι 100% ελληνικά.
Το κουκί και το ρεβίθι…
Τα «ταπεινά» ψυχανθή της ελληνικής γης, όπως το κουκί, το ρεβίθι, το μπιζέλι και το λούπινο, είναι από τις πιο θρεπτικές τροφές όχι μόνο για τον άνθρωπο αλλά και για τα ζώα. Ειδικότερα:
– Δεν είναι μεταλλαγμένα. Οι σπόροι τους δεν ελέγχονται και δεν πατεντάρονται από τους πολυεθνικούς κολοσσούς αγροτεχνολογίας.
– Μειώνουν σημαντικά την αντίστοιχη «αιμορραγία» συναλλάγματος.
– Δεν χρειάζονται λιπάσματα. Λειτουργούν τα ίδια ως φυσικό λίπασμα και αυξάνουν την απόδοση των καλλιεργειών.
– Απαιτούν ελάχιστα ζιζανιοκτόνα και φυτοφάρμακα. Αυτό δεν σημαίνει μόνο προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, σημαίνει και χαμηλότερο κόστος παραγωγής για τους αγρότες.
– Δεν χρειάζονται πότισμα και καλλιεργούνται παντού. Ευδοκιμούν σε εδάφη χαμηλής γονιμότητας, σε χαμηλές θερμοκρασίες και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά στην ξηρασία.
– Αυξάνουν την προστιθέμενη αξία των ελληνικών ζωικών προϊόντων. Ενισχύουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους στην εξαιρετικά ανταγωνιστική αγορά.
– Ανοίγουν ορίζοντες για απασχόληση και τοπική ανάπτυξη μέσα από νέες καλλιέργειες και δημιουργούν ευκαιρίες για ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή και επιστροφή στην περιφέρεια.
– Μπορούν να αντικαταστήσουν μη ανταγωνιστικές και περιβαλλοντικά ζημιογόνες γεωργικές δραστηριότητες ή να ξεκουράσουν τα εξαντλημένα από τη συνεχόμενη μονοκαλλιέργεια των σιτηρών σταροχώραφα.
– Εμπλουτίζουν τα εδάφη της χώρας. Αρκετά από τα ελληνικά εδάφη είναι πολύ φτωχά και η καλλιέργεια ψυχανθών αποτελεί έναν φυσικό τρόπο εμπλουτισμού των χωραφιών.