Ὅσο εἶναι ἡμέρα και βλέπουμε και μποροῦμε να ἐργασθοῦμε ἂς μην χάνουμε χρόνο, μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος μας. Ἡ νύχτα με το σκοτάδι ἔρχεται σύντομα, ὁπότε και να θέλουμε δεν θα μποροῦμε να ἐργασθοῦμε. Τα νιάτα εἶναι ἡ ἡμέρα που μποροῦμε να ἀποδώσουμε παραγωγικά και να ἀποταμιεύσουμε για την ἐπερχόμενη νύχτα που εἶναι τα γηρατιά, ἂν αὐτα τα ἐπιτρέψει ὁ Κύριός μας, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς και τοῦ θανάτου. Ἡ ζωή μας ὅλη ἀπό ἄλλη ὀπτική γωνία εἶναι μια ἡμέρα, ἐνῶ ὁ θάνατος που ἀναπόφευκτα ἀκολουθεῖ εἶναι ἡ νύχτα.

«Ἕως ἡμέρα ἐστίν ἐργάζεσθαι· ἔρχεται νύξ ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάν. θ΄ 4) εἶπε ὁ Χριστός μας στους μαθητές Του. Μην ἀμελεῖτε την ἐργασία ὅσο βλέπετε, ὅσο ἔχετε χρόνο και μάλιστα ὄχι ὁποιαδήποτε ἐργασία συμπεριλαμβανομένης τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μόνο «τα ἔργα τοῦ Θεοῦ».
-Στὸν κανόνα σου τὸν καθημερινο κάνε καὶ δυὸ μετάνοιες πάρα πάνω. Αὐτὲς ἀποθήκευσέ τες γιὰ τὰ γεράματά σου, ὅταν δὲν θὰ μπορεῖς νὰ σκύβεις καὶ νὰ ὁλοκληρώνεις τὸν κανόνα σου!
. Ἡ ἐργασία εἶναι χαρά, εἶναι ἀπόλαυση, εἶναι ὑγεία! Τὸ νοιώθουν αὐτὸ ἔντονα οἱ νέοι μας σήμερα ποὺ εἶναι ὄχι ἄεργοι, δηλαδὴ τεμπέληδες, ἀλλὰ ἄνεργοι, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν στὸν κοινωνικό μας ἰστὸ θέσεις ἐργασίας γιὰ ὅλους. Καὶ βλέπουμε τοὺς ἄνεργους ὄχι μόνο νὰ στεροῦνται ὑλικὰ ἀγαθά, ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ τὰ ἀποκτήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ καταθλίβονται καὶ νὰ πάσχουν πνευματικά, γιατὶ ἡ ἀπασχόληση εἶναι καὶ ἐργασιοθεραπεία.
. Ἡ ἀργία, δηλαδὴ ἡ τεμπελιά, εἶναι μισητὴ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὁ τεμπέλης κάθεται συνεχῶς καὶ σαπίζει σὲ μιὰ ἀξιοκατάκριτη ἀπραξία, σὲ μιὰ ἀκηδία ἢ ραστώνη, ὅπως ἀνεφέρεται στὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα. Ἡ ἀργία εἶναι ἡ ἐξ ἀριστερῶν παγίδα τοῦ πονηροῦ καὶ γίνεται ἐμφανὴς σὲ ὅλους. Ἡ ἐκ δεξιῶν παγίδα του εἶναι ἡ πολυπραγμοσύνη, δηλαδὴ τὸ μπλέξιμο τῶν ἀνθρώπων σὲ χίλιες ὑποθέσεις καὶ δουλειές, αὐτὲς ποὺ δὲν βοηθοῦν στὴν σωτηρία του, ἀλλὰ τουναντίον ἀποτελοῦν ἐμπόδιο της.
. Διηγοῦνται γιὰ ἕναν ἄρχοντα, ποὺ ἦταν πολλὰ χρόνια γραμματέας κάποιου βασιλιά, ὅτι ὅταν ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα, λέγοντας: «Ἀλλοίμονο σὲ μένα, ποὺ ξόδεψα τόσες σελίδες χαρτιοῦ, γιὰ νὰ γράφω τὰ γράμματα τοῦ βασιλιά, καὶ δὲν βρῆκα λίγο καιρό, γιὰ νὰ γράψω σὲ μισὸ φύλλο χαρτιοῦ τὶς ἁμαρτίες μου. Ἀλλοίμονο! Ἀλλοίμονο!».
. Αὐτὸ τὸ «ἀλλοίμονο» ἂς μὴν δώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ ποῦμε στὸ δειλινὸ τῆς παρούσης ζωῆς μας, ὅταν θὰ ἀρχίσει νὰ βραδιάζει καὶ θὰ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὸ ξημέρωμα τῆς ἀβράδιαστης ἡμέρας. Ἂς ἐξαγοράζουμε τὸν καιρό μας ὅσο εἶναι ἡμέρα καὶ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε «μὴ ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» ( Ἐφεσ. ε´ 15-16).