Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
ΣΤ) «Επίθεση αγάπης» και διγλωσσία του Βατικανού Αυτή η ακατάσχετη αγαπολογία θα κυριαρχήσει στον «διάλογο» με τους Παπικούς. Η «επίθεση της αγάπης» είναι μία τακτική, που θα εφαρμόσει συστηματικά και το Βατικανό. Από τα μέσα του 20ου αιώνα το Βατικανό εγκαταλείπει φαινομενικά την παλαιά τακτική του για απαίτηση προσχωρήσεως στον Παπισμό των «αιρετικών ορθοδόξων».
Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δεν προσφέρονται πλέον για εχθρικές αντιπαραθέσεις και πολεμικό κλίμα και το Βατικανό σπεύδει να προσαρμοστεί παραλλάσσοντας την επικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινά, έτσι, την «επίθεση στα νώτα», κατά τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, επίδειξη φιλίας και αγάπης, οικουμενικά ανοίγματα και διάλογος, χωρίς καμμία ουσιαστική αλλαγή στους στόχους και τις μεθόδους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ταυτόχρονα με το «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», πού τόσο έχει προπαγανδισθεί και από Παπικής και από Ορθοδόξου πλευράς, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος εξέδωσε, επίσης, το αντίστοιχο «Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες», τίς ουνιτικές δηλαδή, τις οποίες αναγνωρίζει και προασπίζεται με κάθε επισημότητα. Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία, την πιο επαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμού και πολεμικής κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλύπτει τόσο το αληθινό του πρόσωπο όσο και τον βαθμό της διγλωσσίας, με την οποία δεν παύει να συμπεριφέρεται έναντι των Ορθοδόξων.
Αποκαλύπτει, όμως, και την διγλωσσία των Ορθοδόξων οικουμενιστών, που εθελοτυφλούν μπροστά στην πραγματικότητα, που αντιλαμβάνονται επιλεκτικά τις διαθέσεις του Βατικανού, που εκλαμβάνουν κατά το δοκούν τις κινήσεις και τις αποφάσεις του. Τώρα κατανοεί κανείς πόσο προδοτική της πίστεως ενέργεια υπήρξε η επίσκεψη (10/13-10-2012) του Οικ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στο Βατικανό για να συμπροσευχηθεί, να εορτάσει και να ομιλήσει για τα 50 χρόνια συμπληρώσεως της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Ουσιαστικά και τυπικά αποδέχεται πλήρως τα διατάγματα περί Οικουμενισμού, Ουνίας και διαθρησκευτικού συγκρητισμού. 
Επειδή, όμως, κάποιοι αγνοούν σκοπίμως ίσως τις αποφάσεις της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου και πόσο σημαντική υπήρξε αυτή για το μέλλον του Παπισμού αλλά και της παναίρεσης του Οικουμενισμού, μεταφέρουμε εδώ ένα μικρό μόνο απόσπασμα από το βιβλίο του αιδεσ. πρωτοπρεσβ. π. Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Άρνησις του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων».Στο απόσπασμα αυτό μπορεί κανείς να αντιληφθεί πόσο μεγάλη ώθηση έδωσε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού στη διαθρηκειακή «κατανόηση» ή καλύτερα στην πανθρησκειακή ενότητα και επομένως ποιο βαθύτερο νόημα μπορεί να έχει η τωρινή συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη στους εορτασμούς για τη Σύνοδο αυτή. Στο κεφάλαιο «έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες»; σημειώνει :
Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) (Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα…, τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους.
Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ’ όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη. Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επίπλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει.
Γι’ αυτό αποδίδουν σημασία στη ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία»[1]), να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, ο οποίος ετόλμησε πριν από είκοσι έξι χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α’ εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι.
Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»[2] και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσαμε στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία «Ιερά» βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο.
Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος. Γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, άλλα και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου, αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων, που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος, εφαρμόζονται και σ’ αυτήν τα αυστηρά «ουαί», που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι. «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβαν… και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»[3].
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία υφίσταται μονάχα ένα και αποκλειστικό μοντέλο και σχήμα επανενώσεως των αιρετικών με την Καθολική Ορθόδοξο Εκκλησία, το οποίο δεν είναι άλλο από την μετάνοια των αιρετικών, την επίσημη αποκήρυξη των αιρέσεων και των πλανών τους, την δημόσια ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως καθ’ολοκληρίαν και την επιστροφή τους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία.
Το σχέδιο αυτό αποκαλύπτουν εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έλαβαν μέρος σε Διαχριστιανικούς Διαλόγους και ασχολήθηκαν εις βάθος με αυτούς. Ένας εξ αυτών ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί: «Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ και οι περί αυτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι εξεπόνησαν εν καλώς μελετηθέν ευρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οικουμενισμού, σύμφωνον προς την Λατινικήν Εκκλησιολογίαν»[4].
Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης επιβεβαιώνει την ίδια πραγματικότητα : Εκείνοι (οι Λατινόφρονες) «εσχεδίασαν και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό, ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλεί-τουργα και αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό Ποτήριο, όταν έλθη επισήμως, να αποτελεί απλώς μία επισφράγιση και επικύρωση της γενομένης ήδη ενώσεως»[5].
Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτεροςπ. Γεώργιος Μεταλληνός σε πλήρη συμφωνία με τους παραπάνω παρατηρεί: «Από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 και 1963) και μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η περίφημη συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα το 1964) και παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας»[6].
Ο αγωνιστής και μαχητικός ιεράρχης αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αυγουστίνος Καντιώτης επισημαίνει: «Η ένωσις, η ψευδοένωσις, έχει αποφασισθή. Έχει αποφασισθή εις μυστικά διαβούλια Ανατολής και Δύσεως, διαβούλια πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής φύσεως, ων εγκέφαλος ο Πάπας! …Συντελείται εις βάθος και έκταση προδοσία, την οποίαν δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν»[7]! Ο Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος επισημαίνει ότι «οι αδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί εμμέσως ή αμέσως αφήνουσι να εννοηθεί, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται να ενωθεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής δι’ ενός είδους ενώσεως ομοίου ή παραλλήλου προς εκείνο το οποίον υφίσταται μεταξύ αυτής και των εκκλησιαστικών ομάδων των Ουνιτών»[8].
Πρώτο βήμα προς την ένωση αυτή υπήρξε η άρση των αναθεμάτων μεταξύ Ρώμης και Φαναρίου το Δεκέμβριο του 1965. Επακολούθησε η πλήρης αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση Ορθοδοξίας και Παπισμού ως «Αδελφών Εκκλησιών» το 1993 στο Balamand. Εκείνο τώρα που απομένει είναι η αποδοχή αυτής της συμφωνηθείσης ενώσεως από τον πιστό λαό του Θεού, εφ’ όσον επιλυθεί το ακανθώδες θέμα του Πρωτείου.
Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´…, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[19]!
Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της» .
[22]Ορθόδοξος Παρατηρητής, Ορθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html