Ακατάληπτόν εστί, το τελούμενον εν σοι,
και Αγγέλοις και βροτοίς, Μητροπάρθενε αγνή.
Αγκαλίζεται χερσίν, ο Πρεσβύτης Συμεών,
τον του νόμου Ποιητήν, και Δεσπότην του παντός.
Βουληθείς ο Πλαστουργός, Ίνα σώση τον Αδάμ,
μήτραν ώκησε την σήν, της Παρθένου και αγνής.
Γένος άπαν των βροτών, μακαρίζει σε Αγνή,
και δοξάζει σε πι¬στώς, ως Μητέρα του θεού.
Δεύτε Ίδωμεν Χριστόν, τον Δεσπότην του παντός,
όν βαστάζει Συμεών, σήμερον εν τω Ναώ.
Επιβλέπεις προς την γην, και ποιείς τρέμειν αυτήν,
και πώς γέρων κεκμηκώς, σε κατέχει εν χερσί;
Ζήσας έτη Συμεών, έως είδε τον Χριστόν,
και εβόα προς αυτόν’ Νυν απόλυσιν ζητώ.
Η λαβίς η μυστική, η τον άνθρακα Χριστόν,
συλλαβούσα εν γαστρί, συ υπάρχεις Μαριάμ.
θέλων ενηνθρώπησας, ο προάναρχος θεός,
και ναώ προσφέρεσαι, τεσσαρακονθήμερος.
Κατελθόντ’ εξ ουρανού, τον Δεσπότην του παντός,
υπεδέξατο αυ¬τόν, Συμεών ο Ιερεύς.
Λάμπρυνόν μου την ψυχήν, και το φως το αισθητόν,
όπως ίδω καθαρώς, και κηρύξω σε θεόν.
Μητροπάρθενε αγνή, τι προσφέρεις τω ναώ,
νέον βρέφος αποδούς, εν αγκάλαις Συμεών;
Νυν απόλυσιν ζητώ, από σου του Πλαστουργού,
ότι είδον σε Χριστέ, το σωτήριόν μου φως.
Ον οι άνω λειτουργοί, τρόμω λιτανεύουσι,
κάτω νυν ο Συμεών, αγκαλίζεται χερσί.