Γράφει ὁ Ἀπόστολος Διαμαντὴς
Παρατηρῶ μὲ ἀπορία τὸ μένος ἐναντίον τῶν θρησκευτικῶν. Πρόκειται γιὰ ἕναν ἄγονο καὶ ξεπερασμένο ἀντικληρικαλισμό, ξένο ἐντελῶς τόσο μὲ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ τὶς πεποιθήσεις τοῦ λαοῦ -ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ ἀποφασίζει τί θὰ διδάσκεται στὸ σχολεῖο, πῶς θὰ εἶναι τὸ Σύνταγμά του καὶ σὲ τί Θεὸ θὰ πιστεύει- ὅσο καὶ μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ πραγματικότητα. Ὅσοι ἀνακινοῦν μὲ αὐτὸν τὸν φανατισμένο τρόπο τὸ ζήτημα τῶν θρησκευτικῶν δὲν γνωρίζουν ὄχι μόνο τὸ ἴδιο τὸ ζήτημα, ἀλλὰ οὔτε καν τὴν εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ ἱστορία καὶ πραγματικότητα.
Τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ποὺ διδάσκεται στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα δὲν εἶναι μάθημα κατήχησης, ὅπως λέει ἡ κὰ Ρεπούση καὶ ὡς βουλευτὴς θὰ ὄφειλε νὰ τὸ γνωρίζει. Ποῦ τὴν εἶδε τὴν κατήχηση; Κατήχηση κάνουμε στὸ κατηχητικό. Στὸ σχολεῖο ὁ θεολόγος διδάσκει συνήθως ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία -Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, Καινὴ Διαθήκη κ.λπ.- καὶ στὸ Λύκειο ἕνα μεῖγμα θρησκειολογίας. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ πρόβλημα. Τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τὸ ὁποῖο ἡ κὰ Ρεπούση θέλει νὰ τὸ κάνει θρησκειολογία, εἶναι ἤδη θρησκειολογία καὶ μάλιστα τῆς κακιᾶς ὥρας. Ὀρθόδοξη κατήχηση δὲν ὑπάρχει φυσικὰ πουθενὰ καὶ δὲν ὑπάρχει οὔτε καν ὀρθόδοξη δογματική. Στὴν οὐσία εἶναι ἕνας καλὰ κρυμμένος προτεσταντισμός, μὲ μία ἀφόρητη ἠθικολογία, τὴν ὁποία φυσικὰ τὰ παιδιὰ….
οὔτε νὰ ἀκούσουν δὲν θέλουν. Κατήχηση ἐξάλλου δὲν ὑπάρχει ὡς ἔννοια στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, αὐτὰ εἶναι προτεσταντικὲς λογικές. Κατηχητικὸ ὑπῆρχε στὴν Ἑλλάδα πρὶν 50 χρόνια, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς δράσης παραεκκλησιαστικῶν ὀργανώσεων προτεσταντικοῦ τύπου, καθὼς ἡ ἑλληνικὴ ἐκκλησία εἶχε στὶς παρυφὲς τῆς τέτοιες τάσεις. Ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ζητήματα αὐτὰ γνωρίζουν καλὰ τὴ δράση τῆς Ζωῆς καὶ τῶν ἄλλων ὀργανώσεων. Τέτοια παρέμβαση δὲν ὑφίσταται στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἐδῶ καὶ μισὸ αἰώνα. Κατηχητικὸ δὲν ὑπάρχει.
Ἑπομένως τὸ βασικὸ ἐπιχείρημα τῶν φανατικῶν ἀντικληρικαλιστῶν στὴν Ἑλλάδα εἶναι σαθρό. Τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὅμως δὲν εἶναι ἕνα μάθημα δευτερεῦον, οὔτε εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μᾶς ἐμποδίζει νὰ μάθουμε φυσικὴ καὶ χημεία. Εἶναι ἕνα ἀντικείμενο κρίσιμο γιὰ τὴν κατανόηση τόσο τῆς βυζαντινῆς γραμματείας καὶ φιλοσοφίας, ὅσο καὶ τῆς δυτικῆς μεσαιωνικῆς σκέψης. Ποιὰ θὰ εἶναι τὰ ἐφόδια ἑνὸς βυζαντινολόγου καὶ μεσαιωνολόγου, ἐὰν στὸ Λύκειο δὲν ἔχει διδαχθεῖ ἡ πατερικὴ γραμματεία; Πῶς θὰ ἀντιληφθεῖ ὁ εἰδικός της μεσαιωνικῆς καὶ τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας τὴ σύζευξη ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ, ποῦ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιό του δυτικοῦ πολιτισμοῦ; Πῶς θὰ διαβάσει ὁ φιλόλογος Παπαδιαμάντη, ἐὰν δὲν γνωρίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα; Πῶς θὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ σύγκρουση τοῦ πλατωνικοῦ Πλήθωνα μὲ τὸν ἀριστοτελικὸ Σχολάριο, ἐὰν ὁ μαθητὴς δὲν ἔχει ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἔργο τους; Πῶς θὰ κατανοήσει ὁ ἱστορικὸς τὴν ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ καθόρισε τὴ βυζαντινὴ ἱστορία, ἀλλὰ καὶ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, ἐὰν δὲν μπορεῖ νὰ διαβάσει τὸν Νικόδημο Ἁγιορίτη καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμά; Πῶς θὰ καταλάβει ὁ φιλόλογος τὸν Οὐμπέρτο Ἔκο ποὺ εἶναι εἰδικὸς στὸν Ἀκινάτη, ἐὰν δὲν ξέρει τὸν ἀριστοτελισμὸ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης; Πῶς θὰ κατανοήσει τὸν Σεφέρη ποῦ μιλάει γιὰ τοὺς μυστικοὺς πατέρες; Πῶς θὰ διαβάσει Λορεντζάτο καὶ Κόντογλου, ἐὰν δὲν ξέρει ὀρθόδοξη θεολογία; Πῶς θὰ καταλάβει τὴ βυζαντινὴ τέχνη; Ποιὸς θὰ τοῦ τὰ μάθει αὐτά; Ἡ Ρεπούση μὲ τὸν Ψαριανό;
Δυστυχῶς ἡ ἐκπαίδευση στὴν Ἑλλάδα ἔχει κόψει ὁριστικά τους δεσμούς της μὲ τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία. Τὰ θρησκευτικὰ ποὺ διδάσκονται στὸ σχολεῖο, ἀντὶ νὰ εἶναι ἕνα μάθημα πρόσβασης στὰ κείμενα τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, εἶναι ἕνα μάθημα ἠθικολογικῆς ὑφῆς, μία θρησκειολογία ποὺ δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν. Τί νόημα ἔχει νὰ ξέρει ὁ πιτσιρικὰς ἀπὸ τὰ Τρίκαλα τί λέει στὴν προσευχὴ τοῦ ὁ βουδιστής, ὅταν δὲν ἔχει διαβάσει οὔτε μία σειρὰ ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο; Ὅταν δὲν ξέρει τί λέει ἡ λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου;
Αὐτὸς ὁ μανιακὸς ἑλληνικὸς ἀντικληρικαλισμός, ποὺ ξαφνικὰ θυμήθηκε νὰ τὰ βάλει μὲ τοὺς παπάδες -τοὺς Ἕλληνες μάλιστα παπάδες, ποὺ εἶναι καὶ ἀξιαγάπητοι καὶ σεβαστοὶ ἀπὸ ὅλους- δὲν συνάδει οὔτε καν μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ δεδομένα. Στὶς μεγάλες πόλεις τῆς Δύσης ὑπάρχουν πανεπιστήμια ὁλόκληρα γιὰ θεολογικὲς σπουδές, τὰ ὁποία ἀνθίζουν. Οἱ συζητήσεις γιὰ τὶς σχέσεις τοῦ λόγου μὲ τὴν πίστη εἶναι σήμερα στὴ δύση τὸ πιὸ φλέγον ζήτημα, μὲ κορυφαῖο παράδειγμα τὸν διάλογο τοῦ Χάμπερμας μὲ τὸν Πάπα. Καί, φυσικά, κανένας Ἰταλὸς ἢ ἀκόμη καὶ Γάλλος δὲν διανοήθηκε νὰ βγάλει ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευσή του τὸν Αὐγουστίνο ἢ τὸν Ἀκινάτη.
Μόνον ἐμεῖς θέλουμε νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ στὴ θέση του νὰ βάλουμε τὴν κὰ Ρεπούση καὶ τὸ ἔργο της.
* Ὁ Ἀπόστολος Διαμαντὴς εἶναι Πανεπιστημιακὸς καὶ συγγραφέας.