Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Ποιά είναι τα Ψυχοσάββατα;

Κάθε Σάββατο η προσευχή της Εκκλησίας είναι αφιερωμένη στους κεκοιμημένους. Όμως δύο είναι τα Ψυχοσάββατα που έχουν καθιερωθεί και τελούνται Μνημόσυνα της Εκκλησίας για όλους τους κεκοιμημένους. Το Σάββατο προ της Κυριακής των Απόκρεω και το Σάββατο προ της Κυριακής της Πεντηκοστής.
Μεσα στην ιδιαίτερη μέριμνά της για τούς κεκοιμημένους η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς.
 
Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα, έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τούς οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά ζητά και τις προσευχές της Εκκλησίας γι’ αυτούς.
Στο δίπτυχο, που φέρνουμε μαζί με το πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, αναγράφονται τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύονται.
Σε ετήσια βάση η Εκκλησία έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα• το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Με το δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται η πίστη μας για την καθολικότητα της Εκκλησίας, της οποίας την ίδρυση και τα γενέθλια ( επί γης ) γιορτάζουμε κατά την Πεντηκοστή. Μέσα στη μία Εκκλησία περιλαμβάνεται η στρατευομένη εδώ στη γη και η θριαμβεύουσα στους ουρανούς.
Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα : Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.
Ο Θεός δεν περιορίζεται από τόπο και χρόνο. Γι Αυτόν είναι γνωστά και συνεχώς παρόντα όχι μόνο όσα εμείς αντιλαμβανόμαστε στο παρόν, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Το διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό η στον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο:
« Επί το βιβλίον δε σου και τα μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».
Ο Θεός έχει γραμμένες στο βιβλίο της αγάπης του και τις πράξεις που θα γίνουν στο μέλλον, άρα και τις προσευχές που αναπέμπουμε τώρα για πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν. Ως αιώνιος και πανταχού παρών ο πανάγαθος Κύριος μας Ιησούς Χριστόςαγκαλιάζει με τη θεία του πρόνοια το άπειρο σύμπαν και τούς ατέρμονες αιώνες. Όλους τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν τούς νοιάζεται η αγάπη του• «η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β´ Κο 5,14).
Με αυτήν την πίστη αναθέτουμε στην αγάπη και στην αγαθότητα του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», τούς ζωντανούς αλλά και τούς κεκοιμημένους μας.
 
ΠΗΓΗ: http://orthodox-answers.blogspot.gr/2007/05/blog-post_9723.html

Τι είναι τα κόλλυβα και τι συμβολίζουν;

Τα κόλλυβα είναι βρασμένο σιτάρι που προσφέρεται στη μνήμη κάποιου Αγίου ή σε μνημόσυνο προσφιλούς μας προσώπου. Συμβολίζει την κοινή Ανάσταση των νεκρών (Ιωανν. 12,24, Α Κορινθ. 15,35-44). Στην παλιότερη εποχή ήταν και μία υλική προσφορά προς τους φτωχούς για συγχώριο των πεθαμένων.

α) Τό σιτάρι, πού ὅπως εἴπαμε ἀποτελεῖ τό κύριο σῶμα τῶν «Κολλύβων», μᾶς παραπέμπει ἄμεσα, ὅπως καί οἱ ἄλλοι σπόροι καί καρποί, στήν βασικώτερη ἀλήθεια πού συνεχῶς μᾶς διδάσκει ἡ γύρω μας φύση, μέ τήν ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν. Πρόκειται γιά τήν θαυμαστή ἀνακύκλιση τῆς ζωῆς, πού «νεκρώνεται» γιά λίγο, καί ἐπανέρχεται ἀργότερα σ’ ἕνα καινούργιο «ξεφάντωμα», μετέχοντας ἔτσι σ’ ἕνα γενικώτερο «πανηγύρι».
Ἄν προσέξουμε μάλιστα καλύτερα καί ἀκριβέστερα, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ σπόρος πού «πεθαίνει» καί «ξαναφυτρώνει» δέν εἶναι μιά μετάβαση «μηχανικῆς» ψυχρότητας. Δέν φεύγει δηλ. «ἕνας» καί νά ἐπιστρέφει ἀργότερα πάλι ὁ ἴδιος, ἕνας καί «ἀπαράλλακτος». Ἀντιθέτως, ἡ φάση τῆς «ὑπνώσεως» πού ὀνομάζουμε «θάνατο», εἶναι μιά διαδικασία «θαυματουργική».
Ἀπό τόν ἕνα σπόρο πού θά ἔμενε μόνος του −ἄν δέν ἔπεφτε στήν γῆ νά «διαλυθεῖ»− φυτρώνουν ἀπείρως περισσότεροι πολλαπλασιάζοντας ἔτσι καί «διαιωνίζοντας» τήν ζωή. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν εἰκόνα διάλεξε καί ὁ Χριστός γιά νά μᾶς βεβαιώσει ὅτι ἡ ζωή μέσα ἀπό τόν θάνατο ὄχι ἁπλῶς δέν χάνεται, ἀλλά καταξιώνεται, δηλαδή δοξάζεται: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει̇ ἐάν δέ ἀποθάνῃ, πολύν καρπόν φέρει» (Ἰω. 12,24).
Καί ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ πρῶτος καί μεγαλοφυέστερος Θεολόγος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν βαθειά σχέση ζωῆς καί θανάτου, εἶδε τήν πορεία ἀπό τήν «σπορά» στήν «βλάστηση», γιά τήν ὁριστική «μεταμόρφωση» τοῦ ἀνθρώπου: «οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾶ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α΄Κορ. 15,42).
Βλέπομε λοιπόν ὅτι τό σιτάρι πού εἶναι τό δυναμικώτερο σύμβολο τῆς ζωῆς, νικάει τόν θάνατο κατά τόν ἱερώτερο τρόπο: Καί ὅταν ἀκόμη ἀλέθεται δέν κονιορτοποιεῖται ἁπλῶς, ἀλλά γίνεται ὁ «ἄρτος», ὁ ὁποῖος πιά κατορθώνει κάτι πολύ περισσότερο καί μονιμότερο ἀπό τοῦ νά «στηρίζει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψαλμ.103,15). Γίνεται ὁ ἄρτος τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ὅπως ὡμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς˙ ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. 6,51).

β) Τό ρόδι, ὁ δυόσμος, ἡ κανέλλα.

Μέ τήν γενική παρατήρηση ὅτι ὅσα εἴπαμε γιά τούς «σπόρους» τοῦ σιταριοῦ ἰσχύουν, κατ’ ἀναλογίαν καί γιά τά ἀμύγδαλα, τά καρύδια, κ.ἄ., μποροῦμε τώρα νά σχολιάσουμε καί τά διάφορα «ἀρτύματα» (κοινῶς «μπαχαρικά») τά ὁποῖα ἀλληλοσυμπληρούμενα «τέρπουν» −χωρίς νά «χορταίνουν»− τίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νά ὑπογραμμισθεῖ ὁ ὁλοκληρωτικός θρίαμβος τῆς ζωῆς ἐπί τοῦ θανάτου.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τά τρία κυριώτερα ἀρτύματα πού μνημονεύομε ἐδῶ (ρόδι, δυόσμος, κανέλλα) ἔχουν τόσο στό χρῶμα, ὅσο καί στήν γεύση, καθαρά μεταβατικό, δηλαδή «μέσο» χαρακτῆρα.

Τό ρόδι δέν εἶναι μήτε κόκκινο σάν αἷμα, μήτε γλυκύ ὡς ἡ ζάχαρη. Εἶναι λαμπερό καί χυμῶδες (χρώματος μᾶλλον ρόζ) ἡ δέ γεύση του, μεταξύ ξυνοῦ καί στιφοῦ, ἀποτελεῖ παρά ταῦτα σαφῆ μετάβαση πρός τό γλυκύ.

Ὁ δυόσμος ἔχει μέν τό πράσινο χρῶμα τῆς ἐλπίδας καί τῆς βλαστήσεως, ἀλλά σέ μιά ἀπόχρωση σχεδόν σκοτεινή, ἡ δέ ἀρωματική γεύση του δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἀκόμη τό γλυκύ. Σαφής λοιπόν καί ἐδῶ ὁ μεταβατικός χαρακτῆρας.

Ἡ κανέλλα μέ τό χρῶμα τό φαιό (καφετί) διατηρεῖ τήν σοβαρότητα τοῦ μυστηρίου, ἀλλά ὄχι τό μαῦρο τοῦ θανάτου. Παρ’ ὅλο πού τό γαιῶδες χρῶμα θυμίζει ἔντονα τό νωτισμένο χῶμα τῆς γῆς, πού κυοφορεῖ μυστικά τήν νέα βλάστηση, ἡ ἐλαφρῶς καυστική γεύση, σημειώνει τόν σταθερό βηματισμό πρός μία ἔντονη κορύφωση τῆς πνευματικῆς εὐωχίας.

γ) Ἡ ζάχαρη.

Ἡ κυρίαρχη λευκή κρούστα ἀπό ζάχαρη πού ὡς μικρογραφία «νεφέλης φωτεινῆς» ἤ «φωτεινοῦ χιτῶνα» καλύπτει προστατευτικά ὅλα τά προαναφερθέντα συστατικά τοῦ συνολικοῦ σώματος τῶν κολλύβων −ἀπό τό «σιτάρι» καί τούς λοιπούς «καρπούς» μέχρι τά «ἀρτύματα», τά ἄλλα ἀρωματικά στοιχεῖα, ἤ καί ἁπλῶς διακοσμητικά σχήματα μέ σταυροειδῆ ἀστέρια− ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τόν ὕψιστο τόνο θριάμβου καί φωτοχυσίας πού ἐκπέμπει ὁ δίσκος τῶν κολλύβων.
Ἡ «λευκότητα» ἀφ’ ἑνός, καί ἡ εἰκαζόμενη «γλυκύτητα» ἀφ’ ἑτέρου, εἶναι τά σταθερά χαρακτηριστικά τοῦ «ἀλήκτου φωτός» καί τῆς «αἰωνίας μακαριότητος», τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός διά τούς ἀγαπῶντας αὐτόν (πρβλ. Α΄ Κορ.2,9).
Ἔτσι ὅμως ἀνάγεται ἀμέσως ὁ πιστός σέ συνειρμούς πού ἀνακαλοῦν ἐποπτικά εἰς τήν μνήμη δυό ἰδιαίτερες καί κορυφαῖες στιγμές τῆς

Λειτουργικῆς ἐμπειρίας: ἀπό τό ἕνα μέρος τό ἀτομικό «Βάπτισμα», κατά τό ὁποῖο ψάλλομε τό γνωστό «χιτῶνα μοι παράσχου φωτεινόν ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον». Ἀπό τό ἄλλο τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ, ὅταν «…ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17,2).

Ἀπό «Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας», Ίούλιος 2005
Ἐπίσημος Ἔκδοσις Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας

Related Posts
0 Comments

No Comment.