Αθανάσιος Ρακοβαλής Η ΔΙΑΦΟΡΑ
(ΕΝΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΓΚΟΥΡΟΥ) Θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις διαφορές μεταξύ ενός γκουρού όπως τον δημιουργεί η παράδοση των ανατολικών θρησκειών ( Ινδουισμός, Βουδισμός κλπ) και ενός γέροντα όπως τον θέλει η παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτές οι δύο ‘μορφές’ είναι ‘θεσμοί’ που υπάρχουν εδώ και χιλιετίες μέσα στις αντιδιαμετρικές αυτές παραδόσεις και ενώ εκ’ πρώτης όψεως μοιάζουν να έχουν τον ίδιο ρόλο, εν τούτοις μία βαθύτερη και προσεκτικότερη ματιά θα μας αποκαλύψει τις τεράστιες διαφορές τους. Το μπακίρι έχει το χρώμα και την λάμψη του χρυσού και μπορεί να ξεγελάσει ανθρώπους χωρίς πείρα, το έμπειρο μάτι όμως καταλαβαίνει την τεράστια διαφορά τους.
1η) Ο γέροντας δείχνει τον Χριστό ενώ ο γκουρού τον εαυτό του. Και οι δύο αναλαμβάνουν να φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεό. Ο γκουρού όμως ισχυρίζεται ότι ο ίδιος είναι Θεός και απαιτεί και λαμβάνει λατρεία από τους οπαδούς του. Ο γέροντας παραδέχεται ότι είναι ένας αμαρτωλός άνθρωπος, που σκύβει το κεφάλι του κάτω από το πετραχήλι στην εξομολόγηση, και λέει ότι λατρεία πρέπει να προσφέρουμε μόνο στον Χριστό, γιατί η λατρεία αρμόζει μόνο στον αληθινό Θεό. 2η) Ο γέροντας έχει στόχο να βοηθήσει τα πνευματικά του παιδιά, να ωριμάσουν, να γίνουν ικανοί να βαδίζουν μόνα τους στην πνευματική οδό που οδηγεί στην ένωση με τον Χριστό, να γίνουν ανεξάρτητοι, χειραφετημένοι πνευματικοί άνθρωποι που δεν τον έχουν πλέον ανάγκη. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα πνευματικοπαίδια ξεπέρασαν στην αρετή και την Χάρη τους γεροντάδες τους. Ο γκουρού ενεργεί αντίθετα. Θέλει τους ανθρώπους που είναι γύρω του να είναι οπαδοί του και κάτω από την επιρροή του μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ζητά από τους οπαδούς του ‘να πετάξουν το μυαλό τους γιατί τους δημιουργεί πολλά προβλήματα’ και ‘ να παραδώσουν ολοκληρωτικά τον εαυτό τους σε αυτόν’ γιατί αυτός είναι Θεός , με το πρόσχημα της πνευματικής εξέλιξης, της πνευματικής ανόδου. Έτσι σταματάει η ψυχολογική και διανοητική ανάπτυξη των οπαδών του και έχουμε φαινόμενα παλιμπαιδισμού και ψυχωτικά σύνδρομα. Η κριτική σκέψη αποθαρρύνεται και τελικά καταστρέφεται. Αυτό που απαιτείται και προβάλλεται ως αρετή και πρότυπο προς μίμηση είναι η απόλυτη υπακοή και παράδοση στον γκουρού. Έτσι ο οπαδός του γκουρού καθίσταται στο τέλος μίας πνευματικής – ψυχολογικής πορείας πλήρως εξαρτώμενος, μια μαριονέτα στα χέρια του γκουρού. 3η) Ο γέροντας αγαπάει τα πνευματικά του παιδιά. Για να φτάσει κανείς να γίνει γέροντας πρέπει να έχει κάνει πνευματική εργασία στον εαυτό του, να έχει αποκτήσει την εμπειρία και την Χάρι του Χριστού, να έχει πνευματική αγάπη, να ζητεί, να ποθεί, το καλό του άλλου και να παραβλέπει τον εαυτό του για χάρη των μαθητών του. Ακόμα δε και να μπορεί να δώσει και την ζωή του για χάρη τους αν και όταν χρειαστεί. Έτσι περιέγραψε το πρότυπο του καλού ποιμένα ο ίδιος ο Χριστός. Αυτή είναι η διδασκαλία του Ευαγγελίου, αυτό είναι το ορθόδοξο πρότυπο. Αντίθετα ο υπάλληλος, ‘ο μισθωτός’ βλέπει τον κίνδυνο να έρχεται και το βάζει στα πόδια αδιαφορώντας για τους άλλους. Ο γκουρού αγαπάει τον εαυτό του και όχι τους άλλους. Εκμεταλλεύεται τους αφελείς και υποταγμένους οπαδούς του. Κοιτάξτε τους γκουρού, ήρθαν πάμπτωχοι από την Ινδία και έγιναν πάμπλουτοι μέσα σε λίγα χρόνια, από τις περιουσίες που τους χάρισαν οι οπαδοί τους. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς, την πονηρία των γκουρού ή την αφέλεια των ανθρώπων;.. 4η) Ο γέροντας μέσω της προσωπικής ασκητικής του πείρας γνωρίζει καλά την ανθρώπινη ψυχή τα πάθη και τις αδυναμίες της. Έχει διάκριση και είναι σε θέση να βοηθήσει και τους άλλους να απαλλαγούν από τα πάθη τους και τα ψυχολογικά τους προβλήματα, και να σταθούν στα πόδια τους, αν βεβαίως είναι διατεθειμένοι να κουραστούν, να αγωνισθούν. Ο γκουρού διαθέτει και αυτός ψυχολογικές γνώσεις, μόνο που τις χρησιμοποιεί για να υποτάξει τους ανθρώπους στην θέληση του και να τους εκμεταλλευτεί.