γράφει ο συνεργάτης του ιστολογίου μας Κωνσταντίνος Λινάρδος
Η έναρξη της πολιορκίας και η παράταξη των δυνάμεων των Βυζαντινών Στις 2 Απριλίου μια τεράστια Οθωμανική στρατιά που αποτελείτο από τον τακτικό στρατό, τους γενίτσαρους που περιστοίχιζαν τον Σουλτάνο Μεχμέτ Β’, δεκάδες κανόνια με εκατοντάδες βόδια να τα σέρνουν και ένα μεγάλο πλήθος ατάκτων αλλά και βοηθητικών πλησιάζει στα 8 χιλιόμετρα την Κωνσταντινούπολη.Η πορεία του Οθωμανικού στρατεύματος παρουσιάζεται με γλαφυρότητα από τον Τουρσούν Μπέη (μέλος της ακολουθίας του Μεχμέτ ) :
Όταν προχωρούσαν το μέρος έμοιαζε με δάσος βελανιδιάς από τις αιχμές των δοράτων, όταν στρατοπέδευαν η γη χανόταν κάτω από τα αντίσκηνα. Ο Οθωμανικός στρατός κυλούσε κατά του φρουρίου σαν την κυματιστή θάλασσα. Τι στρατός ! Ένα βουνό ντυμένο σαν ατσάλι. Θάλασσα φουρτουνιασμένη , από τον ήχο της νίκης. Συντάγματα τέτοια που μόνος του καθένας από τους άντρες τους μπορούσε να εκμηδενίσει ένα ολόκληρο σύνταγμα , έτοιμος για τον αγώνα και αποφασισμένος για τη μάχη. Το χλιμίντρισμα των αλόγων και το ουρλιαχτό των ανθρώπων φυτεύουν στις καρδιές την επιθυμία να πολεμήσουν και να σκοτώσουν.
Τις επόμενες ημέρες αυτό το πλήθος που σύμφωνα με τον Ενετό ιατρό Nicolo Barbaro έφτανε τις 160.000 ανθρώπους, προωθείται σταδιακά για να καταλήξει τελικά σε μια απόσταση γύρω στα 400 μέτρα από τα τείχη της πόλης .Για λόγους ασφαλείας στα 250 μέτρα θα σκαφτεί ένα μεγάλο χαντάκι μπροστά από το οποίο θα τοποθετηθούν οχυρωματικά πλέγματα. Παράλληλα καθαρίζεται το έδαφος ώστε και ο στρατός να μετακινείται ευκολότερα αλλά και τα πυροβόλα να ρίχνουν με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις βολές τους. Η οργάνωση στο Οθωμανικό στρατόπεδο ήταν πολύ καλή και κάθε στρατιά έπαιρνε τις καθορισμένες θέσεις της. Ο ίδιος ο Σουλτάνος έστησε την γαλάζια καταστόλιστη σκηνή του στο λόφο Μάλτεπε απέναντι από την ευάλωτη πύλη του Αγίου Ρωμανού περιτριγυρισμένος από την πιστή του φρουρά και το σώμα των Γενίτσαρων.

έναρξη της πολιορκίας.Για να τηρήσει το ισλαμικό τυπικό στέλνει αντιπροσωπεία ζητώντας την παράδοση της πόλης υποσχόμενος να σεβαστεί τις ζωές όλων, με την απάντηση να είναι αρνητική . Για τους αμυνόμενους η μεγαλύτερη αγωνία αφορούσε τις δυνατότητες των πυροβόλων του Οθωμανικού στρατού.
<< Το παρθένο φρούριο της Κωνσταντινούπολης ουδέποτε ήταν διατεθειμένο να δεχτεί τις προτάσεις γάμου των μοναρχών του παρελθόντος και ο βασιλιάς του δεν ήταν κανένας βδελυρός που θα έσκυβε το κεφάλι μπροστά στον εχθρό >>.
<< Οι Τούρκοι αφού με κραυγές και αλαλαγμούς έκαναν την ανίερη προσευχή τους , έβαλαν να βαράν ζουρνάδες και πίπιζες και νταούλια και σέρνοντας τα κανόνια και άλλα πυροβόλα άρχισαν να χτυπάν την πόλη, εχτύπαγαν και με τουφέκια και τόξα απροσμέτρητα , οι πολεμιστές του κάστρου από τα αναρίθμητα μυσδράλια δεν ημπορούσαν να μείνουν απάνω στα τείχη , εκρύβονταν και περίμεναν την έφοδο κι άλλοι έρριχναν με τα κανόνια και με τα άλλα πυροβόλα όπως ημπορούσαν κι εσκότωσαν πάρα πολλούς Τούρκους. Έτσι εχτυπιούνταν κι ερίχνονταν ο ένας απάνω στον άλλον σε όλο το κάστρο μέχρι να τους χωρίσει η νύχτα με το σκοτάδι , οι Τούρκοι υποχώρησαν στα στρατόπεδα τους χωρίς να νοιαστούν για τους νεκρούς τους (διακόσιοι σύμφωνα με τον Barbaro) κι οι υπερασπιστές του κάστρου έπεσαν χάμω από την κούραση σαν πεθαμένοι , οι φρουροί μόνο έμειναν απάνω στα τείχη >>.
καράβια στον Κεράτιο κόλπο διαμέσου στεριάς πίσω από το γενουατικό φρούριο του Πέρα , μεταφέροντας έτσι τον προβληματισμό στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μάλιστα σύμφωνα με το Σλαβονικό χρονικό τότε άρχισαν και οι πρώτες προτροπές προς τον Αυτοκράτορα για να εγκαταλείψει την πόλη… Επειδή ο κίνδυνος ήταν μεγάλος , αποφασίστηκε να σταλούν κρυφά την νύχτα πυρπολικά πλοιάρια με στόχο να βάλουν φωτιά στα πλοία και την πρωτοβουλία ανέλαβαν οι Ενετοί συνεπικουρούμενοι από Έλληνες τους οποίους θα προστάτευαν δύο μεγάλα πλοία. Όμως και ενώ όλα ήταν έτοιμα , μια αντιπροσωπεία από Γενουάτες ήρθε ζητώντας την αναβολή της επιχείρησης, ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν και εκείνοι.
<< Ορισμένοι απείθαρχοι και ελεεινοί από τους δικούς μας βρήκαν τώρα την ευκαιρία , εξαιτίας της δύσκολης θέσης μας , να πραγματοποιήσουν όσα πονηρά είχαν στο μυαλό τους δημιουργώντας φασαρίες κάθε μέρα. Χωρίς φόβο Θεού, δίχως να ντρέπονται το Βασιλέα ή τους συμπολίτες τους, τριγύρναγαν στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης βρίζοντας χυδαία και κατηγορώντας το δύστυχο αυτοκράτορα και τους άλλους άρχοντες >>.
<< Εκείνοι τους οποίους κατάβρεξε με ένα πλεονασμό δακρύων ο δυστυχής αυτοκράτορας για να του δανείσουν χρήματα προκειμένου να στρατολογήσει στρατεύματα, ορκίσθηκαν πως είναι πτωχοί κι ότι εξαιτίας των δύσκολων καιρών δεν τους έχει απομείνει τίποτε. Κι ήταν εκείνοι οι ίδιοι που ο εχθρός τους βρήκε αργότερα πλουσιότατους. Εκείνοι από τους οποίους μόνο κάποιοι, πολύ λίγοι έκαναν εθελοντικές προσφορές >>.
από τις υπόγειες είχαμε και τις επίγειες προσπάθειες εξουδετέρωσης των αμυντικών συστημάτων της πόλης, με την χρησιμοποίηση μεγάλων κινητών πύργων καλυμμένους με δέρματα για να μην αρπάζουν εύκολα φωτιά.Στις επάλξεις των πύργων αυτών υπήρχαν τοξοβόλοι, βασικός στόχος των οποίων ήταν να κτυπήσουν κάθε αμυνόμενο που θα επιχειρούσε να εμποδίσει εκείνους που με κάθε είδους υλικό προσπαθούσαν να γεμίσουν την τάφρο.
<< Έρχονται λοιπόν και λένε στον Καίσαρα ότι οι Τούρκοι εμπήκαν στο κάστρο και νικάνε τους πολεμιστές. Έτρεξε αμέσως ο Καίσαρ κι όλοι οι άρχοντες και στρατηγοί. Οι στρατηγοί επέρασαν εμπρός από τον Καίσαρα και τους άρχοντες και έτρεχαν σε βοήθεια. Στο δρόμο συναντούσαν πολλά πλήθη που έφευγαν, έτρεχαν να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Τους έβαλαν εμπρός χτυπώντας τους και τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω. Ο Γιουστινιάνης με τους άλλους στρατηγούς επολέμαγε τους Τούρκους μέσα στην πόλη , κι άλλοτε τους έβαναν μπροστά οι Τούρκοι , άλλοτε γύριζαν πίσω, οχυρώνονταν κι επολέμαγαν , ενώ άλλοι Τούρκοι είχαν στήσει γιοφύρια πάνω στα χαντάκια κι έμπαινε στην πόλη η καβαλαρία.
Φτάνοντας οι στρατηγοί έσμιξαν με τον Γιουστινιάνη κι έπεσαν με ορμή απάνω στους Τούρκους και τους επήγαν ίσαμε τα τείχη, αλλά τώρα μέσα στην πόλη έμειναν πολλοί Τούρκοι καβαλαρία και πεζοί και πάλι έκαναν πίσω τους στρατηγούς και τους εχτύπαγαν αλύπητα χιμώντας απάνω τους σαν θηρία.
Αν δεν έφτανε εγκαίρως ο Καίσαρ πάει η πόλη, εκείνη θα’ ταν η τελευταία της στιγμή. Φτάνοντας έβαλε τις φωνές να δώκει θάρρος στους δικούς του, εβρυχήθηκε σαν λιοντάρι κι όρμησε καταπάνω στους Τούρκους με την διαλεχτή του φρουρά, πεζικάριους και καβαλάρηδες και τους εχτύπησε σκληρά… >>.
Οι “παραινέσεις“ προς τον αυτοκράτορα για αποχώρηση , επιβεβαιώνονται και από τον Κριτόβουλο που αναφέρει :
<< Και τον επικείμενο τη Πόλει προφανή κίνδυνο ορών αυτοίς οφθαλμοίς και δυνάμενος αυτόν εκσώσαι και πολλούς έχων τους προς τούτο παρακαλούντες ουκ ηθέλησεν , αλλ’ είλετο συναποθανείν τη πατρίδι τε και τοις αρχομένοις , μάλλον δε και προαποθανείν αυτός, όπως μη ταύτην αλούσαν επίδοι και των οικητόρων τους μεν σφαττομένους ωμώς, τους δε δορυαλώτους απαγομένους αισχρώς >>.
<< Το δε την Πόλην σοι δούναι , ουκ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη , κοινή γαρ γνώμη αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών >>.
<< Ο δε τύραννος ήρξατο ημέρα Κυριακή συνάπτειν πόλεμον Καθολικόν. Και δη εσπέρας γενομένης ουκ έδωσεν ανάπαυσιν τοις Ρωμαίοις τη νυκτί εκείνη. Ην γαρ η Κυριακή εκείνη των Αγίων Πάντων , άγων ο Μάιος ημέρα κζ. Επιφωσκούσης δε της ημέρας συνήψε πόλεμον ου τόσο άχρις ώρας ενάτης (σημ. τρεις το μεσημέρι) μετά δε την ενάτην διείλε τον στρατόν από του παλατίου μέχρι της Χρυσής Πύλης >>.
ετοιμάσουν τα όπλα τους και με το σήμα που θα δοθεί να ξεκινήσουν την μεγάλη επίθεση και αλίμονο σε όποιον δεν θα είναι έτοιμος .Δεχόμενος την συμβουλή του πνευματικού του Ακσεμσεντίν, έδωσε εντολή στους ντελάληδες να διαλαλήσουν σε όλο το στρατόπεδο , ότι εκτός από τα κτίρια, όλα τα άλλα τους ανήκουν και για τρεις ημέρες μπορούν να κάνουν ότι θέλουν…Στην συνέχεια κάλεσε τους επιτελείς του με σκοπό να κανονιστούν τα πάντα για την αυριανή μεγάλη επίθεση , ξέροντας ότι εάν αποτύγχανε , τα πράγματα θα ήταν δύσκολα και για αυτόν.
<< Ω !! εάν ήσαστε σε θέση να ακούσετε τις κραυγές που έφταναν μέχρι τον ουρανό : Illala , Illala Machomet Russullala (Ο Θεός είναι ένας και ο Μωάμεθ ο προφήτης του) είναι σίγουρο ότι θα μένατε κατάπληκτοι… >>.
<< Οι γαζήδες απ’ έξω και οι στασιαστές από μέσα πολεμούσαν σώμα με σώμα. Τα βλήματα από τα κανόνια και τα τουφέκια πήγαιναν και έρχονταν. Πόσα κεφάλια χωρίστηκαν από τα σώματα τους ! Καθώς ο καπνός από τη νάφθα ανέβαινε , όμοιος με σύννεφο , οι ειδωλολάτρες έκαναν να πέφτουν βροχή πάνω στους γαζήδες οι σπίθες. Χτυπούσαν οι ασπίδες πάνω στο φρούριο τόσο που έσκιζαν τη φλόγα της νάφθας. Πρόσφεραν στους πύργους την αιχμή του δόρατος που έριχνε κάτω τον μαχητή. Καθώς έγινε ένα με το χώμα μια στοά, σε διάφορα σημεία το έδαφος κάτω από το φρούριο ήταν διάτρητο. Έτσι άναψε η φωτιά της μάχης και η σκόνη της πάλης αιωρούνταν μέχρι τις πρώτες ώρες του πρωινού >>.
<< στήτε ανδρείως αδερφοί στήτε ανδρείως >>.
τοξοβόλους. Έτσι στον βόρειο τομέα και για μεγαλύτερη ασφάλεια των μετακινήσεων αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ημιυπόγειο παραπόρτι που οδηγούσε κατευθείαν στον εξωτερικό περίβολο των τειχών.Το παραπόρτι αυτό λεγόταν Κερκόπορτα (ή Ξυλόκερκος) και βρισκόταν οκτακόσια μέτρα βόρεια της πύλης του Αγίου Ρωμανού (κοντά στην πύλη του Μυριανδρίου ή Αδριανούπολης), εκεί που το διπλό τείχος συναντούσε το μονό. Στη συμβολή των δύο αυτών οχυρώσεων υπήρχε ένα κάθετο τείχος πάχους 3,5 μέτρων, που ασφάλιζε την είσοδο από τον περίβολο στην πόλη και σε αυτό το τείχος είχε κατασκευαστεί η Κερκόπορτα, η διάμετρος της οποίας δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα και το ύψος τα τρία…
<< Βάλλεται μεν Ιουστίνος καιρίαν βέλει των από μηχανής κατά του στέρνου δια του θώρακος διαμπάξ και βληθείς πίπτει αυτού και αποκομίζεται ες την ιδίαν σκηνήν κακώς έχων. Εκλύονται δε οι μετ’ αυτού πάντες απειρηκότες τω πάθει και καταλείψαντες το τε σταύρωμα και το τείχος ίνα εμάχοντο, προς έν μόνον εώρων, αποκομίσαι τε τούτον εν ταις ολκάσι και αυτοί αποκομισθήναι σως, καίτοι του βασιλέως Κωνσταντίνου πολλά παρακαλούντος αυτούς και υπεσχημένου μικρόν παραμείναι, έως αν ο πόλεμος λωφήση οι δ’ ουκ εδέξαντο, αλλ’ αναλαβόντες τον ηγεμόνα σφων ωπλισμένοι εχώρουν επί τας ολκάδας σπουδή και δρόμω μηδενός επιστρεφόμενοι των άλλων >>.
Την ίδια στιγμή άλλοι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ανεβαίνουνε στο κυρίως τείχος κινούμενοι κατά μήκος του δεξιά και αριστερά , με αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών να βρεθούνε στην πλάτη άλλων υπερασπιστών που δεν είχαν αντιληφθεί ακόμη τι συνέβαινε εξακολουθώντας να μάχονται. Την αρχική έκπληξη τους γρήγορα διαδέχτηκε ο πανικός με αποτέλεσμα εκατοντάδες υπερασπιστές να συνωστίζονται μπροστά από μια πόρτα (που ο Κριτόβουλος αναφέρει ως πυλίδα Ιουστίνου και ο Δούκας ως Χαρσία πύλη) με βασική τους πλέον έννοια πώς θα διαφύγουν. Τους πανικόβλητους υπερασπιστές ακολουθούσαν κατά πόδας χιλιάδες Τούρκοι , που πλέον αυτό που τους ενδιέφερε ήταν τι θα αιχμαλωτίσουν και τι θα αρπάξουν , ενώ η κραυγή “η πόλις εάλω“ άρχιζε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα …
Οι αμυνόμενοι στα υπόλοιπα σημεία των επάλξεων όταν αντιλήφθηκαν ότι η άμυνα έσπασε , σταμάτησαν τον αγώνα αρχίζοντας να φεύγουν άλλοι προς το λιμάνι για να βρούνε πλοίο και να φύγουν και άλλοι προς τα σπίτια τους. Στην περιοχή των Βλαχερνών ο Ενετός Βάιλος Μινότο προσπάθησε απεγνωσμένα μέχρι την τελευταία στιγμή να κρατήσει την άμυνα , όμως η καθυστέρηση αυτή στάθηκε τελικά μοιραία για εκείνον , αφού συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με ένα υιό του για να αποκεφαλιστούν κατ’ εντολή του Σουλτάνου… Στην πύλη της Καλιγαρίας ο Θεόδωρος Καρυστινός είχε αφήσει το τόξο και ως μεσαιωνικός Ηρακλής με το απελατίκι του , έστειλε στα ουρί του παραδείσου πολλούς Τούρκους μέχρι να λυγίσει τελικά από το εχθρικό πλήθος , ενώ στην κοντινή πύλη του Μυριανδρίου τα τρία αδέρφια, Παύλος, Τρωίλος και Αντόνιο Μποκιάρντι αγωνιζόντουσαν ακόμη. Όταν όμως είδαν ότι τα πάντα είχαν τελειώσει τότε (σύμφωνα με τον Φραντζή) ο Παύλος γύρισε και είπε στα αδέρφια του “ Φρίξον ήλιε και θρήνησε γη“.Η Πόλη έπεσε , ας δούμε τουλάχιστον πως θα σωθούμε εμείς …(Τελικά οι Αντόνιο και Τρωίλος τα κατάφεραν όχι όμως και ο Παύλος…).
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μετά τον τραυματισμό του Ιουστινιάνη , έδινε ήδη σαν απλός στρατιώτης στη πύλη του Αγίου Ρωμανού ένα απελπισμένο αγώνα τιμής. Είχε έρθει πλέον η στιγμή να λειτουργήσει σαν Σπαρτιάτης στις Θερμοπύλες, κάτι που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του και το παραστατικό του. Άλλωστε ήξερε ότι το μόνο που απέμενε πλέον σε εκείνον και τους πιστούς συμπολεμιστές του ήταν η τιμή τους. Έτσι μαζί με τους Θεόφιλο Παλαιολόγο, Ιωάννη Δαλμάτη, Φραγκίσκο του Τολέδο, Δημήτριο Κατακουζηνό και μερικές ακόμη δεκάδες πιστούς “ Καβαλάριους “ προσπαθεί με αφάνταστη γενναιότητα να κρατήσει την άμυνα. Όμως παρά τις προσπάθειες τους ο όγκος των εχθρικών δυνάμεων σαν ορμητικός χείμαρρος παρασύρει πλέον τα πάντα, ο αυτοκράτορας τότε πετάει τα βασιλικά ενδύματα και ξεχύνεται ενάντια στα χιλιάδες εχθρικά φουσάτα που ήδη αλαλάζουν από ενθουσιασμό και με το σπαθί στο χέρι πετσοκόβει όποιον βρίσκει μπροστά του. Αλλά η αριθμητική υπεροχή του εχθρού είναι τρομακτική με τους συντρόφους του να χάνονται ο ένας μετά τον άλλο και τον ίδιο να φωνάζει ότι “η πόλη χάνεται και εγώ ακόμη ζω ;”
Γιατί από την αρχή της μάχης το δίλημμα για εκείνον ήταν ένα, “η θα νικήσω ή θα πεθάνω” και αφού πλέον δεν μπορούσε να νικήσει, δεν σκεφτόταν παρά τον θάνατο , αλλά ένα θάνατο έντιμο που θα βοήθαγε να κρατηθεί και το φρόνημα του υπόδουλου πλέον λαού του. Ορισμένοι δυτικοί ιστοριογράφοι είπαν ότι αφού είχε κτυπήσει αρκετούς γενίτσαρους, κάποιος από αυτούς του δίνει ένα χτύπημα με το σπαθί στο κεφάλι , τα αίματα του μπερδεύονται με αυτά των εχθρών του, δεν βλέπει πλέον τίποτε αλλά παρόλα αυτά συνεχίζει και μάχεται, τότε όμως ένας δεύτερος γενίτσαρος του δίνει το καθοριστικό χτύπημα και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέφτει και μαζί με αυτόν η λατρεμένη του πόλη που αλλάζει σελίδα …