‘Εσχάτως, μέ αφορμήν τόν διωγμόν της ‘Ι.Μ. ‘Εσφιγμένου, εγράφη καί πάλιν ότι ουδεμία γνωστή αίρεσις κηρύσσεται, καί άρα ουδέν θέμα πίστεως υφίσταται, οπότε η διακοπή της εκκλησιαστικης κοινωνίας μετά του Οικ. Πατριαρχείου καί μεθ’ όσων κοινωνουν εν γνώσει μετ’ αυτου δέν ερείδεται εις τούς ‘Ιερούς Κανόνας καί συνεπως οι μή έχοντες τοιαύτην κοινωνίαν ειναι ένοχοι σχίσματος.(1) Σκοπός του παρόντος άρθρου ειναι ν’ αποδείξη ότι η ως άνω θέσις ειναι εσφαλμένη καί ότι, από τό 1920 καί εντευθεν, τό Οικ. Πατρ/χειον κηρύττει εις παγκόσμιον επίπεδον τήν αίρεσιν του Οικουμενισμου απροκαλύπτως, συστηματικως καί επισήμως. ‘Όλαι αι δηλώσεις καί πράξεις υπέρ του Οικουμενισμου έχουν γίνει βάσει σχεδίου· δέν πρόκειται διά «λάθη».
Καί ποιον ειναι τό επίσημον σχέδιον, βάσει του οποίου κηρύσσεται η αίρεσις; Ειναι η αιρετική ‘Εγκύκλιος του Πατρ/χείου του 1920 «Πρός τάς ‘Απανταχου ‘Εκκλησίας του Χριστου»,(2) η οποία θεωρει τάς αιρετικάς ομολογίας «όχι ως ξένας καί αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενεις καί οικείας εν Χριστω, συγκληρονόμους καί μέλη του ιδίου σώματος»! Θεωρει επίσης ότι η κοινωνία της ‘Ορθοδόξου ‘Εκκλησίας μετά των «σεβασμίων εκκλησιων της Δύσεως καί όπου γης» όχι μόνον «δέν αποκλείεται από τάς υφισταμένας δογματικάς διαφοράς», αλλά καί ότι ειναι απαραίτητος διά τήν επίτευξιν της ενώσεως των ‘Εκκλησιων! Κατανοει, ωστόσον, ότι τό έργον τουτο της ενώσεως ενδέχεται νά εμποδισθη καί πάλιν από τάς «προλήψεις, πρακτικάς καί υποκρισίας του παρελθόντος». ‘Ως μέσα διά τήν επίτευξιν του ειρημένου σκοπου, η ‘Εγκύκλιος προτείνει τήν παραδοχήν ενιαίου ημερολογίου, τούς μεικτούς γάμους κ.ά.
‘Ώστε, λοιπόν, τό Οικ. Πατρ/χειον ΔΕΝ θεωρει τήν ‘Ορθ. ‘Εκκλησίαν ως τήν Μίαν ‘Αγίαν Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν ‘Εκκλησίαν, ως ορίζει τό Σύμβολον της πίστεως, αλλ’ ως μίαν εκ των πολλων πού υπάρχουν καί συναποτελουν τό σωμα του Χριστου! Τουτο αποτελει επίσημον κήρυξιν εκκλησιολογικης αιρέσεως, η οποία ανατρέπει τήν δογματικήν διδασκαλίαν καί Παράδοσιν της ‘Εκκλησίας. Τά δέ περί «προλήψεων» καί «υποκρισιων» αποτελουν διαβολάς κατά των ‘Αγίων, οι οποιοι ανέκαθεν ημπόδιζον τάς αδογματίστους ενώσεις, λέγοντες «ανάθεμα όλοις τοις αιρετικοις».(3) ‘Η εν λόγω ανατροπή της δογματικης διδασκαλίας καί παραδόσεως αποτελει τήν βάσιν όλων των αιρετικων δηλώσεων καί πράξεων πού ηκολούθησαν. Διότι η ‘Εγκύκλιος του 1920 δέν έμεινε «στά συρτάρια», αλλά ΥΛΟΠΟΙΕΙΤΑΙ. Πως υλοποιειται;
‘Η υλοποίησις της αιρετικης ‘Εγκυκλίου του 1920 έχει κινηθει γύρω από πέντε βασικούς άξονας. Πρωτον, τήν επιβολήν του νέου εορτολογίου (ν.ε.), παρά τό γεγονός ότι αυτή ανεμένετο νά προκαλέση σχίσμα. Τουτο προκύπτει από πολλάς πηγάς, όπως από τό άρθρον μέ τίτλον «’Η Μεταρρύθμισις του ‘Ημερολογίου», τό οποιον εδημοσιεύθη τό 1895 εις τό όργανον του Οικ. Πατρ/χείου.(4) Εις τό εν λόγω άρθρον αποτυπουται η πρόβλεψις ότι τό αποτέλεσμα της επιβολης ν.ε. θά ητο η «αναστάτωσις της κοινωνίας», επειδή η μεγίστη πλειοψηφία των ‘Ορθοδόξων εθεώρει τό ζήτημα «καθαρως θρησκευτικόν» καί συνεπως θά ηρμήνευε τήν επιβολήν ν.ε. ως «απόπειραν τροποποιήσεως της πίστεως των Πατέρων του, πρός αυτόχρημα εκφραγκισμόν»! ‘Η επιβολή ν.ε., τονίζεται εις τό άρθρον, «θά ετάραττε τάς συνειδήσεις καί θά υπεβοήθει τό έργον των πολεμίων της ‘Ορθοδοξίας», «χωρίς κανένα αποχρωντα επείγοντα λόγον, μόνον καί μόνον όπως προπαρασκευάσωμεν τό έδαφος εις τάς ξένας προσηλυτιστικάς ενεργείας».
Τό ότι η επιβολή ν.ε. ανεμένετο νά προκαλέση σχίσμα προκύπτει καί από τάς αρνητικάς απαντήσεις των κατά τόπους ‘Ορθ. ‘Εκκλησιων πρός τόν Πατρ/χην ‘Ιωακείμ Γ’, όταν ο τελευταιος ανεκίνησε τό ζήτημα τό 1902. Προκύπτει επίσης από τά Πρακτικά του λεγομένου «Πανορθοδόξου» Συνεδρίου του 1923.(5) ‘Έτι σπουδαιότερον, προκύπτει από τάς γνώμας πού κατέθεσαν αρκετοί ‘Ιεράρχαι εις τήν Σύνοδον της ‘Ιεραρχίας της 24-12-1923.(6) ‘Ο Τριφυλίας ‘Ανδρέας, π.χ., ειπεν: «’Από τήν μεταβολήν του ημερολογίου όλοι μοί εξεδήλωσαν τήν δυσφορίαν των διά τόν γενόμενον σκανδαλισμόν. ‘Επιτροπειαι μοί παρουσιάσθησαν καί τήν μεταβολήν απέτρεψαν». ‘Ο Κυθήρων Δωρόθεος ειπε: «Τό μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμου ειναι ομόφωνον· συνδέει τό ζήτημα του ημερολογίου μέ τό ζήτημα της πίστεως». ‘Ο Θηβων Συνέσιος ειπε: «Μεταβάς τόν παρελθόντα Αύγουστον εις τήν ιδιαιτέραν μου πατρίδα Τηνον οι συμπολιται μου ΜΕΤΑ ΔΑΚΡΥΩΝ μέ παρεκάλουν νά αντιδράσω». ‘Ο Πατρων ‘Αντώνιος ειπε: «Πας νεωτερικός [sic] προκαλει μέγα σκάνδαλον· ότε ηκούσθη η εισαγωγή του πολιτικου ημερολογίου οι άνθρωποι εσκανδαλίσθησαν». (‘Η έμφασις του γράφοντος.)
Εις λόγος διά τόν οποιον η μεγίστη πλειοψηφία του λαου ανθίστατο εις τήν επιβολήν του ν.ε. ητο ότι τουτο ειχε κατακριθει Συνοδικως από τήν ‘Εκκλησίαν εις τά τέλη του 16ου αιωνος, γεγονός πού μαρτυρειται από ιστορικούς του 16ου, 17ου καί 18ου αιωνος.(7) Συνεπως, ειναι ανόητος καί ανυπόστατος ο ισχυρισμός πού προβάλλουν μερικοί, ότι δηθεν μόνον η αλλαγή του Πασχαλίου κατεκρίθη, ενω τά περί κατακρίσεως του ν.ε. οφείλονται τάχα εις «πλαστογραφίαν» του ‘Ιακώβου Νεασκητιώτου, ο οποιος έζησε κατά τόν 19ον αιωνα!(8)
‘Άς συνοψίσωμεν τό ζήτημα του ν.ε.: Πρόκειται διά μίαν καινοτομίαν καταδεδικασμένην υπό των Πατέρων, η οποία επεβλήθη μέ σκοπόν νά υποβοηθήση τό «έργον των πολεμίων της ‘Ορθοδοξίας» καί η οποία ανεμένετο νά προκαλέση σχίσμα, τό οποιον όντως προεκάλεσε, πρός μεγίστην βλάβην του δόγματος της ενότητος της ‘Εκκλησίας. Συνεπως, ειναι τουλάχιστον γελοιος, άν όχι κακοπροαίρετος, ο ισχυρισμός ότι οι ένοχοι εις τήν υπόθεσιν του ημερολογιακου ειναι οι ‘Ορθόδοξοι του πατρίου εορτολογίου (π.ε.), οι οποιοι ειναι δηθεν «σχισματικοί», στερουνται δηθεν ιερωσύνης κ.λπ., ακριβως επειδή ηρνήθησαν νά υποβοηθήσουν τό «έργον των πολεμίων της ‘Ορθοδοξίας»!
Δεύτερον, η αιρετική ‘Εγκύκλιος του 1920 υλοποιειται διά της συμμετοχης της ‘Ορθ. ‘Εκκλησίας εις τό Παγκόσμιον Συμβούλιον ‘Εκκλησιων (ΠΣΕ). ‘Όπως ευστόχως παρατηρει ο γνωστός ‘Επίσκοπος Ρασκοπρεσρένης ‘Αρτέμιος, «καί μόνον ο τίτλος “ΠΣΕ” εκφράζει τήν αίρεσιν του ψευδο-εκκλησιαστικου αυτου οργανισμου».9 Συμμετέχουσα η ‘Ορθ. ‘Εκκλησία εις τό ΠΣΕ, συμπλέει μέ τήν παναίρεσιν του Οικουμενισμου, διότι υπογράφει εκκλησιολογικάς διαστροφάς, όπως αι ακόλουθοι:(10)
(1) Αι 340 περίπου «εκκλησίαι» του ΠΣΕ ειναι ΙΣΟΤΙΜΟΙ.
(2) Αι «εκκλησίαι» του ΠΣΕ ειναι ΗΝΩΜΕΝΑΙ καί ΣΥΝΑΠΟΤΕΛΟΥΝ τήν Μίαν ‘Εκκλησίαν.
(3) Κάθε μέλος αναγνωρίζει ότι η Μία αυτή «εκκλησία» περιλαμβάνει καί άτομα πού ΔΕΝ ανήκουν εις τήν εκκλησίαν από τήν οποίαν προέρχεται τό μέλος τουτο.
(4) Είθε όλοι νά συμμετέχουν εις τήν κοινήν λατρείαν καί τήν μυστηριακήν κοινωνίαν.
(5) Τό ΠΣΕ «δέν ειναι δυνατόν καί δέν πρέπει νά βασισθη εις συγκεκριμένην τινά αντίληψιν περί εκκλησίας». Δηλαδή, η ‘Ορθόδοξος ‘Εκκλησιολογία απορρίπτεται ασυζητητί!
(6) Τό ‘Άγιον Πνευμα εργάζεται διά μέσου της διαφορετικότητος πού υπάρχει εις τήν Οικουμενικήν Κίνησιν, η οποία συνίσταται από τό ΠΣΕ καί τήν Ρωμαιο-καθολικήν «εκκλησίαν». ‘Η αποκλειστικότης αντιτίθεται εις τό νόημα της οικουμενικότητος. Αι «εκκλησίαι» της Οικ. Κινήσεως έχουν «κοινήν κλησιν» νά εργασθουν διά τήν ΟΡΑΤΗΝ ενότητα. (‘Υποτίθεται ότι υπάρχει αόρατος ενότης!)
(7) ‘Άν καί πρός τό παρόν ατελής, υπάρχει ήδη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ κοινωνία μεταξύ των «εκκλησιων» της Οικ. Κινήσεως. ‘Ο στόχος ειναι η πλήρης κοινωνία.
(8) ‘Η ευθύνη των «εκκλησιων» διά τήν επίτευξιν της ορατης ενότητος ειναι κοινή, οπότε πρέπει ν’ αποφεύγωνται αφιλάδελφοι ενέργειαι μεταξύ των «εκκλησιων» (προσηλυτισμός, αναθέματα κ.λπ.).
(9) Τό ΠΣΕ αναγνωρίζει τήν ποικιλίαν των «θεολογικων καί πνευματικων παραδόσεων» (διπλωματικός όρος διά τάς αιρέσεις) των διαφόρων «εκκλησιων».
(10) Παρά τάς «αμαρτίας του παρελθόντος της», η ‘Ορθοδοξία καλειται ν’ αγνωνισθη διά τήν ενότητα των χριστιανων, μέ τήν προϋπόθεσιν ότι θά ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ τό «ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ» πιστεύω της ότι ειναι η μόνη ‘Εκκλησία του Χριστου επί της γης καί θά δεχθη ότι «η ‘Εκκλησία του Χριστου ΔΕΝ ειναι οργανισμός, αλλά νέα ζωή εν Χριστω . . . ‘Όταν η ‘Ορθοδοξία ειναι ειλικρινής μέ τόν εαυτόν της, τότε ομολογει ότι ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ του Χριστου»!!! (‘Η έμφασις του γράφοντος.)
‘Η παραδοχή τοιούτων διαστροφων αποτελει ΦΡΙΚΤΗΝ ΑΙΡΕΣΙΝ, διότι σημαίνει άρνησιν της μοναδικότητος της ‘Ορθ. ‘Εκκλησίας καί βλασφημίαν του 9ου άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως: «Πιστεύω . . . εις Μίαν ‘Αγίαν Καθολικήν καί ‘Αποστολικήν ‘Εκκλησίαν». Αυτή ειναι η ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ τήν οποίαν κηρύττει τό Οικ. Πατρ/χειον επί ογδοήκοντα καί πλέον έτη καί διά τήν οποίαν εισπράττει τούς επαίνους του ΠΣΕ.
Τρίτον, η αιρετική ‘Εγκύκλιος του 1920 υλοποιήθη διά της «άρσεως» των αναθεμάτων κατά του Παπισμου (1965), χωρίς οι παπικοί ν’ αποβάλουν ούτε μίαν από τάς κακοδοξίας των! Μετά τήν αντικανονικήν αυτήν πραξιν του, τό Οικ. Πατρ/χειον θεωρει τόν Παπισμόν «αδελφήν εκκλησίαν», συμπροσεύχεται μετά των παπικων, μνημονεύει τόν πάπαν εν τοις Διπτύχοις(11) καί αποτολμα καί αυτήν ακόμη τήν μυστηριακήν διακοινωνίαν (πρβλ. τά γενόμενα εν Ραβέννη τήν 9-6-2002).(12) Μάλλιστα, τό 1995 ο κ. Βαρθολομαιος συνυπέγραψε μέ τόν πάπαν «ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ»!(13) ‘Αλλ’ ο Παπισμός αποτελει αίρεσιν καταδεδικασμένην υπό των Πατέρων, όπως π.χ. υπό της Η’ Οικ. Συνόδου του έτους 879 καί υπό της εν Κων/λει ‘Αγίας Συνόδου του 1351,(14) η οποία τούς μέν παπικούς ανεθεμάτισε τούς δέ κοινωνουντας εν γνώσει μετ’ αυτων ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΥΣ κατέστησε, αποφανθεισα επί λέξει ούτω: «τούς κοινωνουντας τούτοις [τοις παπικοις] εν γνώσει ακοινωνήτους έχομεν». Συνεπως, εφόσον ο κ. Βαρθολομαιος θεωρει τόν Παπισμόν «αδελφήν εκκλησίαν» καί δίδει «κοινήν μαρτυρίαν πίστεως» μέ τόν πάπαν, εις τά όμματα των Πατέρων της ‘Εκκλησίας ειναι ακοινώνητος.
Τέταρτον, η αιρετική ‘Εγκύκλιος του 1920 υλοποιήθη διά της υπογραφης ενωτικων συμφωνιων μέ τούς Μονοφυσίτας (1990) καί τούς Παπικούς (1993), της «αδελφοποιήσεως» των «εκκλησιων» αυτων, της αναγνωρίσεως ως εγκύρων των «μυστηρίων» των κ.λπ. Τά γεγονότα αυτά αποδεικνύουν ότι τό Οικ. Πατρ/χειον έχει περιέλθει εις πλήρη σύγκρουσιν μέ τήν δογματικήν διδασκαλίαν καί παράδοσιν της ‘Εκκλησίας. Κηρύττει απροκαλύπτως αδιαφορίαν πρός τά δόγματα καί τάς παραδόσεις, τουτέστιν αποξένωσιν από τήν ‘Ορθόδοξον πίστιν.
Πέμπτον, η ‘Εγκύκλιος του 1920 υλοποιειται μέ τάς μεταξύ ‘Ορθοδόξων καί αιρετικων ανταλλαγάς επισκέψεων, τά κοινά ανακοινωθέντα, τάς συμπροσευχάς καί τά συλλείτουργα, τάς διαφόρους οικουμενιστικάς συγγραφάς Κληρικων καί Καθηγητων, τά αιρετικά επίσημα έγγραφα, τάς αιρετικάς δηλώσεις κ.ά. ‘Ιδού μικρόν δειγμα αιρετικων εγγράφων καί δηλώσεων:
(1) Οικ. Πατρ/χειον πρός Παπισμόν: «’Η εκ νέου ανακάλυψις καί η επαναξιοποίησις, τόσον εκ μέρους των ορθοδόξων, όσον καί εκ μέρους των καθολικων, της ‘Εκκλησίας ως κοινωνίας μετέβαλε ριζικως τάς προοπτικάς. ‘Εκατέρωθεν αναγνωρίζεται, ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις τήν ‘Εκκλησίαν του – ομολογία αποστολικης πίστεως, μετοχή εις τά αυτά μυστήρια, πρό παντός εις τήν μίαν ιερωσύνην διά της τελέσεως της μιας θυσίας του Χριστου, αποστολική διαδοχή των ποιμένων – δέν δύνανται νά θεωρηθουν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιας των ημετέρων ‘Εκκλησιων . . . Κατά συνέπειαν, η αναζήτησις της αποκαταστάσεως της ενότητος δέν τίθεται πλέον ως μεταστροφή από μιας ‘Εκκλησίας εις τήν άλλην πρός εξασφάλισιν της σωτηρίας . . .».(15) (‘Η έμφασις του γράφοντος.) Ειναι τουτο «αβροφροσύνη» του Οικ. Πατρ/χείου πρός τόν Παπισμόν ή επίσημος αναγνώρισίς του ως «αδελφης εκκλησίας»;
(2) ‘Αρχιεπισκοπή ‘Αμερικης: «’Όταν η ‘Εκκλησία ητο μία καί αδιαίρετος . . .».(16) ‘Υπάρχουν σήμερον περισσότεραι από μία ‘Εκκλησίαι;
(3) «Τό Σχίσμα έλαβε χώραν τό 1054 όχι επειδή υπηρχε δόγμα τι εσφαλμένον, όπως συνέβαινε μέ τούς αιρετικούς . . .».(17) ‘Ώστε τό πρωτειον καί τό Filioque, αι κύριαι αιτίαι του Σχίσματος, δέν ησαν εσφαλμένα δόγματα; ‘Η επί Μ. Φωτίου Η’ Οικ. Σύνοδος (879) κατέταξε μετά του ‘Ιούδα όσους δέχονται τό Filioque!(18) Διότι η προσθήκη του εις τό Σύμβολον της Πίστεως ανέτρεπε ρητάς διατάξεις των Γ’ – Ζ’ Οικ. Συνόδων, διέστρεφε τό Τριαδικόν δόγμα καί απετέλει αιτίαν σχίσματος.
(4) Βαρθολομαιος: «’Η ‘Ορθόδοξος ‘Εκκλησία δέν επιδιώκει νά πείση τούς άλλους περί συγκεκριμένης τινός αντιλήψεως της αληθείας ή της αποκαλύψεως, ούτε επιδιώκει νά τούς μεταστρέψη εις συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως . . . ‘Οποτεδήποτε οι άνθρωποι αντιδρουν εις τάς τοποθετήσεις καί τά πιστεύω των άλλων μέ βάσιν τόν φόβον καί τήν αυτοδικαίωσιν, παραβιάζουν τό θεόσδοτον δικαίωμα καί τήν ελευθερίαν των άλλων νά γνωρίσουν τόν Θεόν καί τόν συνάνθρωπόν των μέ τρόπον πού προσιδιάζει εις τήν ταυτότητά των ως λαων».(19) Μέ τόν λόγον αυτόν, ο κ. Βαρθολομαιος αρνειται ενώπιον ολοκλήρου της ανθρωπότητος τήν Δεσποτικήν εντολήν: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις τό όνομα του Πατρός καί του Υιου καί του ‘Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρειν πάντα όσα ενετειλάμην υμιν» (Ματθ. 28:19-20). ‘Επίσης, σχετικοποιει τάς εννοίας «Θεός», «’Αλήθεια» καί «’Αποκάλυψις». ‘Η αίρεσις αυτή έχει ως σκοπόν τήν προώθησιν της σχεδιαζομένης πανθρησκείας.
(5) Βαρθολομαιος: «Οι θρησκευτικοί ηγέται οφείλουν νά παίξουν ένα κεντρικόν καί πνευματικόν ρόλον – είμεθα ημεις αυτοί πού πρέπει νά φέρωμεν εις τό προσκήνιον τάς ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑΣ ΑΡΧΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, της αδελφωσύνης καί της ειρήνης . . . ‘Αλλά τουτο δυνάμεθα νά τό επιτύχωμεν μόνον άν είμεθα ΗΝΩΜΕΝΟΙ ΕΝ ΤΩ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΘΕΟΥ, “Δημιουργου των πάντων, ορατων τε καί αοράτων”. Καθολικοί καί ‘Ορθόδοξοι, Προτεστάνται καί ‘Εβραιοι, Μουσουλμάνοι καί ‘Ινδουϊσταί, Βουδδισταί καί Κομφουκιανοί – ειναι καιρός όχι μόνον διά συμφιλίωσιν, αλλ’ ακόμη καί διά συμμαχίαν καί συνεργασίαν, διά νά συντελέσωμεν εις τήν απομάκρυνσιν της ανθρωπότητος από τούς ψευδοπροφήτας του εξτρεμισμου καί της μή ανεκτικότητος».(20) (‘Η έμφασις του γράφοντος.) Μέ τόν λόγον αυτόν ο κ. Βαρθολομαιος εκήρυξεν απροκαλύπτως εις όλα τά μήκη καί πλάτη της γης τόν πανθρησκειακόν Οικουμενισμόν καί διέβαλε ως «ψευδοπροφήτας του εξτρεμισμου καί της μή ανεκτικότητος» όχι μόνον τούς σημερινούς ομολογητάς της ‘Ορθοδόξου Πίστεως, αλλά καί όλους τούς διδασκάλους της ‘Εκκλησίας, οι οποιοι, μέ βάσιν τήν ‘Αγίαν Γραφήν καί τήν ‘Ι. Παράδοσιν, ανεθεμάτισαν τό ψευδος καί τούς κήρυκάς του.
(6) Εις τό ‘Ιράν, ο κ. Βαρθολομαιος εκήρυξεν επίσης τόν πανθρησκειακόν Οικουμενισμόν, ομιλήσας απεριφράστως διά τήν «ιερότητα καί ισότητα των “‘Ιερων Γραφων”, δηλαδή της ‘Αγίας Γραφης καί του Κορανίου».(21)
(7) Βαρθολομαιος: «Είμεθα όλοι παιδιά του ιδίου Ουρανίου Πατρός. Του ενός Θεου. ‘Ο ένας τόν βλέπει έτσι, ο άλλος αλλιως».(22) ‘Έν ακόμη κήρυγμα του κ. Βαρθολομαίου υπέρ του πανθρησκειακου Οικουμενισμου.
(8) Βαρθολομαιος πρός πάπαν: «Δοξάσωμεν τόν Θεόν ότι, μετά παρέλευσιν αιώνων διχασμου καί φανατισμου σήμερον “έν εσμέν . . . ζωμεν σήμερον έν θαυμα “ό ετέραις γενεαις ουκ εγνωρίσθη τοις υιοις των ανθρώπων” (‘Εφ. 3,5). Εις τουτο συνετέλεσαν όχι μόνον οι πρωτεργάται του θαύματος αείμνηστοι Πάπαι ‘Ιωάννης ο ΚΓ’ καί Παυλος ΣΤ’ καί Πατριάρχης ‘Αθηναγόρας, . . ., αλλά καί οι συνεχισταί του έργου αυτων, οι κρημνίζοντες τά διάφορα “τείχη του αίσχους”, ων φοβερώτερον τό χωρίζον τούς χριστιανούς . . .».(23) (‘Η έμφασις του γράφοντος.) Μέ τόν λόγον αυτόν ο κ. Βαρθολομαιος εβλασφήμησεν τήν ‘Αγίαν Γραφήν, τάς Συνόδους καί τούς Πατέρας της ‘Εκκλησίας πού εθέσπισαν τούς ‘Ιερούς Κανόνας καί καθυπέβαλον τούς αιρετικούς εις αναθέματα, βάσει των οποίων απεκόπη ο Παπισμός από τό σωμα της ‘Εκκλησίας. Προφανως, «τείχη του αίσχους» θεωρει ο κ. Βαρθολομαιος τούς ‘Ιερούς Κανόνας καί τά αναθέματα κατά του Παπισμου, τά οποια δηθεν εκρήμνισαν ο ‘Αθηναγόρας καί ο Παυλος ΣΤ’ μέ τήν ψευδο-άρσιν των αναθεμάτων του 1965! ‘Υπάρχουν δέ σήμερον «ορθόδοξοι» θεολόγοι πού λέγουν ότι «ο Θεός ηθέλησε» καί «ειχε προδιαγράψει» τήν μιαράν αυτήν πραξιν!(24)
(9) Βαρθολομαιος: «Δέν δύνανται νά εφαρμοσθουν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθουν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τάς σχέσεις των ‘Ορθοδόξων Χριστιανων πρός τούς ετεροδόξους καί ετεροθρήσκους. Δέν δύναται η ‘Εκκλησία νά έχη διατάξεις απαγορευούσας τήν είσοδον εις τούς ναούς των ετεροδόξων καί τήν μετ’ αυτων συμπροσευχήν . . .».(25) ‘Η εισήγησις αυτή αποτελει αίρεσιν, διότι αντιτίθεται πρός τήν ‘Αγίαν Γραφήν, τάς Οικ. Συνόδους καί τούς Πατέρας της ‘Εκκλησίας. ‘Ιδού τί επιφυλάσσει διά τούς τοιούτους εισηγητάς η Σύνοδος του 922: «Τοις εν καταφρονήσει τιθεμένοις τούς ιερούς καί Θείους Κανόνας των ιερων Πατέρων ημων, οί καί τήν ‘Αγίαν ‘Εκκλησίαν υπερείδουσι (=υποστυλώνουν)· καί όλην τήν Χριστιανικήν Πολιτείαν κοσμουντες, πρός θείαν οδηγουσι ευλάβειαν, ανάθεμα».(26) Διότι, συμφώνως πρός τόν 1ον Κανόνα της Ζ’ Οικ. Συνόδου, οι ‘Ι. Κανόνες ειναι απαύγασμα του ‘Αγίου Πνεύματος καί πρέπει νά παραμείνουν ες αεί αναλλοίωτοι, ως ισόκυροι της ‘Αγίας Γραφης, κατά τόν Μ. Φώτιον.(27) Κατά δέ τόν Δοσίθεον ‘Ιεροσολύμων, τό λέγειν ότι οι ‘Ιεροί Κανόνες δέν δύνανται νά εφαρμοσθουν ειναι γνώρισμα των αιρετικων.(28)
(10) ‘Ο «Περγάμου» ‘Ιωάννης: «Παρηλθε πλέον η εποχή της ναρκισσευομένης ‘Ορθοδοξίας»!(29) ‘Ο λόγος αυτός διαβάλλει τήν ‘Ορθοδοξίαν των Πατέρων ως δηθεν εσωστρεφη, ενω προβάλλει τήν ΑΠΑΤΗΝ του Οικουμενισμου.
(11) ‘Ο «Αυστραλίας» Στυλιανός: «’Όποιος νομίζει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστου έπεσε από τόν ουρανό τέλεια καί αναμάρτητη . . . αυτός δέν θά καταλάβει ποτέ τό βαθμό της κενώσεως πού καταδέχτηκε ο Θεός Λόγος . . . Γιατί η αναντίρρητη αναμαρτησία του Κυρίου ΔΕΝ ηταν βέβαια ένα δογματικό θεώρημα πού μαγικά θά έπρεπε νά αποστηθίσουν οι Χριστιανοί . . . ‘Η αναμαρτησία του Κυρίου έπρεπε νά βιωθει κατά τόν πιό υπαρξιακό τρόπο από τούς πιστούς ως ηθική νίκη του Θεανθρώπου πού κατακτήθηκε βημα πρός βημα . . .».(30) Κατά τόν κ. Στυλιανόν, λοιπόν, ο Χριστός δέν ειχεν ανέκαθεν τήν αναμαρτησίαν, αλλά τήν ΚΑΤΕΚΤΗΣΕ, ολίγον κατ’ ολίγον, μέ αγωνας καί θυσίας! Διά τήν δεινήν αυτήν αίρεσιν, ο πρ. Φλωρίνης κ. Καντιώτης,(31) καθώς καί 50 ομογενεις της Αυστραλίας, εμήνυσαν τόν κ. Στυλιανόν. Τό Οικ. Πατρ/χειον, όμως, αντί νά προβη εις τήν εξέτασιν μαρτύρων, ΕΞΥΒΡΙΣΕΝ τούς μηνυτάς ως «επιτηδείους επαρχιώτας» πού δηθεν «εχάλκευσαν» τήν κατηγορίαν!(32)
(12) ‘Ο πρ. «’Αμερικης» ‘Ιάκωβος: «Δέν δυνάμεθα νά διδάξωμεν τάς μελλοντικάς γενεάς τήν θρησκείαν τήν οποίαν ημεις εδιδάχθημεν. Οι νέοι ζουν σήμερον εις έν τελείως διαφορετικόν πνευματικόν καί κοινωνικόν περιβάλλον καί δέν ευρίσκουν νόημα εις τήν θρησκείαν των πατέρων των . . . Καθώς απογυμνώνομεν τόν Χριστιανισμόν από τά παλαιά του ‘Ελληνικά ενδύματα [εξηγει ότι εννοει τά δόγματα της ‘Εκκλησίας, όπως Τριαδικότητα του Θεου, ενανθρώπησιν κ.ά.] πρέπει νά κατασκευάζωμεν νέα»!(33) Πλήρης αποστασία!
(13) ‘Ο «’Αθηνων» Χριστόδουλος: «’Όλοι ανήκουμε στό σωμα του Χριστου . . . καί αυτοί πού δέν πιστεύουν καί αυτοί πού δέν ειναι Χριστιανοί».(34) ‘Έν ακόμη κήρυγμα πανθρησκείας!
(14) ‘Ο «πατρ/χης» Δημήτριος εκήρυξε τόν πανθρησκειακόν Οικουμενισμόν, ειπών ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμη καί όταν ανήκουν εις διαφορετικάς θρησκείας, πιστεύουν καί λατρεύουν τόν αυτόν θεόν! Τόν δέ πάπαν, ο Δημήτριος εθεώρει πρωτον «επίσκοπον» της Χριστιανωσύνης, ομόζηλον καί ομότροπον των ‘Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου!(35)
(15) «Πατριάρχης» ‘Αθηναγόρας: «’Απατώμεθα καί αμαρτάνομεν, εάν νομίζωμεν ότι η ορθόδοξος πίστις κατηλθεν εξ ουρανου καί ότι τά άλλα δόγματα ειναι ανάξια. Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τόν μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εις τόν Θεόν καί άλλαι εκατοντάδες εκατομμυρίων ειναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδδισταί».(36) Πανθρησκειακός Οικουμενισμός!
‘Άς συνοψίσωμεν: Τό Οικ. Πατρ/χειον καί αι κοινωνουσαι μέ αυτό ‘Εκκλησίαι, έχουσαι ως βάσιν τήν αιρετικήν ‘Εγκύκλιον του 1920, κηρύττουν επισήμως, συστηματικως καί απροκαλύπτως εις παγκόσμιον επίπεδον, έργοις καί λόγοις, τήν παναίρεσιν του Οικουμενισμου. Ταυτοχρόνως, πολεμουν καί «αφορίζουν» τούς εμμένοντας εις τάς παραδόσεις ‘Ορθοδόξους Χριστιανούς. Τά στοιχεια πού παρεθέσαμεν ανωτέρω, μικρόν δειγμα από τάς χιλιάδας πού υπάρχουν, αποδεικνύουν του λόγου τό αληθές.
‘Εφόσον απεδείχθη ότι κηρύσσεται αίρεσις, τό κρίσιμον ερώτημα πού πρέπει ν’ απασχολη κάθε ‘Ορθόδοξον Χριστιανόν πού αγωνια διά τήν σωτηρίαν της ψυχης του ειναι τό εξης: «Ποία ειναι, κατά τούς Πατέρας της ‘Εκκλησίας, η ορθή στάσις έναντι της αιρέσεως;» ‘Απάντησις: ‘Η μέ βάσιν τόν ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου αποτείχισις από τούς κηρύσσοντας τήν αίρεσιν επισκόπους, καθώς καί από τούς εν γνώσει κοινωνουντας μετ’ αυτων. Διότι οι Πατέρες καταδικάζουν όχι μόνον τούς πρώτους, αλλά καί τούς δευτέρους. Τουτο αποδεικνύεται μέ σαφήνειαν εις τά κάτωθι πατερικά χωρία, μικρόν δειγμα από τά πάμπολλα πού υπάρχουν:
(1) Μέγας Βασίλειος: «Οίτινες τήν υγια ορθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ομολογειν, κοινωνουσι δέ τοις ετερόφροσι, τούς τοιούτους, ει μετά παραγγελίαν μή αποστωσιν, μή μόνον ακοινωνήτους έχειν, αλλά μηδέ αδελφούς ονομάζειν».(37)
(2) ‘Άγιος Κύριλλος ‘Αλεξανδρείας πρός τόν λαόν της Κων/λεως: «’Ασπίλους καί αμώμους εαυτούς τηρήσατε, μήτε κοινωνουντες τω μνημονευθέντι [Νεστορίω], μήτε μήν ως διδασκάλω προσέχοντες . . . Τοις δέ γε των κληρικων, είτε λαϊκων διά τήν ορθήν πίστιν κεχωρισμένοις ή καθαιρεθεισι παρ’ αυτου, κοινωνουμεν ημεις, ου τήν εκείνου κυρουντες άδικον ψηφον, επαινουντες δέ μαλλον τούς πεπονθότας (=παθόντας)».(38)
(3) ‘Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «’Εχθρούς γάρ του Θεου ο Χρυσόστομος, ου μόνον τούς αιρετικούς, αλλά καί τούς τοις τοιούτοις κοινωνουντας μεγάλη καί πολλη τη φωνη απεφήνατο».(39)
(4) Του ιδίου: «Οι μέν τέλεον περί τήν πίστιν εναυάγησαν· οι δέ, ει καί τοις λογισμοις ου κατεποντίσθησαν, όμως τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυνται».(40)
(5) ‘Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «’Άπαντες οι της ‘Εκκλησίας διδάσκαλοι, πασαι αι Σύνοδοι καί πασαι αι θειαι Γραφαί φεύγειν τούς ετερόφρονας παραινουσι καί της αυτων κοινωνίας διΐστασθαι».(41)
(6) Του ιδίου: «Φεύγετε καί υμεις, αδελφοί, τήν πρός τούς ακοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον των αμνημονεύτων. ‘Ιδού εγώ Μάρκος ο αμαρτωλός λέγω υμιν, ότι, ο μνημονεύων του Πάπα ως ορθοδόξου αρχιερέως, ένοχός εστι πάντα τά των Λατίνων εκπληρωσαι μέχρι καί αυτης της κουρας των γενείων καί ο λατινοφρονων μετά των Λατίνων κριθήσεται καί ως παραβάτης της πίστεως λογισθήσεται».(42)
(7) ‘Αγιορειται Πατέρες πρός αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγον: «Καί πως ταυτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή καί ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα . . . ότι μολυσμόν έχει η κοινωνία, εκ μόνου του αναφέρειν αυτόν, κάν ορθόδοξος είη ο αναφέρων».(43)
(8) Ζ? Οικ. Σύνοδος: «Τοις κοινωνουσιν εν γνώσει τοις υβρίζουσι καί ατιμάζουσι τάς σεπτάς εικόνας, ανάθεμα».(44)
(9) Σύνοδος του 1351: «Τούς κοινωνουντας τούτοις [τοις παπικοις] εν γνώσει ακοινωνήτους έχομεν».(45)
(10) Τό γνωστόν: «’Ο κοινωνων ακοινωνήτοις ακοινώνητος έσται».
Διά τό τελευταιον τουτο χωρίον, ο Καθηγητής του Κανονικου Δικαίου κ. Π. Μπούμης παρατηρει ότι ο χρόνος του ρήματος ειναι μέλλων (έσται), όχι ενεστώς (εστί), οπότε, γράφει, πρέπει νά υπάρξη Σύνοδος διά νά καταστήση ακοινώνητον τόν επίσκοπον πού κηρύττει αίρεσιν.(46) Κατ’ αρχήν, άς υπενθυμίσωμεν εις τόν κ. Μπούμην ότι τό χωρίον τουτο ευρίσκεται εις τούς ‘Ιερούς Κανόνας καί μέ άλλην διατύπωσιν, όπου ο ρηματικός τύπος ειναι χρόνου ΕΝΕΣΤΩΤΟΣ: «Μή εξειναι δέ κοινωνειν τοις ακοινωνήτοις . . . Ει δέ φανείη τις . . . τοις ακοινωνήτοις κοινωνων, καί τουτον ακοινώνητον ειναι».(47) Κατόπιν, άς παρατηρήσωμεν ότι άν ο κ. Μπούμης εννοη ότι κάνουν σχίσμα όσοι ΠΡΙΝ τήν απόφασιν Συνόδου αποτειχίζονται από τόν επίσκοπον πού κηρύττει απροκαλύπτως κατεγνωσμένην αίρεσιν, τότε σφάλλει. Διότι, εις τήν περίπτωσιν αυτήν, ο ΙΕ? Κανών της ΑΒ? Συνόδου επιτρέπει τήν αποτείχισιν καί «ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΩΣ»! Θεωρει δέ τήν αποτείχισιν αυτήν όχι σχίσμα, αλλά πραξιν επαινετήν! Κατά δέ τόν γνωστόν Σέρβον Κανονολόγον ‘Επίσκοπον Νικόδημον Milas, η τοιαύτη αποτείχισις ειναι όχι μόνον πραξις επαινετή, αλλά καί επιβεβλημένη!(48)
Είδομεν ανωτέρω ότι τό Οικ. Πατρ/χειον καί αι κοινωνουσαι μέ αυτό ‘Εκκλησίαι κηρύσσουν αίρεσιν εις παγκόσμιον επίπεδον επισήμως, συστηματικως καί απροκαλύπτως, λόγοις καί έργοις. Είδομεν ακόμη ότι οι Πατέρες της ‘Εκκλησίας προτρέπουν τούς πιστούς ν’ αποτειχίζωνται από τούς κηρύσσοντας τήν αίρεσιν επισκόπους, διότι άλλως καθίστανται εχθροί του Θεου. Συνεπως, η κατηγορία κατά των ‘Εσφιγμενιτων Πατέρων καί κατά των ‘Ορθοδόξων του π.ε. ότι ειναι δηθεν «σχισματικοί», επειδή δέν έχουν κοινωνίαν μέ τό Οικ. Πατρ/χειον καί τούς εν γνώσει κοινωνουντας μετ’ αυτου, αποτελει φοβεράν διαστροφήν της αληθείας. ‘Όσοι εκτοξεύουν τήν κατηγορίαν αυτήν δέν παραδέχονται τουλάχιστον έν εκ των δύο: (α) τήν κρυσταλλίνην Πατερικήν διδασκαλίαν επί του θέματος πού μας απασχολει, καί δή τόν ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου· καί (β) ότι κηρύσσεται αίρεσις. ‘Όπως ανεφέρθη εισαγωγικως, δέν παραδέχονται τό δεύτερον. Χάριτι Θεου, εις τό παρόν άρθρον απεδείξαμεν ότι πλανωνται.
*Ευχαριστω τόν ‘Ιερομόναχον π. Θεοδώρητον διά τά εποικοδομητικά του σχόλια καί τάς διορθώσεις πού έκαμε εις μίαν προηγουμένην παραλλαγήν του κειμένου. Βεβαίως, εάν παραμένουν λάθη, αυτά βαρύνουν αποκλειστικως τόν γράφοντα.
1 Βλ. κείμενα της ‘Ι.Κ. ‘Αγ. ‘Όρους («’Ορθ. Τύπος», 7-3-03, σ. 3, «Χριστιανική», 13-3-03, σ. 6), κείμενα του «πατρ/χου» Βαρθολομαίου («’Απ. τ. Κ.», 23-2-03, σ. 83-85), του π. Θ. Διονυσιάτου («’Ορθ. Τύπος», 28-2-03, σ. 3, 21-3-03, σ. 3) κ.ά.
2 http://www.patriarchate.org/encyclicals/patriarchal_encyclicals/Encyclical_1920.
3 Ζ? Οικ. Συν. Βλ. Πρακτικά των ‘Αγ. καί Οικ. Συνόδων, Τόμ. Γ?, σ. 378.
4 «’Εκκλησιαστική ‘Αλήθεια», 24-11-1895, σ. 312-314.
5 Βλ. Πρακτικά καί ‘Αποφάσεις του εν Κων/λει Πανορθ. Συνεδρίου, σ. 54, 55, 69.
6 Βλ. ‘Αρχιμ. Θεοκλήτου Στράγγα, ‘Εκκλησίας της ‘Ελλάδος ‘Ιστορία εκ Πηγων ‘Αψευδων: 1817-1967, Τόμ. Β?, σ. 1194-96.
7 Βλ. ‘Α.Δ. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου, ‘Αθηναι, 1985, σ. 571-588, καί «’Άγιος ‘Αγαθάγγελος ‘Εσφιγμενίτης», Μάρτ. – ‘Απρ. 1991, τ. 124, σ. 17-20.
8 Βλ. ‘Άρθρον του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «’Ορθ. Τύπος», 28-2-03, σ. 3.
9 Βλ. The Serbian Orthodox Church and the World Council of Churches, Orthodox Monastery of the Archangel Michael, Sydney, Australia, 1996, σ. 3.
10 Βλ. διάφορα έγγραφα εις http://www.wcc-coe.org/wcc/who/index-e.html.
11’Ανοικτή επιστολή της Ρωσ. ‘Εκκλ. της Διασπορας πρός ‘Αρχ/πον ‘Αμερικης ‘Ιάκωβον (1969), http://www.orthodoxinfo.com/ecumenism/philaret_iakovos.htm.
12«’Ορθ. Τύπος», 21-6-02, 28-6-02, «Σταυρός», ‘Ιούλ. – Αύγ. 2002, σ. 109.
13«’Άγιος ‘Αγαθάγγελος ‘Εσφιγμενίτης», τ. 150, ‘Ιούλ. – Αύγ. 1995, σ. 2.
14 Πρακτικά των ‘Αγ. καί Οικ. Συνόδων, έ.α., σ. 477 καί 572.
15 «’Επίσκεψις», αρ. 464, 1-7-1991, σ. 9.
16 Βλ. http://www.goarch.org/en/ourfaith/articles/article7108.asp.
17 Αυτόθι. ‘Η μετάφρασις του γράφοντος.
18 Πρακτικά των ‘Αγ. καί Οικ. Συνόδων, έ.α., σ. 430 καί 478· Πηδάλιον, ‘Εκδ. «’Αστήρ», ‘Αθηναι 1993, σ. 176.
19 Παγκόσμιον Συνέδριον κατά του ρατσισμου, των φυλετικων διακρίσεων καί της ξενοφοβίας, 17-3-2001, Durban Ν. ‘Αφρικης. Βλ. http://www.patriarchate.org, News on the Ecumenical Patriarchate.
20 6η Παγκόσμιος Συνάντησις Θρησκείας καί Ειρήνης, Riva Del Garda, 4-11-1994, http://www.patriarchate.org/SPEECHES/1994/NOV_4-World_Assembly.html.
21 «’Ορθόδοξος Τύπος», 15-3-02, σ. 5.
22 «’Ορθόδοξος Τύπος», 8-1-1999, σ. 5.
23 «’Επίσκεψις», αρ. 423, 15-7-1989, σ. 6-7.
24 Π.Ι. Μπούμη, Συνέπειαι της ‘Άρσεως των ‘Αναθεμάτων Ρώμης – Κων/λεως, ‘Αθηναι, 1976, σ. 225.
25 Βαρθολομαίου ‘Αρχοντώνη, Περί τήν Κωδικοποίησιν των ‘Ιερων Κανόνων καί των Κανονικων Διατάξεων εν τη ‘Ορθοδόξω ‘Εκκλησία, ‘Ανάλεκτα Βλατάδων, ‘Αριθ. 6, Πατριαρχικόν ‘Ίδρυμα Πατερικων Μελετων, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.
26 Πρακτικά των ‘Αγ. καί Οικ. Συνόδων, έ.α., σ. 481.
27Πηδάλιον, έ.α., σ. 322-323.
28 ‘Ιεροδ. Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ‘Επιτομή ‘Ιερων Κανόνων: ‘Απάνθισμα, Τόμ. Α?, ‘Επιμέλεια Θεοδωρήτου ‘Ιερομονάχου, ‘Εκδ. «’Αστήρ», 2002, σ. 88.
29 «’Εκκλησία», 1-5-1998, σ. 267.
30 ‘Άρθρον του «Αυστραλίας» Στυλιανου Χαρκιανάκι, «Φωνή της ‘Ορθοδοξίας», Τόμ. 9, ‘Αρ. 12, Δεκ. 1988.
31 Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, ‘Η ‘Ορθοδοξία ‘Έναντι του Οικουμενισμου, ‘Εκδ. «Σταυρός», ‘Αθηναι, 1990, σ. 295-300.
32 «Σταυρός», Μάρτιος 2003, αρ. τ. 477, σ. 36-37.
33 “New York Times”, 25-9-1967, σ. 40.
34 «’Ορθ. Τύπος», 9-11-01, σ. 5.
35 Φιλήματα ‘Ιούδα, ‘Εκδ. «’Άγιος ‘Αγαθάγγελος», ‘Αθηναι, 2000, σ. 39-47.
36 π. Θεοδωρήτου ‘Ιερομονάχου, Παλαιόν καί Νέον, Β? ‘Έκδ., ‘Άγ. ‘Όρος – ‘Αθηναι 2000, σ. 38.
37 Ν. Βασιλειάδη, Μάρκος ο Ευγενικός καί η ‘Ένωσις των ‘Εκκλησιων, ‘Εκδ. «Σωτήρ», ‘Αθηναι, 1972, σ. 95.
38 Mansi IV, 1096.
39 P.G. 99, 1049 Α.
40 Αυτόθι, 1164 Α.
41 P.G. 160, 105 C.
42 P.G. 160, 1097 D, 1100 A.
43 V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec De L’Union De Lyon (1273-1277), Παρίσι, 1976, σ. 399.
44 Πρακτικά των ‘Αγ. καί Οικ. Συνόδων, έ.α., σ. 230 καί 325.
45 Αυτόθι, σ. 572.
46 «’Απογευματινή της Κυριακης», 2-3-03, σ. 84.
47 Β’ Κανών της εν ‘Αντιοχεία Συνόδου. Βλ. Πηδάλιον, έ.α., σ. 407.
48 Οι Κανόνες της ‘Ορθ. ‘Εκκλησίας μεθ’ ερμηνείας, ΙΙ, Novi Sad 189, σ. 290-91.