τῆς Ἰουστίνης Φραγκούλη-Ἀργύρη
Βρίσκομαι στὸ Μόντρεαλ ἐδῶ καὶ εἴκοσι χρόνια. Ἐδῶ ἀπὸ τὸ 1990 καὶ ἐντεῦθεν ἀνακάλυψα τὴν χαρὰ τῶν χριστουγεννιάτικων στολισμῶν, τῶν δώρων καὶ τῶν φώτων, ποὺ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Δεκεμβρίου λάμπουν σάν ζαχαρωτὰ φωτίζοντας τὸ λευκὸ πέπλο τοῦ χιονιοῦ κατὰ τὶς ἀσέληνες μακριὲς νύχτες τοῦ χειμώνα. Πέρασα ἀπὸ τὸ παραλήρημα τῆς γορτινῆς χαρᾶς (στὴν ὁποία συμμετεῖχε ἐπὶ 15 χρόνια ἡ ἀδελφή μου μὲ τοὺς ἐρχομοὺς της ἐδῶ) στὴν πλήρη ἄρνηση νὰ γιορτάσω τὰ Χριστούγεννα μὲ φῶτα καὶ καλούδια. Φέτος, μία πενταετία μετὰ τὴν ξαφνικὴ φυγή της, ἀποφάσισα νὰ κοιτάξω πάλι κατάματα τὶς γιορτές, γιατί «ἡ ζωὴ κυλάει δίχως νὰ κοιτάει τὴν δική μας μελαγχολία» ὅπως ἔγραψε κάποτε ὁ Σαββόπουλος. Ἔτσι, λοιπόν, μπῆκα ξανὰ στὴν διαδικασία τῆς ἀγορᾶς τῶν δώρων, στὶς Χριστουγεννιάτικες ἐξόδους, στὸ γύρισμα ἀνὰ τὰ ἐμπορικὰ κέντρα τῆς πόλης μου. Καὶ ἀνακάλυψα -φεῦ!- ὅτι ἐνῶ ἐγὼ εἶχα ἀποσυρθεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἀπὸ τοὺς γιορτασμοὺς γιὰ καθαρὰ προσωπικοὺς λόγους, ἡ πόλη μετάβαλε τὴν γιορτινή της ἀτμόσφαιρα σὲ μία ὑποτονικὴ ἐπετειακὴ ἐποχή, ὅπου τίποτε δὲ λάμπει ὅπως… παλιά.