Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Τσάμη στην Ήπειρο τι θες και για καλό δεν ήρθες

Γράφει ο Γιώργος Ανεστόπουλος

– Πάει, τέλεψες Γραικέ, τα Χώματά σου Θέλω…

– Έχεις μωρέ συ κακορίζικε Τσάμη τσαγανό, ασκέρι και τζουμπλέκια να μου πειράξεις εμένα παιδιά, γυναίκες, χώματα;
– Κοίτα ολούθε γύρα σου Καπετάνιο. Ζωσμένος είσ’ από παντού.
– Κάμε γιούρια τότε ωρέ Τσάμη. Σε περιμένουμε. Τι το μολογάς και δεν το κάμεις;
– Είσαι σίγουρος Ρωμιέ; Τήρα καλά ωρέ. Σε βαθύ ύπνο είναι οι δικοί σου.
– Και τότε σα δεν κοτάς μωρέ;
– Σας μακελεύω λίγους λίγους καπετάνιο. Γιατί τάχα να στους ξυπνήσω και να κιντυνέψω τη νίκη μου;
– Δεν έχεις τσίπα κι αντρειοσύνη μωρέ στο μαχαίρι σου;
– Από νίκη νογάω μόνο καπετάνιο. Κι η νίκη Τιμή δεν έχει.
– Σαν γιατί έχεις φάει τότες τόσο λίγους μωρέ άτιμε τουρκαλβανέ; Ούτε κοιμισμένα δεν καταφέρνεις τα Ελληνόπουλα ωρε Τσάμη κιοτή;
– Αγάντα καπετάνιο και φυτεύω όλο και περσότερους μπιστικούς μου στα χωριά σου.
– Μας σκιάζεσαι ωρέ χαμένε; Όρμα μας μωρέ ξεκάθαρα…τι φυλάγεσαι;
– Μαθές το έλαβα καλά το μάθημά μου καπετάνιο. Κάλλιο να σιγουρέψω τη νίκη μου. Μόνο αλαφροΐσκιωτος θα έκαμε ξεκάθαρο γιουρούσι στους γραικούς…..
– Και θαρρείς πως σαν ξυπνήσουνε τα παιδιά των Δαναών θα ζήσεις μωρέ να κάμεις χαΐρι;
– Σαν έχω κι από τρεις δικούς μου αρματωμένους κι έτοιμους γύρω από κάθε ξαρμάτωτο δικό σου καπετάνιο, δεν θα προκάνουν ούτε ανασεμό να βγάνουν. Κι όχι να πιάσουν τ’ άρματα και σπάθα να ξαμώσουν.
– Χανούμισα δειλή ήσουν πάντοτε μωρέ Τουρκαλβανέ. Λυσσάρικο σκυλί που αμάχους πάντα δάγκωνε και κιότευε σ’ ανδρείους.
– Λόγια μολόγα όσα θες Ρωμιέ μα ορέγομαι το βιός σου…έλα στη δούλεψή μου και ήθελε να σε θυμηθώ μετά…
– Βρε αι σιχτιρ από δω…Άϊντε ψόφα παραπέρα. Μωρέ θα σε προλάβω Τσάμικο σκυλί και θα σε κόψω.
– Οι Νόμοι σου ασπίδα μου καϋμένε καπετάνιο….ας είν’ καλά οι Καλαμαράδες σας.
– Σ’ αφήνουν οι άθλιοι Καλαμαράδες και Γραμματικοί και βολοδέρνεις όπου θες δειλέ φονιά….αλλά θά’ ρθει η ώρα σου μωρέ…που θα πάει…
– Έρμε καπετάνιο τι χρόνο θαρρείς πως έχεις μωρέ; Πληθαίνουνε τ’ ασκέρια μου στις στράτες, στα χωριά σου…Όλοι ψημένοι στη φωτιά…και όλοι αρματωμένοι…ενώ εσείς; Δες μωρέ τα παλικάρια σου….δέστα…κοιμισμένα….και που είναι όταν δεν κοιμούνται μωρέ; Στον καφενέ και στο καπηλειό….μ’ αυτούς μωρέ θα κάμεις πόλεμο; Μ’ αυτούς τους ρέμπελους που βαριούνται να πιάσουν ντουφέκι και λεπίδι και να πάρουν τα βουνά, να παιδευτούν, να θεριευτούν πολεμικά θα κόψεις τους δικούς μου;
– Κάμε πως πείραξες κιοτή μια τρίχα απ’ τα παιδιά μας…
– Κάθε νυχτιά ανόητε γραικέ ατιμάζονται αβέρτα άντρες, γυναίκες και παιδιά σου….Τι έκαμες τάχα ως τώρα γι’ αυτό; Να σου μολογήσω εγώ. ΤΙΠΟΤΑ δεν έκαμες για να πάρεις το αίμα σου πίσω. Λεύτερους αφήνεις τους δικούς μου να σου πειράζουν τη γενιά. Να σου κλέβουν το βιός σου. Να σας ατιμάζουν τις μανάδες, τις κόρες, τις αδελφές σας, τις γυναίκες σας. Τι ΕΚΑΜΕΣ μωρέ για να με αντιμετωπίσεις; ΤΙΠΟΤΑ….τι κι αν σκούζουν κάποιοι λίγοι σαν και του λόγου σου; Η Γενιά σου δεν απαντά στο βούκινό σας….κάθεστε σαν κότες και το ανέχεστε….Πως να μην ορέγομαι λοιπόν να σου κάμω χειρότερα; Πως να μην ορέγονται οι βουνίσιοι πολεμιστές μου να σου πάρουν τα χώματά σου, τα υποστατικά σου, τις γυναίκες σας, το βιός σας, την ίδια σας τη ζωή;
– Που θα πάει ωρέ Τουρκαλβανέ…Θα ξυπνήσουν τα παλικάρια μας. Κι όταν ξυπνήσουν θα σε πετύχουμε.
– Όταν θα συμβεί αυτό Καπετάνιο θα είναι πολύ αργά πια. Κοιμάστε τόσο βαθιά. Ούτε θα νοιώσετε για πότε θα χαθείτε.
– Πες τους μωρέ να μου λύσουν τα χέρια και δώσε μου ένα μαχαίρι…κι έλα να τα πούμε σαν άντρες κιοτή.
– Γιατί να το κάμω μωρέ καπετάνιο; Για χαζό μ’ έχεις; Κάλλιο τό’ χω να σου δείξω πράματα να ξέρεις. Για να φχαριστηθώ ταχιά την ανημπόρια σου.
– Τι τσαμπουνάς εκεί γαμώ την άθλια φάρα σου ρε τσάμικο σκυλί;
– Να, φτάσαμε. Κοίτα μέσα σ’ αυτό το απόμερο κατώι τώρα που γιουριάζουν οι δικοί μου.
– Τι ανομίες άτιμες θα κάμετε μωρέ φονιάδες πάλι;
– Θα ιδεις καπετάνιο. Θα ιδεις. Κοίτα καλά μόνο, να τα θυμάσαι με το χάραμα για να τα μολογήσεις στους δικούς σου και να κλάψετε αντάμα.
– Άτιμη φάρα…
– Τα βλέπεις καπετάνιο; Έχουν πάρει όλοι από έναν. Άλλος ατιμάζει τη γυναίκα του γραικού σου, άλλος το παιδί του, άλλος τη μάνα του κι άλλος τον ίδιο….Ακούς μωρέ τα ουρλιαχτά τους; Άκου τα καλά, μην και τα ξεχάσεις ποτές. Πριν φύγουν θα τους χαράξουν με λεπίδι σημάδι να θυμόνται. Μην ξεχάσουν ποτέ την ανημπόρια τους και την σκλαβοσύνη τους. Και να την δείχνουν παντού.
– Θα σε κόψω άτιμε…που θα πας…
– Τίποτα δεν θα κάμεις καπετάνιο…γι’ αυτό στα δείχνω…για να δεις την «ανημπόρια» σου καϋμένε…
– Στο πιο ψηλό κυπαρίσσι θα σε κρεμάσω άτιμο σκυλί. Δειλέ φονιά αμάχων και γυναικοπαίδων.
– Από ποιόν περιμένεις αύριο να βρεις βοήθεια για να κάμεις ασκέρι καπετάνιο να με κυνηγήσεις; Απ’ αυτόν εκεί μέσα; Θα ιδεις και μόνος σου ότι θα το «καταπιεί». Δεν θα κάμει ΤΙΠΟΤΑ. Ίδιος και χειρότερος θα βγει απ’ την αποψινή νυχτιά. Δεν θα θυμώσει, δεν θα οργιστεί, δεν θα αντιδράσει. Κοιμισμένος έπεσε απόψε, κοιμισμένος θα σηκωθεί αύριο πρωί με την Τιμή του κουρέλι. Είναι ζήτημα ακόμη κι αν μιλήσει ποτέ σε κανέναν για τ’ αποψινό. Όπως έκαμαν και κάμουν όλοι οι υπόλοιποι δειλοί γραικοί σου καιρό τώρα. Που τους ξεσκίζουμε και κανείς δεν αντιδρά. Με ποιόν θα κάμεις ασκέρι λοιπόν καπετάνιο; Μ’ αυτούς τους κοιμισμένους κι αδιάφορους γραικούς σου;
– Κι όμως χαμένε…υπάρχουν παλικάρια…
– Που μωρέ καπετάνιο; Στον καφενέ ή στο καπηλειό; Πόσοι απ’ αυτούς κοντάνε να βγούνε μωρέ στην κλεφτουριά και στα βουνά να γίνουν πολεμιστές; Τα δικά μου παλικάρια γεννιούνται με το μαχαίρι στο χέρι και εκπαιδεύονται στον πόλεμο μια ζωή πάνω στα βουνά. Εγώ επίτηδες στους άφησα να ζήσουν απόψε. Για να δεις και μόνος σου τι θα συμβεί αύριο. Για να ιδεις πως ότι κι αν του συνέβη απόψε, αύριο θα είναι και πάλι ο ίδιος κοιμισμένος γραικός….γιατί λοιπόν να μην είμαι σίγουρος για τη νίκη μου;
……
– Ε, καπετάνιο, έχασες τη μιλιά σου μωρέ;
– Θά’ ρθει καιρός ωρε χαμένε Τσάμη….θά’ ρθει καιρός…
– Γι’ αυτό σ’ αφήνω ζωντανό καπετάνιο….για να το δεις μόνος σου αύριο το πρωί….τίποτα δεν θ’ αλλάξει….κανένας τους δεν θα σ’ ακούσει…
– Θα’ ρθει καιρός…
– Πόσους ατίμασα γαμώ το ξερό κεφάλι σου μωρέ ως τώρα; Πόσους δικούς σου μακέλεψα και τσάκισα; Κι όμως. Βλέπεις εσύ κανέναν να ξεσηκώνεται; Βλέπεις εσύ κανέναν να αντιδρά; Όχι καπετάνιο. Κανείς απ’ τους γραικούς σου δεν σηκώνει κεφάλι.
– Έλληνες άθλιε Τσάμη…Έλληνες…όχι Γραικοί….ούτε Ρωμιοί…
– Όχι καπετάνιο….Γραικοί….γραικύλοι….ούτε καν Ρωμιοί….πάνε οι πρόγονοί σου…χάθηκαν στην σκόνη της ιστορίας….οι Έλληνες θα ξεσηκώνονταν. Θα έπιαναν τ’ άρματα να τσακίσουν τον εχθρό. Θα εκπαιδεύονταν μιαν ολόκληρη ζωή σαν πολεμιστές. Δεν θα ξημεροβραδιάζονταν στους καφενέδες, στα παραγώνια και στα καπηλειά.

Πηγή:http://aegeanhawk.blogspot.gr/

Related Posts
0 Comments

No Comment.