Ο Αμερικανός καθηγητής της κοινωνικής ψυχολογίας Stanley Milgram, πραγματοποίησε ένα σημαντικό πείραμα το 1961 το οποίο, από τότε έχει επαναληφθεί σε παραλλαγές και επιβεβαιωθεί σε πολλές χώρες. To πείραμα αποδεικνύει ότι η υποταγή στην αυθεντία, μπορεί να οδηγήσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό απλών ανθρώπων ακόμα και στο να βασανίσουν άλλους, άγνωστους σ’ αυτούς συνανθρώπους τους.
Ο Milgram και οι συνεργάτες του βρήκαν τους εθελοντές που συμμετείχαν στο πείραμα με μια μικρή αγγελία που προσέφερε 4,5 δολάρια ανά ώρα για την συμμετοχή σε ένα πείραμα. Οι εθελοντές πίστευαν ότι μετέχουν σε ένα πείραμα το οποίο διερευνά την σημασία της τιμωρίας στην διαδικασία της μάθησης και στην εξάσκηση της μνήμης. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική: Φθάνοντας ο καθένας από τους εθελοντές χωριστά για το πείραμα, έβρισκε εκεί άλλον έναν εθελοντή για το ίδιο πείραμα ο οποίος, όμως, ήταν συνεργάτης του Milgram.
Ο διευθυντής του πειράματος, με λευκή ιατρική μπλούζα -σύμβολο αυθεντίας-, έριχνε νόμισμα κορώνα-γράμματα για το ποιος θα έχει το ρόλο του “εξεταστή” και ποιος του “μαθητή” με αποτέλεσμα, σκόπιμα, ο πραγματικός εθελοντής να ορίζεται πάντα σαν εξεταστής. Παρουσία του τελευταίου, ο μαθητής δενόταν σε μία παραλλαγή ηλεκτρικής καρέκλας με ελεύθερο ένα μόνο χέρι για να πατάει κουμπιά για τις απαντήσεις. Με εμφανή δυσφορία και διαμαρτυρίες, ο μαθητής μάθαινε ότι για κάθε λαθεμένη απάντηση θα του γίνεται μία ηλεκτρική εκκένωση. Σε επιβεβαίωση ότι το σύστημα λειτουργεί, γινόταν μία δοκιμή όπου ο εξεταστής γινόταν δέκτης μιας πραγματικής και αρκετά ενοχλητικής εκκένωσης 45 volt για “να δει πως είναι”.
Στη συνέχεια, ο διευθυντής και ο εξεταστής περνούσαν στη διπλανή αίθουσα που επικοινωνούσε με τον μαθητή μόνο με μικροφωνική εγκατάσταση. Ο εξεταστής έδινε τότε στο μαθητή ένα κατάλογο λέξεων που έπρεπε να αποστηθίσει και να τις επαναλαμβάνει με το πάτημα κουμπιών. Ο εξεταστής καθόταν μπροστά σε μία κονσόλα με τριάντα διαφορετικούς μοχλούς, ένα για κάθε μία διαφορετική ένταση ρεύματος από 15 έως 450 volt με αντίστοιχες επιγραφές με διαβαθμισμένες ενδείξεις, από “ελαφρύ σοκ” έως “κίνδυνος, σφοδρό σόκ”.
Οι οδηγίες προς τον εξεταστή ήταν ότι οι εκκενώσεις ρεύματος θα πρέπει να κλιμακώνονται με κάθε λαθεμένη απάντηση. Βέβαια, στη πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα ηλεκτρικό ρεύμα-τιμωρία προς τον μαθητή. Ο ίδιος έδινε απαντήσεις και έκανε σκόπιμα λάθη, σύμφωνα με το πρόγραμμα, ενώ δυσφορούσε για τις τιμωρίες. Από τα 75 volt και πάνω, φώναζε αρκετά δυνατά ενώ, μετά το 180 volt ούρλιαζε “σταματήστε!”. Μετά έβαζε τα κλάματα και παρακαλούσε για έλεος και μετά γρύλιζε σαν ζώο. Από τα 300 volt και πάνω σταματούσε να απαντά στις ερωτήσεις, δεν αντιδρούσε καθόλου και έδινε την εντύπωση ότι έχει χάσει επαφή με το περιβάλλον. Επειδή όμως, σύμφωνα με τον κανονισμό του πειράματος, έλλειψη απάντησης μετρούσε σαν λαθεμένη απάντηση, ο εξεταστής συνέχιζε να κάνει ερωτήσεις, κλιμακώνοντας συνέχεια τις ηλεκτρικές εκκενώσεις.
Το πείραμα ήταν οργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνει στον εθελοντή-εξεταστή καμία υπόνοια για τη γνησιότητά του. Αυτό ήταν κάτι που, μετά το πείραμα, αναγνώρισαν όλοι οι εθελοντές. Η πραγματική ερώτηση που έθετε το πείραμα, βέβαια, ήταν: “μέχρι ποιό σημείο θα μπορούσε να φθάσει ένας άνθρωπος στον οποίο μία ανώνυμη αρχή ή εξουσία θα του ζητούσε να βασανίσει ή ακόμη να σκοτώσει ένα συνάνθρωπό του”.
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων ήταν τρομακτικά. Στις ΗΠΑ, 65% των εθελοντών συνέχισαν το ρόλο τους μέχρι το μέγιστο όριο των 450 volt παρά τις κραυγές του θύματος και την μετέπειτα σιωπή του. Οταν το πείραμα επαναλήφθηκε στο Maxwell Planck Institute στο Μόναχο, το ίδιο αποτέλεσμα ήταν 85%! Από τότε, το πείραμα αυτό έχει γίνει πάρα πολλές φορές, ακόμη και με παραλλαγές που έκαναν διάφοροι άλλοι επιστήμονες που είχαν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις σε κάποιες διαδικαστικές πλευρές, και τα αποτελέσματα πάντα επιβεβαιώνονταν.
Με άλλα λόγια, κατά μέσο όρο τρεις στους τέσσερις εθελοντές είναι έτοιμοι να βασανίσουν και να σκοτώσουν συνάνθρωπό τους χωρίς να αμφισβητήσουν την αιτία. Η στατιστική αυτή διαπίστωση συνηγορεί στο ότι δεν θα πρέπει απαραίτητα κανένας από όλους εμάς να πιστεύει ότι ανήκει στη μικρή εξαίρεση.
Σχεδόν όλοι οι εθελοντές στα διάφορα πειράματα έδειξαν μία κάποια απροθυμία να συνεχίσουν όταν τα θύματα άρχισαν να παραπονούνται για πόνο και θέλησαν να σταματήσουν το πείραμα και να ελέγξουν τον “μαθητή”. Μερικοί σταμάτησαν στα 135 volt και άρχισαν να αναρωτιούνται για το σκοπό του πειράματος. Οι περισσότεροι πείστηκαν να συνεχίσουν όταν βεβαιώθηκαν ότι δεν θα φέρουν καμία ευθύνη για ότι συμβεί στον “μαθητή”. Σημειώνεται ότι σε κάποιες παραλλαγές του πειράματος, ο “μαθητής” είχε κάνει γνωστό στον “δάσκαλο” ότι έχει κάποια ελαφρά καρδιακά προβλήματα.
Ο διευθυντής του πειράματος που στεκόταν συνέχεια δίπλα τους με σταυρωμένα τα χέρια και ύφος το οποίο δεν άφηνε περιθώρια για συζήτηση ενώ, αντίθετα, έδειχνε προβληματισμένος για το ενδεχόμενο διακοπής του πειράματος δίνοντας τέσσερεις στερεότυπες διαδοχικές παροτρύνσεις
1. “Παρακαλώ συνεχίζεις”,
2. “Είναι αναγκαίο για την επιτυχία του πειράματος να συνεχίσεις”,
3. “Είναι απολύτως απαραίτητο να συνεχίσεις” και
4. “Δεν έχεις άλλη επιλογή. Πρέπει να συνεχίσεις”.
Αν ο “εθελοντής” επιθυμούσε να σταματήσει και μετά την 4η παρότρυνση τότε το πείραμα σταματούσε. Αλλιώς, το πείραμα συνεχιζόταν μέχρι ο “εθελοντής” να κατεβάσει τρεις φορές τον διακόπτη των 450 volt.
Από συζητήσεις μετά τα πειράματα, αποκαλύφθηκε ότι όλοι οι εθελοντές είχαν νομίσει ότι το θύμα ήταν ή αναίσθητο ή ίσως ακόμη και νεκρό. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν βαθύτατα ενοχλημένοι από την ίδια τους τη συμπεριφορά και δεν μπορούσαν να τη καταλάβουν. Προσπαθώντας να βρουν κάποια εξήγηση, έλεγαν πράγματα όπως “δεν ήθελα να κάνω κάποιο λάθος που θα χαλούσε το πείραμα”. Έπειθαν τους εαυτούς τους ότι “οι επιστήμονες ήξεραν τι κάνουν”.
http://www.phorum.gr