24grammata Εἰρήνη Ἀ. Ἀρτέμη
Τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως στούς δύο διαλόγους,
«Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
αριθμός σειράς 44, ημ. έκδοσης:26/05/2013
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Στή θέση τοῦ Προλόγου ἐπιλέξαμε νά βάλουμε τίς βιβλιοκρισίες γιά τήν παροῦσα μεταπτυχιακή διατριβή, τίς ὁποῖες ἔγραψαν καί δημοσίευσαν δύο σπουδαῖοι Ἕλληνες καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου τοῦ Ἀθηνῶν μέ διεθνές κύρος γιά τή συμβολή τους στή Θεολογική Ἐπιστήμη τοῦ καθηγητῆ Εὐάγγελλου Θεοδώρου, Ἄρχοντα Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Ὁμότιμου Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί πρώην Πρυτάνεως τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἐπίτιμον καί Τακτικόν Μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν καί Τεχνῶν, καί τοῦ καθηγητῆ Ἠλία Μουτσούλα, ὁμότιμου καθηγητῆ τῆς Πατερικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί National Correspondent τῆς Ἑλλάδας στό Association International of Patristic Studies μέχρι τό 2011. Ἡ συγκεκριμένη διατριβή εἶχε ἀρχικά δημοσιευτεῖ στόν Ἐκκλησιαστικό Φάρο, περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τόμο ΟΕ, Ἀλεξάνδρεια 2004, 145-277. Ἔπειτα ἀπό πέρασμα κάποιων χρόνων καί μέ σημαντικές διορθώσεις ἐπιχειρεῖται ἡ δημοσίευσή της ὡς βιβλίο.
Βιβλιοκρισία, στό Περιοδικό Ἐκκλησιαστικό Φάρος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀλεξάνδρειας, τόμος ΠΒ, Ἀλεξάνδρεια 2011, σ. 299-302.
Εἰρήνης Ἀ. Ἀρτέμη, Μphil. Athens, Φιλολόγου, Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς καί Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, περ. Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τόμ. ΟΕ (2004), 145-277.
Με μεγάλη ἱκανοποίηση ἀναγνώσαμε στό ἀκτινοβόλο περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας «Ἐκκλησιαστικός Φάρος» τήν ὡς ἄνω ἐπιστημονική θεολογική ἐργασία τῆς Εἰρήνης Ἀ. Ἀρτέμη, ἡ ὁποία εἶναι πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς καί Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κατέχει δίπλωμα μεταπτυχιακῆς ἐξειδικεύσεως στόν τομέα τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων καί ἤδη ἔχει δημοσιεύσει ἀρκετές ἐπιστημονικές μελέτες, πού εἶναι ἀξιόλογες ἐρευνητικές συμβολές στόν ἐπιστημονικό-θεολογικό αὐτό τομέα.
Στήν ἐκτενέστατη Εἰσαγωγή (σσ. 148-183) ἡ κ. Ἀρτέμη παρουσιάζει τήν ἐξέλιξη, ἀνάπτυξη, διαμόρφωση καί σημασία τῆς χριστολογικῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, μέσα στά πνευματικά πλαίσια τῆς ἐποχῆς του εἰς τρόπον ὥστε νά γίνεται εὐρύτατα δεκτόν ὅτι ὁ Ἀλεξανδρινός πατήρ «λίγο πρίν ἐκμετρήσει τό βίο του» ( 444) νά θεωρεῖται «ὡς αὐθεντικός ἐκπρόσωπος» τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας περί τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεανθρώπου (σ. 154). Ἡ διδασκαλία αὐτή, ἐνῶ πρίν ἀπό τό ξέσπασμα τῆς νεστοριανικῆς καταιγίδος, εἶχε μᾶλλον ἀσαφεῖς διατυπώσεις, ὁ ἅγιος Κύριλλος μέ προϊοῦσα σαφήνεια ἐπιγραμματικῆς διατυπώσεως ἐπισημαίνει ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι ἕνας καί ἔχει δύο φύσεις… Ἡ θεία φύση Του ὑπῆρχε προαιωνίως˙ ὅμως «ἐν χρόνῳ» ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση μέ ἀποτέλεσμα ἡ προαιώνια θεία φύση νά ἑνωθεῖ μέ τήν «ἐν χρόνῳ» ἀνθρώπινη».
Στήν ἰδία ἐκτενῆ Εἰσαγωγή ἡ σ. ἀναφερόμενη στά ἐξεταζόμενα δύο ἔργα «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», πού ἐκφράζουν τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τό μέν πρῶτο σέ μία περισσότερο «ἀνοικτή» ὁρολογία, τό δέ δεύτερο «μέ περισσότερο στενό καί συγκεκριμένο τυπικό ἤ ἐκφραστικό «μοτίβο» πρός ἀπόκρουση τῆς νεστοριανικῆς αἱρέσεως».
Στό Α΄ κεφάλαιο (σσ. 184-198) ἡ κ. Ἀρτέμη διεισδύει στοχαστικά καί ἐπιτυχῶς στίς καταφατικές διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, ἀφ’ ἑνός γιά τό ἀποφατικό βάθος τοῦ Μυστηρίου τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου˙ ἀφ’ ἑτέρου γιά τήν ἄτρεπτη καί ἀΐδια θεία φύση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τρίτον γιά τό ὅτι ὁ Υἱός εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός.
Στό Β΄ κεφάλαιο (σσ. 199-247) συνεχίζεται ἡ προσπέλαση στό βαθυστόχαστο περιεχόμενο τῶν δύο ἔργων τοῦ μεγάλου ἀλεξανδρινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πατρός καί
ἐπισημαίνεται πρῶτον ἡ ἐν χρόνῳ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πού δικαιολογεῖ τόν χαρακτηρισμό τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου˙ δεύτερον ἡ τέλεια ἀνθρώπινη φύση τοῦ Θεανθρώπου˙ τρίτον οἱ διαφορές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς λοιπούς «κεχρισμένους» ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης˙ τέταρτον ἡ πραγματική, οὐσιώδης καί «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων (θείας καί ἀνθρώπινης) στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί πέμπτον ἡ ἕνωση τῶν δύο ἀυτῶν φύσεων «χωρίς τροπή ἤ ἀλλοίωση». Ἀντίθετα πρός τή διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ὁ Ἀλεξανδρινός Πατριάρχης Κύριλλος τονίζει, ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Κυρίου δέν εἶχαν ἁπλῆ «συνάφεια», ἀλλ’ἦταν «ἑνωμένες ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» (σ. 238).
Τό Γ΄ κεφάλαιο (σσ. 248-266), πού συνδυάζει Χριστολογία καί Σωτηρολογία, ἀναφέρεται ἀρκετά στίς σχέσεις Θείας Ἐνανθρωπήσεως καί Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σάρκωση τοῦ Θείου Λόγου σχετίζεται πρός τό πάθος τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου καί τήν διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Ἡ λύτρωση αὐτή σημαίνει, ὅτι γινόμαστε «ἡμεῖς Υἱοί Θεοῦ κατά χάριν» καί ὅτι διά τῆς ἑνώσεώς μας μέ τόν Θεόν καί μεταξύ μας γινόμαστε καί εἴμεθα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δεχόμενοι τή Χάρη τῶν Μυστηρίων, ἰδίως τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ἔτσι «συνέπεια καί συνέχεια τοῦ Μυστηρίου τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων ἐν τῶ Θεανθρώπῳ Χριστῷ» εἶναι «ἡ περιχώρησις τῆς θεανθρικῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ στόν κάθε πιστό» (σ. 258). Στό ἴδιο κεφάλαιο παρατίθενται καί ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῶν σχετικῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, πού σχετίζονται πρός τό Μυστήριο τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως.
Ἡ ἀξιόλογη μεταπτυχιακή συγγραφή αὐτή τῆς κ. Ἀρτέμη ἀρχίζει μέ εὐσύνοπτο Πρόλογο καί Πίνακα Συντμήσεων καί κατακλείεται μέ συγκεφαλαιωτικόν Ἐπίλογο καί ἐμπεριστατωμένους Πίνακες Πηγῶν καί Βοηθημάτων.
Γενικά παρατηροῦμε, ὅτι ἡ σ. ὑπερπήδησε τίς γνωστές δυσκολίες τῶν κειμένων τοῦ μεγάλου ἀλεξανδρινοῦ πατρός καί
μέ δεξιοτεχνία εἰσέδυσε βαθύτατα στή διερεύνηση τῶν μελετηθέντων δύο ἔργων του, ὡς ἀποδεικνύει καί τό πλῆθος τῶν εὐστόχων ὑποσημειώσεων καί παραπομπῶν πού διαφωτίζουν καλύτερα τίς ἐπισημάνσεις τοῦ κειμένου της, πού ἀναφέρονται στή διαμόρφωση καί σημασία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, κάνοντας ἔκδηλη καί τήν -ἀπαιτούμενη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἑρμηνευτική- προσωπική της συνήχηση κατά τή διερεύνηση τῶν πνευματικῶν χορδῶν, πού πάλλονταν στήν ψυχή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Χρησιμοποίησε κατά ἐξαντλητικό τρόπο τό πηγαῖο ὑλικό, ἀποφεύγοντας τίς ἐκτός θέματος μακρηγορίες, ἐνῶ ἡ χρήση τῶν βοηθημάτων δέν ἦταν δουλική, ἀλλά εὔστοχα ἐκλεκτική καί κριτική.
Ἄν ἐνδεχομένως κάποιος θά ἤθελε ἄλλη μορφολογική δομή τῆς περί ἧς ὁ λόγος μεταπτυχιακῆς μονογραφίας μέ κάποια πιο εὐσύνοπτη Εἰσαγωγή, αὐτό οὐδόλως αἴρει τό γεγονός, ὅτι πρόκειται γιά ἀξιόλογη συμβολή στίς καθ’ ὅλου Πατερικές σπουδές καί στήν Ἱστορία τῶν Δογμάτων. Ἡ σ. παρουσιάζει ἐπιστημονική ὡριμότητα, ἡ ὁποία γεννᾶ ἐλπίδες γιά περαιτέρω σχετικές μελέτες στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο, μέσα στόν ὁποῖο ἤδη ἔχει ἐλπιδοφόρο παρουσία.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Ἄρχων Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου
τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Ὁμότιμου Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί πρώην Πρυτάνεως τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἐπίτιμον καί Τακτικόν Μέλος
τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἀκαδημίας Ἐπιστημῶν καί Τεχνῶν.
Βιβλιοστάσιον, στό Περιοδικό Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος ΠΑ, τεῦχος 3, Ἀθήνα 2010, σ. 313-314.
Εἰρήνης Ἀ. Ἀρτέμη, ΜTh. «Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς καί Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας», Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 145-277.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΥΡΙΛΛΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ 9
Ἡ συγγραφέας τῆς συγκεκριμένης ἐπιστημονικῆς μελέτης εἶναι πτυχιοῦχος Θεολογίας καί Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κατέχει δίπλωμα μεταπτυχιακῆς εἰδίκευσης στήν Ἱστορία Δογμάτων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν καί εἶναι ὑποψήφια διδάκτωρ στόν τομέα Πατερικῶν Σπουδῶν, Ἱστορίας Δογμάτων καί Συμβολικῆς στό τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει καί δημοσιεύσει πολλές ἐπιστημονικά ἄρτιες θεολογικές μελέτες.
Ἡ συγκεκριμένη ἐκδοθεῖσα θεολογική ἐργασία εἶναι καρπός συστηματικῆς ἔρευνας καί προσεχτικῆς μελέτης τῶν δύο ἔργων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός». Τά συγκεκριμένα πονήματα τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ἀποτελοῦν μία ἐξαίρετη σύνοψη τῆς Χριστολογίας του. Ἡ κυρία Εἰρήνη Ἀρτέμη πετυχαίνει νά ἐμβαθύνει στά γραφόμενα τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Πατρός καί νά διεισδύσει μέ ἐπιτυχία στό βαθύτερο νόημα τῆς Χριστολογικῆς του διδασκαλίας. Ἔτσι παρουσιάζεται μέ τρόπο τεκμηριωμένο ὅτι γιά τόν Κύριλλο τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως βρισκόταν σέ ἀπόλυτη συνάφεια μέ τή λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας, τήν κατάλυση τῆς σκλαβιᾶς τοῦ θανάτου καί τήν ἐπανασύνδεση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό.
Τό θέμα ἐκτεινόμενο σέ 132 σελίδες διαστρωματώνεται ὡς ἑξῆς: Εἰσαγωγή, σς. 148-183, ὑποδιαιρούμενη σέ πέντε ἔντιτλα μέρη. Ἐδῶ γίνεται μία συνοπτική ἱστορική προσέγγιση στόν Κύριλλο Ἀλεξανδρρείας καί στήν ἐποχή του. Στή συνέχεια γίνεται ἀναφορά στίς πηγές τοῦ ἁγίου Πατρός καί στή σημασία τῆς θεολογίας του. Ἐδῶ παρουσιάζονται σέ γενικές γραμμές τά δύο ἐξετάζομενα ἔργα. Ἔτσι στήν εἰσαγωγή ὁ μελετητής τῆς ἐπιστημονικῆς αὐτῆς ἐργασίας μαθαίνει για τό τί συνέβαινε στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό τή στιγμή πού ὁ Κύριλλος ἀνεβαίνει στόν πατριαρχικό θῶκο μέχρι τήν κοίμησή του, τίς ἐπιρροές καί τίς ἐπιδράσεις πού δέχθηκε ὁ Πατήρ στή θεολογία του ἀλλά καί μερικές πληροφορίες γιά τά ἔργα αὐτά καί τή γενικότερη χριστολογική διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου.
Τό Α΄ Κεφάλαιον, σσ. 184-198, ἔχει τίτλο: Τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Χωρίζεται σέ τρία ἔντιτλα μέρη, στά ὁποῖα τεκμηριωμένα γίνεται λόγος γιά τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ, τήν ἀΐδια καί ἄτρεπτη θεία φύση τοῦ Λόγου καί ὅτι ὁ Υἱός εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός. Ἐδῶ ἡ συγγραφέας παραμένοντας πιστή στά κείμενα Κυρίλλου, ἐμβαθύνει, ἀναλύει καί ἀναπτύσσει διεξοδικά τή διδασκαλία τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Πατρός σχετικά μέ τόν προαιώνιο Θεό Λόγο, ὁ Ὁποῖος κατά τήν ἐνανθρώπησή Του παρέμεινε τέλειος Θεός, εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ καί χαρακτήρας τῆς αϊδιότητας καί τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός.
Τό Β΄ Κεφάλαιο, σσ. 199-247, ἔχει γενικό τίτλο: Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Χωρίζεται σέ ὀχτώ ἔντιτλα μέρη, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά ἐν χρόνῳ κατά σάρκα γέννηση τοῦ Χριστοῦ˙ ἐξηγεῖται μέ σαφήνεια τό γιατί ὁ Κύριλλος ἐμμένει στό προσωνύμιο Θεοτόκος γιά τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ˙ γίνεται ἀναφορά στήν τέλεια ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διευκρινίζεται ἡ διαφορά μεταξύ κεχρισμένων τῆς ΠΔ καί Χριστοῦ. Παρουσιάζεται μέ ἀξιόλογο τρόπο ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου περί των δύο φύσεων ἕνωσης στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χωρίς τροπή ἤ ἀλλοίωση αὐτῶν. Τέλος ἐξετάζεται τό πῶς ὁ Κύριλλος ἀναφέρεται στό Πάθος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τό Γ΄ Κεφάλαιο, σσ. 248-266, ἐπιγράφεται: Ἐνανθρώπηση καί Σωτηρία. Χωρίζεται σέ πέντε ἔντιτλα μέρη, τά ὁποῖα ὡς παράμετροι τοῦ βασικοῦ θέματος τοῦ Γ΄ Κεφαλαίου τό ἀναλύουν καί τότεκμηριώνουν. Ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τό Πάθος τοῦ Ἐναθρωπήσαντος Λόγου, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου φυράματος καί τό πῶς ὁ ἄνθρωπος ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά χάριν Υἱός Θεοῦ καί μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τέλος ἀναπτύσσονται τά ἐπιχειρήματα τοῦ Κυρίλλου γιά τήν ἀνασκευή αἱρετικῶν ἀπόψεων σχετικά μέ τή θεία ἐνανθρώπηση.
Ἡ ἀξιόλογη αὐτή ἐπιστημονικά ἔρευνα κατακλείεται ἀπό Ἐπίλογο, πλούσια καί ἐμπεριστατωμένη Βιβλιογραφία μέ πηγές καί βοηθήματα. Ἀποτελεῖ ἕνα βοήθημα σημαίνουσας σημασίας
γιά τόν μελετητή τῆς Χριστολογίας τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἑνός Πατρός πάνω στή διδασκαλία τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ἄν καί ἡ ἐπιστημονική ἐνασχόληση μέ τή Χριστολογική διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας εἶναι δύσκολη, ἐν τούτοις ἡ κυρία Ἀρτέμη κατορθώνει νά παρουσιάσει μία ἐμπεριστατωμένη ἐπιστημονικά μελέτη, ἡ ὁποία θά ἀποτελέσει ἕνα σημαντικό βοήθημα καί γιά ἄλλους μελετητές τοῦ ἔργου καί τῆς θεολογικῆς σκέψης τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ Πατρός.
Ἠλίας Δ. Μουτσούλας
Ὁμότιμος Καθηγητής
Τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
24grammata.com free ebook (κατηγορία: επιστημονικές μελέτες)