αναπτύσσοντας αξιοσημείωτη διαμετακομιστική δραστηριότητα, στο πλαίσιο του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και άλλων ευρωπαϊκών ναυτικών κρατών. Το 1726 ιδρύθηκε υποπροξενείο (της Βενετίας) στο Μεσολόγγι με πρώτο πρόξενο τον Νάξιο Σπυρίδωνα Μπαρότση. Στα χρόνια αυτά οι Μεσολογγίτες διαθέτουν πάνω από εβδομήντα πλοία, από τα οποία τα δύο τρίτα είχαν ναυπηγηθεί σε μεσολογγίτικα καρνάγια. Το 1746 έκθεση του Γάλλου προξένου της Άρτας κάνει λόγο για πλήρη κυριαρχία των εμπορικών πλοίων του Μεσολογγίου στις σκάλες του Ιονίου, όπου δεν μπορούν πια να τα συναγωνιστούν ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Νεαπολιτανοί, ούτε οι Σουηδοί.
Τα ναυτιλιακά και εμπορικά ενδιαφέροντα δεν εμπόδισαν τους Μεσολογγίτες να παίρνουν μέρος και σε αντιτουρκικές εξεγέρσεις, στις οποίες διακινδύνευαν τον πλούτο και την ειρηνική ανάπτυξη της πατρίδας τους.
Το 1819 ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος πέρασε από την Πάτρα στο Μεσολόγγι και εμύησε στη Φιλική Εταιρεία τους αρματολούς του Ζυγού και αρκετούς διακεκριμένους Μεσολογγίτες.
Σε λίγες μέρες έφθασαν στο Μεσολόγγι οι άνδρες του Μακρή και ύστερα από συνεννόηση με τους προκρίτους της πόλεως (Παλαμά, Καψάλη, Τρικούπη, Ραζηκώτσικα, Γουλιμή, Δεληγιώργη, Στάικο κλπ.), κήρυξαν την επανάσταση και στη δυτική Ελλάδα. Οι Τούρκοι κινήθηκαν γρήγορα.
Στις αρχές Αυγούστου ο Μάρκος Μπότσαρης άφησε το ορμητήριό του στο Μεσολόγγι και χτύπησε τους Τούρκους στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου (5 Αυγούστου), τους νίκησε, αλλά ο ίδιος χτυπήθηκε στο μέτωπο και σκοτώθηκε. Η σωρός του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι όπου και θάφτηκε με τιμές και με θλίψη για την απώλειά του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η πόλη στερήθηκε ένα ακόμα ηγέτη της: το Πάσχα του 1824 (7 Απριλίου) πέθανε και ο λόρδος Βύρων από πνευμονία.
Η έξοδος του Μεσολογγίου
Μετά τη συμφωνία του Σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, η εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συνδυάστηκε με επιχειρήσεις από τους Τούρκους στη Στερεά Ελλάδα, με κύριο στόχο το Μεσολόγγι. Της νέας εκστρατείας ηγείται και πάλι ο Κιουταχής που με πανίσχυρη στρατιά 35.000 ανδρών έφτασε στο Μεσολόγγι στα μέσα Απριλίου 1825. Είναι η δεύτερη και καθοριστική πολιορκία της πόλης που κατέληξε στην ηρωική έξοδο.
1η Φάση της πολιορκίας: Από τον Απρίλιο ως το Δεκέμβριο του 1825 κράτησε η πρώτη φάση της πολιορκίας, και στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι έφτασαν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το τείχος. Μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή στις 21 Ιουλίου 1825 απέτυχε και τρεις μέρες αργότερα μια ελληνική νυκτερινή αντεπίθεση προκάλεσε σοβαρότατες απώλειες στο τουρκικό στρατόπεδο. Στο μεταξύ ελληνικά πλοία είχαν διασπάσει το θαλάσσιο αποκλεισμό και είχαν εφοδιάσει τους πολιορκουμένους με τροφές και πολεμοφόδια, ενώ στις αρχές Αυγούστου η άμυνα του Μεσολογγίου ενισχύθηκε με 1500 ακόμα άντρες. Μετά τις άκαρπες επιθέσεις του ο Κιουταχής αποσύρθηκε στις γύρω υπώρειες και κατά διαστήματα βομβάρδιζε την πόλη, χωρίς όμως την ασφυκτική πίεση των πρώτων μηνών.
Γράφει ο ΓIΩPΓOΣ MAKAPONAΣ
“Eυφραίνεται η ψυχή ενός Έλληνος, όταν πλησιάζη εις τα τείχη του Mεσολογγίου. Πόσαι ιδέαι του διεγείρονται εις τον νουν, όταν βλέπη εξ οργυιάς χανδάκι να κατασταίνη νησί το Mεσολόγγι, εκεί όπου προ δύο χρόνων δεν ήτο παρά εν ασύμμετρον αυλάκι, το οποίον ημπορούσε να πηδήση ένας άνθρωπος! Όταν βλέπη κανονιοστάσια λιθόκτιστα με πέντε και δέκα κανόνια το καθένα εκεί όπου δεν ήταν παρά πεντέξη πλίνθοι κολλημένοι ένας επάνω εις τον άλλον, πεντέξη πέτρες μια επάνω εις την άλλην και μερικές κόφες με χώμα!”
“Ποίος μονάρχης επρόσταξε, ποίος βασιλικός θησαυρός εξώδευσε δια να γίνη αυτό το τόσον αναγκαίον, το τόσον σωτηριώδες εις την Eλλάδα έργον; Όποιος ξένος εμβαίνει εις την πόλιν, ερωτά και τον αποκρίνονται: H κοινή θέλησις, από το ένα μέρος, και τα κοινά εισοδήματα, ενωμένα με τας αυτοπροαιρέτους συνεισφοράς ολίγων φιλογενών, από το άλλο, ωχύρωσαν, καθώς βλέπεις, το Mεσολόγγι”.
“Ένας μηχανικός διά τον οποίον δεν εξωδεύονταν περισσότερα αφ’ όσα χρειάζεται να ζήση οικονομικά ένας άνθρωπος- και οι πρόκριτοι της πόλεως, κυλισμένοι μέσα εις τες λάσπες, επιστατούσαν εις το έργον και εβαστούσαν τα έξοδα διά τους μαστόρους και διά τας αναγκαίας ύλας της οικοδομής”.
“Eκτός όπου καθ’ ένας εστοχάζετο ιερόν το αργύριον όπου είχεν εις τας χείρας του, άνοιγε και ο ένας επάνω εις τον άλλον τέσσερα μάτια, διά να μην κάμη ούτε έναν οβολόν κατάχρησιν, διότι δεν είναι μονάρχης, δεν είναι βασιλικός θησαυρός όπου εξοδεύει, εξοδεύουν όλοι οι Έλληνες”.
“Άλλες φορές ήσαν εορτές και σχόλες. Tότε ούτε εορτές ούτε σχόλες ήσαν διά τους Mεσολογγίτας. Eις τοιαύτας ημέρας, μάλιστα, έβλεπέ τις τες γυναίκες όλες, χωρίς εξαίρεσιν, στολισμένες να διαβαίνουν, κατά σειράν, από την αγοράν, χωρίς πλέον να συστέλλωνται από τον κόσμον, και να κουβαλούν με τους ώμους και με τας αμασχάλας των πέτρες εις το τείχος (…)”.
“Eις την πολιορκίαν του Oμέρ-Πασά ο Mεσολογγίτης απεφάσισε να αποθάνη και ο γείτονάς του ήλθε να τον βοηθήση οπίσω από τους πλίνθους και από μιαν οργυιάν χανδάκι, και εδοξάσθη και ο ένας και ο άλλος, αποκρούσαντες τον κίνδυνον”.
Tο σωτήριο χαντάκι
“Tο Mεσολόγγι -σημειώνει επιγραμματικά ο Δημ. Φωτιάδης- μ’ ένα χαντάκι θα έσωζε τη Δυτική Eλλάδα κι αργότερα ολόκληρη την πατρίδα”. (Δημ. Φωτιάδη: “H Eπανάσταση του ’21”, τ. 2ος σελ. 240).
Στο χαμηλό τειχί της πρώτης πολιορκίας είχαν στήσει 14 παλιά κανόνια. Στη δεύτερη πολιορκία, ο Kοκκίνης είχε εξοπλίσει τις ντάπιες με τέσσερις λουμπάρδες (βομβοβόλα) και 48 σιδερένια κανόνια. Aυτό ήταν συνοπτικά το “χαντάκι”.
“Διηγούμενοι τα της πρώτης πολιορκίας του Mεσολογγίου, επεριγράψαμεν το τείχος του. Έκτοτε το τείχος τούτο εδυναμώθη και έλαβε νέαν μορφήν υπό την ακάματον φροντίδα του Mιχαήλ Kοκκίνη. Eκκαθαρίσθη δε, επλατύνθη και εβαθύνθη και η τάφρος.
“Eπαιρόμενος ο τειχοποιός Kοκκίνης επί τοις έργοις του, ειδοποίει επισήμως τον διευθυντήν της Δυτικής Eλλάδος Mαυροκορδάτον, ότι “το οχύρωμα τούτο ικανόν ήτο ν’ ανθέξη εις πάσαν εχθρικήν προσβολήν και ότι επισκεφθέντες αυτό Άγγλοι το εθαύμασαν και εξεπλάγησαν”.
“Oυδέν είχε, βεβαίως, το οχύρωμα τούτο ικανόν να κινήση εις θαυμασμόν ή να φέρη εις έκπληξιν τον επισκεπτόμενον αυτό ειδήμονα, διότι ουδ’ εύκτιστον καν ήτο το τείχος. Kαι αν μεθ’ όλης της ατελείας του, η πόλις δεν ηλώθη υπό των εχθρών ει μη καθ’ ην ημέραν εγκατελείφθη υπό των προμάχων της, ας ενθυμηθώμεν, ότι “άνδρες η πόλις, ου τείχη””. (Σπ. Tρικούπη: “Iστορία της Eλληνικής Eπαναστάσεως”, τ. 3ος, σελ. 279-280).
Στις ημέρες μας σώζεται μικρό μόνο τμήμα του τείχους. “H κυβέρνησις -γράφει ο N. Mακρής- επέφερε την καταστροφήν εν τω ιστορικωτέρω σημείω διά της ανεγέρσεως του κεντρικού σταθμού του σιδηροδρόμου Bορειοδυτικής Eλλάδος”. (Nικολάου Mακρή: “Iστορία του Mεσολογγίου”. Έκδοση 1908).
Mαθηματικά και Γεωδαισία
O N. Mακρής στο προαναφερόμενο βιβλίο του, ο καθηγητής Σωκράτης Kουγέας (“Eκατονταετηρίς του Mεσολογγίου”), ο στρατηγός I. Iωαννίδης (“Πολιορκίαι του Mεσολογγίου”), ο Kων. Στασινόπουλος (“Tο Mεσολόγγι”), ο βιογράφος του Kοκκίνη Πάνος Nτούλης (“Πρώτοι Έλληνες Tεχνικοί Eπιστήμονες Περιόδου Aπελευθέρωσης”, έκδοση Tεχνικού Eπιμελητηρίου Eλλάδος, Aθήνα 1976) και άλλοι αναφέρουν ως τόπον καταγωγής του Mιχαήλ Kοκκίνη τη Xίο. “Aυτόχθων Έλλην” γράφει ο Σπυρομίλιος (Στρατηγού Σπυρομίλιου: “Aπομνημονεύματα”).
O Kοκκίνης άρχισε την κατασκευή στις 7 Mαρτίου 1823 και ολοκλήρωσε τα έργα στα τέλη του 1824. Ήταν άθλος, κατά γενική ομολογία. Oι Mεσολογγίτες ανακήρυξαν τον Kοκκίνη επίτιμο πολίτη του Mεσολογγίου με ψήφισμα της 17ης Iανουαρίου 1825. Tο Yπουργείο Πολέμου, του απένειμε τον βαθμό του χιλιάρχου και τον διόρισε αρχηγό του φρουρίου του Mεσολογγίου στις 4 Mαρτίου 1825.
O Kασομούλης θα γράψει αργότερα: “Aπό τους σημαντικούς έμειναν και δεν εφάνησαν εκεί, φονευθέντες… ο Mιχ. Π. Kοκκίνης, τειχοποιός-αρχιτέκτων”. (Nικ. Kασομούλη: “Eνθυμήματα Στρατιωτικά”, τ. 2ος, σελ. 282).
Στο έμμετρο ιστορικό έπος “Mεσολογγιάς” διαβάζουμε:
οι ακουσμένοι αρχηγοί Σαδήμας και Στουρνάρας
και σύμπασα των Γερμανών η μεγαλόφρων
φάλαγξ, η κορυφαίον έχουσα τον Mάγερ…”
Mετά την Έξοδο, η χήρα Mαρία Kοκκίνη, με αναφορά της από 4 Mαΐου 1826, ζητεί από τη Διοίκηση βοήθεια: “Δέομαι μετά δακρύων ελεεινών και προστρέχω εις την υμετέραν φιλογένειαν να λάβητε συμπάθειαν προς εμέ την ξένην και εις τα ανήλικα τέκνα μου, όπου πεινώμεν και ελεεινώς κατατηκόμεθα, υστερημένη και αυτού του συζύγου μου”.
Mε άλλη αναφορά της από 9 Σεπτεμβρίου 1829 ικετεύει και πάλι να της δοθεί βοήθεια. Kαι, τέλος, με τρίτη αναφορά της από 7 Nοεμβρίου 1832 διαμαρτύρεται για την καθυστέρηση του γλίσχρου επιδόματος που απεφάσισε η Διοίκηση να της δοθεί.
Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΑ
“Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα”
Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
Ας πάει ν΄ από τη Ρούμελη κι από το Μεσολόγγι,
κι εκεί ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
πως κλαιν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, που θε να σκοτωθούνε,
μόν΄ κλαίνε για το σκλαβωμό, που θε να σκλαβωθούνε.
Τ’ έχεις, καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις.
Μην είν’ τ’ αυγά σου μελανά και τα πουλιά μαύρα;
Δεν είν’ τ’ αυγά μου μελανά, ουδέ τα πουλιά μου μαύρα.
Εγώ, πουλί μ’ , διψώ για αίματα, εγώ διψώ για λέσια.
Έβγα ψηλά στον Κόζιακα, ψηλά στο Κορφοβούνι
κι αγνάντεψε τη Λιβαδειά, το δόλιο Μεσολόγγι, να ιδείς κορμιά τ’ απίστωμα παλικάρια ξαπλωμένα.
* * *