Ο Ρῶσος συγγραφέας ἔγραψε τὴν μικρὴ διήγηση τὸ 1885.
«Δὲ βλέπεις;», ἀπάντησε ὁ ἐρημίτης. «Ἂν δὲν εἶχες λυπηθεῖ χθὲς τὴν ἀδυναμία μου καὶ δὲν εἶχες σκάψει γιὰ μένα τ᾿ αὐλάκια, ἀλλὰ εἶχες φύγει, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σοῦ εἶχε ἐπιτεθεῖ καὶ θὰ εἶχες μετανοιώσει ποὺ δὲν ἔμεινες μαζί μου. Ἔτσι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν ἔσκαβες τ᾿ αὐλάκια, κι ἐγὼ ἤμουν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ τὸ νὰ μοῦ κάνεις καλὸ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Ὕστερα, ὅταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦρθε σὲ μᾶς, ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν τὸν φρόντιζες, γιατὶ ἂν δὲν εἶχες δέσει τὸ τραῦμα του, θὰ πέθαινε χωρὶς νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί σου. Ἔτσι αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκανες γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Νὰ θυμᾶσαι λοιπόν: Ὑπάρχει μόνο μία στιγμὴ ποὺ εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία, τὸ παρόν. Εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμή, γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πάνω στὴν ὁποία ἔχεις κάποια δύναμη. Ὁ πιὸ ἀναγκαῖος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, γιατὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν ξέρει ἂν θὰ ἔχει ποτὲ πάρε-δῶσε μὲ κάποιον ἄλλο. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα εἶναι νὰ τοῦ κάνεις καλό, γιατὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχεις ἔλθει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!».