Μέσα στην ιδιαίτερη μέριμνά της για τους κεκοιμημένους η αγία Ορθόδοξη Εκκλησιά μας έχει καθορίσει ξεχωριστή ημέρα της εβδομάδος γι’ αυτούς.
Όπως η Κυριακή είναι η ημέρα της αναστάσεως του Κυρίου, ένα εβδομαδιαίο Πάσχα, έτσι το Σάββατο είναι η ημέρα των κεκοιμημένων, για να τους μνημονεύουμε και να έχουμε κοινωνία μαζί τους. Σε κάθε προσευχή και ιδιαίτερα στις προσευχές του Σαββάτου ο πιστός μνημονεύει τους οικείους, συγγενείς και προσφιλείς, ακόμη και τούς εχθρούς του που έφυγαν από τον κόσμο αυτό, αλλά ζητά και τις προσευχές της Εκκλησιάς γι’ αυτούς.
Στο δίπτυχο, που φέρνουμε μαζί με το πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία, αναγράφονται τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία μνημονεύονται.
Σε ετήσια βάση η Εκκλησιά έχει καθορίσει δύο Σάββατα, τα οποία αφιερώνει στους κεκοιμημένους της. Είναι τα μεγάλα Ψυχοσάββατα· το ένα πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο πριν από την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Με το δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται η πίστη μας για την καθολικότητα της Εκκλησιάς, της οποίας την ίδρυση και τα γενέθλια (επί γης) γιορτάζουμε κατά την Πεντηκοστή. Μέσα στη μία Εκκλησιά περιλαμβάνεται η στρατευόμενη εδώ στη γη και η θριαμβεύουσα στους ουρανούς.
Το Ψυχοσάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω έχει το εξής νόημα: Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εκείνη τη φοβερή ημέρα κατά την οποία όλοι θα σταθούμε μπροστά στο θρόνο του μεγάλου Κριτή. Για το λόγο αυτό με το Μνημόσυνο των κεκοιμημένων ζητούμε από τον Κύριο να γίνει ίλεως και να δείξει τη συμπάθεια και τη μακροθυμία του, όχι μόνο σε μας αλλά και στους προαπελθόντας αδελφούς, και όλους μαζί να μας κατατάξει μεταξύ των υιών της Επουράνιας Βασιλείας Του.
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησιά μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακόλουθες και τα Μνημόσυνα.
Ο Θεός δεν περιορίζεται από τόπο και χρόνο. Γι’ Αυτόν είναι γνωστά και συνεχώς παρόντα όχι μόνο όσα εμείς αντιλαμβανόμαστε στο παρόν, αλλά και τα παρελθόντα και τα μέλλοντα. Το διατυπώνει λυρικότατα μία προσευχή της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, που αποδίδεται στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό ή στον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο:
«Επί το βιβλίον δε σου και τα μήπω πεπραγμένα γεγραμμένα σοι τυγχάνει».
Ο Θεός έχει γραμμένες στο βιβλίο της αγάπης του και τις πράξεις που θα γίνουν στο μέλλον, άρα και τις προσευχές που αναπέμπουμε τώρα για πρόσωπα που έζησαν στο παρελθόν. Ως αιώνιος και πανταχού παρών ο πανάγαθος Κύριος μας Ιησούς Χριστός αγκαλιάζει με τη θεία του πρόνοια το άπειρο σύμπαν και τούς ατέρμονες αιώνες. Όλους τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν τούς νοιάζεται η αγάπη του• «η γαρ αγάπη του Χριστού συνέχει ημάς» (Β´ Κο 5,14).
Με αυτήν την πίστη αναθέτουμε στην αγάπη και στην αγαθότητα του Θεού «εαυτούς και αλλήλους», τους ζωντανούς αλλά και τους κεκοιμημένους μας.
(Στέργιος Ν. Σάκκος, Ομοτ. Καθ. Παν/μίου, «Οι νεκροί μας δεν χάθηκαν», εκδ Χριστιανική Ελπίς,σ 149-152).
Το Σάββατο πρό των Απόκρεω.(Ψυχοσάββατο)
Τό Ψυχοσάββατο
Τήν παραμονή τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ μιά παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων “τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου”. Αὐτή πραγματικά εἶναι ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ὁποία προσευχόμαστε γιά τά κοιμηθέντα μέλη της.
Γιά νά καταλάβουμε τό νόημα πού ὑπάρχει στή σχέση τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί τῆς προσευχῆς γιά τούς κοιμηθέντες θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία βιώνουμε τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ νέα ζωή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός καί πού μεταβιβάζεται σέ μᾶς διά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα μιά ζωή συνδιαλλαγῆς, “συναγωγῆς εἰς ἑνότητα ὅλων τῶν διεσκορπισμένων”, ἡ ἀποκατάσταση τῆς θραυσμένης ἀπό τήν ἁμαρτία ἀγάπης. Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατό ν’ ἀρχίσουμε ποτέ τήν ἐπιστροφή μας στό Θεό καί τή συμφιλίωσή μας μ’ Αὐτόν, ἄν ἀπό μέσα μας δέν ξαναγυρίσουμε στή μοναδική καινή ἐντολή τῆς ἀγάπης; Ζητᾶμε ἀπό τό Θεό νά θυμηθεῖ αὐτούς πού καί μεῖς θυμόμαστε καί τούς θυμόμαστε ἀκριβῶς γιατί τούς ἀγαπᾶμε. Προσευχόμενοι γι’ αὐτούς τούς συναντᾶμε ἐν Χριστῷ, ὁ ὁποῖος Ἀγάπη ἐστίν καί πού – ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ἀγάπη – ξεπερνάει τό θάνατο πού εἶναι ἡ τελική νίκη τοῦ χωρισμοῦ καί τῆς ἔλλειψης τῆς ἀγάπης. Μέσα στό Χριστό δέν ὑπάρχουν ζωντανοί καί πεθαμένοι γιατί ὅλοι εἶναι ζῶντες ἐν Χριστῷ. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή καί αὐτή ἡ Ζωή εἶναι τό φῶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀγαπώντας τό Χριστό ἀγαπᾶμε ὅλους ἐκείνους πού βρίσκονται ἐν Αὐτῷ.
Τό μυστήριο τοῦ θανάτου
Ὁ θάνατος παραμένει ἕνα σκάνδαλο ἀλλά καί ὁ ἔσχατος ἐχθρός σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Ι Κορ. 15,26). Ὅμως ὅλη ἡ Ἀκολουθία εὐωδιάζει ἀπό τή χαρά καί τό μήνυμα τῆς Ἀνάστασης. Ἄς σταθοῦμε γιά λίγο σέ μιά καταπληκτική περιγραφή τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γιά τό τέλος τῆς ζωῆς μας: “Χριστέ, πανσόφως Σύ προώρισας, ἑκάστου τέλος ζωῆς, τόν ὅρον καί τόν τρόπον… δι’ οὕς ἐκάλυψεν τάφος ἐν πάσῃ χώρᾳ” (Ὄρθρος, Ὠδή α). Παράλογο θά ἔλεγε κανείς. Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἱερεύς νά δίδει προτεραιότητα στό τέλος καί στή συνέχεια νά μιλᾶ γιά ὅρο; Ἐδῶ ὅμως ὁ τρόπος λαμβάνει ὅλη τή σημασία του. Ὁ Θεός ὁρίζει στόν κάθε ἄνθρωπο μιά ἀποστολή, ἡ ὁποία θά λέγαμε ἔχει ὁριοθετηθεῖ. Ἀλλά τό περιεχόμενό της, ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς ζωῆς ἔχουν ἀφεθεῖ στήν ἀπεριόριστη έλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Γιατί προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους;
Ποιό εἶναι τό νόημα τῶν προσευχῶν μας γιά τούς κεκοι-μημένους; Μήπως ζητοῦμε ἀπό τό Θεό νά κάνει κάποια ἀδικία; Βεβαίως ὄχι. Μέ τήν προσευχή μας ἀποδεικνύουμε ὅτι οἱ κεκοιμημένοι δέν ἔζησαν μάταια. Μαρτυροῦμε, ὅτι μαζί μέ τά πολλά λάθη πού ἔκαμαν στή ζωή τους, βοήθησαν νά φυτευτεῖ ὁ σπόρος τῆς ἀγάπης. Προσευχόμαστε γι’ αὐτούς μέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη καί θυμόμαστε τήν παρουσία τους ἀνάμεσά μας. Ἡ προσευχή μας γι’ αὐτούς πρέπει νά στηρίζεται καί ἀπό τίς πράξεις μας, τή φιλάνθρωπη διάθεση καί τήν ἐλεημοσύνη. Ἐάν στή ζωή μας δέν καρποφορεῖ ὁ σπόρος πού αὐτοί ἔσπειραν μέσα μας, τότε οἱ προσευχές μας γι’ αὐτούς θά’ ναι ἀληθινά ἀδύναμες.
Πρέπει νἄμαστε σέ θέση νά λέμε: “Κοίταξε, Χριστέ μου, αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔζησε καί μ’ ἔκανε νά τόν ἀγαπήσω, μοὔδωσε παραδείγματα ν’ ἀκολουθήσω καί τ’ ἀκολουθῶ”. Καί θἄρθει ἡ μέρα πού θά μποροῦμε νά λέμε: “Ὅ,τι καλό βλέπεις στή ζωή μου δέν εἶναι δικό μου. Ἐκεῖνος μοῦ τὄδωσε, πάρε το καί ἄς εἶναι αὐτό προσφορά στήν αἰώνια μνήμη του καί στή συγχώρεσή του”.
Ἡ ζωή τοῦ καθενός μας δέν λήγει μέ τόν θάνατό μας πάνω στή γῆ καί τή γέννησή μας στόν ἄλλο κόσμο. Ἡ παρουσία μας σφραγίζει ὅποιον συναντήσουμε. Αὐτή ἡ εὐθύνη συνεχίζεται καί μετά θάνατον κι ἔτσι οἱ ζωντανοί συνδέονται μέ τούς κεκοιμημένους γιά τούς ὁποίους καί προσεύχονται. Ἡ προσευχή μας γι’ αὐτούς εἶναι οὐσιαστική γιατί ἐκφράζει τήν πληρότητα τῆς κοινῆς μας ζωῆς.
Προσευχές για τους κεκοιμημένους
Μνήσθητι Κύριε τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων πατέρων καί ἀδελφῶν ἡμῶν, καί πάντων τῶν ἐν εὐσεβείᾳ καί πίστει τελειωθέντων, καί συγχώρησον αὐτοῖς πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καί ἀκούσιον, ἐν λόγῳ, ἤ ἔργῳ, ἤ κατά διάνοιαν πλημμεληθέν ὑπ’ αὐτήν.
Καί κατασκήνωσον αὐτούς ἐν τόποις φωτεινοῖς, ἐν τόποις χλοεροῖς, ἐν τόποις ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα λύπη, πᾶσα ὀδύνη, καί στεναγμός, ὅπου ἡ ἐπισκοπή τοῦ ποσώπου σου εὐφραίνει πάντας τούς ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίους σου.
Χάρισαι αὐτοῖς τήν Βασιλείαν σου, καί τήν μέθεξιν τῶν ἀφράστων καί αἰωνίων σου ἀγαθῶν, καί τῆς σῆς ἀπεράντου καί μακαρίας ζωῆς τήν ἀπόλαυσιν.
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Τι είναι τα κόλλυβα;
Τα κόλλυβα είναι βρασμένο σιτάρι που προσφέρεται στη μνήμη κάποιου Αγίου ή σε μνημόσυνο προσφιλούς μας προσώπου. Συμβολίζει την κοινή Ανάσταση των νεκρών (Ιωανν. 12,24, Α Κορινθ. 15,35-44). Στην παλιότερη εποχή ήταν και μία υλική προσφορά προς τους φτωχούς για συγχώριο των πεθαμένων.
α) Τό σιτάρι, πού ὅπως εἴπαμε ἀποτελεῖ τό κύριο σῶμα τῶν «Κολλύβων», μᾶς παραπέμπει ἄμεσα, ὅπως καί οἱ ἄλλοι σπόροι καί καρποί, στήν βασικώτερη ἀλήθεια πού συνεχῶς μᾶς διδάσκει ἡ γύρω μας φύση, μέ τήν ἐναλλαγή τῶν ἐποχῶν. Πρόκειται γιά τήν θαυμαστή ἀνακύκλιση τῆς ζωῆς, πού «νεκρώνεται» γιά λίγο, καί ἐπανέρχεται ἀργότερα σ’ ἕνα καινούργιο «ξεφάντωμα», μετέχοντας ἔτσι σ’ ἕνα γενικώτερο «πανηγύρι».
Ἄν προσέξουμε μάλιστα καλύτερα καί ἀκριβέστερα, θά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ σπόρος πού «πεθαίνει» καί «ξαναφυτρώνει» δέν εἶναι μιά μετάβαση «μηχανικῆς» ψυχρότητας. Δέν φεύγει δηλ. «ἕνας» καί νά ἐπιστρέφει ἀργότερα πάλι ὁ ἴδιος, ἕνας καί «ἀπαράλλακτος». Ἀντιθέτως, ἡ φάση τῆς «ὑπνώσεως» πού ὀνομάζουμε «θάνατο», εἶναι μιά διαδικασία «θαυματουργική».
Ἀπό τόν ἕνα σπόρο πού θά ἔμενε μόνος του −ἄν δέν ἔπεφτε στήν γῆ νά «διαλυθεῖ»− φυτρώνουν ἀπείρως περισσότεροι πολλαπλασιάζοντας ἔτσι καί «διαιωνίζοντας» τήν ζωή. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν εἰκόνα διάλεξε καί ὁ Χριστός γιά νά μᾶς βεβαιώσει ὅτι ἡ ζωή μέσα ἀπό τόν θάνατο ὄχι ἁπλῶς δέν χάνεται, ἀλλά καταξιώνεται, δηλαδή δοξάζεται: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει̇ ἐάν δέ ἀποθάνῃ, πολύν καρπόν φέρει» (Ἰω. 12,24).
Καί ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁ πρῶτος καί μεγαλοφυέστερος Θεολόγος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν βαθειά σχέση ζωῆς καί θανάτου, εἶδε τήν πορεία ἀπό τήν «σπορά» στήν «βλάστηση», γιά τήν ὁριστική «μεταμόρφωση» τοῦ ἀνθρώπου: «οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾶ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ» (Α΄Κορ. 15,42).
Βλέπομε λοιπόν ὅτι τό σιτάρι πού εἶναι τό δυναμικώτερο σύμβολο τῆς ζωῆς, νικάει τόν θάνατο κατά τόν ἱερώτερο τρόπο: Καί ὅταν ἀκόμη ἀλέθεται δέν κονιορτοποιεῖται ἁπλῶς, ἀλλά γίνεται ὁ «ἄρτος», ὁ ὁποῖος πιά κατορθώνει κάτι πολύ περισσότερο καί μονιμότερο ἀπό τοῦ νά «στηρίζει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψαλμ.103,15). Γίνεται ὁ ἄρτος τῆς Θ. Εὐχαριστίας, ὅπως ὡμολόγησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς˙ ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. 6,51).
β) Τό ρόδι, ὁ δυόσμος, ἡ κανέλλα.
Μέ τήν γενική παρατήρηση ὅτι ὅσα εἴπαμε γιά τούς «σπόρους» τοῦ σιταριοῦ ἰσχύουν, κατ’ ἀναλογίαν καί γιά τά ἀμύγδαλα, τά καρύδια, κ.ἄ., μποροῦμε τώρα νά σχολιάσουμε καί τά διάφορα «ἀρτύματα» (κοινῶς «μπαχαρικά») τά ὁποῖα ἀλληλοσυμπληρούμενα «τέρπουν» −χωρίς νά «χορταίνουν»− τίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νά ὑπογραμμισθεῖ ὁ ὁλοκληρωτικός θρίαμβος τῆς ζωῆς ἐπί τοῦ θανάτου.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τά τρία κυριώτερα ἀρτύματα πού μνημονεύομε ἐδῶ (ρόδι, δυόσμος, κανέλλα) ἔχουν τόσο στό χρῶμα, ὅσο καί στήν γεύση, καθαρά μεταβατικό, δηλαδή «μέσο» χαρακτῆρα.
•
Τό ρόδι δέν εἶναι μήτε κόκκινο σάν αἷμα, μήτε γλυκύ ὡς ἡ ζάχαρη. Εἶναι λαμπερό καί χυμῶδες (χρώματος μᾶλλον ρόζ) ἡ δέ γεύση του, μεταξύ ξυνοῦ καί στιφοῦ, ἀποτελεῖ παρά ταῦτα σαφῆ μετάβαση πρός τό γλυκύ.
•
Ὁ δυόσμος ἔχει μέν τό πράσινο χρῶμα τῆς ἐλπίδας καί τῆς βλαστήσεως, ἀλλά σέ μιά ἀπόχρωση σχεδόν σκοτεινή, ἡ δέ ἀρωματική γεύση του δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἀκόμη τό γλυκύ. Σαφής λοιπόν καί ἐδῶ ὁ μεταβατικός χαρακτῆρας.
•
Ἡ κανέλλα μέ τό χρῶμα τό φαιό (καφετί) διατηρεῖ τήν σοβαρότητα τοῦ μυστηρίου, ἀλλά ὄχι τό μαῦρο τοῦ θανάτου. Παρ’ ὅλο πού τό γαιῶδες χρῶμα θυμίζει ἔντονα τό νωτισμένο χῶμα τῆς γῆς, πού κυοφορεῖ μυστικά τήν νέα βλάστηση, ἡ ἐλαφρῶς καυστική γεύση, σημειώνει τόν σταθερό βηματισμό πρός μία ἔντονη κορύφωση τῆς πνευματικῆς εὐωχίας.
γ) Ἡ ζάχαρη.
Ἡ κυρίαρχη λευκή κρούστα ἀπό ζάχαρη πού ὡς μικρογραφία «νεφέλης φωτεινῆς» ἤ «φωτεινοῦ χιτῶνα» καλύπτει προστατευτικά ὅλα τά προαναφερθέντα συστατικά τοῦ συνολικοῦ σώματος τῶν κολλύβων −ἀπό τό «σιτάρι» καί τούς λοιπούς «καρπούς» μέχρι τά «ἀρτύματα», τά ἄλλα ἀρωματικά στοιχεῖα, ἤ καί ἁπλῶς διακοσμητικά σχήματα μέ σταυροειδῆ ἀστέρια− ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς τόν ὕψιστο τόνο θριάμβου καί φωτοχυσίας πού ἐκπέμπει ὁ δίσκος τῶν κολλύβων.
Ἡ «λευκότητα» ἀφ’ ἑνός, καί ἡ εἰκαζόμενη «γλυκύτητα» ἀφ’ ἑτέρου, εἶναι τά σταθερά χαρακτηριστικά τοῦ «ἀλήκτου φωτός» καί τῆς «αἰωνίας μακαριότητος», τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός διά τούς ἀγαπῶντας αὐτόν (πρβλ. Α΄ Κορ.2,9).
Ἔτσι ὅμως ἀνάγεται ἀμέσως ὁ πιστός σέ συνειρμούς πού ἀνακαλοῦν ἐποπτικά εἰς τήν μνήμη δυό ἰδιαίτερες καί κορυφαῖες στιγμές τῆς
Λειτουργικῆς ἐμπειρίας: ἀπό τό ἕνα μέρος τό ἀτομικό «Βάπτισμα», κατά τό ὁποῖο ψάλλομε τό γνωστό «χιτῶνα μοι παράσχου φωτεινόν ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον». Ἀπό τό ἄλλο τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ, ὅταν «…ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Ματθ. 17,2).
Ἀπό «Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας», Ίούλιος 2005
Ἐπίσημος Ἔκδοσις Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας