Ὁ Αὔγουστος, ἔχει τὶς ἰδιαιτερότητές του. Εἶναι ἀπὸ τὴ μία τὸ ὕστατο χαῖρε τοῦ καλοκαιριοῦ. Εἶναι ὁ μήνας ποὺ διακριτικὰ χαιρετίζει τὸ καλοκαίρι ποὺ σιγὰ – σιγὰ ἀποσύρεται καὶ παράλληλά μας παίρνει ἀπ’τὴ ξεγνοιασιὰ τῶν διακοπῶν καὶ μᾶς φέρνει θέλουμε δὲ θέλουμε καὶ πάλι «εἰς τὰ ἴδια». Μὲ τοῦ ποὺ θὰ βάλει ὁ κόσμος τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα, ἐπιοστρέφοντας, ἀρχίζουν ξανὰ τὰ ἀσταμάτητα «πρέπει». Αλλά ἔχει καὶ τὴ “χάρη” του. Εἶναι “ἡ Παναγία τοῦ Δεκαπενταύγουστου”, ποὺ τὸν χαριτώνει. Εἶναι ἡ ἴλεως τῆς Θεοτόκου, τῆς μάνας τῆς ἀνθρωπόπτητας, ποὺ «ἐν τὴ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπεν». Εἶναι ἡ μορφὴ τὰ Παναγίας μὲ τὰ 2000 τόσα ἐπίθετα ποὺ ὅλον αὐτὸν τὸν μήνα γιορτάζεται ἀπ’ἄκρη σ’ ἄκρη τῆς πατρίδας μας.