1. [Σιμπλίκιος Περί Ουρανού 294, 33 (Δημόκριτος Α 37)]: …Ο Δημόκριτος θεωρούσε ότι η φύση των αιωνίων πραγμάτων είναι μικρές ουσίες άπειρες στο πλήθος. Γι’ αυτές δε υποθέτει ότι υπάρχει άλλος τόπος άπειρος στο μέγεθος. Αποκαλεί δε τον μεν τόπο με τα ονόματα “κενό” και “ουδέν” (τίποτα) και “άπειρον”, τις δε ουσίες με τα ονόματα “δεν” (κάτι) και “ναστόν” (στερεόν) και “ον”.
2. [Αριστ. Μ. τ. Φ. 985Μ (Λευκ. Α6)]… Ο Λεύκιππος και ο οπαδός του Δημόκριτος λένε ότι στοιχεία μεν είναι το πλήρες και το κενό, αποκαλούντες το ένα ον και το άλλο μη ον, από αυτά το μεν πλήρες και στερεόν, το ον, το δε κενόν και αραιόν, το μη ον. Γι’ αυτό ισχυρίζονται ότι το ον δεν έχει περισσότερο αληθινή ύπαρξη από το μη ον, διότι ούτε το κενό είναι λιγότερο πραγματικό από το σώμα…. Αυτά είναι τα υλικά αίτια των όντων
3 [Σιπλίκιος Φυσ. 28.8 (Λευκ. Α8-Δημοκρ. Α.38)]… Ο Λεύκιππος υπέθεσε ότι υπάρχουν άπειρα και αεικίνητα στοιχεία, τα άτομα… Διότι υποθέτοντας ότι η ουσία των ατόμων είναι στερεή και συμπαγής, έλεγε ότι αυτή είναι το ον και ότι κινείται στο κενό, το οποίο αποκαλούσε μη ον και ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχει λιγότερο πραγματικά από το ον.
Παραπλήσια δε και ο οπαδός του Δημόκριτος ο Αβδηρίτης έθεσε σαν αρχές το πλήρες και το κενό αποκαλώντας το εν ον και το άλλο μη ον.
Όπως φαίνεται από το προηγούμενο ο Δημόκριτος περιγράφει τον “τόπο” δηλαδή αυτό που καλούμε σήμερα “μαθηματικό χώρο”, με τις λέξεις κενό, ουδέν, ή άπειρο. Το κενό για το Δημόκριτο συμπίπτει με την έννοια του “μη όντος”. Αυτό το “μη ον” για τον Δημόκριτο δεν υπάρχει κατά ένα τρόπο υποδεέστερον του αισθητού “όντος”, εφ’ όσον έχει και αυτό ιδιαίτερη φύση και υπόσταση. Ομοίως ονομάζει το “ον” και “πλήρες” ή “στερεόν”, το ταυτίζει με την έννοια των ατόμων άρα ονομάζει το ον “ναστόν” και “δεν”. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αντιδιαστείλουμε την έννοια του “μη όντος” όπως το εννοεί ο Δημόκριτος από την έννοια που του δίνει ο Παρμενίδης. Σύμφωνα με τον Παρμενίδη το “μη ον” είναι ένα γενικότερο ως προς τη φύση του κοσμολογικό συστατικό το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την υλική φύση του Σύμπαντος και ανάγεται στη σφαίρα του νοητού ή του μεταφυσικού. Όπως αναφέρει και ο Δ. Μακρυγιάννης (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -10-) στο έργο του “Κοσμολογία και Ηθική του Δημοκρίτου (Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών):
“..(το μη ον =κενό) δεν είναι απλώς ο κενός χώρος (αυτός τον οποίο εννοούμε σήμερα με τον όρο αυτό) εντός του οποίου κινούνται τα άτομα, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό, το οποίο εκτείνεται σαν υπόβαθρο της κίνησης των ατόμων και χωρίς το οποίο η κίνηση αυτή θα ήταν φυσιολογικά αδύνατη. Μπορούμε λοιπόν να παρομοιάσουμε το κενό σαν ένα είδος οθόνης πάνω στην οποία κινούνται τα άτομα, όπως οι φιγούρες στην οθόνη του θεάτρου σκιών. Η οθόνη δεν συμμετέχει στην ουσία των εικόνων που παρουσιάζονται, αλλά χωρίς αυτήν θα ήτα αδύνατο να εμφανιστούν. Έτσι και το ον κατά την θεωρία του Δημόκριτου, είναι αίτιο της ύπαρξης των όντων, όχι γιατί αποτελεί μέρος της φύσεώς τους, αλλά επειδή συντελεί σαν αόρατο υπόβαθρο στην εμφάνιση τους”.
[Απόσπ. 123, Θεμίστιος, Λόγοι 5, σελ. 69Δ] “Η αληθινή δομή των πραγμάτων συνήθως κρύβεται”
και ακόμα [Απόσπ. 54, Ιππόλυτος, Ελ. IX, 9,5] “Ο αφανής δεσμός είναι ισχυρότερος από τον φανερό”.
[Σιμπλίκιος Π. Ουραν 557, 20 (Παρμενίδης Β1)] “Οι άνδρες εκείνοι υπέθεταν δύο υποστάσεις: Την μία του νοητού πραγματικού όντος, και την άλλη του γενομένου και αισθητού, το οποίο δεν καταδέχονταν να αποκαλούν απλά “ον” αλλά “νομιζόμενο ον”. Δια τούτο λέγουν ότι η αλήθεια σχετίζεται με το πραγματικό ον, ενώ για το μεταβαλλόμενο ον (τα φυσικά πράγματα) υπάρχει μόνο εικασία”.
Οι απόψεις αυτές του Παρμενίδη περιγράφονται ολοκληρωμένα στο εξάμετρο ποίημά του, μεγάλα αποσπάσματα του οποίου διασώθηκαν από τον Σέξτο Εμπειρικό (προοίμιο) και τον Σιμπλίκιο. Την ιδέα όμως της ψευδούς πραγματικότητας που δημιουργούν οι αισθήσεις μας, είχε σχηματίσει, σύμφωνα με τον Σέξτο Εμπειρικό και ο Εμπεδοκλής. Όπως αναφέρει ο Σέξτος Εμπειρικός:
[Σέξτος VII 122 (Εμπεδοκλής Β1)]: “Άλλοι ήσαν οι λέγοντες ότι κατά τον Εμπεδοκλή κριτήριο της αλήθειας δεν είναι οι αισθήσεις αλλά ο “ορθός λόγος”. Του ορθού “λόγου” υπάρχουν δύο είδη, ο θείος και ο ανθρώπινος. Από αυτούς ο μεν θείος “λόγος” είναι ανέκφραστος (άρρητος) ο δε ανθρώπινος μπορεί να εκφραστεί”. Όπως γίνεται αντιληπτό από όλα τα προηγούμενα, το γεγονός ότι η φυσική δημιουργία όπως την αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις, δεν αποτελεί παρά μια ανθρώπινη “αυταπάτη”, αποτελούσε μια κοινή διαπίστωση της προσωκρατικής θετικής φιλοσοφικής σκέψης. Συγχρόνως ήταν βαθιά ριζωμένη η πίστη σε μιαν αντικειμενικά αληθινή φυσική δημιουργία η οποία δεν ήταν δυνατόν να γίνει αντιληπτή μέσω των ανθρώπινων αισθήσεων αλλά μόνο μέσω της νόησης. Της μαθηματικής ανάλυσης και των μοντέλων, όπως θα λέγαμε σήμερα.
(Δημόκριτος, απόσπ. 11, Σέξτος, Προς Μαθηματικούς VII, 138)… Αλλά στους Κανόνες λέγει ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η μία μέσω των αισθήσεων και η άλλη μέσω της διάνοιας. Από αυτές, εκείνη που αποκτάται μέσω της διάνοιας την αποκαλεί γνήσια, αποδίδοντας της αξιοπιστία για την εκφορά σωστής κρίσης, ενώ εκείνη που αποκτάται μέσω των αισθήσεων την ονομάζει νόθα, μην αναγνωρίζοντάς της το αλάθητο για τη διάγνωση του αληθινού. Λέγει κατά λέξη, “υπάρχουν δύο μορφές γνώσης, μία γνήσια και μία νόθα. Στη νόθα ανήκουν όλα τα παρακάτω, η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση, η αφή. Η άλλη μορφή γνώσης είναι γνήσια, που είναι ξέχωρη από αυτή.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι σαν νόθα ο Δημόκριτος αναγνωρίζει τη γνώση η οποία προκύπτει μέσω των αισθήσεων, τις οποίες αναφέρει με το όνομά τους. Ένα δεύτερο ενδιαφέρον σημείο που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι περισσότεροι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων και ο Δημόκριτος, αναφέρονται στη νόηση, αναγορεύοντάς την σε μια έκτη αίσθηση, μέσω της οποίας μπορούμε να αντιληφθούμε τη μη αισθητή, αλλά υπαρκτή και αντικειμενική πραγματικότητα του φυσικού κόσμου. Ως εκ τούτου δεν θα φανεί πλέον παράδοξο αν επαναδιατυπώσουμε την άποψη ότι αν θέλουμε τους επόμενους αιώνες να αντιληφθούμε, ως αντικειμενική πραγματικότητα, τη φυσική και συμπαντική συγκρότηση όπως αυτή εκφράζεται από τη σύγχρονη Φυσική και Αστροφυσική θα πρέπει να εκπαιδεύσουμε τη νόηση μας αναγορεύοντας την σαν μια έκτη υπεραίσθηση.
[(Δημόκριτος, απόσπ. 9, Σέξτος, Προς Μαθηματικούς VII, 135)]…Ο Δημόκριτος αναιρεί μερικές φορές αυτά που φαίνονται στις αισθήσεις και λέγει ότι κανένα από αυτά δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, παρά μόνο στη φαντασία των ανθρώπων.
[Αέτιος IV 9,8 (Λευκ. Α. 32)]: “…Άλλοι λένε ότι τα αισθητά είναι φυσικά, ο Λεύκιππος δε και Δημόκριτος ότι τα νομίζουμε τέτοια, από την προσωπική γνώμη και τις εντυπώσεις μας. Τίποτα δεν είναι αληθινό ούτε αντιληπτό, εκτός από τα πρώτα στοιχεία, τα άτομα και το κενό. Διότι μόνο αυτά υπάρχουν φυσικά, όλα δε τα άλλα συμβαίνουν από τις διαφορές της θέσεως, της τάξεως και του σχήματος.
[Γαληνός Ι 417 Κ (Δημόκριτος Α49)]: “…Συμβατικά υπάρχουν το χρώμα, το γλυκό, το πικρό, στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο τα άτομα και το κενό λέγει ο Δημόκριτος, πιστεύοντας ότι όλες οι αισθητές ιδιότητες οφείλονται στη συμπλοκή των ατόμων και εξαρτώνται από εμάς που τις αισθανόμαστε. Δεν υφίσταται εκ φύσεως το λευκό, το μαύρο, το ξανθό, το κόκκινο, το γλυκό, το πικρό κ,τ.λ. Ο δε όρος “νόμω” σημαίνει ακριβώς ότι “εμείς νομίζουμε πως είναι έτσι” χωρίς να είναι αυτή η φύση των πραγμάτων, την οποία πάλι αποκαλεί “ετεή” από το όνομα “ετεόν” που σημαίνει αληθινό.
http://erevna-enimerwsi.blogspot.com
ΣΧΕΤΙΚΟ ΘΕΜΑ ΕΔΩ