Βασικές αρχές της κοσμολογίας του Μαξίμου του Ομολογητού
Ο Άγιος Μάξιμος δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση τονίζοντας ότι ο Θεός για τον Οποίο δεν υπάρχει το πριν και το μετά στην αιώνιά Του ύπαρξη, θέλησε την ύπαρξη του κόσμου προαιώνια. Αλλά το ότι τη θέλησε προαιώνια δεν σημαίνει ότι και της έδωσε ύπαρξη αυτομάτως. Δηλαδή ο Μάξιμος κάνει αυτή τη διάκριση μεταξύ βουλήσεως και υπάρξεως. Θέλει μεν προαιώνια ο Θεός τον κόσμο να υπάρχει, αλλά όταν δημιουργείται ο κόσμος, δημιουργείται χωρίς αυτό να αποτελεί αναγκαία προέκταση της προαιωνιότητος της θελήσεως του Θεού. και ο Λόγος με τον οποίο και εν τω Οποίω δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο είναι συνεπώς αυτός ο Ίδιος Λόγος με τον Οποίον αιώνια ο Θεός βρισκόταν στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια της αγαπητικής σχέσεως Πατρός και Υιού η ύπαρξη του κόσμου, έστω και αν η βούληση για την ύπαρξη του κόσμου ήταν προαιώνια. Το σημαντικό του Αγίου Μαξίμου είναι η διάκριση μεταξύ θελήσεως και πραγματοποιήσεως της θελήσεως του Θεού. Αν δεν τα διακρίνουμε, τότε πρέπει να πούμε ότι έχει αιωνιότητα και ο κόσμος αφού η βουλή ήταν προαιώνια (βλ. Προς Θαλάσσιον 60, Άπορα).
Επομένως διακρίναμε α) σκέψη του Θεού, β) θέληση και γ) πραγματοποίηση της θελήσεως του Θεού. Οι Νεοπλατωνικοί έβλεπαν τις σκέψεις του Θεού αιώνιες και συνδέοντας τον κόσμο με τη σκέψη περί του κόσμου έκαναν και τον κόσμο αιώνιο. Η συμβολή του Μαξίμου ήταν ότι εισήγαγε τη θέληση του Θεού. Η θέληση να κάνει τον κόσμο είναι αιώνια. Διακρίνει όμως τη θέληση από την πραγματοποίηση της θελήσεως και έτσι αρνείται την αιωνιότητα του κόσμου.
Ο Θεός έχει τις σκέψεις του, ο κόσμος έχει τα διάφορα όντα που έχουν τους λόγους των όντων. Οι λόγοι των όντων συνδέονται με το σύνολο των σκέψεων του Θεού, που είναι ο ένας Λόγος του Θεού. Έχει όμως αυτούς τους λόγους των όντων μέσα του με τη μορφή των σκέψεων του Θεού. Είναι άκτιστοι βασικά λόγοι (βέβαια το να λέμε τους λόγους άκτιστους είναι αναχρονισμός για την εποχή του αρειανισμού και των Καππαδοκών, γιατί αυτά ξεκαθαρίσθηκαν μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο). Για τον Άρειο ο Λόγος βρισκόταν στην κατώτερη μοίρα, γιατί ανήκε στον κόσμο. Για τους μέχρι τον Άρειο χρόνους τον Λόγο τον τοποθετούσαν μεταξύ Θεού και κόσμου, αναλόγως του πώς ο καθένας αντιλαμβανόταν τα πράγματα. Πάντως μεταξύ Θεού και κόσμου. Η Σύνοδος της Νικαίας ήταν που μετέφερε οριστικά το Λόγο στην περιοχή του Ακτίστου. Παραμένει τώρα το τι γίνεται με τη σύνδεση των λόγων των όντων με τον Θεό. Γι’ αυτό την έννοια του Λόγου δεν την ξανασυναντάμε μέχρι τον Μάξιμο. Την αποφεύγουν οι Πατέρες γιατί είναι επικίνδυνη.
Ο Μάξιμος κάνει αυτή την τολμηρή θεολογική ενέργεια να χρησιμοποιήσει την έννοια του Λόγου. Αλλά τώρα κάνει αυτή τη διάκριση. Ο Θεός έχει τον Λόγο Του, υπάρχει μια σχέση αγαπητική μεταξύ Πατρός και Υιού, μεταξύ Θεού και Λόγου. Ο κόσμος δημιουργείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου.
Αλλά με το ότι χρησιμοποιεί την έννοια της θελήσεως πλέον για την ύπαρξη του κόσμου και όχι της κατ’ ευθείαν γνωστικής προεκτάσεως των σκέψεων του Θεού στον κόσμο, αποφεύγει να πει ότι αυτή η σύνδεση είναι αναγκαστική σύνδεση. Γίνεται σύνδεση θελητική, δηλαδή σύνδεση ελεύθερη. Υπάρχει μια προαιώνια βουλή του Θεού αλλά η προαιώνια αυτή βουλή του Θεού πραγματοποιείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου. Δηλαδή είναι βουλή, είναι θέληση και δεν είναι αναγκαία προέκταση των σκέψεων του Θεού. Θέλει ο Θεός κάποτε να δημιουργήσει τον κόσμο. Η αιώνια αυτή θέλησή Του δεν σημαίνει ότι η σκέψη Του προεκτείνεται αυτομάτως. Δεν είναι πλέον σκέψεις Του μέσα στον Νου του Θεού ο κόσμος. Γίνονται οι λόγοι των όντων, πλέον ταυτίζει τους λόγους με τα θελήματα του Θεού και όχι τις σκέψεις του Θεού. Ταυτίζονται θελήματα και λόγοι και προορισμοί. Οπότε αυτό είναι μια επανάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα, που διευκολύνει στο να αποφύγουμε αυτή την προέκταση των σκέψεων του Θεού μέσα στον κόσμο. Διότι τα θελήματα συνεπάγονται την ελευθερία να γίνουν ή να μη γίνουν (και εκεί ακριβώς είναι η διάκριση μεταξύ πραγματοποιήσεως και μη πραγματοποιήσεως των θελημάτων). Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ μιας σκέψεως, η οποία ούτως ή άλλως πραγματοποιείται, πρέπει να πραγματοποιηθεί για να ολοκληρωθεί, και από την άλλη πλευρά του θελήματος, το οποίο επειδή είναι θέλημα δεν είναι αναγκαία συνέπεια της σκέψεως. Και επομένως το θέλημα, έστω και αν θα πραγματοποιηθεί, δεν συνδέει και δεν ταυτίζει την πραγματοποίηση με την πρόνοια, με την έννοια της σκέψεως. Το ότι το σκέφθηκε και το ότι το πραγματοποίησε, αυτά δεν ταυτίζονται, διότι ακριβώς πρόκειται περί θελημάτων.
Με το να ταυτίζει τα θελήματα με τους λόγους ο Μάξιμος αποφεύγει την αναγκαιότητα της δημιουργίας. Αποφεύγει δηλαδή το να ταυτίσει τους λόγους των όντων με τις σκέψεις στο Νου του Θεού. Με άλλα λόγια φεύγουμε από τον Πλατωνισμό, φεύγουμε από τον Φίλωνα και από τον Νεοπλατωνισμό, όπου ταυτίζονται οι λόγοι των όντων με τις σκέψεις του Θεού. Με τον Μάξιμο οι λόγοι ταυτίζονται με τα θελήματα του Θεού. Εδώ είναι η βασική διαφορά, είναι το καίριο σημείο: ταυτιζόμενοι οι λόγοι με τα θελήματα και όχι με τις σκέψεις του Θεού, κάνουν τον κόσμο αποτέλεσμα της θελήσεως του Θεού και όχι της σκέψεως του Θεού. Και επειδή είναι αποτέλεσμα της θελήσεως και όχι της σκέψεως, είναι και αποτέλεσμα ελευθερίας και όχι ανάγκης.
Βασικές αρχές αυτής της κοσμολογίας είναι οι ακόλουθες:
Α. Κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ξετυλίγεται και διευθετείται η θεώρηση του κόσμου, είναι η έννοια της κινήσεως (3). Ο όρος χρησιμοποιείται με την αριστοτελική του σημασία· δεν δηλώνει μόνο την κατὰ τόπον κίνηση, αλλά και άλλου είδους μεταβολές· πρωτίστως, όμως, έχει οντολογικό περιεχόμενο σημαίνοντας το διαρκές πέρασμα των όντων από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Η έννοια της κινήσεως διαπερνά το σύνολο της διδασκαλίας του Ομολογητού, αφού καταρχάς αναγνωρίζεται σ’ αυτήν βαρυσήμαντος ρόλος μέσα στην ίδια την πραγματικότητα. Διέπει τη σύνολη κοσμική ουσία· όλα τα όντα κινούνται, και η κίνησις είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό της φύσης τους. Η φυσική κίνησις, λοιπόν, καταξιώνεται πλήρως στο έργο του αγίου Μαξίμου.
Η αιτία της κίνησης των όντων είναι και αιτία της ύπαρξής τους· η έναρξη της κίνησης είναι και είσοδος στην ύπαρξη: Πᾶν κατὰ φύσιν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως κινεῖται, καὶ πᾶν τὸ δι᾿ αἰτίαν κινούμενον δι᾿ αἰτίαν πάντως καὶ ἔστι (4). Η κίνηση γίνεται το πρωταρχικό στοιχείο του τρόπου ύπαρξης των όντων. Εἶναι και κινεῖσθαι (υπό του Θεού) ταυτίζονται (5).
Τα όντα κυριολεκτικά ἤχθησαν στην ύπαρξη και εξακολουθούν να παράγονται σ’ αυτήν. Ποιητικόδημιουργικό Αίτιο των όντων είναι ο Θεός, ο μόνος αγένητος και ακίνητος (6). Ο,τιδήποτε υπάρχει και κινείται, οφείλοντας αυτές τις συστατικές ιδιότητές του σε μία αιτία που το υπερβαίνει, είναι γενητόν. Γένεση των όντων σημαίνει δημιουργίακτίση τους διὰ τοῦ Θεοῦ (7). Δημιουργία σημαίνει μετάδοση της κίνησης (8).
Και η έναρξη, λοιπόν, της κίνησης των όντων ταυτίζεται με την εκ Θεού γένεσή τους, αλλά και η συντήρηση των όντων στο εἶναι προϋποθέτει την ακατάπαυστη δημιουργική Ενέργεια του Θεού. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κίνηση της δημιουργίας των όντων έχει έναν στιγμιαίο χαρακτήρα, και συνεπώς ότι, άπαξ και δόθηκε στα όντα η αρχική δημιουργική ώθηση στο εἶναι, έχουν αυτά έκτοτε από μέσα τους τη δυνατότητα να υπάρχουν. Τα όντα συντηρούνται στο εἶναι, μόνο καθόσον βρίσκονται σε σχέση με τη αέναη κινητήρια δημιουργική δύναμη, τον Κτίστη τους.
Η παραπάνω θέση, σύμφωνα με την οποία η κίνηση και το εἶναι των όντων προϋποθέτουν οπωσδήποτε μία (άναρχη) αιτία, δεν αφίσταται ριζικά από την αριστοτελική αρχή πως κάθε κίνηση προϋποθέτει ένα κινοῦν (ἅπαν τὸ κινούμενον ἀνάγκῃ ὑπό τινος κινεῖσθαι) (9), το οποίο στα έσχατα της αλληλουχίας των κινήσεων είναι ακίνητο.
Β. Τα όντα δεν είναι με κανένα τρόπο αυτοκινούμενα, αλλά υφιστάμενα την αρχική και αδιάλειπτη κίνηση εκ του μηδενός προς το εἶναι, κινούνται και κινούν το ένα το άλλο. Συγκρατούνται έτσι στην ύπαρξη αποτελώντας έναν κρίκο στην αλυσίδα αλληλοδιάδοχων κινήσεων. Το εἶναι δεν αποτελεί αυτονόητο δεδομένο το οποίο κατέχουν αυτοδικαίως τα όντα, αλλά αυτά μέσα σε ένα γίγνεσθαι που τα υπερβαίνει, απολαμβάνουν την ύπαρξη ωθούμενα από το Θεό σε μια διαρκή κίνηση από το μηεἶναι στο εἶναι(10).
Η μετάδοση της κίνησης από το Θεό στα όντα είναι η ίδια η ζωογόνος και ζωοποιός αγάπη Του, η ερωτική Του έκσταση προς αυτά. Τα όντα ζουν και κινούνται, ακριβώς επειδή δέχονται αυτή την αγάπη. Στο βαθμό μάλιστα που ανταποκρίνονται στην αγαπητικήελκτική κίνηση του Θεού, συντονίζοντας τη δική τους κίνηση σύμφωνα με τους λόγους που έχουν εξαρχής εντεθεί σ’ αυτά με την κίνηση του Θεού, οδηγούνται στην επιστροφή τους στο Θεό. Με αυτήν την πορεία επιτυγχάνουν θείᾳ χάριτι την αναίρεση της πολυμορφίας τους και οδηγούνται στην ενοποιητική ανακεφαλαίωσή τους. Πραγματοποιείται έτσι διαρκώς η ταύτιση της αρχικής αιτίας των όντων με το σκοπούμενο τέλος τους.
Γ. Οι λόγοι της κτίσεως προϋπάρχουν στο Θεό ως πρότυπα των πραγμάτων όντων και γεγονότων, λειτουργούν ως προορισμοί τους και ταυτίζονται με τα θεία θελήματα(11). Συνδέονται με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Διακρίνονται αφενός από το ΘεόΛόγο, αφετέρου από τα ίδια τα όντα. Οι λόγοι δεν αποτελούν βέβαια αυθύπαρκτες οντότητες· η ύπαρξή τους είναι δεμένη με τα αντίστοιχα όντα (ἀπὸ τῶν ποιημάτων νοούμενοι καθορῶνται)(12). Οι λόγοι, επίσης, δεν ταυτίζονται με τα καθόλου της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αφού και τα καθόλου, όπως βέβαια και τα καθ᾿ ἕκαστον, δημιουργήθηκαν σύμφωνα μ’ αυτούς.
Δ. Αρχή και τέλος της αέναης κίνησης των όντων, της διαστολής και συστολής τους μέσα από πολύμορφες και ασταθείς συνδέσεις, είναι πάντα οι επιμέρους οντότητες. Αυθύπαρκτα καθολικά όντα δεν νοούνται. Τα καθόλου εκφαίνονται ως περιστασιακές μορφώσεις συνδέσεων που απαρτίζονται από επιμέρους όντα. Οι επιμέρους οντότητες συμπλέκονται μεταξύ τους και γεννούν καινούργιες υπάρξεις. Μέσα από αυτή την αλλοιωτική διαδικασία φθείρονται τα ήδη υπάρχοντα καθολικά όντα. Όταν διαλυθεί η εκάστοτε δεδομένη σύνδεση των επιμέρους με τα καθόλου μέσα από μια διαδικασία ανάλυσης, φθείρονται τα καθόλου και παραμένουν στην ύπαρξη οι ατομικές οντότητες, για να δημιουργήσουν με τη σειρά τους νέες καθολικές συνδέσεις (13).
Ε. Τα όντα δεν υπάρχουν απλώς και από μόνα τους, υπάρχουν με συγκεκριμένο τρόπο, με τον τρόπο της σχέσης (πᾶν γὰρ γενητὸν καὶ κτιστὸν οὐκ ἄσχετον δηλονότι) (14). Το όντως υπαρκτό προϋποθέτει την ενεργούμενη σχέση· τα όντα υπάρχουν μέσα από την πολυειδή σχέση τους προς άλλα όντα και χάρη σ’ αυτήν. Η ατομικότητα της ύπαρξης δεν είναι παρά μια διανοητική αφαίρεση –δεν συνάδει με την προφάνεια της πραγματικότητας των ενεργών σχέσεων.
Ο σχετικός τρόπος υπάρξεως των όντων, αναπτύσσει τη φύση και τα ὧν οὐκ ἄνευ αυτής, το χώρο και το χρόνο. Χώρος και χρόνος είναι αλληλένδετοι, η θεώρηση του ενός συνεπάγεται υποχρεωτικά και τη θεώρηση του άλλου (15).
ΣT. Η έννοια της φύσεως στον άγιο Μάξιμο ταυτίζεται με την αρχαιοελληνική έννοια της φύσεως, καθώς διατηρεί τον δυναμικό της χαρακτήρα: η φύσις δεν είναι μια στατική πραγματικότητα αλλά η αέναη εκδίπλωση ενός πολύμορφου γίγνεσθαι. Και η φύση του κάθε όντος δεν είναι στατικό δεδομένο αλλά μια δυναμική ενότητα κινήσεων/ενεργειών που νοηματοδοτούνται και κινητοποιούνται από ένα τέλος, προς το οποίο αυτές τείνουν. Το αληθινό εἶναι των όντων κείται στα έσχατα και ταυτίζεται με το ἀεὶ εὖ εἶναι.
Ζ. Την πληρότητα του όντος συγκεφαλαιώνει το εἶδος του, η μορφή του δηλαδή πραγματωμένη στην ενεργητική σχέση του προς τα άλλα όντα. Σύμφωνος και σ’ αυτό το θέμα με το Σταγειρίτη ο Μάξιμος επιμένει στην ανυπαρξία της ὕλης ως αυτοτελούς πραγματικότητας. Ο φιλοσοφικός ισχυρισμός ότι η ύλη προϋπάρχει και δεν εντάσσεται στη γένεση των όντων προσκόπτει στην ταύτιση υπάρξεως και κινήσεως· και η ίδια η ύλη κινήθηκε, ἤχθη στο εἶναι. Ακινησία της ύλης θα σήμαινε αποθέωσή της (16).
Η. Η φιλοσοφική κατηγορία του τρόπου τῆς ὑπάρξεως αξιοποιείται δεόντως από τον Ομολογητή για την προσέγγιση του κόσμου. Ο τρόπος της υπάρξεως των όντων συνδέεται άρρηκτα με την κίνησή τους και η πραγματικότητα της φύσεως είναι συνδεμένη με την πραγματικότητα της κίνησης: καὶ τὴν κίνησιν τῇ φύσει συνομολογήσομεν, ἧς χωρὶς οὐδὲ φύσις ἐστί, γινώσκοντες ὡς ἕτερος μὲν ὁ τοῦ εἶναι λόγος ἐστίν, ἕτερος δὲ ὁ τοῦ πῶς εἶναι τρόπος (17). Δεν νοείται ύπαρξη χωρίς συγκεκριμένο τρόπο έκφανσης. Η φύσηουσία φανερώνεται ως κίνηση, αλλιώς δεν υπάρχει.
Θεμέλιο της κοσμολογικής σκέψης του Μαξίμου είναι η απόλυτη διάζευξη ανάμεσα στο άκτιστο που είναι ο Θεός και το κτιστό που είναι ο κόσμος. Το χάσμα ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο είναι για τον άνθρωπο αγεφύρωτο και η θεία ουσία παραμένει παντελώς απρόσιτη. Ο Ομολογητής διακηρύσσει ότι ο Θεός παραμένει κατὰ τὴν οὐσίαν άγνωστος, ἀμήχανος καὶ παντελῶς ἄβατος (18), ότι δεν ορίζεται και περιορίζεται από τίποτε άλλο, αλλά ἀόριστος ο ίδιος αποτελεί όριο και ορισμό των πάντων· οποιαδήποτε γι’ Αυτόν κατάφαση αποτελεί ψεύδος. Βρίσκεται πέρα από τις καταφατικές αποφάνσεις, διότι δεν αποτελεί ουσία αλλά είναι ὑπερούσιος (19).
Ετσι, ακόμα και η ύπαρξη του Θεού λέγεται με έναν σχετικό τρόπο, αντλημένο αναλογικά από το χώρο των κτιστών όντων. Μάλλον προΰπαρξις είναι ο Θεός, προηγείται της ίδιας της υπάρξεως όχι χρονικά, αφού και ο χρόνος είναι συνάρτηση ή διάστασή της, αλλά «οντολογικά». Και αυτή η προσηγορία του Θεού πηγάζει ἐκ τῶν δι᾿ αὐτοῦ φανέντων και το μόνο που επιτρέπει είναι να νοηθεί ο Θεός ως κάτι που υπερβαίνει τα όντα και την οντικότητα (20).
Συνεπώς, για τον Μάξιμο, καμία από τις φιλοσοφικές κατηγορίες περί του όντος, το εἶναι, η ουσία, η ύπαρξη, δεν κυριολεκτεί αποδιδόμενη στη θεία υπερουσιότητα. Μάλιστα ο Πατέρας της Εκκλησίας τολμάει να πει ότι για το Θεό, που δεν έχει καμιά φυσική ομοιότητα με τα όντα, θα λεγόταν ίσως οικειότερο το μηεἶναι: δι’ ἑαυτὸν δὲ οὐδὲν κατ’ οὐδένα τρόπον οὐδαμῶς οὔτε ὢν οὔτε γινόμενος, τῶν ἅ τι τῶν ὄντων ἐστὶ καὶ γινομένων, οἷα μηδενὶ τὸ παράπαν τῶν ὄντων φυσικῶς συντασσόμενος, καὶ διὰ τοῦτο τὸ μὴ εἶναι μᾶλλον, διὰ τὸ ὑπερεῖναι, ὡς οἰκειότερον ἐπ’ αὐτοῦ λεγόμενον προσιέμενος (21).
Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο η εκκλησιαστική θεολογία διαφοροποιείται ριζικά από πάγιες φιλοσοφικές θέσεις που συνοψίζονται σε αυτό που θα ονομάζαμε ουσιοκρατική θεώρηση του θείου. Η Εκκλησία διακρίνει σε δύο καταρχήν μη κοινωνήσιμα επίπεδα τα όντα και το θείο, καθώς θεωρεί ότι η κλίμακα των όντων καλύπτει όλη την κλίμακα του υπαρκτού, όχι όμως το Θεό. Αντίθετα, η συνεχόμενη (και ανθρωποκεντρική) κλίμακα του υπαρκτού των αρχαίων φιλοσόφων περιλάμβανε και το θεό στις βαθμίδες της.