Όσιος ΙΣΑΑΚΙΟΣ ο έγκλειστος
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δυνατό ν’ αποφύγει ο άνθρωπος τους πειρασμούς.
Εάν ο πονηρός τόλμησε να πειράξει στην έρημο τον ίδιο τον Κύριο, πολύ περισσότερο τους δούλους Του.
Αυτό όμως γίνεται κατά παραχώρηση Θεού.
Γιατί όπως το χρυσάφι δοκιμάζεται μέσα στη φωτιά και καθαρίζεται και λαμπικάρετε και αστράφτει, έτσι και ο πιστός άνθρωπος, που δοκιμάζεται μέσα στη φωτιά των πειρασμών, θα λάμψη τελικά σαν τον ήλιο μπροστά στο Θεό με τα καλά του έργα, ενώ ο εχθρός που σπέρνει τους πειρασμούς θα παραδοθεί στο αιώνιο πυρ.
Μια μεγάλη πειρασμική δοκιμασία πέρασε και ο όσιος πατέρας μας Ισαάκιος ο έγκλειστος.
Ο όσιος Ισαάκιος, που το κοσμικό του επώνυμο ήταν Τοροπτσάνιν, ασκούσε το εμπόριο και είχε αποκτήσει πολλά πλούτη. Κάποτε όμως η αγαθή του διάνοια σκέφτηκε ότι «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα…». Μοίρασε τότε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και ήρθε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, ποθώντας ν’ αφιερωθεί στον Κύριο.
Ο όσιος Αντώνιος, αφού δοκίμασε την αγάπη του στο Θεό και το ζήλο του για το μοναχικό βίο, τον κούρεψε μοναχό.
Από τότε ο ιερός Ισαάκιος, φλεγόμενος από θείο έρωτα, άρχισε μια σκληρή ασκητική ζωή. Με την ευλογία του οσίου Αντωνίου κλείστηκε στο βάθος του σπηλαίου, στο πιο σκοτεινό και ανάερο κελί.
Ήταν υγρό, αποπνικτικό και τόσο στενό, που έμοιαζε μάλλον με φρικώδη υπόγειο τάφο παρά με μοναχικό κελί.
Θέλοντας επίσης να ταλαιπωρήσει και ν’ ασκήσει το σώμα του, έβγαλε το τρίχινο πουκάμισο που φορούσαν όλοι οι αδελφοί. Ζήτησε να του αγοράσουν μια κατσίκα. Όταν του την έφεραν, την έγδαρε και φόρεσε το τομάρι της, έτσι όπως ήταν, νωπό και ακατέργαστο, και τ’ άφησε να στεγνώσει πάνω στο σώμα του!
Μ’ αυτό το «ένδυμα» κλείστηκε ο όσιος μέσα στην κατασκότεινη υπόγεια τρύπα του, έχτισε την είσοδο της και παραδόθηκε στα χέρια του Θεού. Προσευχόταν αδιάλειπτα στον Κύριο με δάκρυα, χωρίς να γνωρίζει πότε ήταν νύχτα και πότε μέρα. Στρώμα δεν είχε και ποτέ δεν ξάπλωνε για ύπνο. Κοιμόταν ελάχιστα, καθισμένος σ’ ένα κούτσουρο. Έτρωγε μόνο μέρα παρά μέρα λίγο πρόσφορο, κι έπινε λίγο νερό που του έφερνε ο ίδιος ο όσιος Αντώνιος, ο μόνος που άλλαζε μαζί του μερικές κουβέντες. Την τροφή του την έδινε από μια μικρή θυρίδα, απ’ όπου μόλις χωρούσε να περάσει το χέρι.
Ο όσιος Ισαάκιος πέρασε επτά χρόνια σ’ αυτή τη σκληρή άσκηση. Αλίμονο όμως! Η καρδιά του δεν έμεινε εντελώς καθαρή από την κενοδοξία. Κάποια ίχνη του δαιμονικού αυτού πάθους μόλυναν τη συνείδησή του. Κι έτσι τον βρήκε μεγάλη συμφορά.
Κάποια νύχτα, όταν ο μακάριος έκανε τις συνηθισμένες του μετάνοιες κι έλεγε τους ψαλμούς του μεσονυκτικού, ένιωσε μεγάλη κόπωση και αισθάνθηκε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Έσβησε το κερί και κάθισε.
Και να! Έξαφνα το σκοτάδι του κελιού διαλύθηκε. Έλαμψε «φως μέγα»! Τι φως ήταν εκείνο! Δυνατό κι εκτυφλωτικό σαν του ήλιου! Ο όσιος αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του, ανίκανος να κοιτάξει ελεύθερα.
Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν δυο πανέμορφοι νέοι με λαμπερά πρόσωπα.
— Ισαάκιε, είπαν στον όσιο, είμαστε άγγελοι και ήρθαμε να σου αναγγείλουμε πως, να!, έρχεται σε σένα ο Χριστός μαζί με τους άλλους αγγέλους τ’ ουρανού.
Ταλαίπωρε άνθρωπε του Θεού! Που να ήξερες ότι είχες μπροστά σου δαίμονες, που ήρθαν για να σε πλανήσουν! Ξέχασες ότι ο σατανάς μπορεί να «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» και «οι διάκονοι αυτού ως διάκονοι δικαιοσύνης»!…
Σήκωσε λοιπόν ο όσιος τα μάτια του με δυσκολία, και Τι βλέπει! Πλήθος δαιμόνων, που εκείνος τους πέρασε για αγγέλους, με πρόσωπα αστραφτερά, κι ανάμεσα τους κάποιον που έλαμπε περισσότερο από τους άλλους, εκπέμποντας φωτεινές ακτίνες.
– Ισαάκιε! πρόσταξαν οι δαίμονες. Να ο Χριστός! Πέσε να τον προσκύνησης!
Ανίκανος να διακρίνει τη δαιμονική πλεκτάνη ο μακάριος, ξέχασε να επικαλεσθεί τη βοήθεια του Κυρίου ή να κάνη το σημείο του σταυρού, που κατατροπώνει τους δαίμονες. Έπεσε λοιπόν ο δυστυχής και προσκύνησε το διάβολο σαν Χριστό!
Αυτοστιγμεί οι δαίμονες ξέσπασαν σε τρομακτικές νικητήριες ιαχές, κραυγάζοντας θριαμβευτικά:
—Δικός μας είσαι, Ισαάκιε! Δικός μας!
Ύστερα άρπαξαν τον όσιο, τον έβαλαν να καθίσει χάμω και μαζεύτηκαν γύρω του. Μεμιάς το κελί γέμισε ασφυκτικά με δαίμονες.
Τότε ο υποτιθέμενος Χριστός πρόσταξε:
— Πάρτε τα όργανα! Πιάστε τα τύμπανα! Παίξτε πανηγυρικά!
Και ο Ισαάκιος να μας χορέψει!
Εμφανίστηκαν αμέσως πολυάριθμοι δαίμονες με μουσικά όργανα και άρχισαν να παίζουν μια μουσική εκκωφαντική και ανατριχιαστική, αληθινά δαιμονική. Την ίδια στιγμή άλλοι δαίμονες σήκωσαν τον όσιο και τον ανάγκασαν να χορέψει μαζί τους στον τρελό ρυθμό της μουσικής.
Ο χορός εκείνος κράτησε πολλές ώρες. Τόσες ώρες κράτησε και ο εμπαιγμός του οσίου από τους δαίμονες. Αφού τον παίδεψαν έτσι βάναυσα, τον παράτησαν κάτω μισοπεθαμένο κι εξαφανίστηκαν.
Είχε φτάσει ήδη το πρωί. Ο όσιος Αντώνιος ήρθε στο παραθυράκι του μικρού κελιού, φέρνοντας όπως πάντα λίγο πρόσφορο και νερό.
—Ευλόγησον, πάτερ Ισαάκιε, είπε χαμηλόφωνα.
Δεν πήρε απάντηση.
– Πάτερ Ισαάκιε, ευλόγησον! είπε πάλι πιο δυνατά. Σιγή.
Ο όσιος Αντώνιος επανέλαβε δύο-τρεις φορές ακόμα το χαιρετισμό. Από το κελλάκι όμως δεν ακουγόταν το παραμικρό. Νόμισε τότε ότι ο Ισαάκιος είχε παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο.
Ειδοποίησε να έρθουν ο όσιος Θεοδόσιος και οι αδελφοί από το μοναστήρι.
Πράγματι, σε λίγο ήρθαν οι πατέρες, άνοιξαν την είσοδο της σπηλιάς και τράβηξαν τον όσιο, νομίζοντας πως ήταν νεκρός. Όταν όμως τον έβγαλαν έξω διαπίστωσαν ότι ζούσε ακόμη. Μόλις που ανέπνεε. Το σώμα του ήταν ξυλιασμένο, ανίκανο να κάνη την παραμικρή κίνηση. Το στόμα μισάνοιχτο. Τα μάτια γουρλωμένα και το βλέμμα απλανές. Σύντομα κατάλαβαν ότι δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, να μιλήσει ή να κατανοήσει οτιδήποτε.
Ο όσιος Αντώνιος δεν άργησε να καταλάβει πως ο έγκλειστος μοναχός είχε δεχτή δαιμονική επίθεση. Από κείνη τη στιγμή τον πήρε στο μοναχικό του κελί και τον υπηρετούσε με κόπο πολύ. Κι όταν αναγκάστηκε να φυγή από το Κίεβο, διωγμένος από τον ηγεμόνα Ιζιασλάβο, τη φροντίδα του δαιμονόπληκτου αδελφού ανέλαβαν ο άγιος Θεοδόσιος και οι άλλοι πατέρες. Τον πήραν στη μονή των Σπηλαίων και μέρα-νύχτα αγωνίζονταν να τον ανακουφίσουν και να τον συνεφέρουν.
Ο δυστυχής Ισαάκιος ήταν πράγματι σε κακό χάλι. Διαλυμένος ψυχικά και σωματικά, κουφός και άλαλος, όχι μόνο να σηκωθεί δεν μπορούσε, αλλά ούτε να γυρίσει πάνω στην κλίνη. Έμενε συνεχώς ξαπλωμένος και ακίνητος, ώσπου πλήγιασε και σκουλήκιασε. Κι ας τον καθάριζε ακούραστα και με αγάπη κάθε μέρα ο ίδιος ο όσιος Θεοδόσιος. Κι ας τον έπλεναν οι αδελφοί. Ούτε τροφή μπορούσε να πάρει. Με χίλιες δυσκολίες κατόρθωναν να χώσουν από το μισάνοιχτο στόμα μέχρι το λαρύγγι του λίγη υγρή τροφή, που την κατάπινε με πολύ κόπο.
Αυτή η κατάσταση κράτησε δυο χρόνια. Ο όσιος Θεοδόσιος προσευχόταν καθημερινά από πάνω του και με δάκρυα παρακαλούσε τον πολυεύσπλαχνο Θεό να λυπηθεί το δούλο Του και να τον λυτρώσει από την κυριαρχία των δαιμόνων. Ώσπου μια μέρα, μπαίνοντας στον τρίτο χρόνο της ταλαιπωρίας του, ο Ισαάκιος μίλησε! Ζήτησε ψιθυριστά να τον σηκώσουν και να τον στήσουν όρθιο.
Τον σήκωσαν.
Δεν μπόρεσε όμως να σταθεί.
Έπεσε κάτω και περπατούσε με τα τέσσερα, σαν μωρό παιδί.
Σιγά-σιγά έδειξε σημάδια βελτιώσεως. Στην εκκλησία όμως δεν πήγαινε. Τον οδήγησαν αρκετές φορές με τη βία. Και με τον καιρό άρχισε να πηγαίνει μόνος του. Το ίδιο και στην τράπεζα. Καθόταν ξέχωρα από τους αδελφούς και δεν επικοινωνούσε με κανένα. Έβαζαν ψωμί μπροστά του, μα δεν το άγγιζε. Του το ‘βαζαν στα χέρια και τον ανάγκαζαν να το φάει, πότε με παρακλήσεις πότε με επιτιμήσεις.
Κάποτε όμως ο όσιος Θεοδόσιος, θέλοντας να τον λυτρώσει από τη δαιμονική επήρεια, είπε αυστηρά:
— Αφήστε το ψωμί μπροστά του, όχι στα χέρια! Να φάει μόνος του!
Για μια βδομάδα ο όσιος Ισαάκιος δεν έφαγε τίποτα. Κατόπιν όμως, βλέποντας τους άλλους να τρώνε, έπιασε κι εκείνος το ψωμί και έφαγε. Αυτή ήταν η αρχή για την οριστική απαλλαγή του από τα δαιμονικά δεσμά.
Μετά την κοίμηση του οσίου Θεοδοσίου, στην αρχή της ηγουμενίας του οσίου Στεφάνου, ο μακάριος Ισαάκιος ξαναβρήκε εντελώς τον εαυτό του, απελευθερωμένος πια από τις αλυσίδες του πονηρού.
Τότε, με την έγκριση του ηγουμένου Στεφάνου, ο όσιος ρίχτηκε πάλι σε σκληρή άσκηση, όχι όμως τώρα στο σκοτεινό κελί, απομονωμένος και ανυπεράσπιστος, αλλά μέσα στο μοναστήρι, περιφρουρημένος από την παρουσία και τη στήριξη του ηγουμένου και των αδελφών.
Διδαγμένος τώρα από το πάθημα του, απευθυνόταν στον πονηρό και του έλεγε:
— Ω διάβολε, εσύ που με πλάνησες όταν ήμουν μόνος στο σπήλαιο! Από δω και πέρα δεν θ’ αγωνιστώ πια μόνος και έγκλειστος. Θα σε πολεμήσω μέσα εδώ, στο μοναστήρι μου και θα σε νικήσω με τη χάρη του Θεού και τις ευχές των αδελφών!
Φόρεσε, όπως όλοι, το τρίχινο ένδυμα και με ζήλο επιδόθηκε στα κοινοβιακά έργα. Εργαζόταν υπάκουα κάτω από τις εντολές όλων των αδελφών διακονητών. Πρώτος πήγαινε στο διακόνημα, πρώτος και στην εκκλησία. Όρθιος και αμετακίνητος στεκόταν μέσα στο ναό μέχρι το τέλος των ακολουθιών. Φορούσε κάτι τρύπια παλιοπάπουτσα χειμώνα-καλοκαίρι. Στις μεγάλες χειμωνιάτικες παγωνιές, τα μισόγυμνα πόδια του ξύλιαζαν πάνω στις κρύες πέτρες του δαπέδου της εκκλησίας. Ο όσιος όμως, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση μέχρι την απόλυση.
Μετά την πρωινή ακολουθία πήγαινε στο μαγειρείο, άναβε τη φωτιά, έφερνε νερό κι έκανε όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες για το μαγείρεμα. Όταν έρχονταν οι μάγειροι, τα εύρισκαν όλα έτοιμα.
Μια φορά ένας από τους μαγείρους, Ισαάκ στο όνομα, θέλησε να πειράξει το μακάριο και του είπε:
— Πάτερ Ισαάκιε! Να, εκεί στο δέντρο κάθισε ένας κόρακας. Πήγαινε, πιάσ’ τον και φέρ’ τον εδώ!
Εκείνος έβαλε βαθιά μετάνοια, βγήκε έξω, σκαρφάλωσε στο δέντρο κι έπιασε τον κόρακα χωρίς δυσκολία. Το πουλί, κατά παραχώρηση Θεού, δεν τρόμαξε ούτε προσπάθησε να πετάξει. Άφησε τον όσιο να το πιάσει στ’ ασκητικά χέρια του και να το φέρει στο μαγειρείο.
Έμειναν σαν αποσβολωμένοι οι μάγειροι σαν είδαν τ’ αποτελέσματα της απλότητας και της υπακοής του αγίου. Ενημέρωσαν τον ηγούμενο και τους αδελφούς, που από τότε άρχισαν να τον τιμούν σαν χαρισματούχο.
Ο θείος Ισαάκιος όμως, για ν’ αποφύγει τη δόξα των ανθρώπων και μια δεύτερη πτώση σε δαιμονική παγίδα, άρχισε να παριστάνει το σάλο. Έλεγε λόγια παράξενα, έκανε τρέλες και προξενούσε ζημιές άλλοτε στους αδελφούς και άλλοτε στους περαστικούς κοσμικούς, με αποτέλεσμα να δέχεται ονειδισμούς, πειράγματα και ραπίσματα. Καταφύγιό του ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, άδειο τώρα μετά την κοίμησή του. Εκεί προσευχόταν νύχτα και μέρα γυμνός, υπομένοντας τη βασανιστική παγωνιά.
Μια νύχτα ο μακάριος άναψε την παλιά, τρύπια ξυλόσομπα του σπηλαίου. Αυτή όμως κάποια στιγμή φούντωσε κι άρχισε να βγάζει μεγάλες φλόγες από τις ρωγμές. Τότε ο όσιος, μην έχοντας άλλο μέσο για να καταστείλει τη φωτιά, άνοιξε το καπάκι της σόμπας και πάτησε μέσα, πάνω στ’ αναμμένα ξύλα, με τα γυμνά του πόδια. Στεκόταν εκεί αρκετή ώρα, μέχρι που η φωτιά έσβησε. Ωστόσο εκείνος δεν είχε υποστεί το παραμικρό έγκαυμα.
Πολλά παρόμοια θαυμάσια επετέλεσε ο όσιος, που μετά τον εμπαιγμό του από τους δαίμονες, είχε γίνει με τη χάρη του Θεού χλευαστής τους.
Πολλές φορές εμφανίστηκαν οι δαίμονες και προσπάθησαν να τον τρομάξουν, φωνάζοντας:
– Είσαι δικός μας, Ισαάκιε! Είσαι δικός μας, γιατί προσκύνησες τον άρχοντα μας!
Εκείνος όμως τους απαντούσε θαρρετά:
—Ο άρχοντας σας είναι ο Βεελζεβούλ, που δεν έχει δύναμη περισσότερη από μια μύγα. Γι` αυτό και δεν τον φοβάμαι, όπως δεν φοβάμαι κι εσάς τα μυγάκια, τους δούλους του. Με απατήσατε μια φορά, γιατί δεν γνώριζα τις πονηριές και τις πλεκτάνες σας.
Τώρα όμως, με τη δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και με τις ευχές των οσίων πατέρων μου Αντωνίου και Θεοδοσίου, δεν θα με νικήσετε πια. Θα νικηθείτε και θα σκορπίσετε σαν μύγες!
Και λέγοντας αυτά ο όσιος σχημάτιζε το σημείο του σταυρού πάνω στο σώμα του κι έδιωχνε τους δαίμονες, που έφευγαν ουρλιάζοντας σαν πληγωμένα σκυλιά. Όμως δεν το έβαζαν κάτω. Ξανάρχονταν αργότερα με την ίδια κακία και περισσότερη αγριότητα.
Τις νύχτες μαζεύονταν έξω από το κελί του οσίου και δημιουργούσαν τρομακτικούς θορύβους. Τσίριζαν, κραύγαζαν, χτυπούσαν σιδερικά, απειλούσαν…
— Ισαάκιεεεε! φώναζαν. Θα κατασκάψουμε το σπήλαιο και θα σε θάψουμε ζωντανό!
— Φύγε από δω, καταραμένε!, έλεγαν άλλοι. Θα σε παραχώσουμε μέσα στη γη!
Ο όσιος όμως με ηρεμία και παρρησία τους απαντούσε:
—Αν ήσασταν άνθρωποι του Θεού θα περπατούσατε στο φως της ημέρας, «ότι ο Θεός φως εστί και σκοτία εν αυτώ ουκ εστίν ουδεμία». Επειδή όμως υπηρετείτε το σκοτεινό διάβολο, γι’ αυτό περπατάτε στο σκοτάδι της νύχτας, όπως ο αρχηγός σας, ο κοσμοκράτορας του σκότους, που «εν τη σκοτία εστί και εν τη σκοτία περιπατεί και ουκ οίδε που υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού».
Τέτοια και άλλα παρόμοια έλεγε ο μακάριος Ισαάκιος στους δαίμονες, κάνοντας πάντοτε το σημείο του τιμίου σταυρού. Αμέσως οι δαίμονες εξαφανίζονταν σαν καπνός.
Άλλοτε έπαιρναν τη μορφή αγρίων ζώων. Μετασχηματίζονταν σε αρκούδες, λύκους, λιοντάρια ή άλλα αρπακτικά θηρία και ορμούσαν με μουγκρητά και ουρλιαχτά εναντίον του, τάχα για να τον κατασπαράξουν. Άλλοτε πάλι έρχονταν κατά εκατοντάδες σαν φίδια, βατράχια, ποντίκια και άλλα ερπετά ή τρωκτικά, σφυρίζοντας απαίσια.
Σ’ όλες τις περιπτώσεις όμως οι δαιμονικές φαντασίες διαλύονταν με την επίκληση του ονόματος του Χριστού και με το σημείο του σταυρού. Και τα πονηρά πνεύματα έφευγαν έντρομα, ξεφωνίζοντας:
– Αχ, Ισαάκιε, μας νίκησες! Μας νίκησες!
– Δεν σας νίκησα εγώ, αλλά ο παντοδύναμος Κύριός μου! απαντούσε ο όσιος. Εμένα με νικήσατε, τότε που μου φανερωθήκατε με τη μορφή των αγγέλων και του Κυρίου. Αλλά να! Τώρα εμφανίζεστε έτσι που σας ταιριάζει, με τη μορφή ακάθαρτων ζώων, αφού κι εσείς είστε ακάθαρτοι!
Τρία χρόνια πολέμησε έτσι σκληρά με τους δαίμονες ο θειότατος Ισαάκιος. Μετά δεν τόλμησαν να τον ξαναπειράξουν, ηττημένοι πια από τη χάρη του Θεού, που αναπαυόταν στο βιαστή και πνευματέμφορο δούλο Του.
Από τότε εγκαταστάθηκε πάλι στο μοναχικό του σπήλαιο, περιμένοντας το τέλος του με μεγαλύτερη ακόμη άσκηση — νηστεία, αγρυπνία και προσευχή.
Σε λίγο καιρό όμως ασθένησε. Είχε έρθει η ώρα της κλήσεώς του από τον Κύριο, στις αιώνιες μονές του Πατρός.
Οι αδελφοί τον μετέφεραν στο μοναστήρι.
Σε οκτώ μέρες αναχώρησε ειρηνικά για τη χώρα των ζώντων.
Ό ηγούμενος Ιωάννης και οι αδελφοί, κήδεψαν με μεγάλη τιμή το σώμα του στον υπόγειο τόπο όπου αναπαύονται τα σεπτά λείψανα και των άλλων αγίων ασκητών της Λαύρας.
Έτσι ο καλός στρατιώτης του Χριστού, αν και νικήθηκε αρχικά από τον πανούργο εχθρό της σωτηρίας μας, μετά αναδείχθηκε νικητής και κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.