«Οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν…Ἔσκυψα καί τις σήκωσα…Ἤθελα νά τὶς κρατήσω γιά λίγη ὥρα στά χέριά μου. Να τὶς κοιτάξω καλὰ γιά τελευταία φορά. Ἀποροῦσα πού μόλις πρὶν λίγο ἔδεναν τὰ πόδιά μου»
«…Ὅταν κοιτάζω πίσω στό παρελθὸν καὶ σκέφτομαι πόσος χρόνος πῆγε ἄσκοπα, πόσο χρόνο ἔχασα μὲ ἀπάτες, μὲ σφάλματα, μὴν ἔχοντας τί νά κάνω. Ὅταν σκέφτομαι πώς ἔχασα τὸν καιρό μου, χωρὶς νά ξέρω πῶς νά ζήσω, χωρὶς νά μπορῶ νά ἐκτιμήσω τὸν χρόνο. Ὅταν σκέφτομαι πόσο συχνὰ ἁμάρτησα ἀπέναντι στόν ἑαυτό μου καὶ στό πνεῦμα μου, τότε ἡ καρδιά μου ματώνει. Ἡ ζωή, ἀδελφέ μου, εἶναι ἕνα δῶρο, ἡ ζωὴ εἶναι εὐτυχία. Κάθε λεπτὸ θὰ ’πρεπε νά εἶναι ἕνας αἰῶνας εὐτυχίας. Τώρα ἀλλάζοντας ζωὴ ξαναγεννιέμαι σ’ ἕναν καινούριο ἄνθρωπο… Εὐλογοῦσα τήν μοίρα πού μ’ ἔστειλε στή μοναξιὰ χωρὶς τὴν ὁποία δὲ θὰ ἔκρινα τὸν ἑαυτό μου καὶ οὔτε θὰ ἔκανα τόσο αὐστηρὴ ἀναθεώρηση τῆς ζωῆς μου…»
Οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν…Ἔσκυψα καί τις σήκωσα…
Fyodor Dostoevsky