Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ὑποταγῆς, ἡ ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ πῶς τὴν κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος.

Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ

Ἐπειδὴ δὲν ὑπομένουμε ἑκούσια μικρὴ θλίψη γιὰ τὸν Κύριο, πέφτουμε ἀκούσια σὲ πολλὲς καὶ βαριὲς θλίψεις.

Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλουμε ν᾿ ἀφήσουμε τὸ δικό μας θέλημα γιὰ τὸν Κύριο, προξενοῦμε στοὺς ἑαυτούς μας ψυχικὴ βλάβη καὶ καταστροφή.

Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀνεχόμαστε νὰ ζοῦμε ἢ νὰ μποῦμε σὲ ὑποταγὴ καὶ ἐξουδένωση γιὰ τὸν Κύριο, στεροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ τῶν δικαίων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πειθαρχοῦμε στὶς νουθεσίες ὅσων μᾶς βάζουν νόμους γιὰ τὸν Κύριο, γινόμαστε ἀντικείμενα τῆς χαιρεκακίας τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀνεχόμαστε τὴν αὐστηρὴ τιμωρία, θὰ μᾶς δεχθεῖ τὸ καμίνι τῆς ἄσβεστης φωτιᾶς, ὅπου δὲν θὰ ὑπάρχει πιὰ ποτὲ παρηγοριά.
Τοῦ ἁγίου Μαξίμου

Ὁ Θεὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα βρίσκεται μυστικὰ μέσα σε καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολές Του. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, πάλι, εἶναι ἐκ φύσεως ὅλος ἀχώριστος σὲ ὅλον τὸ Λόγο Του. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δέχεται μία θεία ἐντολὴ καὶ τὴν ἐφαρμόζει, δέχεται τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτήν. Ἐκεῖνος ποὺ δέχθηκε τὸ Λόγο διαμέσου τῶν ἐντολῶν, δέχθηκε διαμέσου Αὐτοῦ καὶ τὸν Πατέρα, ποὺ ὑπάρχει ἐκ φύσεως μέσα σ᾿ Αὐτόν, ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα, ποὺ ἐπίσης ὑπάρχει ἐκ φύσεως μέσα σ᾿ Αὐτόν. Γιατὶ λέει:

«Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ὅντινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων, λαμβάνει τὸν πέμψαντά με» (Ἰω. 13:20).

Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δέχθηκε ἐντολὴ καὶ τὴν τήρησε, δέχθηκε καὶ κρατάει μυστικὰ μέσα του τὴν Ἁγία Τριάδα.
Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ

Ὁ διάβολος μὲ κανένα ἄλλο ἐλάττωμα δὲν ὁδηγεῖ τόσο στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας τὸν ἄνθρωπο, ὅσο μὲ τὸ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν καταδέχεται νὰ ρυθμίζει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς ὑποδείξεις τῶν Πατέρων, ἀλλὰ ν᾿ ἀκολουθεῖ τὸ δικό του θέλημα. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πορεύεται σύμφωνα μὲ τὴ δική του κρίση καὶ γνώμη, ποτὲ δὲν θὰ προχωρήσει μὲ ἀσφάλεια, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς θὰ σκοντάψει καὶ θὰ πλανηθεῖ, καί, βαδίζοντας λὲς συνεχῶς μέσα στὸ σκοτάδι, θ᾿ ἀντιμετωπίσει κινδύνους πολλοὺς καὶ φοβερούς.

Πρέπει νὰ μάθουμε καὶ τοῦτο, παίρνοντας παραδείγματα καὶ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες τέχνες καὶ ἐπιστῆμες: Ἂν δηλαδὴ ἐκεῖνες, ποὺ ἀφοροῦν πράγματα χειροπιαστά, δὲν μποροῦμε μόνοι μας νὰ τὶς μάθουμε, ἀλλὰ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον, ποὺ θὰ μᾶς τὶς διδάξει σωστὰ καὶ θὰ μᾶς ἀναλύσει κάθε πλευρά τους, δὲν εἶναι ἀφελὲς καὶ ἀνόητο νὰ νομίζουμε, ὅτι τὴν πνευματικὴ τέχνη, ποὺ εἶναι ἀπ᾿ ὅλες τὶς τέχνες καὶ τὶς ἐπιστῆμες ἡ πιὸ δύσκολη κι ἡ πιὸ ἐπίμοχθη, θὰ κατορθώσουμε νὰ τὴ μάθουμε χωρὶς δάσκαλο; Γιατὶ δὲν πρόκειται γιὰ τέχνη σωματικὴ καὶ ὁρατή, ὅπως εἶναι οἱ ὑπόλοιπες τέχνες, ποὺ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ σωματικὰ ζητήματα, πρόκειται γιὰ τέχνη κρυμμένη καὶ ἀόρατη, καθὼς ἀποβλέπει μόνο στὴν ψυχὴ καὶ ἔχει σκοπὸ νὰ τὴν κάνει θεοειδή. Ἡ ἀποτυχία σ᾿ αὐτὴ τὴν τέχνη δὲν προκαλεῖ πρόσκαιρη βλάβη, ἀλλ᾿ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς καὶ αἰώνιο θάνατο καὶ κόλαση.
Τοῦ Ἁγίου Διαδόχου

Ἡ ὑπακοὴ ἔχει ἀναγνωριστεῖ σὰν τὸ πρῶτο καλὸ ἀνάμεσα σ᾿ ὅλες τὶς βασικὲς ἀρετές, γιατὶ διώχνει τὴν οἴηση (δηλαδὴ τὴ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχει κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του) καὶ γεννάει μέσα μας τὴν ταπεινοφροσύνη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὴ δέχονται μὲ εὐχαρίστηση, γίνεται θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Τὴν ὑπακοὴ ἀθέτησε ὁ Ἀδάμ, καὶ κατρακύλησε στὸν ἀβυσσαλέο τάρταρο. Τὴν ὑπακοὴ ἀγάπησε ὁ Κύριος, καὶ οἰκονομώντας τὴ δική μας σωτηρία, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὑπάκουσε στὸν Πατέρα Του μέχρι θανάτου -κι αὐτό, ἐνῷ δὲν ἦταν καθόλου κατώτερος ἀπὸ τὴ μεγαλοσύνη Ἐκείνου- γιὰ νὰ καταργήσει τὸ ἔγκλημα τῆς ἀνθρώπινης παρακοῆς μὲ τὴ δική Του ὑπακοὴ καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὴ μακάρια καὶ αἰώνια ζωὴ ἐκείνους ποὺ θὰ ζήσουν μὲ ὑπακοή.

Πρῶτα λοιπὸν γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ πρέπει νὰ φροντίζουν, ὅσοι θέλουν νὰ πολεμήσουν τὴ διαβολικὴ οἴηση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀρετή, μὲ τὸν καιρό, θὰ μᾶς δείξει ἀλάθητα ὅλους τους δρόμους τῶν ἀρετῶν.
Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου

Ἐκεῖνος ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ μόνος του νὰ νικήσει τὸ σαρκικὸ φρόνημα, γιατὶ ἔχει τὸν ἐρεθισμὸ ἀκατάπαυστο καὶ ἐγκατεστημένο μέσα στὰ μέλη του.

Ὅσοι εἶναι ἐμπαθεῖς, πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ὑποτάσσονται.

Ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται μὲ ὑποταγὴ καὶ προσευχὴ ἐναντίον τοῦ σαρκικοῦ θελήματος, εἶναι ἀγωνιστὴς ποὺ μεταχειρίζεται καλὴ μέθοδο, ἐκδηλώνοντας τὸν νοητὸ πόλεμο μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ αἰσθητά.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, ὅτι ἡ ὑπακοὴ μὲ τὴν ἐγκράτεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ ὑποτάσσει καὶ τὰ θηρία.
***

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε, ὅτι μία φορὰ ρώτησε κάποιος τὸν ἀββᾶ Παΐσιο:

– Τί θὰ κάνω μὲ τὴν ψυχή μου, ποὺ εἶναι ἀναίσθητη καὶ δὲν ἔχει φόβο Θεοῦ;

– Πήγαινε, ἀπάντησε ὁ γέροντας, καὶ ὑποτάξου σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ.

Ἡ ἀναστροφή σου μ᾿ ἐκεῖνον θὰ σὲ μάθει κι ἐσένα νὰ φοβᾶσαι τὸ Θεό.
***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς σ᾿ἕναν ἀδελφό:

– Ἔλα, ἀδελφέ μου, στὴν ἀληθινὴ ὑπακοή, ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, ὅπου ὑπάρχει δύναμη, ὅπου ὑπάρχει χαρά, ὅπου ὑπάρχει ὑπομονή, ὅπου ὑπάρχει μακροθυμία, ὅπου ὑπάρχει φιλαδελφία, ὅπου ὑπάρχει κατάνυξη, ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη. Γιατὶ ὅποιος κάνει καθαρὴ ὑπακοή, ἔχει ἀποκτήσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
***

Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε:

– Μὴ μετρᾷς τὶς ἀρετές σου, ἀλλὰ ὑποτάξου καλύτερα σὲ κάποιον ποὺ ζεῖ ἐνάρετα.
***

Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ ὁ Θηβαῖος εἶπε, ὅτι τρία πράγματα εἶναι ποὺ ἐκτιμᾷ περισσότερο ὁ Θεός, τὸ πρῶτο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος καὶ τοῦ ἔρχονται κι ἄλλοι πειρασμοί, κι αὐτὸς τοὺς δέχεται εὐχαριστώντας τὸν Κύριο, τὸ δεύτερο, ὅταν ὅλα τὰ ἔργα γίνονται καθαρὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτα τὸ ἀνθρώπινο, καὶ τὸ τρίτο, ὅταν κανεὶς μένει στὴν ὑποταγὴ πνευματικοῦ πατέρα καὶ ἀπαρνιέται ὅλα τὰ δικά του θελήματα, ὁ τελευταῖος ἔχει ἕνα στεφάνι παραπάνω.
*****
Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του

Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του σὲ τίποτε, ἀλλὰ γιὰ ὅλα νὰ συμβουλεύεται τοὺς διακριτικοὺς πατέρες καὶ νὰ ἐξομολογεῖται καθαρὰ τὰ μυστικά της καρδιᾶς του.
Ἀπὸ τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο

Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν προφήτη:

– Γιὰ ὅλους τοὺς λογισμούς, ποὺ ξεφυτρώνουν στὴν καρδιά μου, πρέπει νὰ ρωτάω τοὺς γέροντες;

– Δὲν εἶναι ἀνάγκη, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νὰ ρωτάει κανεὶς γιὰ ὅλους τοὺς λογισμοὺς ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴν καρδιά, γιατὶ φεύγουν καὶ χάνονται. Νὰ ρωτάει μόνο γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐπιμένουν καὶ πολεμοῦν.

Συμβαίνει, θὰ λέγαμε, μὲ τοὺς λογισμοὺς ὅ,τι καὶ μὲ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ βρίζεται ἀπὸ πολλούς, ἀλλ᾿ ἀγνοεῖ καὶ προσπερνάει τὶς ὕβρεις.

Τότε δὲν κάνει καμιὰ ἐνέργεια. Ἂν ὅμως κάποιος (ἀπὸ τοὺς ὑβριστές του) στραφεῖ ἐναντίον του καὶ τὸν πολεμήσει, τότε τὸν καταγγέλλει στὶς ἀρχές. Ἔρχεται δηλαδὴ στὸν ἄρχοντα καὶ ὑποβάλλει μήνυση ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν πολέμησε.

Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς λογισμούς:

Πρέπει νὰ κάνουμε στοὺς γέροντες ἐξαγόρευση ἐκείνων μονάχα ποὺ μᾶς πολεμοῦν ἢ μένουν μέσα μας πολὺν καιρό.
Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ

Δεῖγμα ἀληθινῆς ταπεινώσεως εἶναι τὸ νὰ φανερώνουμε στοὺς πατέρες ὄχι μόνο ὅσα κάνουμε, ἀλλὰ καὶ ὅσα σκεφτόμαστε. Γιατὶ αὐτὸς ὁ τρόπος προετοιμάζει τὸ μοναχὸ γιὰ νὰ βαδίσει τὸ σωστὸ δρόμο χωρὶς βλάβη καὶ ἐμπόδιο. Εἶναι ἀδύνατον σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ρυθμίζει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν κρίση καὶ τὴ γνώμη τῶν προχωρημένων πατέρων, νὰ πέσει σὲ ἀπάτη τῶν δαιμόνων. Καὶ αὐτὴ καθεαυτή, ἄλλωστε, ἡ φανέρωση καὶ ἡ ἀποκάλυψη στοὺς πατέρες τῶν πονηρῶν σκέψεων, τὶς μαραίνει καὶ τὶς ἐξασθενίζει. Ὅπως τὸ φίδι, ὅταν τὸ βγάλεις ἀπὸ μία σκοτεινὴ τρύπα στὸ φῶς, τρέχει γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ ἐξαφανιστεῖ, ἔτσι καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοί, ὅταν φανερωθοῦν μὲ τὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία καὶ ἐξαγόρευση, φεύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας ἀπὸ τὴν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν στοὺς πατέρες καὶ τὴ μὴ καταφρόνηση τῆς παραδόσεως τῶν προγόνων. Γιατὶ καὶ αὐτοὶ δὲν κινήθηκαν ἀπὸ τὴ δική τους θέληση, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὶς θεόπνευστες Γραφὲς γιὰ νὰ παραδώσουν στοὺς μεταγενέστερους (αὐτὴ τὴ συνήθεια), τὸ νὰ συμβουλεύονται (δηλαδὴ) τοὺς προοδευμένους (στὴν ἀρετή). Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς, προπαντὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ἁγίου Σαμουὴλ τοῦ προφήτη. Αὐτός, ἂν καὶ (ἀφιερώθηκε) ἀπὸ νήπιο στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ἀξιώθηκε νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, δὲν πίστεψε στὸ λογισμό του. Μολονότι μία καὶ δυὸ φορὲς τὸν κάλεσε ὁ Θεός, τρέχει πρὸς τὸν γέροντα Ἠλεί, παίρνει ὁδηγίες ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν συμβουλεύεται πῶς ν᾿ ἀποκρίνεται στὸ Θεὸ (Α´ Βασ. 3:9). Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν διάλεξε ὁ Θεὸς σὰν ἄξιό Του, θέλει μὲ τοὺς κανόνες καὶ τὴ διδαχὴ τοῦ γέροντα νὰ καθοδηγεῖται, κι ἔτσι νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ταπείνωση. Μὰ καὶ τὸν Παῦλο, ποὺ τὸν κάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ συνομίλησε μαζί του, ἐνῷ μποροῦσε ἀμέσως νὰ τοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια καὶ νὰ τοῦ δείξει τὴν ὁδὸ τῆς τελειότητας, τὸν στέλνει στὸν Ἀνανία καὶ τὸν βεβαιώνει ὅτι θὰ μάθει ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας, λέγοντας: «Εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σὲ δεῖ ποιεῖν» (Πράξ. 9:6). Μὲ τοῦτα μᾶς διδάσκει ν᾿ ἀκολουθοῦμε τὶς ὁδηγίες τῶν προοδευμένων. Ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος τὸ διδάχθηκε αὐτό, τὸ ἐκπλήρωνε ἔπειτα μὲ τὰ ἔργα του, ἐφόσον γράφει γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἰδεῖν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον, καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον» (πρβλ. Γάλ. 1:18-19, 2:2). Ἀλίμονο! Τὸ «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», αὐτὸς ποὺ ἀνυψώθηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ «ἄρρητα ρήματα», αὐτός, ποὺ πάντα τὸν συνόδευε ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιώνοντας τὸ λόγο τῆς διδαχῆς του μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἀκολουθοῦσαν, αὐτὸς ὁμολογεῖ πὼς εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τῶν ἀποστόλων ποὺ προηγήθηκαν. Ποιὸς λοιπὸν εἶναι τόσο ἀλαζόνας καὶ ὑπερήφανος, ὥστε νὰ μὴ φρίττει ἀκούγοντας αὐτά, καὶ νὰ μὴ φοβᾶται ν᾿ ἀκολουθεῖ τὴ γνώμη του ὅπως φοβᾶται τὴ φωτιὰ τῆς γέεννας καὶ τὴν αἰώνια κόλαση; Γιατὶ σὲ κανέναν ὁ Κύριος δὲν ἀποκαλύπτει τὸ δρόμο τῆς τελειότητας, παρὰ μόνο ἂν ὁδηγηθεῖ σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πνευματικοὺς πατέρες. Ὅπως μᾶς παραγγέλλει καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη:

«Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. 32:7).
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ

Ἀδελφέ, ἂν σφάλεις σ᾿ ἕνα πρᾶγμα, μὴν πεῖς ψέματα ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ βάλε μετάνοια λέγοντας (στὸν πλησίον), «Συγχώρεσέ με», καὶ τὸ σφάλμα σου ἐξαφανίζεται. Μὴν ἔχεις ἄλλα στὸ στόμα σου καὶ ἄλλα στὴν καρδιά σου, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται, ὅλα τὰ βλέπει, καὶ τὰ κρυφὰ καὶ τὰ φανερά. Κάθε λογισμὸ λοιπὸν καὶ κάθε θλίψη καὶ κάθε θέλημά σου καὶ κάθε ὑποψία σου μὴν τὰ κρύψεις, ἀλλὰ φανέρωσέ τα ἐλεύθερα στὸ γέροντά σου. Καὶ ὅ,τι ἀκοῦς ἀπ᾿ αὐτόν, φρόντιζε νὰ τὸ ἐφαρμόζεις μὲ πίστη. Ἔτσι ὁ πόλεμος γίνεται ἐλαφρότερος. Γιατὶ χαρὰ ἀλλοῦ δὲν βρίσκουνε τὰ πονηρὰ πνεύματα, παρὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ κρατάει κρυφοὺς τοὺς λογισμούς του, εἴτε εἶναι καλοὶ εἴτε κακοί.

Παράδωσε τὴν καρδιά σου στὴν ὑπακοὴ τῶν πατέρων σου, καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ κατοικήσει μέσα σου. Μὴ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου συνετό, γιὰ νὰ μὴν πέσεις στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου. Τὸ νὰ σωπαίνεις καὶ νὰ μὴν ἐξαγορεύεις τοὺς λογισμούς σου, δείχνει ὅτι ζητᾷς τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἄθλια δόξα του. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἐξαγορεύει τοὺς λογισμούς του στοὺς πατέρες του, τοὺς διώχνει μακριά του. Πάντα νὰ παίρνει τὴ συμβουλὴ τῶν πατέρων σου, καὶ θὰ εἶσαι σ᾿ ὅλη σου τὴ ζωὴ ἀναπαυμένος.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό

Ἐπισκεφθήκαμε κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ τὸν ρωτήσαμε:

– Ἂν κάποιος, ποὺ πειράζεται ἀπὸ ἕναν λογισμὸ καὶ βλέπει ὅτι νικιέται, διαβάζει συχνὰ-πυκνὰ ὅσα εἶπαν οἱ πατέρες γιὰ τὸ λογισμὸ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐφαρμόσει, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ κατορθώνει ἀπόλυτα, τί εἶναι προτιμότερο, νὰ φανερώσει σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸ λογισμό του ἢ νὰ προσπαθήσει μόνος του νὰ ἐφαρμόσει ὅσα διάβασε καὶ νὰ περιοριστεῖ στὴν πληροφορία τῆς δικῆς του συνειδήσεως;

– Ἔχει ὑποχρέωση, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νὰ φανερώσει τὸ λογισμό του σὲ ἄνθρωπο ποὺ θὰ μπορέσει νὰ τὸν ὠφελήσει, καὶ νὰ μὴ βασιστεῖ μόνο στὸν ἑαυτό του. Γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του, ὅταν μάλιστα ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὰ πάθη.

Νὰ τί συνέβη σὲ μένα ὅταν ἤμουνα νέος:

Εἶχα ἕνα ψυχικὸ πάθος ποὺ μὲ νικοῦσε. Ἀκούγοντας λοιπὸν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ζήνων εἶχε θεραπεύσει πολλούς, ποὺ ἦταν σὲ παρόμοια κατάσταση, ἀποφάσισα νὰ πάω καὶ νὰ τοῦ μιλήσω. Ὁ σατανᾶς ὅμως μὲ ἐμπόδιζε, βάζοντάς μου τὴ σκέψη: «Ἀφοῦ ξέρεις τί πρέπει νὰ κάνεις, ἐφάρμοσε ὅσα διαβάζεις, γιατί νὰ πᾶς καὶ νὰ ἐνοχλήσεις τὸ γέροντα;» Κάθε φορὰ ποὺ ἀποφάσιζα, ὡστόσο, νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ γέροντα καὶ νὰ τοῦ μιλήσω, ὁ πόλεμος τοῦ πάθους ὑποχωροῦσε, μὲ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ, γιὰ νὰ μὴν πάω. Καὶ ὅταν ἔπαιρνα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πάω, κυριευόμουνα πάλι ἀπὸ τὸ πάθος. Σ᾿ αὐτὴ τὴν παγίδα μ᾿ ἔριχνε πολὺ καιρὸ ὁ ἐχθρός, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γέροντα. Ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορές, ποὺ πῆγα ἀποφασισμένος νὰ τοῦ πῶ τὸ λογισμό μου, ὁ ἐχθρὸς δὲν μὲ ἄφηνε, γεννώντας μέσα στὴ καρδιά μου ντροπὴ καὶ λέγοντάς μου μυστικά:

«Ἀφοῦ ξέρεις πῶς πρέπει νὰ θεραπευθεῖς, τί χρειάζεται νὰ μιλήσεις σὲ κάποιον σχετικά; Ἄλλωστε ἐσὺ δὲν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ξέρεις τί εἶπαν οἱ Πατέρες». Αὐτὰ μοῦ ἔβαζε στὸ νοῦ ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ μὴ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γιατρὸ καὶ θεραπευθῶ.

Ὁ γέροντας, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἐνῷ καταλάβαινε ὅτι εἶχα λογισμούς, δὲν μοῦ ἔκανε παρατήρηση, περιμένοντας νὰ τοὺς φανερώσω ὁ ἴδιος. Μὲ δίδασκε μόνο γιὰ τὸν σωστὸ τρόπο ζωῆς, καὶ μὲ ἄφηνε νὰ φύγω.

Κάποτε ὅμως, γεμάτος θλίψη, εἶπα μέσα μου:

«Ὡς πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δὲν θὰ θέλεις νὰ γιατρευτεῖς; Ἄλλοι ἔρχονται στὸ γέροντα ἀπὸ μακριὰ καὶ θεραπεύονται, κι ἐσὺ δὲν ντρέπεσαι, νὰ ἔχεις κοντά σου τὸ γιατρὸ καὶ νὰ μὴ γίνεσαι καλά;»

Ζεστάθηκε ἔτσι ἡ καρδιά μου καὶ εἶπα μέσα μου:

«Ἂς πάω στὸ γέροντα, κι ἂν δὲν βρῶ κανέναν (ἄλλον) ἐκεῖ, θὰ καταλάβω πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ τοῦ ἀποκαλύψω τὸ λογισμό μου». Πράγματι, πῆγα καὶ δὲν βρῆκα κανέναν.

Ὁ γέροντας, ὅπως συνήθιζε, μὲ νουθέτησε γύρω ἀπὸ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ καθαρθεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς. Ἐγὼ ἀπὸ ντροπὴ δὲν τοῦ φανέρωσα πάλι τίποτα, κι ἑτοιμαζόμουνα νὰ φύγω. Σηκώθηκε, ἔκανε εὐχὴ καὶ μὲ ξεπροβόδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ὡς τὴν ἐξώπορτα.

Τὸν ἀκολουθοῦσα ἀπὸ κοντά, ἐνῷ μὲ βασάνιζαν οἱ λογισμοί: Νὰ μιλήσω ἢ νὰ μὴ μιλήσω στὸ γέροντα;

Ἐκεῖνος στράφηκε, εἶδε πόσο βασανιζόμουν ἀπὸ τοὺς λογισμούς, μὲ χτύπησε στὸ στῆθος καὶ μοῦ εἶπε:

«Τί ἔχεις; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ!».

Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, νόμισα πῶς ἡ καρδιά μου ἀνοίχτηκε.

Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια του, παρακαλώντας τὸν μὲ δάκρυα:

«Ἐλέησέ με!».

«Τί ἔχεις;», μοῦ λέει ὁ γέροντας.

«Δὲν ξέρεις τί ἔχω;», ἀποκρίθηκα.

«Ἐσὺ πρέπει νὰ τὸ πεῖς!», εἶπε ἐκεῖνος.

Τότε λοιπόν, μὲ πολλὴ ντροπή, τοῦ ἐξομολογήθηκα τὸ πάθος μου. Καὶ μοῦ λέει:

«Γιατί ντρεπόσουνα νὰ μοῦ τὸ πεῖς τόσον καιρό; Δὲν εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος; Θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ φανερώσω αὐτὸ ποῦ ξέρω;

Δὲν ἔχεις ἤδη τρία χρόνια, ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, καὶ δὲν τοὺς ἀναφέρεις;»

Τὸ ὁμολόγησα, κι ἔπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον:

«Ἐλέησέ με, γιὰ τὸν Κύριο!»

«Πήγαινε», μοῦ εἶπε, «μὴν παραμελεῖς τὴν προσευχή σου καὶ μὴν κατακρίνεις κανέναν».

Πῆγα πράγματι στὸ κελί μου καὶ ἀφοσιώθηκα μὲ ἐπιμέλεια στὴν προσευχή μου.

Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα, ποτὲ πιὰ δὲν ἐνοχλήθηκα ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο.
***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

– Ξέρω μοναχούς, ποὺ ἔπεσαν μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀσκητικοὺς κόπους κι ἔφτασαν ὡς τὴν παράκρουση, ἐπειδὴ στήριξαν τὶς ἐλπίδες τους μόνο στὸν ἀγῶνα τους καὶ δὲν ἔδωσαν σημασία στὴν ἐντολὴ Ἐκείνου, ποὺ εἶπε:

«Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. 32:7).
***

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς:

– Ὁ μοναχὸς ποὺ ἔχει πνευματικὸ πατέρα, δὲν ἔχει ὅμως ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, καὶ αὐτόβουλα νηστεύει ἢ κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο ποὺ θεωρεῖ καλό, δὲν θ᾿ ἀποκτήσει ποτὲ καμία ἀρετὴ οὔτε ξέρει τί εἶναι μοναχός.
***

Ἕνας γέροντας εἶπε:

– Ἂν σ᾿ ἐνοχλοῦν ἀκάθαρτοι λογισμοί, μὴν τοὺς κρύψεις, ἀλλὰ πές τους ἀμέσως στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἔλεγξέ τους.

Γιατὶ ὅσο κρύβει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λογισμούς του, τόσο πληθαίνουν καὶ δυναμώνουν.

Ὅπως δηλαδὴ τὸ φίδι, μόλις βγεῖ ἀπὸ τὴ φωλιά του, ἀμέσως φεύγει, ἔτσι καὶ ὁ πονηρὸς λογισμός, μόλις φανερωθεῖ, ἀμέσως χάνεται.

Καὶ ὅπως τὸ σκουλῆκι τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ ὁ πονηρὸς λογισμὸς ἀφανίζει τὴν καρδιά.

Ὅποιος φανερώνει τοὺς λογισμούς του, γρήγορα θεραπεύεται. Ὅποιος ὅμως τοὺς κρύβει, πάσχει ἀπὸ ὑπερηφάνεια.

– See more at: http://www.filoumenos.com/forum/viewtopic.php?f=28&t=15861#sthash.P7nSZ95F.dpuf

Related Posts
0 Comments

No Comment.