Ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος, στὸν καιρό του, τὴν περιφρόνησι πρὸς τὰ οὐσιώδη συστατικὰ τοῦ βίου τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καὶ συνεχῶς, μὲ τὸν τρόπο του ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων, ὅπου ἐδημοσιεύοντο τὰ διηγήματά του, σχολίαζε, διαμαρτυρόταν καὶ ἐπρότεινε τρόπους ἀντιμετωπίσεως.
Ἔβλεπε τὸν ξενισμό, τὸν πιθηκισμό, τὸ φράγκεμα τοῦ λαοῦ. Ἔβλεπε τὴν ἀνωτέρα τάξι, τοὺς πολιτικοὺς, τοὺς λογίους, τοὺς ἐπιστήμονες, τοὺς δημοσιογράφους νὰ περιφρονοῦν «ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι έγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν».
Ἔβλεπε τοὺς κληρικοὺς νὰ χάνουν τὴν θερμουργὸ πίστι καὶ «μηχανικῶς, ἀπροσέκτως, ραθύμως, καὶ ὡς ἀγγαρείαν τινὰ ἐκτελοῦντες τὰ τυπικὰ χρέη των», τοὺς ἐπισκόπους νὰ μετατρέπονται σὲ «νευρόσπαστα» – δηλαδὴ μαριονέτες – «τῶν πολιτικῶν», νὰ ἀσχολοῦνται μόνον μὲ τὶς τελετουργίες, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ζωή τοῦ λαοῦ.
Ἔβλεπε τὴν Σύνοδο «παραγνωρίσασα ὅλως τὸν ἀληθῆ αὐτῆς προορισμὸν καὶ θεωρήσασα ἐαυτὴν μέχρι τοῦδε ἁπλοῦν ἐργαστήριον δεσποτάδων καὶ παπάδων, οὕς στρατολογοῦσα συνήθως ἐκ τῆς κοινωνικῆς ὑποστάθμης, ἄνευ ἐλέγχου παιδείας καὶ ἠθικῆς, ἐξαποστέλλει αὐτοὺς οὐχὶ ὡς ποιμένας, ἀλλ᾿ ὡς λύκους βαρεῖς, μὴ φειδομένους τοῦ ποιμνίου τοῦ Κυρίου».
Μὲ ἀποτέλεσμα «τὴν ἀθλίαν κατάστασιν».
Καὶ δὲν δίσταζε νὰ φωνάξει: « Τις πταίει; Βεβαίως πρῶτον οἱ ἐπίσκοποι, εἶτα οἱ ἱερεῖς, καὶ τελευταῖος ὁ λαός».
Αὐτὰ στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου, τότε ποὺ ἔζησε ὁ κυρ- Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911).
“ Καὶ ὅμως εὑρίσκονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐκ τῶν ἡμετέρων τινές, τόσον ἐκφυλισμένοι, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!.”
Ὡς ὀρθόδοξος, πνευματικὸς ἀπόγονος τῶν φιλοκαλικῶν πατέρων (τῶν συκοφαντηθέντων ὡς «κολυβάδων»), ἔβλεπε τὰ κτυπήματα στὸ οἰκοδόμημα, τὶς πρῶτες ἀλλαγὲς, τὶς καινοτομίες, τοὺς πρώτους «ἐκσυγχρονισμοὺς» στὰ πλαίσια τοῦ
νεοϊδρυθέντος κράτους. Ἔβλεπε «τὰ κτυπήματα τῶν ξένων» ἀλλὰ καὶ τὴν ξενομανία τῶν ἡμετέρων.
Ἐβλεπε ὅτι: «Δὲν ἔπαυσαν τ’ ἄχυρα καὶ τὰ σκύβαλα τοῦ πολιτισμοῦ νὰ μᾶς ἔρχονται διαρκῶς μὲ τὴν πνοὴν τῶν ἀνέμων. Ὅλοι οἱ ἀργέσται καὶ οἱ ζέφυροι καὶ οἱ ἰάπυγες μᾶς φέρνουν τ’ ἀπορρίμματα, τὰ καθάρματα τῶν δογμάτων καὶ τῶν θεωριῶν, τῶν μεθόδων καὶ τῶν τρόπων, τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἕξεων ἀπὸ τὴν Ἑσπερίαν». Ἀλλὰ ἔβλεπε καὶ τοὺς «γραικύλους τῆς σήμερον» νὰ τὰ ἐνστερνίζονται καὶ νὰ θέλουν νὰ νοθεύσουν τὴν ζωή ἐπιβάλλοντάς τα.
Τότε ἔβλεπε ἐκείνα καὶ ἀγωνιοῦσε, καὶ ἐνίοτε ἀγανακτοῦσε καὶ ἔκρουε τὸν κώδωνα…
Τώρα, ἐδὼ, στὴν χώρα ἐτούτη – ὅπου ἡ ἐλευθερία εἶναι λέξις ποὺ περιγράφει μόνο τὴν δυνατότητα τοῦ κάθε ὑπονομευτὴ ἐντόπιου ἤ ξένου, τοῦ κάθε ἀλλοτριόφρονος, τοῦ κάθε ἐπιθυμοῦντος νὰ προπαγανδίσει, νὰ συκοφαντήσει, νὰ καταστρέψει ὅτιδήποτε ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ λαοῦ- τὶ θὰ ἔλεγε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Τώρα ποὺ οἱ σταγόνες ποὺ ἔβλεπε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος ἔχουν γίνει ποτάμι βουερὸ ποὺ παρασέρνει τὰ πάντα στὸ διάβα του.
Τώρα ποὺ ὁ δηλητηριώδης ἐσπέριος ἄνεμος ἔχει γίνει τυφώνας ποὺ ξεθεμελιώνει ὅτι βρεῖ μπροστά του.
Τώρα ποὺ τὸ «ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν» ἔχει γίνει μόνιμη καὶ ἐπιθετικὴ πραγματικότης.
Τώρα ποὺ οἱ ταγμένοι φύλακες εἶναι ὑπάλληλοι τῶν ληστῶν.
Τώρα ποὺ οἱ ποιμένες ἔχουν γίνει λύκοι καὶ τρῶνε τὰ πρόβατα.
Τώρα τί θἀ ἔλεγε καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος;
Ἄν ἀποροῦσε γιὰ τοὺς «τόσον ἐκφυλισμένους, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας!» τὶ θὰ ἔλεγε σήμερον ποὺ ὅχι μόνον θαυμάζουν, ὄχι μόνον μιμοῦνται, ἀλλὰ φέρνουν μέσα στὴν Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία «τὰ τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας» καὶ μάλιστα διὰ «Συνοδικῆς» ἀποφάσεως!!!
Πόσο «ἐκφυλισμένοι» πρέπει νὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Τὶ εἴδους «ἐκφυλισμὸ» ἔχουν ὑποστεῖ;
Λέγει ὁ κυρ Ἀλέξανδρος: «Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς Παπικοὺς καὶ πότε τοὺς Προτεστάντας». Τώρα ὅχι μόνον μιμούμεθα ἀλλὰ ταυτιζόμεθα. Γινόμαστε ἕνα. Καὶ μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες. Εἴμαστε ἕνα. Ἀπομένει σιγὰ σιγὰ νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ καὶ ὁ λαὸς. Νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ ὥστε νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ. Καὶ ἀρχὴ, τῆς τελευταῖας φάσεως, εἶναι ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Αὐτὰ φρονοῦν οἱ γραικύλοι τῆς σήμερον. Αὐτὰ ὑπογράφουν οἱ «δοκοῦντες ἄρχειν» τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ δὲν βλέπουν «τὴν Τουρκικὴ βία καὶ τὸν λατινικὸ δόλο». Κοπέλια τῶν Τούρκων καὶ κοπέλια τῶν Φράγκων. Πῶς νὰ καταλάβουν, οἱ ποιμένες αὐτοὶ, «τὴν θέσιν τῆς Ἑλλάδος, τὴν τότε καὶ τὴν διαρκῆ καὶ τὴν παντοτινήν!» ἀλλὰ καὶ «πόσον ἀπέχομεν ἡμεῖς νὰ τὴν ἐνοήσωμεν καὶ νὰ τὴν αἰσθανθῶμεν!»; Στὴν θέσι τῆς Ἑλλάδος βεβαίως ἄς ἐννοήσωμεν καὶ τὴν θέσι τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Τὴν θέσι τῆς μιᾶς καὶ μόνης κατὰ Χριστὸν πίστεως.
Τὸ δὲ ὀχληρὸ καὶ ἀσύληπτο ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς εἶναι τὸ ὅτι τὰ ἐντόπια φερέφωνα τῶν κεκραγμένων οἰκουμενιστῶν (αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸν συμφυρμὸ μὲ κάθε αἴρεσι ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη θρησκεία προκειμένου νὰ ἐξυπηρετηθοῦν οἱ στόχοι τους ποὺ μόνον μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη δὲν ἔχουν σχέσι) ἀποκαλοῦν «προτεστάντες» ὅσους δὲν ἀποδέχονται, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξετάσεως, τὶς ἐνέργειες καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν γραικύλων τῆς σήμερον. Ἐνῷ ἀποδέχονται τὸν συμφυρμὸ μὲ τοὺς Προτεστάντες ἀποκαλοῦν προτεστάντες αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦν στὸν συμφυρμὸ αὐτόν. Καὶ ἀκοῦς «πνευματικὰ» πρόσωπα, ἱερεῖς, ἐπισκόπους, ἡγουμένους καὶ ἡγουμένες, νὰ λέγουν δημοσίως τέτοια λόγια.
Ἀλλὰ στὴν ἄθεη Ἑλλάδα τῆς σήμερον εἶσαι ὅτι δηλώσεις ἤ ὅ,τι φαίνεσαι. Ὁπότε ὅποιος φορεῖ τὸ τίμιο ράσο, ἄνευ ἄλλης προϋποθέσεως, εἶναι «πνευματικὸ πρόσωπο», εἶναι «ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τελευταίως εἶναι «ἡ Ἐκκλησία». Ὅ,τι λοιπὸν λέγουν ,ἤ ὅ,τι τοὺς λένε νὰ λέγουν, εἶναι «ἡ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας», ἀσχέτως ἄν εἶναι προδήλως ἀλλότριο ἤ καὶ ἐντελῶς ἀντίθετο μὲ ὅσα ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἁγίων της διδάσκει.
Βγαίνουν λοιπὸν οἱ «πνευματικοὶ» καὶ φασκιώνουν τὰ πνευματικὰ τους τέκνα (ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Παϊσιος) καὶ τὰ καθυσυχάζουν καὶ τὰ νανουρίζουν καὶ τοὺς λένε: -μή μιλάτε, – ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὴν Ἐκκλησία, -δὲν θὰ ἀφήσει ὁ Θεὸς, -ἔ, καὶ τὶ μποροῦμε νὰ κάνουμε; -δὲν ξέρουν τόσοι ἐπίσκοποι καὶ τόσοι πατριάρχες; -αὐτὰ ἔχουν ξαναγίνει στὸ παρελθόν,κλπ.
Ὅποιος εὐλόγως τολμήσει νὰ προβάλει τὴν πραμικρὴ ἀντίρησι εἶναι μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων, καὶ ἐπηρμένος, φανατικός, ὑπερορθόδοξος, ἐκκλησιομάχος, ἱεροκατήγορος καὶ ἐν τέλει ἀπὸ βλαμένος ζηλωτής ἔως παράφρων…
Ἄς ἀναλογιστοῦν, ὅσοι διατηροῦν ἀκόμη τὴν ἰκανότητα νὰ σκέφτονται ὅ,τι ἄλλο ἡ διοίκησι τῆς ἐκκλησίας καὶ ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλο ὑπακοὴ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκλησία Του καὶ ἄλλο ὑπακοὴ στὰ πρόσωπα ποὺ ἀποτελοῦν τὴν διοίκησι τῆς ἐκκλησίας, ὅταν οἱ πράξεις καὶ ὁ λόγος τους εἶναι προφανῶς ἀντίθετα μὲ τὴν πράξι καὶ τοὺς λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στὸν θρυλούμενο Ρασπούτιν ἔπρεπε νὰ κάνει ὑπακοὴ ὁ λαός;
Σήμερα ὅποιος κάνει ἀδιάκριτη ὑπακοὴ σὲ ὅσα σχεδιάζει καὶ ἐκτελεῖ τὸ Φανάρι θεωρεῖται ὅ,τι κάνει ὑπακοὴ στὴν «μαρτυρικὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία» καὶ τὴν στηρίζει. Μόνον ποὺ οἱ σημερινοὶ ἔνοικοι τοῦ Φαναρίου μᾶλλον ὑπήκοοι τῶν Ἀμερικάνων, καὶ ὅσων εἶναι πίσω τους, φαίνονται καὶ τοὺς γεωπολιτικοὺς σχεδιασμοὺς τους ἀσμένως ἐξυπηρετοῦν, παρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐνδιαφέρονται. Οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια τους αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ μόνον οἱ ἐκ φύσεως ἤ προαιρέσεως τυφλοὶ καὶ κουφοὶ δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ ἐνίοτε μυρικάζουν τὸν κίνδυνο τῆς τρίτης Ρώμης, λὲς καὶ οἱ πρωτοκαθεδρίες καὶ οἱ «Ρῶμες» εἶναι ἡ οὐσία τῆς πίστεως.
Μὲ τὸ νὰ ἀποδέχονται τὸν Πάπα ὡς «πρῶτον» τῇ τάξει ἐπίσκοπο τῆς ἐκκλησίας (μαζί μὲ τὸ ἀλάθητό του καὶ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις του) ὁδηγοῦν εὐθέως ἐκεῖ ποὺ ὁδήγησε τὸ παραλήρημα τῶν εὐρωπαϊστῶν πολιτικῶν μας (δηλαδὴ τῶν «γραικύλων τῆς σήμερον») ὅ,τι «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν». Τώρα ποὺ ἡ Δύσι μᾶς χρησιμοποιεῖ κατὰ τὶς ἐπιθυμίες της καὶ τὰ συμφέροντά της -ἀφοὺ μόνοι μας δηλώνουμε ὅτι τῆς ἀνήκουμε- πιστεύω νὰ μποροῦν νὰ νοιώσουν πλέον τὶ σημαίνει στὴν πράξι αὐτό.
Ὅταν ὁ «Πρῶτος», ὁ θρησκευτικὸς πλανητάρχης καὶ «ἀλάθητος», θὰ ἀποφασίζει «ἀλαθήτως» γιὰ τὴν πορεία τῆς Νέας Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας- τὴν πορεία ποὺ προετοιμάζει καὶ ἡ «Σύνοδος» τοῦ Κολυμβαρίου (τῶν «πάντων» ἑνότητα)- πρὸς τὴν Νέα Παγκόσμια Θρησκεία, αὐτὴν ποὺ ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ άποκαλοῦσε Νέα Θρησκεία τοῦ μέλλοντος -καὶ ποὺ πλέον φτάνει ἡ ὥρα νὰ γίνει Νέα Παγκόσμια Θρησκέια τοῦ παρόντος…- τότε ὅλοι αὐτοὶ ποὺ δὲν κατάλαβαν τὶ ἔγινε στὸ Κολυμπάρι –καὶ λένε: «Ἐγὼ δὲν κατάλαβα τίποτα, οὔτε τὶ ἔγινε, οὔτε τὶ ἀποφάσισαν. Ἄστο. Τελείωσε. Τὶ ἐπίδρασι ἔχει αὐτὸ στὴ ζωή, ἐξ ἄλλου; Τί ἄλαξε;»- τότε λοιπὸν θὰ καταλάβουν.
Ἄν μποροῦν πλέον νὰ καταλάβουν. Διότι ὁ «ἐκφυλισμὸς», ποὺ διέκρινε ὁ κυρ Ἀλέξανδρος στοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ του, δὲν εἶναι κάτι στατικό. Εἶναι μία πνευματικὴ νόσος, ἕνα πνευματικὸ ἀλτσχάϊμερ, ποὺ δὲν σταματᾶ παρὰ μόνον ὅταν καταλάβει ὅλον τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταβάλλει σὲ ἕνα ἀσπόνδυλο δογματικὰ μαλάκιο, ὅπως ἐπιτάσει ἡ Νέα Ἐποχὴ στὴν ὁποία ζοῦμε.
Τότε ποιὸς θὰ μᾶς νουθετήσει, τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν καὶ κυλιομένους ὡς χοίρους στὸν βόρβορο τῆς αἱρέσεως καὶ καυχωμένους ταυτοχρόνως ὅτι εἴμεθα ὀρθόδοξοι, ποιμαίνοντες καὶ ποιμαινομένους;
Οὔτως ἤ ἄλλως, κατὰ τὸν κυρ-Ἀλέξανδρο: « Ἄνθρωποι ἤ κοχλίαι, τὴν ίδίαν συναίσθησιν εὐθύνης φέρουσι διὰ τὰς πράξεις των».
19.9.2016
Γ.Κ. Τζανάκης
Ἀκρωτήρι Χανίων