Μ Α Σ Ω Ν Ι Α
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Αναπλ. Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΣΩΝΙΑ.
Ο ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Π.ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΗ
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ
[…] Η Διαρκής Σύνοδος αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα στη Σύνοδο της Ιεραρχίας και ανέθεσε σε ειδική Επιτροπή από Αρχιερείς να ετοιμάσει σχετική Εισήγηση. Παράλληλα ζήτησε από τη Θεολογική Σχολή να μελετήσει το θέμα της Μασονίας και της σχέσεώς της με τον Χριστιανισμό και να εισηγηθεί καταλλήλως. Η Συνοδική Επιτροπή στην Εισήγησή της κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «ο Μασονισμός είναι θρήσκευμα αντιχριστιανικόν και αντορθόδοξον». Η πλειοψηφία όμως των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής (Αμ. Αλιβιζάτος, Γρ. Παπαμιχαήλ, Κ. Δυοβουνιώτης, Δημ. Μπαλάνος, Γεωργ. Σωτηρίου, Ν. Λούβαρις121 και Βασ. Στεφανίδης), στηριζόμενη στα επίσημα έγγραφα που η Μεγάλη Στοά είχε θέσει στη διάθεσή της, στη σχετική Γνωμάτευσή της κατά τον τρόπο του ήξεις αφίξεις, ενώ μεν δήλωνε ότι το «σκωτικόν μασωνικόν σύστημα», στο οποίο ανήκε τότε η «Μεγάλη Στοά της Ελλάδος», πρέπει να διακρίνεται «του γαλλικού μασονικού συστήματος» και δεχόταν ότι «ο Μασωνισμός (ένν. του Σκωτικού δόγματος) δεν είναι θρησκευτική οργάνωση, ουδέ σωματείον επιδιώκον θρησκευτικούς σκοπούς», «δενέχει αντιθρησκευτικόν χαρακτήρα» και «αι ηθικαί αρχαί του Μασωνισμού δεν δύνανται να θεωρηθώσιν αντιστρατευόμεναι προς τας του Χριστιανισμού», εμμέσως όμως και κεκαλυμμένως ομολογούσε το ανεπίτρεπτον της φοιτήσεως Ορθοδόξων Χριστιανών και ιδιαιτέρως κληρικών στις τεκτονικές Στοές, με το αιτιολογικό ότι «πας χριστιανός μάλιστα δε ο κληρικός έχει ευρύτατον στάδιον προ αυτού επιτελέσεως θρησκευτικών, ηθικών και κοινωνικών καθηκόντων εντός του εκκλησιαστικού πεδίου, ώστε να μη παρίσταται ανάγκη, προς επιτέλεσιν αυτών, να θέτη εαυτόν εις υπηρεσίαν άλλων οργανισμών, τοσούτω μάλλον καθόσον τας ηθικάς και κοινωνικάς αρχάς του Μασωνισμού διεκήρυξε πολύ προ αυτού και εν τη εννοία του απολύτου ο Χριστιανισμός».
Η Γνωμάτευση εκείνη τελειώνει με μία αποστροφή (θα πρέπει να θεωρηθεί είτε ως εξομολόγηση των καθηγητών που την υπογράφουν για το περιεχόμενό της, είτε ως προσπάθεια έμμεσου εκβιασμού της Συνόδου να μην αποστεί από τις θέσεις της πλειοψηφίας της Θεολογικής Σχολής), στην οποία υπογραμμίζονται οι συνέπειες που θα είχε για την ίδια τη Σύνοδο και την Εκκλησία η ενδεχόμενη καταδίκη της Μασονίας: «εφ’ όσον όμως η Ιερά Σύνοδος, επί τη βάσει στοιχείων, άτινα ημείς δεν έχουμεν υπ’ όψει ήθελε πεισθεί και αποφανθεί ότι ο Μασωνισμός είναι οργανισμός αντιχριστιανικός, τότε αναντιρρήτως, συνεπής προς εαυτήν, δεν δύναται να θεωρή τα μέλη της Μασωνίας άμα ως Χριστιανούς, και εν τοιαύτη περιπτώσει οφείλει να αποκηρύξη αυτά εκ των κόλπων της, ότε ου μόνον δεν είναι δυνατόν να έχη Μασώνους, εν τη υπηρεσία της λειτουργούς, συνεργάτας, υπαλλήλους, επιτρόπους ναών κ.λπ., αλλά δέον να αρνηθή εις αυτούς ου μόνον εις τους απλούς ιδιώτας, αλλά και εις αυτούς τους εν αρχαίς και εξουσίαις το δικαίωμα της συμμετοχής αυτών εις τα θεία μυστήρια και τας ιεράς τελετάς αυτής».122
Αντίθετα, ο καθηγητής Π. Μπρατσιώτης, μειοψηφίσας, υπέβαλε δική του εκτενή και εμπεριστατωμένη Γνωμάτευση, στην οποία υποστήριζε την άποψη ότι ο Μασωνισμός αποτελεί υπερθρησκεία και κατέληγε στο συμπέρασμα άφ’ ενός μεν ότι ο «ακραιφνής Χριστιανός πιστεύων εις τον απόλυτον χαρακτήρα του Χριστιανισμού και φρονών ότι μόνον εν τη Εκκλησία, και δι’ αυτής επιτυγχάνεται η σωτηρία, δεν δύναται να ανήκη εις τεκτονικήν στοάν», άφ’ ετέρου δε ότι «οι εις τας στοάς μετέχοντες χλιαροί οπωσδήποτε Χριστιανοί διατρέχουν μέγα κίνδυνον να αποξενωθώσιν έτι μάλλον της πατρίου πίστεως … ».123
Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τη συνεδρία της 12ης Οκτωβ. 1933 εξέδωκε ειδική Απόφαση-Πράξη καταδικαστική της Μασονίας. Στην Απόφασή της εκείνη η Ιεραρχία απέρριπτε την άποψη ότι η Μασονία είναι φιλανθρωπική Ένωση ή φιλοσοφική Σχολή, αποδεχόταν τον υπερθρησκειακό χαρακτήρα της και το ασυμβίβαστο μεταξύ Χριστιανισμού και Μασονίας, καθώς και της ιδιότητας του Ορθοδόξου Χριστιανού με αυτή του Τέκτονα, κατέληγε δε σε έκκληση προς τους «εξ άγνοιας και κακής των πραγμάτων εκτιμήσεως» μυηθέντες στον Μασονισμό να διακόψουν κάθε σχέση με αυτόν και προέτρεπε τα πιστά μέλη της να προσεύχονται «όπως ο Κύριος … φωτίση και επιστρέψη τους εξ άγνοιας αποπλανηθέντας από την αλήθειαν».124
Η απόφαση αυτή της Ιεραρχίας δεν αποτελεί άμεσο αναθεματισμό του Τεκτονισμού και μπορεί πράγματι να εκληφθεί ως ανακολουθία, όπως παρατηρούσε και η Θεολογική Σχολή στη Γνωμάτευσή της. Για να αξιολογηθεί όμως ορθώς θα πρέπει να ενταχθεί στα πλαίσια της εκκλησιαστικής «οικονομίας» και στην ανάγκη αναζητήσεως «συμμαχιών» εμπρός στον κοινό εχθρό Εκκλησίας και Τεκτονισμού, τον Κομμουνισμό. Κατά τη δική μας άποψη ο μη αναθεματισμός του Τεκτονισμού από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας ήταν δείγμα συνέσεως. Η Ιστορία μας διδάσκει ότι τα «αναθέματα» πολλές φορές φέρνουν αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Εκείνο που δεν θέλησε ή δεν αποτόλμησε ή δεν διακινδύνευσε η Ιεραρχία της Ελλάδος το 1933 το αποτόλμησε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ άριθ. 2060 του 1969 απόφασή του, στην οποία υιοθέτησε την άποψη ότι ο Τεκτονισμός αποτελεί θρησκεία και μάλιστα «θρησκείαν μη γνωστήν και εκ τούτου μη προστατευομένην υπό της διατάξεως 16 παρ. 2 του Συντάγματος 1968» και ότι αυτός αντίκειται «εις τα χρηστά ήθη …, έτι δε και εις την δημοσίαν τάξιν». 125
Ορθοδοξία και Τεκτονισμός
«Τεκτονισμός και Ορθοδοξία» (ΤΟ), Μυτιλήνη 1964
Απόστολος Νικολαΐδης
[…] Μεταξύ άλλων ο Π. Μπρατσιώτης αισθάνεται την ανάγκη να περιγράψει το χαρακτήρα του Τεκτονισμού και στη συνέχεια να τον συσχετίσει προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η ανάγκη για κάτι τέτοιο επιβάλλεται είτε από την τακτική μερικών να είναι ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας και ταυτόχρονα υψηλόβαθμα στελέχη της μασσωνικής στοάς (ΤΟ 14) είτε από την άγνοια των βαθύτερων σκοπών της Μασσωνίας, είτε για λόγους που σχετίζονται με το θαυμασμό των πρακτικών σκοπών της είτε για ωφελιμιστικούς λόγους, με την έννοια της αλληλοβοήθειας για την κατάληψη σημαντικών και υψηλών θέσεων (ΤΟ 16).
Ο Π. Μπρατσιώτης αποδεικνύει ότι η Μασσωνία δεν είναι ένα απλό ανθρωπιστικό ή κοινωνικό σωματείο, αλλά θρησκευτικό και μάλιστα συγγενικό προς τις παλαιές μυστηριακές θρησκείες.
Η εν λόγω πιστοποίηση γίνεται καταρχήν με την παράθεση σχετικών ομολογιών επιφανών τεκτόνων (ΤΟ 5 εξ.), όπου δηλώνεται ότι ο Μασσωνισμός κατάγεται από τις συμβολικές παραδόσεις των ηλιακών θεών, του Διονύσου και του Ορφέα, από τις ελληνιστικές θεότητες της Ίσιδας, της Σεράπιδας και του Μίθρα, ότι είναι διάδοχος των αρχαίων μυστηρίων των αρχαίων λατρειών (ΤΟ 6).
Η πιστοποίηση έρχεται και από τα ίδια τα κείμενα του Μασσωνισμού. Εκεί γίνεται λόγος για συμμόρφωση προς τις τελετές μύησης των μιθραϊκών και αιγυπτιακών τελετών (ΤΟ 6), για θάνατο του μυστηριακού θεού, για μίμηση του θανάτου του προστάτη μυστηριακού θεού της μυστηριακής θρησκείας, για μυστηριακά γεύματα, για απολύτρωση (ΤΟ 7).
Η μεγαλύτερη απόδειξη έρχεται από τις μυστηριακές συνάξεις, όπου συναντώνται ορολογίες κατεξοχήν θρησκευτικές: μύηση, υιοθεσία, κάθαρση, αναγέννηση, βέβηλο, κ.α. Ενδεικτική είναι η ανεκτικότητα στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου συγκρητισμού προς άλλες θρησκείες, μεταξύ αυτών και του Χριστιανισμού (ΤΟ 8).
Από όλα αυτά συμπεραίνεται κατά τον Π. Μπρατσιώτη ότι δεν πρόκειται απλά για θρησκεία αλλά για «υπερθρησκεία» με έντονα τα προσηλυτιστικά στοιχεία (ΤΟ 9) και την αντίληψη ότι όλες οι υπόλοιπες θρησκείες είναι ανεπαρκείς για τη σωτηρία του ανθρώπου (ΤΟ 12).
Σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατός ο συμβιβασμός Χριστιανισμού και Μασσωνιμού. Οι λόγοι είναι προφανείς (ΤΟ 13 εξ.):
– Στο Χριστιανισμό τίποτε δεν γίνεται κρυφά και σκοτεινά, όπως αυτό συμβαίνει στο Μασσωνισμό.
– Στο Χριστιανισμό δεν λατρεύεται ο ορθός λόγος, αντίθετα υπερισχύει ο αυθεντικός χαρακτήρας της χριστιανικής αποκάλυψης.
– Τα χριστιανικά δόγματα είναι ασύμβατα προς τα μασσωνικά, πολλώ μάλλον όταν τα τελευταία συνδέονται προς τη θεοσοφία και την καμπάλα.
– Η ηθική τελείωση στο Χριστιανισμό είναι ζήτημα συνέργειας θείου και ανθρώπινου παράγοντα, και όχι μόνο του ανθρώπινου, όπως διδάσκει η Μασσωνία.
– Ασυμβίβαστη είναι και η μυστηριακή ζωή χριστιανών και μασσώνων. Δεν μπορεί κάποιος να έχει βαπτισθεί στο όνομα του Χριστού και κατόπιν να αναβαπτίζεται μασσωνικά στο όνομα του Χειράμ, ή από την υιοθεσία του Χριστού να μεταπηδά στην υιοθεσία της στοάς.
Συμπερασματικά, κανείς ακραιφνής χριστιανός που πιστεύει ότι η σωτηρία επιτυγχάνεται μόνο στην Εκκλησία δεν μπορεί να ανήκει στην τεκτονική στοά. Όσοι δε χλιαροί χριστιανοί μετέχουν στη στοά πολύ εύκολα μπορούν να αποξενωθούν από την πατροπαράδοτη πίστη και λόγω της συμμετοχής τους στη μασσωνική λατρεία αλλά και λόγω της αναστροφής τους με πρόσωπα που είναι εκκλησιαστικά αδιάφορα (ΤΟ 15). Εξάλλου την ίδια στάση κρατούν και οι σπουδαιότερες από τις χριστιανικές Εκκλησίες, όπως ο Ρωμαιοκαθολικισμός, ο Λουθηρανισμός, ο Μεθοδισμός, οι Πρεσβυτεριανοί (ΤΟ 16).
Από το βιβλίο: «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» Εκδόσεων ΓΡΗΓΟΡΗ σελ. 64-66