Ἀληθινὴ χαρά, ἡ πονεμένη
…Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίσθηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναῖκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου.
Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ. Μ᾿ ὅλο ποὺ εἶχα ἕνα ὄνομα καὶ πολλοὺς θαυμαστές, ποτὲ δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ ὠφέλειά μου, τόσο, ὥστε ν᾿ ἀποροῦν οἱ γνωστοί μου κι οἱ ξένοι.
Ἤμουναπροσηλωμένοςστὸἔργοποὺἔβαλαγιὰσκοπόμου, καὶστὸνσκληρὸνἀγῶναγιὰτὴνὈρθόδοξηπίστημας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας.
Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή. Μά, μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ, ὅλα γαληνεύουν. Ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία. Ξέρω πὼς ὅσα βάσανα μᾶς ἔρχονται, μᾶς ἔρχονται γιατὶ δὲν πέσαμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν διάβολο, νὰ καλοπεράσουμε, παρὰ ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δείχνει «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν», καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο τὸν ἀκολουθοῦμε πρόθυμα….
Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα. Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα, καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου κ᾿ ἔπλεκε. Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη, καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπὸν ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία, κ᾿ ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ᾿ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του.
Τὸνεὐχαριστῶγιὰὅσαμοῦἔδωσε, καὶπρῶτ᾿ἀπ᾿ὅλαγιὰτὴνἁπλὴτὴΜαρία, ποὺμοῦτὴδώρησεσυντροφιὰστὴζωήμου, ψυχὴθρησκευτική, ἕναδροσερὸποταμάκιποὺγλυκομουρμουρίζειμέρα–νύχταδίπλασ᾿ἕναπαλιὸνκαστρότοιχο.
Τὸκρουσταλένιονερότουδὲνθολώνειμὲτὰχρόνια, ἀλλὰγίνεταικι᾿ὁλοέναπιὸκαθαρὸκαὶπιὸγλυκόλαλο: «Καλότυχοςὁἄνδραςπού῾χεικαλὴγυναίκα. Ἡ καλὴ γυναίκα εὐφραίνει τὸν ἄνδρα της, καὶ θὰ ζήσει εἰρηνεμένα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Καλὴ γυναίκα, κορῶνα στὸ κεφάλι τοῦ ἀνδρός της. Ἡ ἐμορφιὰ τῆς καλῆς γυναίκας φεγγοβολᾶ μέσα στὸ σπίτι σὰν τὸν ἥλιο ποὺ βγαίνει καὶ λάμπει ὁ κόσμος». Τέτοια γυναῖκα μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος.
Ἡἐμορφιὰδὲντὴνπερηφάνεψε, ἴσια–ἴσιαἡταπείνωσητὴνπλήθυνε, κιὁφόβοςτοῦΘεοῦτὴνεὐωδίασε. Ἀνάμεσα στὶς ἔμορφες ξεχώρισε, γιατὶ ἡ ἀκαταδεξιὰ δὲν θάμπωσε τὸ κρούσταλλό της, κ᾿ ἡ πονηρία δὲν λέρωσε τὸ σιντέφι τῆς ψυχῆς της. Κοντά μου κάθεται καὶ μὲ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος. Μαρία ἡ ἁπλή! Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κ᾿ ἐγὼ δουλεύω τὴν ἁγιασμένη τέχνη μου καὶ φιλοτεχνῶ εἰκονίσματα ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ κόσμος.
ΤίχάρημᾶςἔδωσεὁΠαντοδύναμος, ποὺτὴνἔχουνελιγοστοὶἄνθρωποι, «ὅτιἐπέβλεψενἐπὶτὴνταπείνωσιντῶνδούλωναὐτοῦ». Τὸ καλύβι μας εἶναι φτωχὸ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, καὶ μολοταῦτα στ᾿ ἀληθινὰ εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ᾿ ἡλιοστάλαχτος θρόνος, γιατὶ μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη κ᾿ ἡ εὐλάβεια. Κ᾿ ἐμεῖς ποὺ καθόμαστε μέσα, εἴμαστε οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς φτωχούς, πλὴν μᾶς πλουτίζει μὲ τὰ πλούτη του Ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε: «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».
Ἀφοῦλοιπὸντελείωσατὴδουλειάμουκατὰτὰμεσάνυχτα, ξάπλωσαστὸμεντέριμου, κ᾿ἡΜαρίαξάπλωσεκαὶκείνηκοντάμουκαὶσκεπάσθηκεκαὶτὴνπῆρεὁὕπνος. Ἔπιασα νὰ συλλογίζουμαι τὸν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου καὶ τὸ παιδί μου. Γύρισα καὶ κοίταξα τὴ Μαρία ποὺ ἤτανε κουκουλωμένη καὶ δὲν φαινόταν ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀποκάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Κ᾿ εἶπα: Ποιὸς μᾶς συλλογίζεται;
Οἱ ἄνθρωποι λένε λόγια πολλά, μὰ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Δαυίδ: «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης». Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, πού ῾ναι σὰν ξωκκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένα ἀνάμεσα στ᾿ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος.
Ἡ καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη καὶ κείνη μέσα μου. Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο κ᾿ οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα, καὶ πῶς ἄλλος ἥλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο.
Κιἀντὶνὰπικραθῶ, εὐφράνθηκεἡψυχήμουπὼςμ᾿ἔχουνεξεχασμένον, κ᾿ἡχαρὰἡμυστική, ποὺτὴννοιώθουνεὅσοιεἶναιπαραπεταμένοι, ἄναψεμέσαμουἥσυχακιεἰρηνικά, κ᾿ἡπαρηγοριὰμὲγλύκανεσὰνμπάλσαμο, ἀνακατεμένημὲτὸπαράπονο.
ΚαὶφχαρίστησαἘκεῖνον, ποὺκάνειτέτοιαμυστήριαστὸνἄνθρωποκαὶποὺκάνειπλούσιουςτοὺςφτωχούς, χαρούμενουςτοὺςθλιμμένους, ποὺδίνειμυστικὴσυντροφιὰστοὺςξεμοναχιασμένους, καὶποὺμεθᾶμὲτὸκρασὶτῆςτράπεζάςτουὅσουςβάλανετὴνἐλπίδατουςσὲΚεῖνον.
Ἂνδὲνἤμουναφτωχὸςκαὶξευτελισμένος, δὲνθὰμποροῦσανὰἀξιωθῶτούτητὴνπονεμένηχαρά, γιατὶδὲνξαγοράζεταιμὲτίποταἄλλο, παρεχτὸςμὲτὴνσυντριβὴτῆςκαρδιᾶς, κατὰτὸνΔαυῒδποὺλέγει: «Κύριε, ἐνθλίψειἐπλάτυνάςμε». Ἐπειδή, ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία Του. Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώθουνε αὐτά, γιατὶ δὲν θέλουνε νὰ πονέσουν καὶ νὰ ταπεινωθοῦνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάτι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.
Ὁλοένα, χωρὶςνὰτὸκαταλάβω, ἀνεβαίνανετὰδάκρυαστὰμάτιαμου, δάκρυαγιὰτὸνκόσμοκαὶδάκρυαγιὰμένα. Δάκρυαγιὰτὸνκόσμο, γιατὶγυρεύεινὰβρεῖτὴχαρὰἐκεῖποὺδὲνβρίσκεται·καὶδάκρυαγιὰμένα, γιατὶπολλὲςφορὲςδείλιασατὴφτώχειακαὶτοὺςἄλλουςπειρασμούς, καὶδικαίωσατοὺςἀνθρώπους, ἐνῶτώραἔνοιωσαπὼςδὲνπαίρνειὁἄνθρωποςμεγάλοχάρισμα, χωρὶςνὰπεράσειμεγάλονπειρασμό.
Κιἀντρειεύτηκακατὰτὸπνεῦμα, κ᾿ἔνοιωσαπὼςδὲνφοβᾶμαιτὴφτώχεια, παρὰπὼςτὴνἀγαπῶ. Καὶ κατάλαβα καλά, πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατὶ ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κ᾿ ἡ παρηγοριά, κ᾿ ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἀληθινά, ἡ φτώχεια εἶναι φοβερὸ θηρίο.
Ὅποιος τὸ νικήσει, ὅμως, καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τὴν ἀφοβιὰ τὴ δίνει ὁ Κύριος ἅμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο ποὺ ἡ ἀντρεία λέγεται ταπείνωση, καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ξευτελισμός, δὲν βαστᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή», καὶ γιατὶ εἶπε «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπίστηκε ἀπὸ ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατὶ λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι᾿ αὐτόν, παρεχτὸς τοῦ Θεοῦ.
Κ᾿ἐκεῖποὺτὰσυλλογιζόμουνααὐτά, ἔνοιωσαμέσαμουἕναθάρροςκαὶμίαἀφοβιὰἀκόμαπιὸμεγάλη, κ᾿εἰρήνημὲπερισκέπασε, κ᾿εἶπατὰλόγιαποὺεἶπεὁἸωνᾶςμέσαἀπὸτὸθεριόψαρο: «ἘβόησαἐνθλίψειμουπρὸςΚύριοντὸνΘεόνμουκαὶεἰσήκουσέμου»! «Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσές τη φωνή μου.
Ἄβυσσο ἄπατη μὲ ἔζωσε. Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς, ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατέλυτες. Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. Ἂς ἐρθεῖ ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη ἐκκλησιά σου. Ὅσοι φυλάγονται μάταια καὶ ψεύτικα θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω».
ΚαὶπάλιδόξασατὸνΘεὸκαὶτὸνφχαρίστησαγιατὶμ᾿ἔκανεἀναίσθητογιὰτὶςἡδονὲςτοῦκόσμου, τόσοποὺνὰσιχαίνουμαιὅσαεἶναιποθητὰγιὰτοὺςἄλλους, καὶνὰνοιώθωπὼςεἶμαικερδισμένος, ὅποτεοἱἄλλοιλογαριάζουνεπῶςεἶμαιζημιωμένος·καὶγιατὶπῆραδύναμηἀπὸΚεῖνοννὰκαταφρονήσωτὸνσατανᾶ, ποὺπαραφυλάγειπότεθὰλιγοψυχήσω, κ᾿ἔρχεταικαὶμοῦλέγει: «Πέσεπροσκύνησέμε, γιατὶθὰγίνουνεψωμιὰαὐτὲςοἱπέτρεςποὺβλέπεις».
Καὶ πάλι ξανάρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Ἔ, πῶς χαίρεται ὁ κόσμος! Ἀκοῦς τὸν ἀλαλαγμό, τὶς φωνὲς ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ παλάτια, ὅπου διασκεδάζουνε οἱ φτυχισμένοι ὑποταχτικοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες; Πέσε προσκύνησέ με καὶ θὰν ἁπλώσεις μονάχα τὸ χέρι σου νὰ τὰ πάρεις ὅλα.
Ἐσὺεἶσαιἄνθρωποςτιμημένοςγιὰτὴντέχνησου·γιατίνὰὑποφέρνεις, σὲκαιρὸποὺαὐτοὶχαίρουνταιὅλατὰκαλὰκαὶτ᾿ἀγαθά, μ᾿ὅλοποὺδὲνἔχουνετὴδικήσουτὴνἀξιωσύνη; Κοίταξετὴφτώχειάσου, κιἂνδὲνλυπᾶσαιτὸνἑαυτόσου, λυπήσουτὴνκαϋμένητὴγυναίκασου, τὸφτωχὸτὸπαιδίσου, ποὺὑποφέρνουνεἀπὸσένα!
Ἄλληφορὰτὸνἄκουγα, μὲὅλοποὺδὲνἔκαναὅ,τιμοῦ῾λεγε, μὰτώρατὸνἄφησανὰλέγειχωρὶςνὰτὸνἀκούωὁλότελα. Ἐμέναὁνοῦςμουἤτανεσὲκείνουςτοὺςθλιμμένουςκαὶτοὺςβασανισμένους, ποὺδὲνἔχουνεἐλπίδα, καὶσὲκείνουςποὺτρώγανεκαὶπίνανεκείνητὴνύχτα, καὶχορεύανεμὲτὶςγυναῖκεςποὺδὲνἔχουνεντροπή, καὶσὲκείνουςποὺμαζεύουνεπλούτηκιἀδιαφόρεταπράγματαποὺδὲνμποροῦνενὰτ᾿ἀποχωριστοῦνεσὰνσιμώσειὁθάνατος, καὶποὺκαταγίνουνταινὰδέσουνετὸνἑαυτότουςμὲπιὸπολλὰσκοινιά, ἀντὶςνὰτὰλιγοστέψουνε.
Ἐπειδὴςοἱδύστυχοιεἶναιφτωχοὶἀπὸμέσατουςκιἀδειανοὶκαὶτρεμάμενοικαὶθέλουνενὰζεσταθοῦνεκαὶρίχνουνεἀπὸπάνωτοὺςὅλααὐτὰτὰπράγματα, σὰντὸνθερμασμένοποὺρίχνειἀπάνωτουπαπλώματακαὶροῦχα, δίχωςνὰζεσταθεῖ. Λογαριάζωπὼςοἱσημερινοὶοἱἄνθρωποιεἶναιπιὸφτωχοὶστὸἀπομέσαπλοῦτος, γιὰνά῾χουνἀνάγκηἀπὸτόσαπολλὰμάταιαπράγματα.
Αὐτὰποὺλένεχαρὲςκαὶἡδονές, τὰδοκίμασακ᾿ἐγὼσὰνἄνθρωπος, καὶπίστευακ᾿ἐγὼπὼςἤτανεστ᾿ἀλήθειαχαρὰκ᾿εὐτυχία. Μὰγλήγορακατάλαβαπὼςἤτανεψευστιὲςκαὶφαντασίεςἀσύστατες, καὶπὼςχοντραίνουνετὴνψυχὴκαὶστραβώνουνετὰπνευματικάτηςμάτιακαὶδὲνμπορεῖνὰδεῖ, καὶγίνεταικακιὰκιἀλύπητηστὸνπόνοτ᾿ἀδερφοῦτης, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεχτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.
Ὅσοιεἶναισκλάβοιστὴνκαλοπέρασητοῦκορμιοῦτουςδὲνἔχουνεἀληθινὴχαρά, γιατὶδὲνἔχουνεεἰρήνη·γιὰτοῦτοθέλουνενὰβρίσκουνταιμέσασεφουρτούνακαὶνὰζαλίζουνται, ὥστενὰθαρροῦνεπὼςεἶναιφτυχισμένοι. Ἡχαρὰἡἀληθινὴεἶναιμίαθέρμητῆςδιάνοιαςκαὶμίαἐλπίδατῆςκαρδιᾶςποὺτὶςἀξιώνουνταιὅσοιθέλουνενὰμὴντοὺςξέρουνεοἱἄνθρωποι, γιὰνὰτοὺςξέρειὁΘεός.
Γι᾿αὐτό, ΚύριεκαὶΘεὲκαὶΠατέραμου, καλότυχοςὅποιοςἔκανεσκαλούνιαἀπὸτὴφτώχεια, κιἀπὸτὰβάσανα, κιἀπὸτὴνκαταφρόνεσητοῦκόσμου, γιὰν᾿ἀνεβεῖσὲΣένα.
Καλότυχοςὁἄνθρωποςποὺἔνοιωσετὴνἀδυναμίατουἀληθινά·ὅσογλήγορατὸκατάλαβε, τόσοπιὸγλήγοραθὰνἀπογευτεῖἀπὸτὸψωμὶποὺθρέφεικιἀπὸτὸκρασὶποὺδυναμώνει, ἂνἔχειτὴνπίστητουσὲΣένα·ἀλλιῶςθὰγκρεμνιστεῖστὸβάραθροτῆςἀπελπισίας.
Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ᾿ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ᾿ Αὐτόν»!
*
Ἀδέρφια μου, δῶστε προσοχὴ στὰ λόγια μου! Ἔτσι ποὺ βλέπετε, ἔβλεπα κ᾿ ἐγώ, καὶ θαρροῦσα πὼς ἔβλεπα· μὰ τώρα κατάλαβα πὼς ἤμουνα στραβὸς καὶ κουφὸς καὶ ποδαγρός. Μετὰ χαρᾶς δέχουμε κάθε κακοπάθηση, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἀνοίγουνε τὰ μάτια στὸ ἀληθινὸ τὸ φῶς, μήτε τ᾿ αὐτιὰ ἀκοῦνε τὰ καλὰ μηνύματα, μήτε τὰ πόδια περπατᾶνε στὸ δρόμο ποὺ πάγει ἐκεῖ ὁποῦ εἶναι ἡ αἰώνια πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνε εἰρήνη κι ἀνάπαψη οἱ ἀγαπημένοι του.
Ὅποιοςδὲνκαταλάβειπὼςεἶναιἀπροστάτευτοςκ᾿ἔρημοςστὸνκόσμοτοῦτον, δὲνθὰταπεινωθεῖ: κιὅποιοςδὲνταπεινωθεῖ, δὲνθὰἐλεηθεῖ. Ἡ λύπη τῆς διάνοιάς μας σιμώνει στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλω καμμιὰ καλοπέραση· καρδιὰ συντριμμένη.
Αὐτὰ κι ἄλλα πολλὰ ἀναβρύζανε ἀπὸ μέσα μου κείνη τὴ νύχτα, καὶ τὰ μάτια μου τρέχανε. Δὲν ἤξερε τί συλλογίζουμαι κανένας ἄνθρωπος, ἐκεῖ ποὺ ἤμουνα τρυπωμένος, στὸ κουβούκλι μου, οὔτε κἂν ἡ Μαρία ποὺ κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη.
Ὁβοριὰςἔκανεμεγάληταραχὴἀπ᾿ὄξω, τὰδέντραἀναστενάζανε, θαρροῦσεςπὼςκλαίγανεκαὶπῶςπαρακαλούσανεν᾿ἀνοίξωνὰμποῦνεμέσανὰπροστατευτοῦνε. Τὸ καντήλι ἔρριχνε τὸ χρυσοκέρινο φέγγος του ἀπάνου στὰ κονίσματα καὶ στ᾿ ἀσημωμένο Εὐαγγέλιο. Δόξα σοι ὁ Θεός, καλὰ ἤμαστε! Μακάριος εἶναι ὅποιος εἶναι ξεχασμένος.
Ὁ κόσμος παραπέρα γλεντᾶ, χορεύει, κάνει ἁμαρτίες μὲ τὶς γυναῖκες, παίζει χαρτιά. Ὁ δυστυχής, γιορτάζει τὸν θάνατο τοῦ κορμιοῦ του, ποὺ κάνει τόσα γιὰ νὰ τὸ φχαριστήσει.
Λὲςπὼςκερδίσανετὴνἀθανασία, τώραποὺἦρθεὁκαινούριοςχρόνος, ἀντὶςνὰκλάψουνεπὼςσιμώνουνεὁλοέναστὸτέλοςαὐτῆςτῆςπονηρῆςζωῆς.
«Πάτερἅφεςαὐτοίς, οὐγὰροἴδασιτίποιοῦσι».Τί κάνουνε; Ποῦ πᾶνε; Σὲ λίγο θὰ καταντήσουνε τὰ κόκκαλά τους σὰν λιθάρια ἄψυχα, θὰ γκρεμνιστοῦνε τὰ παλάτια τους, θὰ σβήσει καὶ ὅλη τούτη ἡ ὀχλοβοὴ κι᾿ ἡ φωτοχυσία, σὰν κάποιο πράγμα ποὺ δὲν γίνηκε ποτές. Ὦ κατάδικοι, τί ξεγελιόσαστε; «Ἵνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;»
Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950…
(Απόσπασμα από το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου «Ευλογημένο Καταφύγιο», εκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ»)