Ο Γνωστικισμός ως αίρεση

1
Το πρόβλημα του Γνωστικισμού

Είπαμε από τα πρώτα μαθήματα ότι θα ακολουθήσουμε σαν δομή της δογματικής το Σύμβολο της Πίστεως. Μέχρι τώρα καλύψαμε τις πρώτες λέξεις του Συμβόλου: " πιστεύω εις έναν Θεόν Πατέρα". Προχωρώντας συναντούμε τις λέξεις "Παντοκράτορος, Ποιητήν ουρανού και γης". Κι εδώ έχουμε το πρόβλημα της δημιουργίας. Το δόγμα της δημιουργίας.

Ο Θεός δεν είναι μόνο Πατήρ του Υιού του, δεν είναι μόνο Τριαδικός, δεν έχει ύπαρξη μόνο καθ' εαυτόν, δεν ομολογούμε μόνο ότι υπάρχει αιωνίως, αλλά ομολογούμε ότι αυτός ο Θεός προέβη σε μια πράξη, σε μια ενέργεια εκτός του εαυτού του, που έφερε στην ύπαρξη κάτι άλλο εκτός του εαυτού του. Κι αυτό είναι το δόγμα της δημιουργίας. Πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι η ενέργεια αυτή του Θεού να δημιουργήσει κάτι άλλο εκτός του εαυτού του, δεν αποτελούσε ανάγκη για το Θεό. Όταν λέμε ανάγκη δεν εννοούμε - όπως πολλοί σύγχρονοι δογματικοί κάνουν - για ψυχολογικές ανάγκες στον Θεό, όπως μοναξιά, θέληση να έχει και κάποιον άλλον εκτός του εαυτού Του κ.λ.π. Ψυχολογία στην ύπαρξη του Θεού δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιούμε. Έστω και αν στην Αγία Γραφή και στην Θεολογία μας γίνεται λόγος για τον Θεό με τη βοήθεια ψυχολογικών εννοιών (ο Θεός θυμώνει, ο Θεός οργίζεται, κ.λ.π. Ακόμη και το ότι αγαπά το εκλαμβάνουν πολλές φορές με ψυχολογική έννοια). Όλες αυτές οι έννοιες, όταν δεν έχουν οντολογική βάση είναι ανθρωπομορφικές και δεν πρέπει να τις χρησιμοποιούμε για το είναι του Θεού. Ψυχολογία δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε στον Θεό. Ο Αυγουστίνος, όπως είδαμε, την εφήρμοσε και εδημιούργησε τα προβλήματα που επισημάναμε.

Επομένως, όταν λέμε ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο, (κάτι δηλαδή εκτός του εαυτού του), από αγάπη, από κίνητρα αγάπης, δεν πρέπει να εννοούμε τίποτα το συναισθηματικό με την αγάπη αυτήν.

Τότε γεννάται το πρόβλημα, με ποιον τρόπο πρέπει να εννοήσουμε τα κίνητρα του Θεού στη δημιουργία του κόσμου. Εδώ θα πρέπει πρώτα, σύμφωνα με την αρχή που ακολουθούμε στα μαθήματά μας, να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του δόγματος της δημιουργίας, για να δούμε με ποιες ιστορικές προϋποθέσεις εμφανίσθηκε και στη συνέχεια να δούμε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για μας. Τότε θα δώσουμε την απάντηση και στο ερώτημα που έθεσα προηγουμένως για τα κίνητρα της δημιουργίας. Γιατί ο κόσμος, δηλαδή, δημιουργείται από τον Θεό;

Το Σύμβολο της Πίσεως σ’ αυτήν τη φάση «Παντοκράτορα, Ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων», έχει ως προϋπόθεση ορισμένες έννοιες περί δημιουργίας του κόσμου ή περί του κόσμου, τις οποίες οι Πατέρες και η Εκκλησία έκριναν ως αιρετικές και απαράδεκτες. Στην αρχή το Σύμβολο ήταν απλώς ομολογία πίστεως στον Πατέρα, στον Υιό και στο Πνεύμα. Το ότι προσετέθησαν αυτές οι φράσεις ήταν αποτέλεσμα μιας ιστορικής ανάγκης. Και πρέπει να δούμε τι είδους ιδέες περί δημιουργίας αποκλείονται από το Σύμβολο της Πίστεως πρώτα. Και στη συνέχεια να δούμε τι είδους ιδέες κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις εκφράσεις.

Ιστορικά, το πρώτο που προκάλεσε αυτή την επέκταση του Συμβόλου της Πίστεως ήταν οι περί δημιουργίας ιδέες του Γνωστικισμού. Ο Γνωστικισμός έδωσε μεγάλη έμφαση στην υπερβατικότητα του Θεού προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της θεοδικίας, δηλαδή στο πρόβλημα γιατί υπάρχει τόσο κακό στον κόσμο και πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το κακό στον κόσμο, δηλαδή πώς προέρχεται. Φυσικά εάν πούμε ότι ο Θεός είναι υπεύθυνος για το κακό, αμέσως θέτουμε εν κινδύνω την έννοια του Θεού. Ο Θεός πρέπει να είναι ανεύθυνος για το κακό. Αλλά με ποιον τρόπο θα κάνουμε τον Θεό ανεύθυνο για το κακό που υπάρχει στον κόσμο; Ο Γνωστικισμός βρήκε ως τρόπο, ως απάντηση, την ιδέα ότι τον κόσμο αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός. Αυτός ο Θεός Πατήρ. Ο Θεός Πατήρ είναι τόσο υπερβατικός και απρόσιτος, τόσο ξένος προς το τι συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο, ώστε μπορεί να θεωρηθεί και ξένος ως προς τον κόσμο. Ο «ξένος Θεός» του Μαρκίωνος. Επομένως, αποξενώνοντας τον Θεό από τον κόσμο, τον απαλλάσσουν από την ευθύνη του κακού, αλλά μετά πρέπει να εξηγήσουν γιατί και πώς αυτός ο κόσμος υπάρχει. Και η απάντηση που έδινε ο Γνωστικισμός ότι ο κόσμος αυτός υπήρξε δημιούργημα ενός κατώτερου όντος, ενός Δημιουργού, όπως τον ονόμαζαν, κι έτσι ξεχώριζαν τον Πατέρα από τον Δημιουργό. Άλλο ο Θεός Πατήρ και άλλο ο θεός Δημιουργός. Αυτός ο Δημιουργός ήταν μέσα στη σειρά αυτή των «αιώνων», των ενδιάμεσων αυτών όντων που συνέδεαν τον κόσμο με τον Θεό. Εκεί στο τέλος κοντά στον κόσμο είναι η θέση του «Δημιουργού», ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο κι επομένως είναι και υπεύθυνος για το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Διότι προϋπόθεση του Γνωστικισμού είναι ότι ο κόσμος αυτός εξ ορισμού είναι κακός. Δηλαδή το κακό είναι μέσα στην ύλη, στη δομή της ύλης, μέσα σε όλη τη δημιουργία, μέσα σε ό,τι υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Επομένως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί ούτε και να διορθωθεί. Θα πρέπει για να σωθείς να φύγεις από αυτό τον κόσμο. Και ο Γνωστικός είναι αυτός που καλείται να φύγει από τον χώρο και από τον χρόνο με τη γνώση που έχει.

Η απάντηση των Πατέρων και κυρίως του Αγίου Ειρηναίου, ο οποίος αντιμετώπισε το Γνωστικισμό με το μεγάλο έργο του «Κατά Αιρέσεων», συνίστατο στα εξής σημεία, τα οποία και προϋποτίθενται στο Σύμβολο της Πίστεως εδώ:

ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΗ που υποστηρίζει ο Άγιος Ειρηναίος είναι ότι ο Θεός Πατήρ και ο Θεός Δημιουργός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Δεν έχουμε καμία διάκριση μεταξύ Πατρός και Δημιουργού. Γι’ αυτό και στο Σύμβολο είναι τόσο κοντά αυτές οι λέξεις, ώστε πολλοί ερμηνεύουν την έννοια του Πατρός ως αναφερόμενη στη δημιουργία και όχι στην αιώνια ύπαρξη του Θεού. Και πράγματι στο Β΄ αιώνα τονίζεται τόσο πολύ αυτή η αντιγνωστική θέση του ταυτισμού του Πατρός και του Δημιουργού, ώστε δημιουργείται η εντύπωση όταν διαβάσει κανείς Πατέρες της εποχής εκείνης, ότι όταν λένε: «πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα» εννοούν περισσότερο το Δημιουργό και όχι τον αιώνιο Θεό, τον Πατέρα δηλαδή του Υιού. Αυτό διασαφηνίζεται αργότερα, κυρίως στον Δ΄ αιώνα μετά τον Αρειανισμό, οπότε το πρόβλημα γίνεται πιεστικό και οξύ και η απάντηση δίδεται, ότι ο Θεός είναι ο Πατήρ όχι ως Δημιουργός αλλά ως Πατήρ ενός Υιού, ο οποίος υπήρχε πάντοτε, προϋπήρχε, υπήρχε πάντοτε στην ουσία του Θεού. Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη θέση.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΣΗ είναι ότι αυτός ο Θεός Πατήρ Δημιουργός έχει άμεση ανάμιξη στην πράξη της δημιουργίας. Δεν είναι δημιουργός δια μεσαζόντων. Απορρίπτεται η ιδέα των αιώνων, όλων αυτών των μεσαζόντων μεταξύ θεού και κόσμου κατά τον Γνωστικισμό και εισάγεται η ιδέα αυτής της αμεσότητος της εμπλοκής του Θεού στο έργο της δημιουργίας. Αυτή είναι μια άμεση σχέση Θεού και κόσμου.

Εδώ βέβαια υπεισέρχεται το σημείο που εμφανίζεται αργότερα στο άλλο άρθρο του Συμβόλου της πίστεως, («δι’ ου τα πάντα εγένετο»), -με το οποίο θα ασχοληθούμε στο μέλλον-, ότι δια του Λόγου, δια του Υιού δημιουργεί τον κόσμο ο Θεός. Και εκεί παρουσιάζεται μια διέξοδος κατά κάποιον τρόπο στο πρόβλημα της υπερβατικότητος του Θεού. Αυτό είναι πολύ λεπτό και τόσο δύσκολο, ώστε δημιούργησε σύγχυση και στο Β΄ αιώνα και στον Γ΄ μέχρι τον Δ΄ αιώνα. Αυτός ο ρόλος του Υιού στη δημιουργία ως Εκείνου δια του οποίου ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο ήταν υπεύθυνος για την αντίληψη ότι ο Πατήρ είναι τόσο υπερβατικός, ώστε ο Θεός ως Πατήρ δεν είναι αυτός ο οποίος άμεσα δημιούργησε τον κόσμο, αλλά χρησιμοποίησε τον Υιό και έτσι ο Πατήρ παραμένει ακόμη Αυτός για τον οποίο δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. (Βλέπουμε ότι ο Γνωστικισμός πήρε και κάποια χριστιανική μορφή). – Ο εντελώς άγνωστος. Ο Υιός είναι Αυτός που ενεργεί το έργο της δημιουργίας, αλλά επειδή ο Υιός στον Β΄ και στον Γ΄ αιώνα ακόμη δεν είχε αποσαφηνισθεί αν ανήκε στη σφαίρα του Ακτίστου Θεού ή εμφανίζεται κατά κάποιον τρόπο για πρώτη φορά ο Λόγος του Θεού όταν ο Θεός Πατήρ ενεργεί το έργο της δημιουργίας. Επειδή δηλαδή υπήρχε σύγχυση ως προς το σημείο αυτό, εφθάσαμε στον Αρειανισμό, ο οποίος έθεσε το θέμα εάν ο Λόγος ανήκει στη σφαίρα του κτιστού ή του Ακτίστου. Βέβαια η εκκλησία με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο αποφάσισε ότι ανήκει στη σφαίρα του Ακτίστου, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση ασπάσθηκε τη θέση του Ειρηναίου, ότι ο Πατήρ στη δημιουργία έστω και αν χρησιμοποιεί τον Υιό, ενεργεί κατά τρόπο άμεσο. Δηλαδή με το να λέμε ότι δια του Υιού δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο, δεν πρέπει να υπονοήσουμε ότι ο Πατήρ παραμένει τόσο υπερβατικός ώστε να μην έχει άμεση ανάμιξη στη δημιουργία του κόσμου. Η δημιουργία του κόσμου είναι έργο της αγάπης του Πατρός. Εκτελείται δια του Υιού αλλά ο Πατήρ είναι πάντοτε και στο έργο της δημιουργίας παρών και Πατήρ και Υιός δεν χωρίζονται, όπως ξεκαθάρισε ο Δ΄ αιώνας. Αλλά εν πάση περιπτώσει είναι απαραίτητο με τη θεολογία του Αγίου Ειρηναίου κυρίως να τονίσουμε αυτή την αμεσότητα της αναμίξεως του Πατρός, έστω και αν χρησιμοποιεί τον Υιό στο έργο της δημιουργίας. Αμεσότητα, λοιπόν και ταύτιση του Δημιουργού και του Πατρός. Δεν γίνεται ο Υιός Δημιουργός, επειδή δημιουργείται ο κόσμος δια του Υιού. Ο Πατήρ είναι ο Δημιουργός για τη θεολογία του Δ΄ αιώνος. Αυτά αλλάζουν λίγο στην πατερική περίοδο και, επαναλαμβάνω, την πατερική περίοδο μην την παίρνουμε μονολιθική. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει στην ορθόδοξη θεολογία μια αντίληψη πολύ ανιστορική περί πατερικής θεολογίας. Η πατερική θεολογία έχει κι αυτή την ιστορία της. Δεν μπορούμε να λέμε «οι Πατέρες» με μια λέξη, κι εκεί μέσα να βάζουμε από τον Ειρηναίο μέχρι τον Παλαμά, σαν να μην έγιναν διεργασίες μέσα σ’ αυτή την ιστορία. Αυτό που αποτελεί την ενότητα της πατερικής σκέψεως είναι ότι στα βασικά (όπως βασικό είναι αυτό που λέω τώρα, η αμεσότητα), όλη η πατερική θεολογία συμπίπτει. Επομένως και αν αργότερα εμφανίζεται ο Υιός ως ο Δημιουργός, πάλι αυτό δεν αποκλείει την αμεσότητα της αναμίξεως του Πατρός.

Να λοιπόν γιατί επιμένει το Σύμβολο: «εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα Ποιητήν ουρανού και γης».


http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/2B6a.htm#1
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Το πρόβλημα του Γνωστικισμού

2
Υπήρχαν πολλές γνωστικές θρησκείες που διέφεραν μεταξύ τους σε πολλά ζητήματα. Ο όρος γνωστικισμός προέρχεται από την ελληνική λέξη «γνώσις». Γνωστικοί είναι εκείνοι που είναι «μέσα στη γνώση». Γνωρίζουν μυστικά και απόκρυφα πράγματα που μπορούν να τους χαρίσουν τη σωτηρία. Για τους γνωστικούς, κάποιος σώζεται όχι επειδή πιστεύει στο Χριστό και ζει σύμφωνα με το θέλημά Του, αλλά επειδή γνωρίζει την κρυμμένη (απόκρυφη) αλήθεια, που δεν γνωρίζει η μεγάλη μάζα. Επίσης πιστεύουν πως αυτή τη γνώση δεν μπορούν όλοι να τη διδαχτούν, αλλά μόνο κάποιοι επίλεκτοι. Αντίθετα, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υπάρχουν κρυφά δόγματα και δεν σώζονται λίγοι, αλλά όλοι μπορούν να σωθούν, εφόσον το θελήσουν.

Γνωστική κοσμολογία - κοσμογονία: Οι γνωστικοί έχουν αναπτύξει πολύπλοκους και αντιφατικούς μύθους για τη δημιουργία του κόσμου. Είναι τόσο τυφλωμένοι από τις πλανεμένες κακοδοξίες τους που γράφουν ανοησίες. Ώρες - ώρες παθαίνει κανείς πονοκέφαλο για να βγάλει νόημα από τα γνωστικά κείμενα και ευαγγέλια. Τα διακρίνει αντιφατικότητα, παράνοια, ελιτισμός, μυθολογικά στοιχεία κλπ.

Σύμφωνα με το γνωστικισμό η (καλή) υπέρτατη θεότητα είναι εντελώς απομακρυσμένη από τον κόσμο, με την έννοια ότι είναι αποκλειστικά πνεύμα, χωρίς υλικές πλευρές ή ιδιότητες. Αυτό το θεϊκό ον παρήγαγε πολλούς απογόνους γνωστούς ως αιώνες(3), οι οποίοι, όπως και το ίδιο ήταν πνευματικές οντότητες. Αρχικά υπήρχε μόνο αυτό το θεϊκό βασίλειο που κατοικούσαν ο Θεός και οι αιώνες του. Όμως συνέβη μία κοσμική καταστροφή κατά την οποία ένας απ' αυτούς τους αιώνες εξέπεσε από το θεϊκό βασίλειο, οδηγώντας στη δημιουργία άλλων θεϊκών όντων, τα οποία επομένως έκαναν την εμφάνισή τους έξω από τη θεϊκή σφαίρα. Αυτά τα ελάσσονα θεϊκά όντα δημιούργησαν τον υλικό κόσμο μας.

Σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ιούδα οι θεότητες που είναι υπεύθυνες γι' αυτόν τον κόσμο είναι ο Ελ(4), ο Νεμβρώ ή Γιαλνταμπαώθ(5) και ο Σακλάς(6). Αυτές είναι οι τρεις κατώτερες θεότητες που έφτιαξαν τον κόσμο που ζούμε. Η θεότητα Σακλάς (ανόητος) είναι που δημιουργεί τους ανθρώπους κατ' εικόνα του.

Ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι γνωστικοί λένε πως η δημιουργία του κόσμου που ζούμε είναι ένα «σφάλμα γέννας»!(7) Έκαναν τον κόσμο έναν τόπο παγίδευσης των «σπινθήρων» της θεότητας, τους οποίους («σπινθήρες») αιχμαλώτισαν για να τους εγκαταστήσουν εντός των ανθρωπίνων σωμάτων. Με άλλα λόγια, μερικοί άνθρωποι έχουν εντός τους, στον πυρήνα τους, ένα στοιχείο του Θείου. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν θνητές ψυχές, αλλά αθάνατες ψυχές, που είναι προσωρινά φυλακισμένες σ' αυτό το άστατο και θλιβερό βασίλειο της ύλης. Κι αυτές οι ψυχές πρέπει να δραπετεύσουν, να επιστρέψουν στο θεϊκό βασίλειο απ' όπου προήλθαν. Οι μύθοι που αφηγούνται οι ποικίλες ομάδες των γνωστικών διέφεραν πολύ μεταξύ τους σε πολλές από τις λεπτομέρειές τους. Κι αυτοί οι μύθοι δεν είναι τίποτα χωρίς τις λεπτομέρειές τους.

Αυτός ο κόσμος δεν είναι δημιούργημα του μοναδικού και αληθινού Θεού, αλλά μιας κατώτερης θεότητας, του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης!!! Επικίνδυνος ελιτισμός! Σύμφωνα με τα ψυχώλεθρα δόγματα των γνωστικών υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων. Το πρώτο είναι αυτοί που είναι παγιδευμένες θεότητες και πρέπει να αποδράσουν(8). Το δεύτερο είναι οι άλλοι που είναι δημιουργήματα του κατώτερου Θεού(9). Ο γνωστικισμός εμπνέεται από τον Διάβολο με σκοπό να δημιουργήσει ένα είδος αντιστραμμένου χριστιανισμού. Όλα τα πρόσωπα της εβραϊκής και χριστιανικής ιστορίας που στράφηκαν κατά του Θεού(10) ήταν εκείνοι που είδαν την αλήθεια και κατανόησαν τα μυστικά που είναι αναγκαία για τη σωτηρία.


oode.gr


Δοξασίες και πρακτικές

Με βάση τα διαθέσιμα γνωστικά κείμενα και τις αναφορές των εχθρών του γνωστικισμού —των εκκλησιαστικών Πατέρων που εναντιώνονταν στους γνωστικούς— οι βασικές γνωστικές δοξασίες μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

Ο Κόσμος. Οι περισσότεροι γνωστικοί διαχώριζαν την «ύλη», η οποία ήταν κακή και απόλυτα απομακρυσμένη από τον Θεό, και το «πνεύμα», το οποίο θεωρούνταν αγαθό και προσκείμενο στο θείο. Ο φυσικός κόσμος, ως υλική επικράτεια, θεωρούνταν κακός.
Η θεϊκή επικράτεια. Ο αληθινός και αγαθός Θεός δεν δημιούργησε, κατά συνέπεια, αυτόν τον κόσμο. Σύμφωνα με τους μύθους[7] που αφηγούνταν οι γνωστικοί, στο απώτατο παρελθόν ο αληθινός Θεός απέκτησε θεϊκούς απογόνους (οι οποίοι αποκαλούνταν «Αιώνες»), διαδοχικές εκπορεύσεις του στο πλαίσιο μίας μεταφυσικής ιεραρχίας οι οποίες κατά ζεύγη, παρήγαγαν δικούς τους απογόνους. Μία καταστροφή έλαβε χώρα στη θεϊκή επικράτεια όταν ένας κατώτατος Αιώνας (συχνά ονομάζεται «Σοφία») ξέπεσε και αποχωρίστηκε από τους υπολοίπους, ενώ ταυτόχρονα απέκτησε έναν δικό του θεϊκό απόγονο. Αυτός ο απόγονος, όντας γεννημένος έξω από τη θεϊκή επικράτεια, ήταν Κακός (ή "πλανημένος", κατ' άλλες παραδόσεις) και σε συνεργασία με τους δικούς του θεϊκούς απογόνους (οι οποίοι τότε ήρθαν σε ύπαρξη), τους "Άρχοντες", δημιούργησε τον υλικό κόσμο, το κατώτατο στην ιεραρχία μεταφυσικό επίπεδο, ως τόπο φυλάκισης για την έκπτωτη Σοφία. Με αυτό τον τρόπο έγινε γνωστός ως ο «Δημιουργός».
Άνθρωποι. Ο Αιώνας Σοφία που είχε εκπέσει από τη θεϊκή επικράτεια αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στον δικό μας υλικό κόσμο μέσα σε σώματα ανθρώπων. Έτσι οι άνθρωποι, έχοντας τη θεϊκή σπίθα μέσα τους, επιθυμούν διακαώς να διαφύγουν από αυτόν τον κόσμο και να αγγίξουν τα ανώτερα μεταφυσικά επίπεδα, να βυθιστούν στον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι απλώς ζωντανά πλάσματα, όπως τα υπόλοιπα ζώα, προορισμένα να πεθαίνουν και να παύσουν να υπάρχουν.
Σωτηρία. Η θεϊκή σπίθα μέσα στους ανθρώπους είναι δυνατόν να διαφύγει μόνο μέσω της απόκτησης γνώσης όσον αφορά το μέρος από όπου προήλθε, πώς βρέθηκε εκεί και πώς μπορεί να επιστρέψει εκεί. Η απελευθέρωση από αυτόν τον υλικό κόσμο, με άλλα λόγια, μπορεί να επέλθει μόνο μέσω απελευθερωτικής, μυστικιστικής Γνώσης.
Ο Θεϊκός Λυτρωτής. Αυτή η Γνώση, όμως, δεν μπορεί να αποκτηθεί με μέσα αυτού του κόσμου καθώς ο κόσμος είναι κακός · πρέπει συνεπώς να προέλθει από εξωτερική πηγή. Σε χριστιανικούς τύπους γνωστικισμού (καθώς υπήρχαν και μορφές που δεν εμφανίζουν δεσμούς με τον χριστιανισμό), ο Ιησούς Χριστός είναι εκείνος που φέρει αυτή τη γνώση και έρχεται από ψηλά για να τη μεταδώσει ως απαραίτητη για την ατομική πνευματική σωτηρία. Εφόσον, όμως, δεν είναι πράγματι δυνατό να ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, ο Χριστός δεν γεννήθηκε στην πραγματικότητα στη Γη. Κάποιοι γνωστικοί είχαν την άποψη ότι ο Ιησούς φαινόταν μόνο ως άνθρωπος ενώ στην πραγματικότητα το σώμα του ήταν φάντασμα, σάρκινο μόνο στην εμφάνιση ("δοκητισμός"). Άλλοι ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός ήταν θεϊκός Αιώνας ο οποίος για λίγο ενσαρκώθηκε στο πραγματικό σάρκινο σώμα του Ιησού, ξεκινώντας από τη βάπτισή του και φτάνοντας λίγο πριν το σταυρικό τέλος της ζωής του, οπότε και τον εγκατέλειψε. Στη συνέχεια, τον ανέστησε από τους νεκρούς και κατέλαβε το σώμα του και πάλι, έτσι ώστε να μπορεί να μεταδίδει τη μυστική του Γνώση μετά την ανάστασή του. Και οι δύο αυτές απόψεις βασίζονται στη μυθολογική / συμβολική ερμηνεία της χριστιανικής Βίβλου, εκλαμβάνοντάς την ως μυητική αλληγορία και όχι ως κυριολεκτική ιστορική καταγραφή.
Η Εκκλησία. Πολλοί γνωστικοί είχαν την άποψη ότι οι χριστιανοί που είχαν πίστη στον Χριστό ως κυριολεκτικό ιστορικό πρόσωπο και διήγαγαν ενάρετο βίο θα μπορούσαν να αποκτήσουν κάποιο ίχνος σωτηρίας μετά τον θάνατό τους. Η πραγματική, όμως, και ένδοξη μεταθανάτια ζωή πρόκειται να αποκτηθεί μόνον από τους γνωστικούς, από εκείνους που αναζητούν τη θεϊκή σπίθα μέσα τους και φτάνουν ως το σημείο να αποκτήσουν την πλήρη Γνώση των μυστικών της σωτηρίας. Αυτοί ήταν οι εκλεκτοί "πνευματικοί".
Ηθική. Ως κανόνα, οι γνωστικοί φαίνεται πως πίστευαν ότι εφόσον το ανθρώπινο σώμα είναι υλικό και κακό θα έπρεπε να το μεταχειρίζονται με αυστηρότητα, έτσι ώστε να πετύχουν την απελευθέρωση του πνεύματος από το σώμα αλλά και την απαλλαγή από το σαρκικό φρόνημα. Επομένως οι γνωστικοί αυτοί προωθούσαν έναν ιδιαιτέρως ασκητικό τρόπο ζωής.


Βικιπαίδεια
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το πρόβλημα του Γνωστικισμού

3
Πλήρης ανάλυση του Γνωστικισμού για όποιον ενδιαφέρεται εδω
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το πρόβλημα του Γνωστικισμού

4
Ενοφυλία το ιδεώδες των Γνωστικών

Παναγιώτη Χρήστου, Κληρονομία
τομ. 5. τευχ. 1, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 1-16

1. Εισαγωγή.

Εις κείμενον των αρχών του γ' αιώνος, θεωρούμενον κατά το μάλλον ή ήττον ορθόδοξον, το Μαρτύριον της Περπετούας, απαντά μία παράδοξος δήλωσις. Η ηρωΐς, περιγρά- φουσα τό δράμα περί της ανόδου της εις τον Παράδεισον δια μιας θαυμάσιας κλίμακος, λέγει εις κάποιον σημείον «καί ἐξεδύθην καί ἐγενόμην ἄρρην» (1) . Αυτό το οποίον δηλώνεται εδώ υπό της Περπετούας είναι εφαρμογή μιας προϋποθέσεως δια την είσοδον εις την βασιλείαν των ουρανών. Ενώ υπάρχουν άφθονοι μαρτυρίαι περί της προϋποθέσεως ταύτης εις αιρετικάς πηγάς, προς έκπληξιν ημών την πρώτην βεβαίαν μαρτυρίαν ευρίσκο- μεν πάλιν εις κείμενον θεωρούμενον κατά το μάλλον ή ήττον ορθόδοξον, την Β' Επιστολήν Κλημέντος, γραφείσαν ολίγας δεκαετίας προ του Μαρτυρίου της Περπετούας. Ο Κύριος, απαντών εις ερώτησιν μη κατονομαζομένου προσώπου, βεβαιώνει ότι η βασιλεία θα έλθη «ὅταν ἔσται τά δύο ἐν καί τό ἔξω ὡς τό ἔσω, καί τό ἄρρεν μετά τῆς θηλείας, οὔτε ἄρρεν οὔτε θῆλυ» (2). Δεν θα απασχόληση ημάς εδώ η ορθόδοξος ερμηνεία την οποίαν προσπαθεί να δώση ο συγγραφεύς εις το λόγιον τούτο, το Γνωστικής, ως θα ίδομεν περαιτέρω, προελεύσεως.

Και τα δύο κείμενα εκφράζουν την πεποίθησιν ότι η εις δύο φύλα διάσπασις του ανθρωπίνου γένους είναι κατάστασις αφύσικος και προσωρινή, της οποίας επιβάλλεται η υπέρβασις προς κατάληξιν εις την ενοφυλίαν ή αφυλίαν. Είναι μία άντίληψις, η οποία έκτοτε έπαιξε κάποιον ρόλον εις την ζωήν της Χριστιανικής Εκκλησίας ως απλούν υπόστρωμα ώρισμένων εκ των θεσμών αυτής.

Εκεί όπου η άντίληψις αυτή καθώρισεν εις μεγάλην έκτασιν τον τρόπον σκέψεως και βίου είναι ο Γνωστικισμός, εις τον οποίον τόσον η θεότης όσον και η ανθρωπότης κατά την αρχέγονον μορφήν των παρουσιάζονται ως αρρενοθήλεις, ενώ έπειτα υπεισέρχεται εις αμφοτέρας η διάσπασις, και τέλος η ενοφυλία καθίσταται τό έπιζητούμενον ιδεώδες.



2. Αρχέγονος αφυλία και διάσπασις.

Ανευρίσκομεν το στοιχείον τούτο εις τον θεογονικόν μύθον, τον οποίον θα κατανοήσωμεν καλώς μόνον εάν τον εξετάσωμεν εν όψει των προτύπων αυτού. Γενικώς εις τα συστήματα των Γνωστικών δύο θεότητες προεδρεύουν των θείων και των εγκόσμιων, μία άρρην και μία θήλεια· η πρώτη περικλείει το ουράνιον στοιχείον, η δευτέρα το γήινον είναι ο Ουρανός και η Γη της παλαιάς ελληνικής θρησκείας. Η θήλεια θεότης των Γνωστικών παρά πάσαν μεταμόρφωσίν της φέρει βασικώς τα χαρακτηριστικά της παλαιάς θεάς της γονιμότητος και της ζωής, της κυριαρχούσης εις τον χώρον της Ανατολικής Μεσογείου. Παρά ταύτα η δυάς αύτη δεν είναι πρωταρχική.

Αιώνας ενωρίτερον συναντώμεν τοιαύτην δυάδα θεοτήτων εις τους Πυθαγορείους, άρρενος και θηλείας (3) , υπεράνω των οποίων κείται μία ενιαία αρχή. Οι Πυθαγόρειοι ανεζήτησαν την ενότητα του σύμπαντος εις την μορφήν, ενώ άλλοι φιλόσοφοι της προσωκρατικής εποχής την ανεζήτουν εις την ύλην. Περιγραφήν των απόψεων των δίδει ο Αριστοτέλης. «Φανερῶς γάρ λέγουσιν ὡς τοῦ ἑνός συσταθέντος εἴτ' ἐξ ἐπιπέδων εἴτ' ἐκ χροιᾶς εἴτ' ἐκ σπέρματος εἴτ' ἐξ ὧν ἀποροῦσιν εἰπεῖν εὐθύς τό ἔγγιστα τοῦ ἀπείρου εἴλκετο καί ἐπεφαίνετο ὑπό τοῦ πέρατος» (4). Η εξ ενιαίας αρχής προέλευσις του σύμπαντος προσδίδει εις αυτό αρμονίαν, την οποίαν εκφράζουν οι αριθμοί, ως σύμβολα της ουσίας. Ο αριθμός εν, η μονάς, συμβολίζει την πρώτην ούσίαν, τον νουν, την δύναμιν είναι λοιπόν άρρην. Ο αριθμός δύο συμβολίζει την αρχήν της πολλαπλότητας, είναι λοιπόν θήλυς (5). Το εν είναι ο λόγος ενότητος, το δύο είναι ο λόγος της διαιρετότητος· μετά ταύτα ακολουθεί η ύλη, η οποία δεν μετέχει των ιδεών, αλλ' είναι εικών αυτών, ως εδίδασκον οι Νεοπυθαγόρειοι (6). Κατά την διάπλασιν ταύτην από της μονάδος εις τήν πολλαπλότητα υπεισέρχεται φυσικώς η αντίθεσις·
«πέρας ἄπειρον
περιττόν ἄρτιον
ἕν πλῆθος
δεξιόν ἀριστερόν,
ἄρρεν θῆλυ» (7).

Εφ' όσον η διάκρισις εις άρρεν και θήλυ είναι αποτέλεσμα της διαπλώσεως, δεν υπήρχε πρό αυτής· επομένως αρχικώς η μονάς δεν ηδύνατο να είναι άρρην, και ο Ιππόλυτος έχει δίκαιον λέγων ότι οι Πυθαγόρειοι προ των δύο θεοτήτων έτασσον τον ένα αρρενόθηλυν θεόν (8), μολονότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι τελείως ακριβής και μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηρισθή ούτος ως άφυλος. Τοιαύτην αντίληψιν περί του υψίστου θεού είχον βεβαίως και οι Ορφικοί, οι οποίοι εις τους ύμνους των απεκάλουν τον Δία Μητροπάτορα (9).

Πράγματι δέ και οι Γνωστικοί υπέρ την δυάδα και τους μετά ταύτα άνευ περιορισμού αυξηθέντας αιώνας ετοποθέτουν τον ένα θεόν. Οι Σιμωνιανοί, οι οποίοι πρέπει να θεωρηθούν ως η αρχαιοτέρα γνωστή ημιχριστιανική Γνωστική μερίς, αν και εξαίρουν την θείαν δυάδα, εκκινούν υπέρ παν άλλο σύστημα από τήν μονάδα. Κατά τήν ανεπτυγμένην θεογονικήν φάσιν υφίστανται δύο παραφυάδες της θεότητος, ή μία άνωθεν, η Δύναμις ή ο Νους ο διέπων τα πάντα, άρρην, η δε άλλη κάτωθεν, η Επίνοια η γεννώσα τα πάντα, θήλεια. Αλλ' αμφότεραι προήλθον από μίαν ρίζαν, την Δύναμιν Σιγήν, τον Πατέρα, ο οποίος είναι ο εστώς στάς στησόμενος, απέραντος εν μονότητι, βαστάζων και τρέφων τα πάντα. Ο Πατήρ ήτο αρρενόθηλυς, καθ' όσον είχεν εντός εαυτού και το άρρεν και το θήλυ στοιχείον. Το θήλυ, αποχωρισθέν από του πατρός, ως η Αθηνά από τον Δία (10) εμορφώθη εις την Επίνοιαν, η οποία μάλιστα εκράτησεν εντός αυτής και εκ του άρρενος στοιχείου του Πατρός, την Δύναμιν. Τώρα πλέον Δύναμις και Επίνοια είναι συγχρόνως δύο και εν, αποτελούν δύο διακεκριμένας θεότητας, αλλ' αντιστοιχούν πλήρως εις αλλήλας και φέρονται ως απολύτωο ηνωμέναι.

Δια τούτο η Επίνοια χαρακτηρίζεται και αυτή ομοίως ως αρρενόθηλυς (11). Του θεογονικού μύθου των Ουαλεντινιανών διασώζονται δύο παραλλαγαί, απαντώσαι αναμίξ εις τας εκθέσεις του Ειρηναίου και του Ιππολύτου. Κατά τήν παραλλαγήν Α η υψίστη αρχή, ο Βυθός, διάγει εις συζυγίαν μέ τήν Σιγήν ή Έννοιαν, από την οποίαν απέρρευσαν αι άλλαι συζυγίαι του συστήματος τούτου. Αντιθέτως εις την παραλλαγήν Β η υψίστη αρχή ευρίσκεται εκτός και υπέρ το σύστημα των αιώνων, είναι δε κατά μεν την έκθεσιν του Ιππολύτου (12) άθηλυς, αζυγος, μόνος, κατά δε την του Ειρηναίου (13) υπεράρρην και υπερθήλεια. Η παραλλαγή Β είναι συγγενής προς τον μύθον του Σίμωνος Μάγου, εις τον οποίον η υψίστη αρχή ονομάζεται Δύναμις Σιγή. Δι'αποχωρισμού του στοιχείου της Σιγής και συνδέσεως αυτού με την Έννοιαν, ή κατά τους Σιμωνιανούς Επίνοιαν, εσχηματίσθη αρχική δυάς εις την άλλην παραλλαγήν. Η άποψις αύτη ενισχύεται επίσης από την έκθεσιν του Επιφανίου, κατά την οποίαν μερίς των Ουαλεντινιανών εκάλει Αυτοπάτορα τον Βυθόν, Αιώνα αγήρατον, αεί νεάζοντα, αρρενόθηλυν, και επίστευεν ότι ούτος περιείχε τα πάντα εν εαυτω, χωρίς αυτός να περιέχεται υπ' ουδενός. Έπειτα, κατά την αυτήν μερίδα των Ουαλεντινιανών, εξήλθεν απ' αυτού η Έννοια (14). Ο τρόπος της προελεύσεως της Εννοίας είναι ο αυτός ως ο της Επινοίας, εφ' όσον άλλωστε και τα ονόματα είναι ταυτόσημα. Καθίσταται εκ τούτων προφανές ότι η παραλλαγή Β είναι η προγενεστέρα. Είναι μάλιστα πιθανόν ότι η Σοφία, τό κύριον πρόσωπον εις την δημιουργίαν του κόσμου, συνελήφθη αρχικώς ως πρώτη απόρροια του Βυθού (15), ταυτιζομένη εν τοιαύτη περιπτώσει με την Έννοιαν και την σιμωνιανήν Επίνοιαν. Ο άζυγος Βυθός ήτο δυνατόν να εκληφθή και ως αρρενόθηλυς, καθ'α μαρτυρεί ο Επιφάνιος, αλλ' οι χαρακτηρισμοί των δύο αρχαιοτέρων αντιαιρετικών άζυγος, υπεράρρην-είναι προφανώς ακριβέστεροι.

Ο ουαλεντινικός μύθος προχωρεί βεβαίως περαιτέρω. Εικοσιοκτώ ή τριάκοντα αιώνες κατά ζεύγη άρρενος και θήλεος αποτελούν το πλήρωμα της θεότητος. Εις την πραγματικότητα ο πλατωνικός, ως τον χαρακτηρίζει ο Τερτυλλιανός (16), Ουαλεντίνος δεν εξελάμβανε τους θήλεις αιώνας ως καθ' όλην την γραμμήν αυτοτελείς θεότητας, αλλά μάλλον ως ενυπόστατα εντός των αρρένων αιώνων όντα, διο εκάστη συζυγία χαρακτηρίζεται ως αρρενόθηλυς, υπό την έννοιαν ότι δεν πρόκειται περί δύο συζύγων αλλά περί μιας αρρενοθηλείας ενότητος. Τούτο δε καθίσταται σαφέστερον από την εκθεσιν του Ειρηναίου, κατά την οποίαν, «εἶναι αὐτῶν ἕκαστον ἀρρενόθηλυν οὕτως· πρῶτον τόν Ἀπάτορα ἡνῶσθαι κατά συζυγίαν τῇ αὐτοῦ Ἔννοια, τόν δέ Μονογενῆ, τουτέστι τόν Νοῦν, τῇ Ἀληθείᾳ...» (17). Η Έννοια, η Αλήθεια και αι λοιπαί θήλειαι είναι «αυτών», των αρρένων.

Η αναφορά εις άλλα συστήματα προς ανεύρεσιν παρομοίων στοιχείων, ως π.χ. είναι το των Βαρβηλιτών (18), δεν πρόκειται να πρόσθεση τίποτε περισσότερον εις την εικόνα η οποία διεγράφη ήδη ανωτέρω περί αρρενοθηλίας ή αφυλίας της αρχικής θεότητος των Γνωστικών.

Πέραν της γενικής πυθαγορείου αρχής περί της εκδιπλώσεως του ενός υψίστου Θεού και παραγωγής σειράς άλλων όντων, την οποίαν συναντώμεν τόσον εις τον σιμωνιανόν όσον και εις τον ουαλεντινιανόν μύθον, εις τον δεύτερον συναντώμεν και πλήθος άλλων πυθαγορείων στοιχείων. Αξιοσημείωτος είναι η συμπερίληψις εις το πλήρωμα της θεότητος των δύο τελείων αριθμητικών εννοιών του πυθαγορισμού, της τετρακτύος (1,2,3,4) και της εξ αυτής παραγόμενης δεκάδος(1 + 2 + 3+4). Η πρώτη σειρά αιώνων των Ουαλεντινιανών είναι η ογδοάς ήτοι τέσσαρα ζεύγη αιώνων, καθώς δε ανωτέρω διεσαφήθη, ουσιωδώς τέσσαρες αιώνες περικλείοντες και τα αντίστοιχα θήλεα στοιχεία, η δε δευτέρα είναι η δεκάς. Η δεκάς κατέστη δυνατόν να παραχθή διότι απέρρευσεν από τον Νουν και την Αλήθειαν, απόρροιας αυτού τούτου του Βυθού, ενώ ο Λόγος και η Ζωή, απόρροιαι του Νου και της Αληθείας, δεν ηδυνήθησαν να παραγάγουν ειμή ατελή αριθμόν, την δωδεκάδα (19).

Εις τον μύθον των υπό το όνομα των Δοκητών φερομένων Γνωστικών, από τον ύψιστον θεόν, την πρώτην αρχήν, η οποία είναι πλήρης ζωτικής δυνάμεως ως καρπός συκής, απέρρευσαν τρεις αιώνες αρσενοθήλεις, εκ των οποίων πάλιν απέρρευσαν απειράριθμοι άλλοι. Τελικώς δε όλοι ούτοι εγέννησαν εκ παρθένου τον εν μεσότητι Σωτήρα πάντων και ηνώθησαν μετ' αυτού (20). Εκείνο το οποίον έχει εδώ σημασίαν είναι η παράστασις του Θεού ως όντος περικλείοντος μίαν πανσπερμίαν. Είναι η ιδία ιδέα, η οποία υπόκειται εις το σύστημα του Βασιλείδου, όπου «ὁ οὐκ ὤν Θεός» «ἐποίησε κόσμον οὐκ ὄντα ἐξ οὐκ ὄντων», αφού απέθεσε σπέρμα περικλείον εν εαυτώ όλην την πανσπερμίαν του κόσμου ως καρπόν συκής. Ο Βασιλείδης, ως βλέπομεν, συνδυάζει την δημιουργίαν του κόσμου με την ανάδυσιν του Θεού εις ύπαρξιν από την ανυπαρξίαν, το μηδέν (21). Αλλ' η σύλληψις της ιδέας αυτής δεν ανήκει ούτε εις τους Δοκήτας ούτε εις τον Βασιλείδην, διότι ευρύτατα εθεωρείτο ως μυστικόν σύμβολον της δημιουργίας τό ωόν, το οποίον εμφανίζεται πλην ά λλων εις την ραψωδιακήν θεογονίαν των Ορφικών (22), γεννών τον αρρενόθηλυν αρχέγονον θεόν Φάνην, ο οποίος περιείχε τα σπέρματα παντός υπάρχοντος.

Δια να συμπληρώσωμεν την εικόνα, θα μεταβώμεν εις το θρησκευτικόν σύστημα, το οποίον εκτίθεται εις τα Ερμητικά, προϊόντα ενός εξωχριστιανικού Γνωστικισμού, δυναμένου να χαρακτηρισθή ως ελληνιστικός, όπου θα συναντήσωμεν απαράλλακτους σχεδόν παραστάσεις. Εις τον Ποιμάνδρην ο πρώτος Νους, ζωή και φως και πατήρ πάντων, χαρακτηρίζεται ως αρρενόθηλυς (23). Εξ άλλου η λαϊκωτέρα πίστις εις την ύπαρξιν του Ερμαφρόδιτου, υιού του Ερμού και της Αφροδίτης αμφοτεροφύλου, είναι σχετική προς την διδασκαλίαν των Ερμητικών.

Η αρρενοθηλία είναι ολιγώτερον εμφανής εις την ανθρωπολογίαν των Γνωστικών παρ' όσον είναι εις την θεογονίαν αυτών, πράγμα το οποίον είναι πολύ εύλογον δια μίαν ανθρωπολογίαν στηριζομένην εις την ιδέαν του βαθμιαίου εκφυλισμού και της καταπτώσεως. Αυτή καθ' εαυτήν η ύπαρξις των επιγείων ανθρώπων είναι κατά τους Γνωστικούς γέννημα της διασπάσεως, και επομένως ούτοι δεν νοούνται άνευ διακρίσεως φύλου. Ενίοτε μάλιστα η αρρενοθηλία φέρεται εις αυτούς υπό την κακοήθη μορφήν της, ως καρπός αμαρτίας. Ούτως εις τον μύθον τον περιεχόμενον εις την κοπτικήν Ύπόστασιν Αρχόντων, συσχετιζόμενον και με τον συγγενή μύθον των Βαρβηλαίων (24), η Σοφία, μη έχουσα σύζυγον, εις μάτην προσπαθεί να εύρη, δια να ομοιάση με τους άλλους συνεζευγμένους Αιώνας, εις το τέλος δε καταλήγει να παραγάγη μόνη τον Ιαλδαβαώθ. Ούτος, ως απάτωρ, δεν δύναται να είναι φυσιολογικόν ον, είναι λοιπόν αρρενόθηλυς (25). Κατά την ’τιτλον Αποκάλυψη του Ν ag Hammadi, ούτος παρίσταται δημιουργών τον θάνατον άρρενα και θήλυν, ενώ επίσης ο Έρως εμφανίζεται ως αρρενόθηλυς, έχων τον μεν ανδρισμόν από το πυρ του φωτός (ήλιον), την δε θηλυκότητα από το αίμα της Προνοίας.

Εάν εξ άλλου λέγεται ενίοτε άφυλος και ο επίγειος υλικός πρωτάνθρωπος, τούτο συμβαίνει μόνον δια την πρώτην ατελή φάσιν της κατασκευής του. Ούτω, κατά τηνΥ πόστασιν Αρχόντων (26) ο χοϊκός Αδάμ εις την αρχήν της κατασκευής του δεν είναι ούτε άρρην ούτε θήλυς, αλλά δεν έχει επίσης ζωήν, είναι εξηπλωμένος ως υπερμεγέθης σκώληξ επί της γης. Ζωήν λαμβάνει μόνον όταν έρχεται εις αυτόν το Πνεύμα και ακολούθους εξέρχεται απ' αυτού η Εύα, η οποία συμπαραλαμβάνει τήν πνοήν.

Αυτή όμως είναι μόνον η μία, και δη η επουσιώδης πλευρά του προβλήματος. Εις τα συστήματα τών Γνωστικών, τα κατ' εξοχήν ανθρωποκεντρικά, ο άνθρωπος κατέχει εξέχουσαν θέσιν, και εις μερικά εμφανίζεται ως η ρίζα του παντός, ως είδος όχι μόνον υπερανθρώπου, αλλά και υπερθέου. Δεν πρόκειται όμως βεβαίως εις την περίπτωσιν ταύτην περί του ταλαίπωρου όντος, το οποίον σύρει κατάκοπον τους πόδας του επί της γης, αλλά περί του ιδεώδους τελείου ανθρώπου, του Ανθρώπου, ο οποίος οντολογικώς τοποθετείται εις άλλην κατάστασιν υπάρξεως.

Ο ουαλεντινικός μύθος κατά την συνέχειάν του, προχωρών εις την ανθρωπογονίαν, παρουσιάζει την Σοφίαν, τελευταίον των Αιώνων του Πληρώματος, να ενεργή ανεπιτρέπτως, άνευ του συζύγου αυτής, η δε πράξις της αύτη έχει ως συνέπειαν την δημιουργίαν του κόσμου. Η ένοχος επιθυμία της απορρίπτεται εκτός του Πληρώματος ως έκτρωμα. Εν τω μεταξύ εις το πλήρωμα συμβαίνουν σοβαραί μεταβολαί, αποσκοπούσαι αφ' ενός μεν εις την σταθεροποίησιν της εν αυτώ αρμονίας, αφ' ετέρου δε εις την θεραπείαν της εκτός αυτού δημιουργηθείσης καταστάσεως. Χάριν του πρώτου σκοπού ο Βυθός παράγει αφ' εαυτού τον Όρον ή Σταυρόν ως όριον το οποίον διαφυλάσσει το πλήρωμα, χάριν δε του δευτέρου το ζεύγος Νου και Αληθείας παράγει νέον ζεύγος, το δέκατον έκτον εις την σειράν, τον Χριστόν και το Πνεύμα, το οποίον νοείται ως θήλεια προσωπικότης λόγω της θηλυκής μορφής της λέξεως εις τας σημιτικός γλώσσας (η Ρούχα). Τέλος όλοι οι Αιώνες, ερανίζοντες τα εν αυτοίς ευγενή στοιχεία, παράγουν τον Ιησούν Σωτήρα, άζυγον και άρα άφυλον.

Εάν επιστρέψωμεν εις το Πλήρωμα, συναντώμεν εκεί τον αιώνα ’νθρωπον αποτελούντα μετά της Εκκλησίας το τρίτον ή τέταρτον ζεύγος (27). Δεν είναι βεβαίως ύψιστος θεός ο ’νθρωπος, αλλ' είναι εις των υψηλότερων, και αποτελεί το πρώτον αρχέτυπον του επιγείου ανθρώπου. Προχωρούντες έπειτα ευρίσκομεν ως δεύτερον αρχέτυπον τον Χριστόν, ένα των τελευταίων Αιώνων, και τέλος τον Ιησούν Σωτήρα, το τελευταίον και το άζυγον ον του πληρώματος. Όταν το έκτρωμα μορφώνεται εις την Κάτω Σοφίαν από τα πάθη της τα προμητορικά, τα κληρονομηθέντα από την μητέρα της ’νω Σοφίαν-τον φόβον, την λύπην την απορίαν την ανάγκην (28),-δημιουργείται ο υλικός κόσμος. Η Κάτω Σοφία, θήλεια και άζυγος, ζητεί εναγωνίως σύζυγον, ο δε Χριστός στέλλει εις αυτήν τον Ιησούν δια να της θεραπεύση τα πάθη. Αυτός δύναται να θεωρηθή ως το άμεσον αρχέτυπον του επιγείου ανθρώπου.

Ακόμη υψηλότερον τοποθετείται ο άνθρωπος εις τα οφιτικά συστήματα. Υπό οποιοδήποτε όνομα και αν εμφανίζωνται ταύτα, ως ύ ψιστον θεόν παρουσιάζουν τον Πρώτον ’νθρωπον. Ο Schenke (29) κατόπιν εμπεριστατωμένης μελέτης του θέματος του Ανθρώπου θεού εύρεν εις τον Γνωστικισμόν δύο εν προκειμένω τύπους, τον ένα εις το Απόκρυφον Ιωάννου, οπού εμφανίζονται ο ύψιστος θεός Αρχάνθρωπος, ο κατ' εικόνα αυτού επίγειος Αρχάνθρωπος και ο κατ' εικόνα τούτου επίγειος άνθρωπος, τον άλλον εις την Υ πόστασιν Αρχόντων, τα κείμενα των Ναασσηνών και άλλα, οπού εμφανίζονται ο ύψιστος θεός Αρχάνθρωπος, ο Δεύτερος ’νθρωπος και ο κατ' εικόνα τούτου επίγειος άνθρωπος. Είναι όμως σαφές ότι οι δύο τύποι δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ των και μάλλον ταυτίζονται.

Κατά τους Ναασσηνούς εις την κορυφήν του παντός ίσταται ο Αρχάνθρωπος ή άνωθεν ’νθρωπος ή Αδάμας (30) . Επειδή είναι αρρενόθηλυς (31) θεωρείται ταυτοχρόνως ως πατήρ και μήτηρ και υπό τας δύο αυτάς ιδιότητας υμνείται εις ένα εκ των ολίγων διασωθέντων γνωστικών ύμνων (32).

«Ἀπό σοῦ πατήρ

καί διά σέ μήτηρ,

τά δύο ἀθάνατα ὀνόματα,

αἰώνων γονεῖς,

πολῖτα οὐρανοῦ,

μεγαλώνυμε Ἄνθρωπε».

Εντός αυτού φέρει τα δύο στοιχεία της πατρότητος και της μητρότητος, τα οποία έπειτα εξήλθον απ' αυτού ως ιδιαίτεραι οντότητες. Και πρώτος απέρρευσεν ο Δεύτερος ’νθρωπος ή Υιός Ανθρώπου (33), ο οποίος όμως δεν είναι κάτι το απολύτως αυτοτελές, αλλ' είναι περίπου αυτός ούτος ο Αρχάνθρωπος, διότι καλείται Αυτογενής. «Καί ἔστι τό μέν πρῶτον ἀγέννητον, τό δέ δεύτερον ἀγαθόν αὐτογενές, τό τρίτον γεννητόν». Τρίτον είναι το Πνεύμα, η μήτηρ (Ρούχα, ως είδομεν ανωτέρω) (34). Οι δύο ’νθρωποι ερώνται του Πνεύματος και εξ αυτού γεννούν τον Χριστόν. Καθίσταται και έκ τούτου σαφής ή ουσιώδης ταύτισις μεταξύ Αρχανθρώπου και Δευτέρου Ανθρώπου.

Η έκθεσις του Ειρηναίου περί της διδασκαλίας των Οφιτών (35) δεν παρουσιάζει διαφοράς, διατηρεί περίπου τα αυτά στοιχεία και τα αυτά ονόματα, του Πρώτου Ανθρώπου, του Δευτέρου Ανθρώπου, του Πνεύματος, του Χριστού, και δια τούτο δεν θα μας απασχόληση. Κατά την συνέχειάν της διηγήσεως, όταν το Πνεύμα μήτηρ και ο υιός Χριστός εισέρχονται ομού εις τον άφθαρτον Αιώνα, την Εκκλησίαν, το πρώτον ως θήλυ δεν δύναται να βαστάση το υπερβάλλον φως· τούτο υπερεκχειλίζει, και από την εκπεσούσαν ικμάδα αυτού γεννάται η Σοφία Προύνικος, αρσενοθήλεια. Εδώ ευρίσκομεν πάλιν την αρχήν της επιγείου ανθρωπότητος.

Εις τό Βαρβηλιωτικόν σύστημα παρατηρείται διαφορά εις την σειράν των προσώπων. Ο ανώλεθρος Αιών διάγει εν παρθενική πνεύματι, αλλ' απ' αυτού εξέρχεται έπειτα η Βαρβηλώ ως σύντροφός του κατ' αίτησίν της. Τα δύο αυτά πρόσωπα δεν καλούνται άνθρωποι εδώ. Τέλειος ’νθρωπος και Αδάμας καλείται ο εκ του Αυτογενούς, ενός των μετέπειτα αιώνων, προβληθείς (36) . Κατά την έκθεσιν όμως την περιεχομένην εις το Α πόκρυφον Ιωάννου ο ύψιστος θεός λέγεται Τέλειος ’νθρωπος, Τέλειος Φωτάνθρωπος (37), και είναι αρρενόθηλυς, ως εις άλλο βιβλίον διασαφηνίζεται (38). Επίσης και η εξ αυτού προελθούσα σύντροφός του Βαρβηλώ καλείται ’νθρωπος, ενώ το γέννημα αμφοτέρων λέγεται Υιός Ανθρώπου. Θα χρειασθή τέλος πάλιν εδώ να αναφερθή ότι και των Ερμητικών η αντίληψις είναι ομοία και εντονωτέρα. Ο θεός ’νθρωπος, αρρενόθηλυς, γεννά δεύτερον θεόν άνθρωπον (39).

Καθίσταται εκ των ανωτέρω σαφές πρώτον μεν ότι εις τον χώρον της θεότητος παρουσιάζονται αρχέτυπα του ανθρώπου, καλούμενα και αυτά ’νθρωποι και κατέχοντα την θέσιν είτε της υψίστης θεότητος είτε ενός εκ των μετ' αυτήν αιώνων, δεύτερον δε ότι τα αρχέτυπα αυτά φέρονται βασικώς ως αρρενοθήλεα όντα, έχοντα αρχικώς εντός εαυτών ανεκδηλώτους αμφοτέρας τας δυνάμεις, αρρενικήν και θηλυκήν, έπειτα δε επιτρέποντα εις αυτάς να εξέλθουν και αποτελέσουν δύο διακεκριμένα πρόσωπα.

Ως ελέχθη ανωτέρω, εις τον επίγειον άνθρωπον οι Γνωστικοί δεν αποδίδουν σαφή αρρενοθηλίαν, όπου δε παρουσιάζεται αύτη, πρέπει να διίδωμεν αρχέτυπον άνθρωπον και όχι επίγειον άνθρωπον. Πράγματι εις τα αποσπάσματα του Θεοδότου λέγεται: «οὕτω καί ἐπί Ἀδάμ τό μέν ἀρσενικόν ἔμεινεν ἐν αὐτῷ, πᾶν δέ τό θηλυκόν σπέρμα ἀρθέν ἀπ' αὐτοῦ Εὔα γέγονεν, ἀφ' ἧς αἱ θήλειαι, ὡς ἀπ' ἐκείνου οἱ ἄρρενες» (40) . Ο μοίως εις το Ευαγγέλιον Φιλίππου α παντά η δήλωσις ότι δεν υπήρχε θάνατος εφ' όσον χρόνον η Εύα ήτο εντός του Αδάμ, εγεννήθη δε ο θάνατος, όταν αύτη απεχωρίσθη αυτού, και πάλιν θα καταργηθή ούτος, εάν αύτη εισέλθη εις αυτόν και αυτός την προσλάβη (41). Εκ του τελευταίου ιδίως χωρίου συνάγεται ότι ο Αδάμ και η Εύα είναι πρόσωπα εν ζωή ακόμη και κατέχουν δεσπόζουσαν θέσιν εις την πορείαν της ανθρωπότητος· μία ενέργεια της Εύας τώρα, η είσοδός της εις τον Αδάμ, δύναται να αλλάξη ριζικώς την πορείαν αυτήν. Επομένως τα δύο αυτά πρόσωπα δεν είναι ιστορικοί άνθρωποι της γης, αλλ' αιώνια αρχέτυπα.

Τον ιστορικόν άνθρωπον, τον γεννώμενον και αποθνήσκοντα, παρακολουθεί η διάσπασις, η οποία τον καθίστα ή άρρενα ή θήλυν. Τούτο όμως συμβαίνει μόνον ως προς το κατώτερον στοιχείον αυτού· διότι καθ' όλα τα γνωστικά συστήματα ο επίγειος άνθρωπος, ως προς το ουσιώδες στοιχείον αυτού, το πνευματικόν ή ψυχικόν, είναι εικών του ουρανίου ανθρώπου. Δυνατόν να προήλθεν από τας χείρας του κακοήθους Δημιουργού, αλλά διασώζει εντός εαυτού σπέρματα του θείου. Χωρίς νά τό άντιληφθή, ο Δημιουργός έπλασεν ομοίωμα του Θεού· διότι κατά την ώραν της δημιουργίας εν αγνοία αυτού εισήγετο πνευματικόν σπέρμα εις τον πλασσόμενον. Ούτως ο άνθρωπος επλάσθη εν ονόματι του Ανθρώπου (42). Ουράνιος ’νθρωπος και επίγειος άνθρωπος είναι δύο αντίστοιχα προς αλλήλα όντα, ως παρατηρεί ο Ποιμάνδρης «τολμητέον εἰπεῖν τόν μέν ἄνθρωπον ἐπίγειον εἶναι θεόν θνητόν, τόν δέ θεόν ἀθάνατον ἄνθρωπον» (43). Ο Θεός είναι αθάνατος άνθρακος, ο άνθρωπος είναι θνητός θεός, διότι ο δεύτερος είναι εικών του πρώτου και ο πρώτος είναι άρχέτυπον του δευτέρου. Από μιας απόψεως ο άνθρωπος έρχεται άνωθεν, προϋπήρχεν εκεί και κατέρχεται. Εις το Ευαγγέλιον Θωμά ο Ιησούς απευθύνει το χαρακτηριστικόν τούτο λόγιον «μακάριος ὁ ὤν προτοῦ ἐλθεῖν εἰς τόν κόσμον» (44) .

Τούτο όμως, χωρίς να ανατρέπη την ανωτέρω δήλωσιν ημών περί απουσίας της αρρενοθηλίας από τον επίγειον ιστορικόν άνθρωπον, επιβάλλει την τροποποίησιν αυτής. Δεν δύναται να είναι εμφανής και εξωτερική η αρρενοθηλία εις αυτόν, διότι είναι γέννημα διασπάσεως, αλλ' εσωτερικώς υφίσταται, διότι ούτος ως εικών του αρχετύπου Ανθρώπου έχει και τα βασικά γνωρίσματα αυτού, μεταξύ των οποίων είναι και η αρρενοθηλία. Κατά τους Ναασσηνούς πράγματι ο κοσμικός άνθρωπος κλείει εις την ψυχήν αυτού τόσον την άρρενα όσον και την θήλειαν δύναμιν, η δε άρρην ως ευγενεστέρας υφής ανακαλείται εις την μακαρίαν φύσιν των υπερκοσμίων (45).

Ούτω η διάπλωσις του άνευ φύλου μοναδικού υψίστου Θεού προεκάλεσε την παραγωγήν θεοτήτων διακρινομένων εις άρρενας και θηλείας, η δε πτώσις ή αστοχία μιας τών θεοτήτων τούτων προεκάλεσε την δημιουργίαν του εις δύο φύλα διεσπασμένου ανθρώπου. Η εκ νέου άνοδος τούτου θα συνοδευθή από υπέρβασιν της διασπάσεως και επίτευξιν της ενοφυλίας ή αφυλίας.

Είδομεν ότι κατά τους Γνωστικούς το θήλυ ήτο εντός του άρρενος, ως η Αθηνά εντός του Διός. Η Επίνοια ήτο εντός της Δυνάμεως Σιγής, η Έννοια εντός του Βυθού και η Εύα ήτο εντός του Αδάμ. Η τελευταία αυτή παρατήρησις μας οδηγεί εις την εξέτασιν του θέματος της επιδράσεως του βιβλίου της Γενέσεως εις την ανάπτυξιν της θεωρίας της ενοφυλίας. Δεν ήτο δύσκολον να ευρεθούν περί αυτής στηρίγματα εις την περί δημιουργίας του ανθρώπου διήγησιν, καταλλήλως ερμηνευομένην. Η εκκίνησις ήτο η αδυναμία ταυτίσεως του κατ' εικόνα πλασθέντος ανθρώπου με τον σημερινόν άνθρωπον (46), περί της οποίας εγινεν ήδη λόγος, η δε διάκρισις της Γενέσεως μεταξύ ανθρώπου αφ' ενός, άρρενος και θήλεος αφ' ετέρου, έδιδε την κλείδα νέας ερμηνείας. Εις την Γένεσιν πράγματι λέγεται «Καί εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καί ὁμοίωσιν (1,26)... Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον. Ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (1,27). Τον άνθρωπον ως ιδέαν εποίησεν ο Θεός κατ' εικόνα και ομοίωσιν αυτού, ενώ ο διαχωρισμός εις άρρεν και θήλυ ήλθε μετά ταύτα, ως περιγράφεται κυρίως εν 2,21. Την ερμηνείαν ταύτην δίδει, καθ' όσον είναι γνωστόν, ο Φίλων. «Διαφορά παμμεγέθης ἐστί τοῦ τε νῦν πλασθέντος ἀνθρώπου καί τοῦ κατά τήν εἰκόνα Θεοῦ γεγονότος πρότερον. Ὁ μέν γάρ διαπλασθείς αἰσθητός ἤδη μετέχων ποιότητος, ἐκ σώματος καί ψυχῆς συνεστώς, ἀνήρ ἤ γυνή, φύσει θνητός ὁ δέκατα τήν εἰκόνα ἰδέα τις ἤ γένος ἤ σφραγίς, νοητός, ἀσώματος, οὔτ' ἄρρην οὔτε θῆλυ, ἄφθαρτος φύσει» (47). Ο Γρηγόριος Νύσσης, αν και εκκινεί από τας αυτάς προϋποθέσεις, προωθεί προς άλλο σημεϊον την ιδέαν του αρχεγόνου ανθρώπου. Ο αρχέγονος άνθρωπος, κατ' εικόνα και ομοίωσιν και άνευ γένους, ήτο «πλήρωμα» άνθρωπος, ωλοκληρωμένη ανθρωπότης, διότι περιείχεν εντός εαυτού εν σπέρματι όλους τους δυνατούς συγκεκριμένους ανθρώπους. Ούτοι επρόκειτο να προέλθουν εξ αυτού κατά τρόπον απερινόητον, ως πολλαπλασιάζονται οι άγγελοι, αλλ' ο Θεός προϊδών την πτώσίν των και την δι' αυτής ματαίωσιν της αυξήσεως των ανθρώπων εις τον καθορισθέντα αριθμόν, εχώρισεν αυτούς εις άρρεν και θήλυ, έκτοτε δε η αύξησις του γένους πραγματοποιείται δια γεννήσεως (48).

Τοιαύτη επιχειρηματολογία δεν απαντά εις τους Γνωστικούς, αν και θα έπρεπε να αναμένεται από απόψεως τακτικής. Οι Γνωστικοί έχουν υπ' όψιν την εν τη Γενέσει διάκρισιν, εκθέτουν τας απόψεις των ενίοτε εν όψει αυτής, χρησιμοποιούν συχνάκις τα ονόματα Αδάμ και Αδάμας και Ζωή (Εύα), αλλά δεν επικαλούνται επιμόνως την μαρτυρίαν αυτής, κυρίως διότι τούτο θα ήτο αντιφατικόν προς τας αντιιουδαϊκάς τάσεις των. Η γνώμη του Schenke ότι η ιδέα των Γνωστικών περί του Ανθρωποθεού προήλθεν εκ της εξηγήσεως του Α' κεφαλαίου της Γενέσεως και ότι αύτη είναι παράγωγον ιουδαϊκόν ή σαμαρειτικόν, δεν ανταποκρίνεται εις τα πράγματα (49).

Η όλη διαπραγμάτευσις αποδεικνύει ότι η νοοτροπία των Γνωστικών είναι ξένη, όχι μόνον προς το χριστιανικόν πνεϋμα, αλλά και προς την Π. Διαθήκην, είναι νοοτροπία παγανική. Θα ήτο δε ακατανόητον να προέλθη φυσικώς εκ μιας διηγήσεως περί δημιουργίας του ανθρώπου ή αντίληψις ότι ο άνθρωπος ήτο εν αρχή Θεός. Οι Γνωστικοί βασικώς θέλουν νά παραστήσουν τους φιλοσόφους, εξ ου και χρησιμοποιούν αφθόνως κοινάς φιλοσοφικάς αντιλήψεις, εκλαϊκευομένας όμως δι' αναμίξεως με λαϊκάς θρησκευτικάς και μαγικάς δοξασίας, τας οποίας λαμβάνουν από οπουδήποτε τας εύρουν. Τα συστήματα, τα οποία σαφώς έχουν περισσότερον όλων των άλλων επηρεάσει τους Γνωστικούς είναι το πυθαγορικόν, το ορφικόν και το πλατωνικόν, εκείνα ακριβώς εις τα οποία απαντά η ιδέα της αρρενοθηλίας. Είδομεν ήδη πόσον ευρύτατα εκπροσωπούνται αι πυθαγορικαί αντιλήψεις εις τον Ουαλεντινισμόν και είναι περιττόν να επιμείνωμεν επί του σημείου τούτου ή νά δείξωμεν ότι αύται είναι παρούσαι και εις άλλους Γνωστικούς, όπως συμβαίνει πράγματι.

Εις την ραψωδιακήν θεογονίαν των Ορφικών (50) εμφανίζεται ωόν, εκ του οποίου γεννάται η αρχέγονος αρρενοθήλεια θεότης, ο Φάνης ο περιέχων εν εαυτώ τα σπέρματα παντός υπάρχοντος, ως είδομεν ήδη ανωτέρω. Ο Φάνης, θεότης δευτερεύουσα, παρουσιάζεται ως κυρίαρχος του κόσμου τούτου κατά την χρυσήν έποχήν. Οι ορφικοί ύμνοι τον καλούν πατέρα, μητέρα «πάντων μέν σύ πατήρ, μήτηρ» (51).

Αν και οι ορφικοί ύμνοι είναι της ελληνιστικής εποχής, είναι βέβαιον ότι οι Γνωστικοί ήντλησαν από τους Ορφικούς και δεν συνέβη το αντίστροφον. Φαίνεται ότι ο Εμπεδοκλής (52) όταν αναφέρεται εις τον περί αρχεγόνων αρρενοθηλέων ανθρώπων και περί Θεού αρρενοθήλεος μύθον, έχει υπ' όψιν ακριβώς τους παλαιούς Ορφικούς (53), όπως προφανώς και ο Πλάτων.

Ο Πλάτων εκθέτει την αντίληψιν της αρρενοθηλίας εις το Συμπόσιον (54), όπου παρουσιάζει τα αρχέγονα ανθρώπινα όντα ως έχοντα σώμα σφαιροειδές και μέλη γενικώς διπλάσια των του σημερινού, πλην της κεφαλής η οποία παραμένει μία. Ο πολλαπλασιασμός εγίνετο κατ' εσωτερικήν παραγωγήν χωρίς ερωτικήν κοινωνίαν, αδύνατον ως εκ του σχήματος αυτών, και γέννησιν. Χωρισμένα ανέκαθεν εις τρία γένη, το άρρεν παράγωγον της αρχής του ηλίου, το θήλυ παράγωγον της αρχής της γής, το αμφοτερόφυλον ή αρρενόθηλυ παράγωγον της αρχής της σελήνης, ηθέλησαν αναβαίνοντα εις τους ουρανούς να προσβάλουν τους θεούς, ως θα έπραττεν έπειτα η Σοφία των Ουαλεντινιανών, οπότε ο Ζευς δια την «ύβριν» ταύτην διέταξε τον χωρισμόν εκάστου εξ αυτών εις δύο ήμιση. Ούτω, εκ μεν του άρρενος προήλθον δύο άρρενα ήμιση, ως εκ του θήλεος δύο θήλεα, ενώ εκ του αρρενοθήλεος προήλθον εν άρρεν και εν θήλυ όθεν το εν επιθυμεί την ένωσιν με το έτερον ήμισυ. Δια το παράδοξον του πράγματος ο Πλάτων θέτει τον μύθον εις το στόμα του Αριστοφάνους, αλλ' εκείνο το οποίον θέλει να δήλωση ο μϋθος είναι ιδική του πεποίθησις· τούτο δε είναι η ολοκληρωμένη κατά τίνα τρόπον κατάστασις του πρώτου ανθρώπου και η λόγω της ύβρεως διάσπασις αυτού.

Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθή πόσον ευρέως ήτο διαδεδομένη η δοξασία περί αρρενοθηλίας κατά τους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους, αν και η παρουσία αυτής εις τον Ορφισμόν και τον Ερμητισμόν δίδει εν στοιχείον υπολογισμού. Εις την επιγραφήν της εν Ρώμη ευρεθείσης σαρκοφάγου της Ουρβανίλλης χρησιμοποιούνται μετοχαί αρσενικού γένους εν αναφορά προς την γυναίκα ταύτην.

Κορνηλία Οὐρβανίλλα

ὧδε κεῖμαι, σωθείς ἐκ μεγάλου κινδύνου

ἔτη ζήσας κη' μῆνας ι΄ ἡμ(έρας) ιβ' ὥρ(ας)θ'

Τιβ(έριος) Κλ(αύδιος) Οὐειτάλης συνβίω.

Ο J. Carporino (55) φρονεί ότι αι μετοχαί ετέθησαν ούτω ενσυνειδήτως εξ επιδράσεως της περί αρρενοθηλίας διδασκαλίας του ερμητισμού - θα έπρεπε να προσθέσωμεν ημείς, διατί όχι και του Ορφισμού και άλλων κινήσεων; - και ο γραμματικός των τύπος δεν προέρχεται εκ λάθους. Η υπόθεσις αύτη πιθανόν να ανταποκρίνεται εις τα πράγματα, αν και είναι δυνατόν ο αρσενικός τύπος των μετοχών να οφείλεται εις πιθανήν εκ των προτέρων κατασκευήν της σαρκοφάγου μετά της επιγραφής, οπότε εκ των υστέρων ετέθησαν μόνον τα ονόματα και οι αριθμοί.

Αν πράγματι η επιγραφή ήθελε νά τονίση την μετάστασιν εις την ενοφυλίαν, τότε θα είχομεν μίαν αρχαιολογικήν μαρτυρίαν μεγάλης αξίας περί του ότι η δοξασία αύτη δεν ανεφέρετο υπό των παγανικών τούτων συστημάτων εις την θεογονίαν μόνον, αλλ' είχε και εσχατολογικόν περιεχόμενον. Τούτο όμως βεβαίως συνάγομεν και εκ της σημασίας της θεογονίας εις την ζωήν των οπαδών των συστήματος τούτων όταν εις τον Ορφισμόν και τον Ερμητισμόν λέγεται ότι ο αρχέγονος θεός είναι αρρενόθηλυς, τούτο σημαίνει ότι και ο κατ' εικόνα αυτού υπάρχων άνθρωπος πρέπει να φθάση εις την αρρενοθηλίαν του αρχετύπου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μαρτύριον Περπετούας 10.

2. Β' Κλήμεντος 12, 26.

3. «Τήν μονάδα καί δυάδα θεούς, τήν μέν ὡς ἄρρενα..., τήν δέ ὡς θήλειαν, μητρός θεῶν δίκην, τῆς ὑπό τόν οὐρανόν λήξεως ἡγουμένην, ἥτις ἐστίν αὐτῇ ψυχή τοῦ παντός», Ξενοκράτους, αποσπ. 15.

4. Μεταφυσικά 1091α.

5. Ιπολλύτου, Κατά Αιρέσεων 4,51

6. Πορφυρίου, Εις τον Βίον Πυθαγόρου 48έ.

7. Αριστοτέλους, Μεταφυσικά 986α.

8. Κατά Αιρέσεων 4,43.

9. Λακταντίου, Institutiones Divinae 4,8,4.

10. Ειρηναίου, Έ λεγχος 1 , 23,4. Ο Σίμων ελατρεύετο ως Ζευς, η Ελένη ως Αθηνά.

11. Ιππ o λύτου, Κατά Αιρέσεων 6,18,26. «Δύο εἰσί παραφυάδες τῶν ὅλων αἰώνων· μήτε αρχήν μήτε τέλος ἔχουσαι, ἀπό μιᾶς ρίζης, ἥτις ἐστί Δύναμις Σιγή ἀόρατος, ὧν ἡ μία φαίνεται ἄνωθεν, ἥτις ἐστί Μεγάλη Δύναμις, νοῦς τῶν ὅλων, διέπων τά πάντα, ἄρσην, ἡ δέ ἑτέρα κάτωθεν, Ἐπίνοια Μεγάλη, θήλεια, γεννῶσα τά πάντα... Ἐν δέ τούτῳ Πατήρ ὁ βαστάζων πάντα καί τρέφων τά ἀρχήν καί πέρας ἔχοντα. Οὖτος ἐστιν ὁ ἐστώς στάς στησόμενος, ὤν ἀρσενόθηλυς δύναμις κατά τήν προϋπάρχουσαν δύναμιν ἀπέραντον, ἥτις οὔτε ἀρχήν οὔτε πέρας έχει, ἐν μονότητι οὖσα· ἀπό γάρ ταύτης προελθοῦσα ἡ ἐν μονότητι Ἐπίνοιᾳ ἐγένετο δύο κἀκεῖνος ἦν εἷς... ὡς οὖν αὐτός ἑαυτόν ἀπό ἑαυτοῦ προαγαγών ἐφανέρωσεν ἑαυτῷ τήν ἰδίαν Ἐπίνοιαν, οὕτω καί ἡ φανεῖσα Ἐπίνοια οὐκ ἐποίησεν, ἀλλ' ἰδοῦσα αὐτήν ἐνέκρυψε τόν Πατέρα ἐν ἑαυτῇ, τουτέστι τήν Δύναμιν, καί ἐστιν ἀρρενόθηλυς Δύναμις καί Ἐπίνοια. Ὅθεν ἀλλήλους ἀντιστοιχοῦσιν - οὐδέν γάρ διαφέρει δύναμις ἐπινοίας -ἐν ὄντες».

12. Κατά Αιρέσεων 6, 29, 4.

13. Έ λεγχος 1,2,4.

14. Πανάριον 31,5,3. «Ὅτε γάρ ἀπ' ἀρχῆς Αὐτοπάτωρ αὐτός ἐν ἑαυτῷ περιεῖχε τά πάντα, ὄντα ἐν ἑαυτῷ ἐν ἀγνωσίᾳ, ὅν καλοῦσί τίνες Αἰῶνα ἀγήρατον, ἁεί νεάζοντα, ἀρρενόθηλυν, ὅς πάντοτε περιέχει τά πάντα καί οὔκ ἐμπεριέχεται, τότε ἡ ἐν αὐτῷ Ἔννοια ἠθέλησεν...».

15. G. Quispel, «Τ he original Doctrine of Valentine», Vigiliae Christianae I (1947) 43- 73.O G. C. Stead, «Τ he Valentinian Myth of Sophia», Journ. Theol . Studies Ν S 20 (1969) 103, φρονεί ότι η Σοφία συνελήφθη ως σύζυγος του Βυθού.

16. De carne Christi 20, De praescriptione 30.

17. Έλεγχος 1,1,1.

18. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 29, Ιέ., ἐκ τοῦ ἀνωλέθρου Αἰῶνος, διάγοντος ἐν παρθενικῷ πνεύματι, ἐξέρχεται ἡ Βαρβηλώ κατ' ἀξίωσίν της, ἔπειτα ἄλλαι θεότητες, ὡς ὁ Αὐτογενής, ὁ ὁποῖος προβάλλει τόν τέλειον Ἄνθρωπον.

19. Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων 6,29.

20. Έργ. μν. 8,9,2.

21. Έργ. μν. 7,21,1.

22. Εν Ο. Kern, Orphicorum Fragmenta, Β erlin 1932, αρ. 60-235.

23. Ποιμάνδρης 9. «Ὁ δέ Νοῦς ὁ πρῶτος, ὁ ζωή καί φῶς ὑπάρχων, ἀ ρρενόθηλυς ὤ ν, ἀπεκύησε λόγῳ ἕτερον καί δημιουργόν».

24. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 29, 4..

25. Κ. Α. Β ullard, Τ he Hypostasis of the Archons , Berlin 1970, σ. 142, 18,

26. Εργ. μν. τ. 21, 28εε.

27. Ειρηναίου, Έλεγχος 1, 12, 3.

28. Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων 6, 32, 5.

29. Η. Μ. Schenke, Der Gott Mensch in der Gnosis , G ö ttingen , 1962.

30. Ιππολύτου, Έ λεγχος 5,7,30.

31. Έργ. μν. 5,6,5.

32. Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων 5,6,5.

33. Εργ. μν. 5,6,4.

34. Εργ. μν. 5,10,3, Κατά το συγγενές σύστημα των Περατών.

35. Ειρηναίου, Έλεγχος 1,30,

36. Ειρηναίου, Έλεγχος 1,29.

37. Die Gnostische Schriften des koptischen papyrus Berolinensis 8502 , hrsg v. W. Till, TU 60, Berlin 1955, s. 22, 9· σ. 22,9 15ε. 49,5ε. (τέλειος άνθρωπος), 1, 1212 (τέλειος αἰών φωτάνθρωπος).

38. Βιβλίον Εὐγνώστου, Copt. Gnost Ι. Ι, σ. 76, 23ε.

39. Ποιμάνδρης 12, «Ὁ δέ πάντων πατήρ Νοῦς, ὤν ζωή καί φῶς, ἀπεκύησεν ἄνθρωπον αὐτῷ ὅμοιον οὗ ἠγάσθη ὡς ἰδίου τόκου· περικαλλής γάρ ἦν τήν τοῦ πατρός εἰκόνα ἔχων». 15 «Ἀρρενόθηλυς δέ ὤν ἐξ ἀρρενοθήλεος τοῦ πατρός».

40. Κλημεντος Αλεξανδρέως, Θεοδότου επιτομαί 21,3. ' :

41. Ευαγγέλιον Φιλίππου 1.

42. Απόσπασμα κειμένου του Ουαλεντίνου εις Κλήμεντος, Στρωματείς 2,36,24. «Καί ὡσπερεί φόβος ἐπ' ἐκείνου τοῦ πλάσματος ὑπῆρξε τοῖς ἀγγέλοις, ὅτε μείζονα ἐφθέγξατο τῆς πλάσεως διά τόν ἀοράτως ἐν αὐτῷ σπέρμα δεδωκότα τῆς ἄνωθεν οὐσίας καί παρρησιαζόμενον οὕτω καί ἐν ταῖς γενεαῖς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων φόβοι τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῖς ποιοῦσιν ἐγένετο, οἶον ἀνδριάντες καί εἰκόνες καί πάνθ' ἅ χεῖρες ἀνύουσιν εἰς ὄνομα Θεοῦ· εἰς γάρ ὄνομα Ἀνθρωπου πλασθείς Ἀδάμ φόβον παρέσχε προόντος Ἀνθρώπου, ὡς δή αὐτοῦ ἐν αὐτῷ καθεστώτος». Βλ. και Ειρηναίου, Έλεγχος 1,4,6.

43. Ποιμάνδρης 25.

44. Ευαγγέλιον Θωμά 71. Βλ. επίσης και 50. «Εἶπεν Ἰησοῦς· πόθεν ἔρχεσθε; εἴπατε αὐτοῖς ἐκ τοῦ φωτός ἤλθομεν».

45. Ιππολύτου, Κατά Αιρέσεων 5,7,13έ.

46. Βλ. Γρηγοριου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου 16, Ρ G 44, 181,

47. Περί της κατά Μωυσέα κοσμοποιίας 134.

48. Περί κατασκευής του ανθρώπου 16έ., Ρ G 44, 185-189.

49. Η. Μ. Schenke, Der Gott Mesch in der Gnosis, 69-71 κα.

50. Εν Ο. Κ ern, Orphicorum Fragmenta , Β erlin 1932, αρ. 60 κέ.

51. Ύμνος 10, 18, εκδ. Α bel, Ο rphica . Βλ. περί τούτων εν Ε. L. D ιετ rich, «Der Urmensch als Androgyn», Ζ eit f ü r Kirchengeschichte 58 (1939) 297-303. Την γραμμήν αυτήν παρατηρούμεν και μεταγενεστέρως εις τον Πορφύριον, εις τον οποίον απαντά η φράσις «γυνή δ'ἐσσί πατήρ και μητέρος ἀγλαόν εἶδος»( G. Wolf, Porphyrii reliquiae , 1856, σ. 144ε.) και εις τον 2ον ύμνον του Συνεσίου Πτολεμαΐδος,

«σύ πατήρ, σύ δ' ἐσσί μήτηρ,

σύ δ' ἄρρην, σύ δέ θήλυς».

52. Απόσπ. 61 και 62, Diels- Kronz, Fragmente der Vorsokratiker , Berlin, 9 1960, Ι, σ. 334 ε.

53. Ό Κ. Ζ iegler, «Menschen und Weltenwenden», Neue Jahrbücher für das klassische Altertum und deutsche Literatur 31 (1913) 529-573, προχωρεί περαιτέρω, δια να αποδώση την ορφικήν ταύτην δοξασίαν εις βαβυλωνιακήν επίδρασιν κατά τον επικρατούντα εις την εποχήν του συρμόν.

54. 189a- 191b.

55. Α spects mystiques de la Rome paienne, Ρ aris1942, σ. 211 εε. και 284 εε.

http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_ma ... ile=23.htm
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το πρόβλημα του Γνωστικισμού

5
dominique έγραψε: 19 Δεκ 2012, 20:25
10. Ειρηναίου, Έ λεγχος 1 , 23,4. Ο Σίμων ελατρεύετο ως Ζευς, η Ελένη ως Αθηνά.
 
Γράφει ο Άγιος Ιουστίνος στην απολογία του προς τον Αυτοκράτωρα :
[26] Τρίτον δ' ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἀνέλευσιν τοῦ Χριστοῦ εἰς οὐρανὸν προεβάλλοντο οἱ δαίμονες ἀνθρώπους τινὰς λέγοντας ἑαυτοὺς εἶναι θεούς, οἳ οὐ μόνον οὐκ ἐδιώχθησαν ὑφ' ὑμῶν, ἀλλὰ καὶ τιμῶν κατηξιώθησαν Σίμωνα μέν τινα Σαμαρέα, τὸν ἀπὸ κώμης λεγομένης Γίτθων, ὃς ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος διὰ τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικὰς ἐν τῇ πόλει ὑμῶν βασιλίδι Ῥώμῃ θεὸς ἐνομίσθη καὶ ἀνδριάντι παρ' ὑμῶν ὡς θεὸς τετίμηται, ὃς ἀνδριὰς ἀνεγήγερται ἐν τῷ Τίβερι ποταμῷ μεταξὺ τῶν δύο γεφυρῶν, ἔχων ἐπιγραφὴν Ῥωμαϊκὴν ταύτην: Σίμωνι δεωσάγκτῳ. καὶ σχεδὸν πάντες μὲν Σαμαρεῖς, ὀλίγοι δὲ καὶ ἐν ἄλλοις ἔθνεσιν, ὡς τὸν πρῶτον θεὸν ἐκεῖνον ὁμολογοῦντες ἐκεῖνον καὶ προσκυνοῦσι: καὶ Ἑλένην τινά, τὴν περινοστήσασαν αὐτῷ κατ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ, πρότερον ἐπὶ τέγους σταθεῖσαν, τὴν ὑπ' αὐτοῦ ἔννοιαν πρώτην γενομένην λέγουσι. Μένανδρον δέ τινα, καὶ αὐτὸν Σαμαρέα, τὸν ἀπὸ κώμης Καππαρεταίας, γενόμενον μαθητὴν τοῦ Σίμωνος, ἐνεργηθέντα καὶ ὑπὸ τῶν δαιμονίων καὶ ἐν Ἀντιοχείᾳ γενόμενον πολλοὺς ἐξαπατῆσαι διὰ μαγικῆς τέχνης οἴδαμεν, ὃς καὶ τοὺς αὐτῷ ἑπομένους ὡς μηδὲ ἀποθνήσκοιεν ἔπεισε: καὶ νῦν εἰσί τινες ἀπ' ἐκείνου τοῦτο ὁμολογοῦντες.
 
 
 
Και, τρίτον, γιατί μετά την ανάληψη του Χριστού στους ουρανούς οι διάβολοι έβαλαν ορισμένους ανθρώπους που είπαν ότι οι ίδιοι ήταν θεοί. και όχι μόνο δεν διώχτηκαν από εσάς, αλλά κρίθηκαν ακόμη και άξιοι τιμής. Υπήρχε ένας Σαμαρείτης, ο Σίμων, γέννημα θρέμμα του χωριού που λεγόταν Γκίτο, ο οποίος κατά τη βασιλεία του Κλαύδιου Καίσαρα και στη βασιλική σας πόλη της Ρώμης έκανε θαυμάσιες πράξεις μαγείας, χάρη στην τέχνη των διαβόλων που δρούσαν μέσα του. Θεωρήθηκε θεός και ως θεός τιμήθηκε από εσάς με ένα άγαλμα, το οποίο άγαλμα είχε στηθεί στον ποταμό Τίβερη, ανάμεσα στις δύο γέφυρες, και έφερε αυτή την επιγραφή, στη γλώσσα της Ρώμης: — «Simoni Deo Sancto», 51 «Στον Σίμωνα τον άγιο Θεό». Και σχεδόν όλοι οι Σαμαρείτες, και λίγοι ακόμη και από άλλα έθνη, τον λατρεύουν και τον αναγνωρίζουν ως τον πρώτο θεό. και μια γυναίκα, η Έλενα, που πήγαινε μαζί του εκείνη την εποχή, και στο παρελθόν ήταν πόρνη, λένε ότι είναι η πρώτη ιδέα που γεννήθηκε από αυτόν. Και ένας άνθρωπος, ο Μένανδρος, επίσης Σαμαρείτης, από την πόλη Καπαρέτα, μαθητής του Σίμωνα, και εμπνευσμένος από διαβόλους, ξέρουμε ότι εξαπάτησε πολλούς όσο ήταν στην Αντιόχεια με τη μαγική του τέχνη. Έπεισε αυτούς που τον προσκόμισαν ότι δεν έπρεπε να πεθάνουν ποτέ, και ακόμη και τώρα υπάρχουν κάποιοι ζωντανοί που έχουν αυτή τη γνώμη.

https://catholiclibrary.org/library/vie ... d=00000055
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ο Γνωστικισμός ως αίρεση

6
και σε άλλο σημείο λέει στον Αυτοκράτορα :
[56] Οὐκ ἠρκέσθησαν δὲ οἱ φαῦλοι δαίμονες πρὸ τῆς φανερώσεως τοῦ Χριστοῦ εἰπεῖν τοὺς λεχθέντας υἱοὺς τῷ Διῒ γεγονέναι, ἀλλ' ἐπειδή, φανερωθέντος αὐτοῦ καὶ γενομένου ἐν ἀνθρώποις, καὶ ὅπως διὰ τῶν προφητῶν προεκεκήρυκτο ἔμαθον καὶ ἐν παντὶ γένει πιστευόμενον καὶ προσδοκώμενον ἔγνωσαν, πάλιν, ὡς προεδηλώσαμεν, προεβάλλοντο ἄλλους, Σίμωνα μὲν καὶ Μένανδρον ἀπὸ Σαμαρείας, οἳ καὶ μαγικὰς δυνάμεις ποιήσαντες πολλοὺς ἐξηπάτησαν καὶ ἔτι ἀπατωμένους ἔχουσι. καὶ γὰρ παρ' ὑμῖν, ὡς προέφημεν, ἐν τῇ βασιλίδι Ῥώμῃ ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος γενόμενος ὁ Σίμων καὶ τὴν ἱερὰν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον Ῥωμαίων εἰς τοσοῦτο κατεπλήξατο, ὡς θεὸς νομισθῆναι καὶ ἀνδριάντι, ὡς τοὺς ἄλλους παρ' ὑμῖν τιμωμένους θεούς, τιμηθῆναι. ὅθεν τήν τε ἱερὰν σύγκλητον καὶ τὸν δῆμον τὸν ὑμέτερον συνεπιγνώμονας ταύτης ἡμῶν τῆς ἀξιώσεως παραλαβεῖν αἰτοῦμεν, ἵν', εἴ τις εἴη τοῖς ἀπ' ἐκείνου διδάγμασι κατεχόμενος, τἀληθὲς μαθὼν τὴν πλάνην φυγεῖν δυνηθῇ. καὶ τὸν ἀνδριάντα, εἰ βούλεσθε, καθαιρήσατε.
 
Αλλά τα πονηρά πνεύματα δεν αρκέστηκαν στο να λένε, πριν από την εμφάνιση του Χριστού, ότι αυτοί που λέγονταν ότι ήταν γιοι του Δία γεννήθηκαν από αυτόν. αλλά αφού εμφανίστηκε, και γεννήθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους, και όταν έμαθαν πώς Τον είχαν προειπεί οι προφήτες, και έμαθαν ότι θα έπρεπε να τον πιστεύουν και να τον αναζητούν κάθε έθνος, αυτοί πάλι, όπως ειπώθηκε παραπάνω, πρότειναν άλλους ανθρώπους, τους Σαμαρείτες Σίμωνα και Μένανδρο, που έκαναν πολλά θαυμαστά έργα δια μαγείας, και εξαπάτησαν πολλούς, και εξακολουθούν να τους κρατούν απατημένους. Διότι ακόμη και μεταξύ σας, όπως είπαμε προηγουμένως,120 ο Σίμων ήταν στη βασιλική πόλη της Ρώμης κατά τη βασιλεία του Κλαύδιου Καίσαρα, και εξέπληξε τόσο πολύ την ιερή σύγκλητο και το λαό των Ρωμαίων, που θεωρήθηκε θεός και τον τιμούσαν, όπως τόσους άλλους που τους τιμάς ως θεούς, με άγαλμα. Ως εκ τούτου, προσευχόμαστε η ιερή σύγκλητος και ο λαός σας να είναι, μαζί με εσάς, κριτές αυτού του μνημείου μας, προκειμένου αν κάποιος μπλέξει από τα δόγματα αυτού του ανθρώπου, να μάθει την αλήθεια και έτσι να μπορέσει να ξεφύγει από το λάθος. και όσο για το άγαλμα, αν θέλετε, καταστρέψτε το.

https://catholiclibrary.org/library/vie ... d=00000115
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ο Γνωστικισμός ως αίρεση

7
και σε άλλο σημείο, ο άγιος Ιουστίνος λέει :
[57] Οὐ γὰρ μὴ γενέσθαι τὴν ἐκπύρωσιν ἐπὶ κολάσει τῶν ἀσεβῶν οἱ φαῦλοι δαίμονες πεῖσαι δύνανται, ὅνπερ τρόπον οὐδὲ λαθεῖν τὸν Χριστὸν παραγενόμενον ἴσχυσαν πρᾶξαι, ἀλλ' ἐκεῖνο μόνον, τοὺς ἀλόγως βιοῦντας καὶ ἐμπαθῶς ἐν ἔθεσι φαύλοις τεθραμμένους καὶ φιλοδοξοῦντας ἀναιρεῖν ἡμᾶς καὶ μισεῖν, δύνανται ποιῆσαι
Ούτε οι διάβολοι μπορούν να πείσουν τους ανθρώπους ότι δεν θα υπάρξει το αιώνιο πυρ για την τιμωρία των κακών. καθώς δεν μπόρεσαν να αποκρύψουν ότι ο Χριστός ήλθε. Αλλά αυτό μόνο μπορούν να κάνουν,όσους ζουν παράλογα, και ανατράφηκαν άσεμνα με πονηρές συνήθειες, και έχουν προκατάληψη στις δικές τους απόψεις, να τους χρησιμοποιήσουν για να μας σκοτώσουν και να μας μισήσουν. 
https://catholiclibrary.org/library/vie ... d=00000117


Σχόλια: ουσιαστικά ο λόγος που οι δαίμονες θέλουν τους ανθρώπους να ζουν παράλογα, και να ανατρέφονται με πονηρές συνήθειες είναι για να μπορούν να χειραγωγηθούν ευκολότερα από τους ίδιους τους δαίμονες οι οποίοι χρησιμοποιούν τους μάγους, όπως οι γνωστικιστές Σίμωνας κτλ.
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν

Re: Ο Γνωστικισμός ως αίρεση

8
Να χειραγωγηθούν ευκολότερα,για να απομακρυνθούν απο τον Θεό και για να μην θεωθούν.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Παραθρησκεία-Νεοφανείς Αιρέσεις-Σέχτες-Καταστροφικές Λατρείες”

cron