Η μυστική ζωή τού τρελοΓιάννη...
Δάκρυα τότε κύλησαν και από πολλούς άλλους παριστάμενους. Όλοι ήθελαν να καταθέσουν τη δική τους μαρτυρία. Δύο κοπέλες παρατηρούσαν αμήχανα πιο απόμακρα. Στο πρόσωπό τους ζωγραφιζόταν έκδηλα ο θαυμασμός ανάμεικτος με το συναίσθημα της θλίψης. Κανείς εκ των παρευρισκομένων δεν τις γνώριζε και όλοι αναρωτιόντουσαν να μάθουν ποιες ήταν...
Ο κυρ Αναστάσης πίστεψε πως θα συνδέονταν με κάποια συγγένεια και ως διαχειριστής που ήταν πήρε την πρωτοβουλία και τις ρώτησε αν είχαν κάποια σχέση με τον εκδημήσαντα προς Κύριον, αδελφό Ιωάννη...
Η πιο εύσωμη τότε, αφού σκούπισε τα δάκρυά της άρχισε να λέγει.
«Ονομάζομαι Αρετή και μαζί με τη φίλη μου την Καλλιόπη εργαζόμαστε στο νοσοκομείο Παίδων. Πριν από αρκετά χρόνια γνωρίσαμε τον κυρ-Γιάννη τον Κλόουν. Έτσι τον ξέραμε, αυτόν που εσείς αποκαλείτε τρελο -Γιάννη.
Ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή απόγευμα, φορτωμένος πάντα με παιχνίδια. Τα μοίραζε στα παιδιά και έπαιζε μαζί τους. Τα αγαπούσε όλα αλλά έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα και αγάπη σ’ όσα νεογέννητα μεγάλωναν στο νοσοκομείο μόνα τους, επειδή τα είχαν εγκαταλείψει οι γονείς τους.
Τους έφερνε ρούχα, παιχνίδια και όλο και άφηνε και κάποια χρήματα στην εφημερεύουσα νοσοκόμα μη τυχόν χρειαστούν και κάτι άλλο στο διάστημα που εκείνος δεν ερχόταν. Εμείς δεν τον ξέραμε ως τρελό, όπως εσείς. Για μας ήταν ο πιο καλός κλόουν που διασκέδαζε όσο κανείς άλλος τα παιδιά...».
«Αγαπούσε πιο πολύ ένα μικρό παιδάκι που οι γονείς του το εγκατέλειψαν γιατί είχε σύνδρομο Down» συμπλήρωσε η Καλλιόπη. «Βρε Καλλιοπίτσα, πως αυτό το αγγελουδάκι το άφησαν, αναρωτιόταν. Οι καημένοι (οι γονείς) αν ήξεραν ότι το αγγελουδάκι αυτό αποτελούσε γι’ αυτούς το εισιτήριο για τον παράδεισο και την αιωνιότητα δεν θα το εγκατέλειπαν. Αφήνεις μωρέ ένα τέτοιο θησαυρό;
Ο Χριστός μας Καλλιοπίτσα μου είπε πως είναι αγάπη. Και η αγάπη ξέρεις εμπεριέχει τη θυσία. Αγάπη χωρίς θυσία είναι σαν τον άδειο τενεκέ, τον ξεγάνωτο που έλεγε και η μανούλα μου. Ο Χριστός Καλλιοπίτσα μου είπε πως όποιος δεν έχει αγάπη θυσιαστική μοιάζει σαν ένα μηδενικό. Αν ξέραμε καλό μου κορίτσι τι θησαυρούς στέλνει στον άνθρωπο συνεχώς ο Θεός για να τον σώσει, θα πετούσαμε τις σκούφιες μας από τη χαρά μας. Να δες, αυτό το αγγελουδάκι είναι ένας τέτοιος θησαυρός...
Θα σου πω μάλιστα ένα μυστικό. Αν βρισκόταν σήμερα μια καλή οικογένεια και το υιοθετούσε, τότε όχι μόνο θα έπαιρνε αμέτρητες ουράνιες ευλογίες αλλά με τη θυσία της αγάπης τους να αγκαλιάσουν ένα λαβωμένο στο σώμα αγγελουδάκι θα το γιάτρευαν. Γιατί ο Τριαδικός Θεός μας είναι φιλεύσπλαχνος και φιλόστοργος»...
Αυτά μου είπε ο κυρ-Γιάννης καθώς κοίταγε το άρρωστο και εγκαταλελειμμένο παιδάκι που κοιμόταν στο νοσοκομειακό κρεβατάκι του.
«Δεν είναι Καλλιοπίτσα μου περίεργο οι άνθρωποι σήμερα να νοιάζονται περισσότερο για τα ζωάκια και σ’ αυτά τα παιδάκια να μην δίδουν σημασία. Δεν λέω πως δεν πρέπει να αγαπάμε τα πετεινά και τα ζώα. Και εκείνα πρέπει να τα φροντίζουμε αλλά πόσο μάλλον πρέπει να φροντίζουμε τον πάσχοντα άνθρωπο, που αποτελεί και εικόνα του Θεού. Να γίνουμε καλοί Σαμαρείτες χρειάζεται σήμερα ώστε να δίνουμε και τη ζωή μας όταν παραστεί ανάγκη για την ανακούφιση του άλλου. Μην το ξεχνάτε αυτό, ιδιαίτερα εσείς οι νοσοκόμες που η εργασία σας συνδέεται με τον ανθρώπινο πόνο...
Οί Άγιες ψυχές ζούνε ανάμεσα στούς ζωντανούς ανθρώπους...
"Είχα την εντύπωση πως ο κυρ- Γιάννης ήταν θεολόγος -καθηγητής. Αυτό συμπέρανα από τις βαθιές θεολογικές αλλά και απλές αναλύσεις του. Ήξερε όλη την Αγία Γραφή και με παρότρυνε με πίστη να διαβάζω κάθε ημέρα μία- δύο σελίδες από την Αγία Γραφή που ο ίδιος μου χάρισε.
Με συμβούλευε μάλιστα, να γονατίζω καθημερινά μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και να τις περιγράφω με λεπτομέρεια τις χαρές, τις λύπες, τα προβλήματα της ημέρας.
«Καλή μου Καλλιοπίτσα ζήτα από την Παναγίτσα μας να γίνει η πιο καλή σου φίλη και τότε θα δεις να αλλάζουν όλα γύρω σου. Η καλή μας Παναγία, είναι η πιο καλή μάνα, η πιο καλή αδελφή, η πιο καλή φίλη. Μίλα της, σε ακούει...», μου έλεγε.
Όταν χθες βράδυ, τηλεφώνησα στόν κύρ-Γιάννη και κάποιος κύριος πού σήκωσε το τηλέφωνο μου είπε πώς ο κύρ-Γιάννης πέθανε, και με ενημέρωσε για την κηδεία του, τότε ένοιωσα σαν να έχασα τον πατέρα μου...
Ξαφνικά πετάγεται πάνω ο κυρ- Αναστάσης και ρωτά.
--«Πότε τηλεφώνησες;
--"Χθες το βράδυ γύρω στις οκτώ. Ήθελα να τον ρωτήσω αν αυτή την Κυριακή που έχω βάρδια θα ερχόταν, γιατί δεν σας κρύβω πως τον κυρ-Γιάννη τον εμπιστευόμουν περισσότερο απ’ όλους, ακόμη και από τους γονείς μου...
--Μα το σπίτι είναι κλειστό από προχθές, και κλειδιά έχω μόνο εγώ, αναρωτήθηκε ο κυρ -Αναστάσης.
Στράφηκε λοιπόν προς τους υπολοίπους και τους ρώτησε αν κάποιος έχει κλειδιά. Η απάντηση ήταν αρνητική...
--«Μα η φωνή που μου απάντησε έμοιαζε πολύ μ’ αυτή του κυρ-Γιάννη. Θεώρησα πως είναι κάποιος συγγενής του. Τώρα όμως, που το λέτε θυμάμαι πως με αποκάλεσε «Καλλιοπίτσα». Έτσι μόνο εκείνος μ’ αποκαλούσε! Εκείνη την ώρα όμως με συγκλόνισε η αναγγελία του θανάτου και δεν έδωσα σημασία...
"Τώρα Καλλιοπίτσα θα φροντίζετε μόνες σας τα παιδάκια γιατί ο κυρ-Γιάννης σας πέθανε και δεν θα μπορεί πιά να σας επισκεφθεί ως κλόουν..." μου είπε στό τηλέφωνο!!!
Νόμιζα πως οι οικείοι του γνώριζαν αυτή τη δραστηριότητα του και δεν έδωσα σημασία... Τώρα μαθαίνω πως δεν έχει συγγενείς και δεν ξέρω τι να πω».
Τότε ο παπά -Δημήτρης που παρακολουθούσε αμίλητος στεκόμενος σε διπλανό τραπέζι σηκώθηκε όρθιος και είπε.
--«Μα αυτός είναι Άγιος!!! ».
Άγιος, Άγιος φώναξαν αυθόρμητα όλοι...
--«Σας ακούω τόση ώρα να αφηγείστε όλοι τις περιπέτειες του κοιμηθέντος αδελφού μας Ιωάννη. Όλα αυτά που είπατε για το τρελο- Γιάννη, όπως τον αποκαλείτε είναι θαυμαστά γεγονότα τα οποία χαρακτηρίζουν μόνο τη ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας. Έχω την εντύπωση πως δεν επρόκειτο για μια κοινή ομήγυρη κηδείας αλλά για μια γιορτινή ατμόσφαιρα.
Η διαπίστωση της Καλλιόπης ότι τής μίλησε, άν καί πεθαμένος, στο τηλέφωνο, με συγκλόνισε και μου έφερε στη μνήμη μου ένα ανάλογο περιστατικό που αναφέρεται στη ζωή του αγίου γέροντα Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη...».
--Παπά μου, θέλει να μιλήσει και ο Δημητράκης, είπε ο κυρ –Αποστόλης.
--Πες το βρε συ να τ’ ακούσουν όλοι, αυτό που μου είπες πριν από λίγο για τον τρελο-Γιάννη...
Ο Δημητράκης ήταν ένα παιδί στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Βάδιζε τα 14 χρόνια και πήγαινε στη Β’ τάξη Γυμνασίου. Έμενε με τον μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό του Παύλο και τους γονείς του, δύο πολυκατοικίες πιο πέρα, από εκεί που κατοικούσε ο τρελο -Γιάννης. Τον τελευταίο χρόνο σ’ αντίθεση με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του είχε στραφεί προς τον Θεό...
Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη μεγάλη στροφή. Αναρωτιόντουσαν τι συνέβη και άλλαξε ο ζωηρός Δημητράκης και πως άφησε τις σκανδαλιές και τις αταξίες και στράφηκε στη μελέτη και τη σωφροσύνη. Ακόμη και οι γονείς του αγνοούσαν την αιτία αυτής της μεταστροφής του.
Στην αρχή μάλιστα πίστευαν πως έχει παρασυρθεί από καμιά αιρετική οργάνωση. Στη συνέχεια όμως διαπίστωσαν πως δεν κρυβόταν τίποτε τέτοιο πίσω από την αλλαγή του γιου τους. Έβλεπαν ακόμη πως από τότε που ο γιος τους εστράφη προς τον Θεό, τα προβλήματα στην οικογένεια τους λιγόστευαν. Σταμάτησαν οι καυγάδες. Οι έπαινοι των δασκάλων στο σχολείο αντικατέστησαν τις διαμαρτυρίες για τις αταξίες...
Η στροφή του Δημητράκη άλλαξε την πορεία της οικογένειας. Οι γονείς του εξεπλάγησαν ακόμη περισσότερο όταν είδαν πως ο γιος τους άρχισε να εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή και να διαβάζει την Αγία Γραφή που του χάρισε ο τρελο-Γιάννης. Ο καημένος ο Παναγιώτης, πατέρας του Δημητράκη, που συνήθιζε να επισκέπτεται την Εκκλησία κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα αναστατώθηκε. Συζήτησε το θέμα με την γυναίκα του Πολυξένη.
--«Βρε γυναίκα, μήπως ο Δημήτρης έχει μπλέξει; Πως άλλαξε έτσι; Μήπως είχε καμιά ερωτική απογοήτευση και τον παράτησε καμιά πιτσιρίκα; Φοβάμαι ότι οι παπάδες θα τον χαλάσουν. Άντε που κινδυνεύει να τον πάρουν στο ψιλό και οι φίλοι του και να τον κοροϊδεύουν. Τι λες δεν πρέπει να του μιλήσουμε» έλεγε. Η καημένη Πολυξένη άκουγε το σύζυγό της με προσοχή. Δεν μιλούσε. Όταν έφθασε η ώρα και πήρε το λόγο είπε:
--«Δεν ξέρω Παναγιώτη μου τι να πω. Μπορεί να έχεις δίκαιο. Δεν σου κρύβω πως αυτές οι σκέψεις πέρασαν και από το δικό μου το κεφάλι. Ένα όμως ξέρω. Από τότε που ο Δημήτρης παρουσιάζει αυτή τη συμπεριφορά το σπίτι μας ησύχασε. Οι βαθμοί του στα μαθήματα σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο. Οι δάσκαλοι του έχουν να το λένε. Και αυτοί απορούν με το Δημήτρη. Με ρώτησαν μάλιστα αν κάνει ιδιαίτερα μαθήματα... Κοντά στο Δημήτρη παρακινήθηκε και ο μικρός ο Παύλος.
Ξέχασες Παναγιώτη μου πόσο ανησυχούσαμε όταν παλαιότερα ο Δημήτρης ερχόταν μετά τα μεσάνυχτα. Ξέχασες τότε που βρήκαμε κάτω από το κρεβάτι του ένα πακέτο τσιγάρα και το περιοδικό με τις άσεμνες φωτογραφίες; Ξέχασες τότε που μας κάλεσαν στην Αστυνομία για να πάρουμε το παιδί μας που το κρατούσαν επειδή έσπασε μαζί με άλλους σε επεισόδια που έγιναν αμέσως μετά το πάρτυ του σχολείου τους; Ξέχασες τους γείτονες μας που μας παραπονιόντουσαν ότι ο Δημήτρης μαζί με τους φίλους του χτυπούν τον τρελο-Γιάννη και τον κοροϊδεύουν;
Άκουσε Παναγιώτη μου, αυτό που διαπιστώνω είναι πως με την αλλαγή του Δημήτρη ησύχασε το κεφαλάκι μου και το σπίτι μου. Τα προβλήματα λιγόστεψαν. Ακόμη και οι καυγάδες μας ως αντρόγυνο μειώθηκαν. Από τι στιγμή που ο Δημήτρης μας έφερε το Θεό στο σπίτι επανήλθε το χαμόγελο και η ευτυχία.Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως εμείς κάναμε λάθος; Μήπως εμείς ευθυνόμαστε που τα παιδιά μας είχαν πάρει τέτοια πορεία;
Παναγιώτη, αντί λοιπόν να φοβόμαστε για τον Δημήτρη θα σου πρότεινα να τον ακολουθήσουμε στην πορεία του. Να αρχίσουμε σαν οικογένεια να πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Να εφαρμόσουμε και αυτό που μας έλεγε προχθές ο τρελο-Γιάννης, όταν τον φώναξες να φάμε μαζί...
Να βρούμε δηλαδή έναν καλό πνευματικό και να εξομολογηθούμε. Αυτό εννοούσε ο σαλός, όταν έλεγε ότι η εξομολόγηση είναι η βενζίνη που κινεί τον άνθρωπο προς τον ουρανό. Ακόμη, δεν μας ρωτούσε εάν θέλουμε να ταξιδεύσουμε στον ουρανό και εμείς γελούσαμε και θεωρούσαμε αυτά τρέλες;»
--«Βρε γυναίκα καταλαβαίνω τι λες, αλλά να σκέφτομαι πως θα μας κοροϊδεύουν οι φίλοι μας εάν κάνουμε κάτι τέτοιο;» της λέγει ο Παναγιώτης.
--«Αυτό το σκέφτηκα και εγώ, αλλά σκέφτηκα όμως και κάτι άλλο. Τότε Παναγιώτη που δεν είχαμε να πληρώσουμε τη δόση του στεγαστικού και ζήτησες τη βοήθεια των φίλων μας θυμάσαι πως όλοι μας ξέχασαν; Όλοι εξαφανίστηκαν και έπαψαν ακόμη και να τηλεφωνούν; Πότε μας συμπαραστάθηκαν οι φίλοι μας;Μόνο όταν τους καλούμε για φαγητό στο σπίτι, ή σε καμιά ταβέρνα έρχονται.
Συ δεν μου είπες πως μας κουτσομπολεύουν και κατά βάθος διαπίστωσες πως χαίρονταν όταν τους λέγαμε τα προβλήματά μας για τα παιδιά; Θα είχαμε χάσει το σπίτι εάν τότε δεν βρίσκαμε κάτω από την πόρτα μας εκείνο το φάκελο με τις 100.000 δραχμές, για τον οποίο ποτέ δεν μάθαμε μέχρι σήμερα ποιος τον έβαλε αν και υποπτεύομαι ότι ο σαλός κρύβεται πίσω από αυτό το γεγονός» απάντησε η Πολυξένη.
--«Όχι, όχι το σαλό γυναίκα τον ρώτησα αλλά αρνείται πως έκανε κάτι τέτοιο. Άλλωστε που ήξερε ο σαλός το οικονομικό πρόβλημα μας;»
--«Αυτός όλα τα ξέρει, αφού φέρνει βόλτα όλη τη γειτονιά. Ίσως μας είδε στεναχωρημένους και ρώτησε το Δημήτρη ή τον Παύλο; Μην αποκλείεις τίποτε γιατί τέτοια φακελάκια έχουν πάρει και άλλες οικογένειες εδώ γύρω».
Την Κυριακή που ακολούθησε μετά τη συζήτηση οι γονείς ανακοίνωσαν στον Δημήτρη πως θα πάνε μαζί του στην Εκκλησία. Ξύπνησαν μάλιστα και τον Παύλο, που προτιμούσε τον ύπνο κάθε Κυριακή... Μια μέρα έχουμε για να κοιμόμαστε συνήθιζε να λέγει. Ο Δημήτρης ξαφνιάστηκε στην αρχή και ίσως να θεωρούσε πως θέλουν να τον ελέγχουν. Όταν όμως διαπίστωσε ότι αυτό συνεχιζόταν και πως οι γονείς του απέκτησαν και πνευματικό και άρχισαν να διαβάζουν πνευματικά βιβλία τότε μιλούσε για θαύμα.
Με την παραίνεση λοιπόν του κυρ- Αποστόλη, ο Δημητράκης άρχισε να καταθέτει τη μαρτυρία του. Όλοι είχαν στρέψει την προσοχή τους προς αυτόν. Στο μεταξύ είχε μαζευτεί και άλλος κόσμος από διπλανά τραπέζια.
--«Μια ημέρα, είπε ο Δημητράκης, η μάνα μου με έστειλε να πάω να πάρω στο φούρνο του κυρ-Αποστόλη ψωμί. Καθώς αγόραζα ψωμί έκανα και μια άσχημη πράξη που συνήθιζα να κάνω μαζί και με τους φίλους μου. Να έκλεψα μια σοκολάτα. Ο κυρ-Αποστόλης δεν το κατάλαβε και πίστευα πως δεν με είδε κανείς.
Από την επόμενη ημέρα όμως καθώς έβγαινα από το σπίτι να πάω σχολείο έβρισκα έξω από την πόρτα μας δύο παρόμοιες σοκολάτες, σαν και αυτή που είχα κλέψει. Αυτό συνεχίστηκε για 20 σχεδόν ημέρες. Ρώτησα τη μάνα μου ποιος βάζει τη σοκολάτα και μου είπε πως κάθε πρωί χτυπά το κουδούνι της πολυκατοικίας ο τρελο-Γιάννης.
Αυτός Δημητράκη μου κάνει τέτοιες παλαβομάρες, μου είπε η μάνα μου. Τότε κατάλαβα πως πρέπει ο σαλός να με είδε όταν άρπαξα τη σοκολάτα και θέλει έτσι να με εκδικηθεί. Θα του δείξω εγώ του τρελού που επιδιώκει να με κάνει να νιώθω άσχημα για μια ψωροσοκολάτα που έκλεψα. Έτσι σκεφτόμουν, τότε.
Την άλλη ημέρα βρήκα πάλι τις σοκολάτες, μία για μένα και μία για τον Παύλο τον αδελφό μου μαζί με ένα σημείωμα που έγραφε τις 10 εντολές και είχε υπογραμμισμένη αυτή που λέει«ου κλέψεις».
Θύμωσα πολύ...
Μόλις λοιπόν σχόλασα πήγα αμέσως στην πολυκατοικία του τρελο- Γιάννη και χτύπησα το κουδούνι του. Μου άνοιξε την πόρτα με ένα χαμόγελο και μου είπε.
--«Συγνώμη Δημητράκη μου. Ξέρω πως ήλθες να μου ρίξεις δύο μπάτσες για τις σοκολάτες. Μπάτσες εγώ ο χαζός αξίζω. Έλα χτύπα με, όσο πιο δυνατά μπορείς. Βγάλε το θυμό σου».
Τα έχασα και πήγα να φύγω. Φοβήθηκα. Που ήξερε ο τρελός ότι πήγαινα να τον χτυπήσω, αφού δεν το είχα πει σε κανένα. Στην απορία μου αυτή απάντησε αμέσως.
--«Θα αναρωτιέσαι καλό μου παιδί ποιος μου το είπε πως έρχεσαι να με χτυπήσεις. Έτσι δεν είναι;»
Έγνεψα καταφατικά.
--«Να πριν από σένα ήταν εδώ ο Άγιος Δημήτριος , που σε προστατεύει και η Παναγία μας και μου το είπαν. Ξέρεις σ’ αγαπούν πολύ και μιλούν συχνά για σένα. Να προχθές με την Ελενίτσα τη συμμαθήτριά σου που τη χαστούκισες όταν διαφωνήσατε, τους στεναχώρησες πολύ και έκλαιγαν εδώ μαζί μου. Δημητράκη μου θα σου πω ένα μεγάλο μυστικό με τον όρο πως όσο βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή δεν θα το πεις πουθενά. Δέχεσαι;».
Ναι, απάντησα ενώ έβλεπα τον τρελο- Γιάννη να λάμπει από χαρά.
--«Ο Χριστός μας Δημητράκη θέλει να έρχεται στο σπίτι σας αλλά όσες φορές ήλθε να σας επισκεφθεί άκουσε καυγάδες και έφυγε λυπημένος. Είπε λοιπόν να σου δώσω να διαβάσεις τις εντολές Του, να τις μάθεις καλά και να τις τηρείς και τότε θα επιστρέψει και θα μένει διαρκώς μαζί σας. Ξέρεις τι σημαίνει να μένεις στο ίδιο σπίτι μ’ Αυτόν που Δημιούργησε τον κόσμο; Άντε φύγε τώρα να πας στο σπίτι γιατί η μάνα σου θα ανησυχεί».
Κίνησα να φύγω και ο τρελο-Γιάννης ξεπροβοδίζοντας με μου είπε χαμογελώντας.
--«Βρε Δημητράκη, που πας να φύγεις; Ξέχασες να μου δώσεις τις μπάτσες...»
Έφυγα πετώντας για το σπίτι μου. Μόλις με είδε η μάνα μου με ρώτησε γιατί άργησα και της είπα πως πήγα στον σαλό και του είπα να μην ξαναβάλει σοκολάτες γιατί θα με παχύνει. Μάνα, δώσε μου 30 δραχμές να δώσω στον κυρ-Αποστόλη το φούρναρη γιατί πήρα κάτι και δεν μου έφθασαν τα λεφτά.
Μου τα έδωσε και πήγα τροχάδην και τα έδωσα στον κυρ-Αποστόλη. Εκείνος ξαφνιάστηκε όταν του είπα πως πήρα μια σοκολάτα μαζί με το ψωμί και ξέχασα να του την πληρώσω».
--«Ε! ξαφνιάστηκα, γιατί σε θεωρούσα αλητόπαιδο βρε Δημητράκη. Και μόλις έκανες αυτή την πράξη είπα πως δεν πρέπει να κατηγορώ κανένα γιατί δεν ξέρεις τι καρδιά κρύβεται πίσω από κάθε άνθρωπο. Από τότε σε συμπάθησα...» πετάχτηκε και είπε ο φούρναρης.
Το τελευταίο γράμμα τού σαλού...
Τράβηξε τότε στην αγκαλιά του τον Δημήτρη και τον φίλησε ενώ ταυτόχρονα τον χάιδεψε στο κεφάλι. Η μητέρα του Πολυξένη και ο σύζυγος της Παναγιώτης που παρακολουθούσαν τη σκηνή ήταν εμφανώς συγκινημένοι. Η κυρά Πολυξένη τότε πήρε το λόγο και είπε.
«Για μας ο τρελο- Γιάννης αποτέλεσε οικογενειακό στήριγμα. Ήταν αυτός που συνέβαλε ώστε να κάνουμε στροφή προς τον Χριστό. Άλλαξε τη ζωή μας και μας έκανε κοινωνούς του θαύματος της σωτηρίας. Μας έφερε στο σπίτι μας την ευλογία...
Για μένα, τον Παναγιώτη και τα παιδιά μου υπήρξε φίλος και αδελφός. Ως αδέλφια του λοιπόν αποφασίσαμε πριν λίγο να σας προτείνουμε να μαζευτούμε το προσεχές Σάββατο στην ενορία μας, να τελέσουμε το τριήμερο μνημόσυνο και εν συνεχεία να έλθετε στο σπίτι μας να φάμε όλοι μαζί τιμώντας τη μνήμη του».
Η πρόταση της κυρά –Πολυξένης μας βρήκε όλους σύμφωνους. Ο κυρ- Αναστάσης μάλιστα που πήρε αμέσως το λόγο συμπλήρωσε πως θα ήταν καλό αυτή η αυθόρμητη συζήτηση που άνοιξε στην αίθουσα του Κοιμητηρίου να συνεχιστεί.Παρότρυνε κατόπιν τους παρευρισκομένους να καταγράψουν τα βιώματα και τις εμπειρίες τους που αποκόμισαν από τη συναναστροφή που είχαν με τον εκδημήσαντα.
Ο παπά –Δημήτρης εν συνεχεία που βρέθηκε τυχαία στην ομήγυρη απευθύνθηκε στην κυρά -Πολυξένη και είπε:
«Δεν έτυχε να γνωρίζω τον εκδημήσαντα αδελφό Ιωάννη, αυτόν τον σαλό κατά Χριστόν. Ωστόσο, θα σας παρακαλούσα εάν είναι δυνατόν και δεν έχετε αντίρρηση να έρθω στην οικία σας και να παρακολουθήσω την ευλογημένη αυτή εξιστόρηση των θαυμαστών γεγονότων». «Μετά χαράς παπά μου, θα αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για εμάς» είπε ο Παναγιώτης.
Με ανυπομονησία λοιπόν περίμεναν όλοι να έρθει το Σάββατο. Ο κυρ-Αποστόλης ο φούρναρης είχε φροντίσει για τα κόλλυβα και ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Είχε ακόμη ενημερώσει τους ιερείς του Ιερού Ναού πως μετά την Θεία Λειτουργία θα τελεσθεί τρισάγιο για τον τρελο-Γιάννη. Περισσότερο όμως από όλους περίμενε την ημέρα αυτή ο κυρ -Αναστάσης.
Είχε άλλωστε κάθε λόγο να περιμένει τη συνάντηση, γιατί την επόμενη ημέρα της εκδημίας του τρελο -Γιάννη είχε λάβει ένα συστημένο γράμμα. Ξαφνιάστηκε όταν διαπίστωσε πως αποστολέας ήταν ο ίδιος ο τρελο-Γιάννης, ο οποίος είχε φροντίσει να στείλει την παραμονή του θανάτου του το γράμμα.
Ο πάντα περίεργος μπακάλης, ο κυρ-Παντελής, μάταια ικέτευε τον Αναστάση να τον ενημερώσει για το περιεχόμενο της επιστολής. Εκείνος όμως κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό το περιεχόμενο και δεν μιλούσε.
«Ε, βρε Αναστάση ξέρω γιατί δεν θέλεις να μου τα πεις. Θα γράφει τίποτε τρέλες ο μακαρίτης ο σαλός και ντρέπεσαι», του έλεγε πλαγίως για να τον αναγκάσει να μιλήσει.
Τελικά ποιός ήταν ο τρελός; Εκείνος, ή εμείς;
«Παντελή, ένα θα σου πω. Μετά την ανάγνωση της επιστολής,αναρωτιέμαι ποιος ήταν τρελός. Εκείνος ή όλοι εμείς; Τα υπόλοιπα θα τα πούμε εν ευθέτω καιρώ, να μην ανησυχείς», είπε ο κυρ-Αναστάσης. Το νέο όμως, της επιστολής μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα σε όλη τη γειτονιά. Και όπως ήταν εύλογο είχε αυξήσει την περιέργεια και το ενδιαφέρον όλων.
Έτσι, το Σάββατο το πρωί ο ιερός ενοριακός ναός είχε τόσο κόσμο που και ο παπάς παραξενεύτηκε. Πρώτη φορά βλέπω να συγκεντρώνονται τόσοι άνθρωποι σε τρισάγιο, ψιθύρισε στον νεωκόρο. Και εκείνος απάντησε:
«Ο σαλός, ο τρελο -Γιάννης πάτερ μου τους μάζεψε». «Μα βλέπω και αρκετούς ξένους. Συγγενείς του μάλλον θα είναι» μονολόγησε καθώς προχωρούσε προς την Αγία Τράπεζα. Ο παπά -Βασίλης υπηρετούσε 28 χρόνια στην ενορία και γνώριζε καλά τους περισσότερους ενορίτες. Ο Δημητράκης που βοηθούσε στο Ιερό Βήμα μαζί με τον αδελφό του Παύλο είπε στον παπά –Βασίλη πως ο κυρ -Αναστάσης τον παρακαλεί –αν και συνηθίζεται- να του επιτρέψει να πει δυο λόγια μετά το τρισάγιο.
«Μετά χαράς, μετά χαράς Δημητράκη μου. Να μιλήσει ο κυρ- Αναστάσης» είπε και έγνεψε καταφατικά κοιτώντας προς το αναλόγιο όπου βρισκόταν ο κυρ -Αναστάσης. Όπως μάλιστα εκμυστηρεύτηκε αργότερα στον κυρ- Αναστάση είχε και αυτός την περιέργεια να μάθει την αιτία που γέμισε σαν να ήταν Κυριακή η Εκκλησία.
Στο τέλος λοιπόν και πριν την απόλυση ο παπά-Βασίλης τέλεσε το τρισάγιο. Όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε γοερώς. «Θεέ μου, ανάπαυσον την ψυχή του κεκοιμημένου δούλου σου Ιωάννη...»έψαλλε ο παπά- Βασίλης και έγνεψε στον κυρ-Αναστάση να πλησιάσει και να πάρει το λόγο.
Εκείνος με τη σειρά του στάθηκε δίπλα στην Ωραία Πύλη και είπε:
«Σεβαστέ μου, πατέρα Βασίλειε, θα αναρωτιέσαι το λόγο της ευλογημένης αυτής σύναξης. Θα αναρωτιέσαι γιατί όλη η γειτονιά αλλά και Χριστιανοί εκτός αυτής ήρθαν να τιμήσουν τη μνήμη του αδελφού μας Ιωάννη, γνωστού σ’ όλους μας ως τρελο-Γιάννης. Ακόμη και οι καταστηματάρχες άφησαν κλειστά τα καταστήματα για να έρθουν στο ναό από νωρίς το πρωί να λειτουργηθούν και όχι μόνο την ώρα του τρισαγίου, όπως κακώς ορισμένοι συνηθίζουν.
«Σήμερα πατέρα Βασίλειε μαζευτήκαμε εδώ για να τιμήσουμε έναν άγιο, έναν ταπεινό άνθρωπο που ο Κύριος τον ευλόγησε απλόχερα με πνεύμα άγιο. Έναν άνθρωπο σαν και εμάς που κάλυπτε με τη σαλότητα τις αρετές που του προσέφερε ο Χριστός. Ο Ιωάννης υπήρξε ο κατά Χριστόν σαλός που φρόντιζε ημέρα και νύχτα με ανιδιοτέλεια τον πλησίον του. Προσέγγιζε κάθε άνθρωπο με αγάπη. Επέβλεπε στη γειτονιά ως Επίσκοπος και θεματοφύλακας της Ορθοδοξίας μας και επανάφερε με την δήθεν τρέλα του ψυχές στον λησμονημένο σήμερα σχεδόν απ’ όλους μας Κύριό μας, τον Ιησού Χριστό.
Είμαστε πολλοί τυχεροί γιατί αξιωθήκαμε, αν και δεν το αξίζουμε, να γνωρίσουμε και να συναστραφούμε μέσα στην καθημερινότητά μας με έναν άγιο του Θεού. Τα λόγια μου είναι φτωχά για να περιγράψω τη ζωή του αδελφού μας Ιωάννη. Θεωρώ μάλιστα ανάξιο τον εαυτό μου μετά και την ανάγνωση της επιστολής που έλαβα την επόμενη ημέρα και η οποία είχε σταλεί από τον εκδημήσαντα.
Ο Ιωάννης, όπως μού γράφει στην επιστολή του μια εβδομάδα πριν κοιμηθεί, ενημερώθηκε διά θαυμαστού γεγονότος, από τον Τίμιο Πρόδρομο να προετοιμασθεί για την έξοδο του από τον κόσμο τούτο. Δεν είχε κάποια ασθένεια, από ότι γνωρίζω, ούτε είχε καταλάβει κανείς κάτι στη συμπεριφορά του. Αντιθέτως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του φρόντισε να αφήσει μια σημαντική παρακαταθήκη για τη γειτονιά μας. Φρόντισε για όλους μας.
Στην επιστολή του ο Ιωάννης δίδει συμβουλές και παραινέσεις ονομαστικά στον καθένα μας τονίζοντας πως πρέπει να αγκιστρωθούμε στον Χριστό μας και να εντρυφήσουμε στη δικαιοσύνη του Θεού. Θα σας τη διαβάσω αναλυτικά», είπε ο κυρ-Αναστάσης και τράβηξε από το σακάκι του την επιστολή. Όμως, βούρκωσε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μαζί του, βούρκωσαν όλοι.
Τότε ο παπά -Βασίλης παρενέβη και είπε.
«Αγαπητοί μου Χριστιανοί. Για πάνω από σαράντα χρόνια γνώριζα τον εκδημήσαντα. Όμως, πιθανόν λόγω της αμαρτίας μου δεν κατάφερα να διαγνώσω την αγιότητα του Ιωάννη. Ακούγοντας πριν λίγο τον κυρ -Αναστάση άρχισαν να ξετυλίγονται μέσα μου ορισμένα γεγονότα με πρωταγωνιστή τον τρελο- Γιάννη. Τώρα συνειδητοποιώ τούτα και τα εκλαμβάνω ως θαυμαστές πράξεις...
Ενθυμούμαι πως μια Κυριακή ξημερώματα που άνοιξα τον ναό βρήκα τον τρελο-Γιάννη γονατιστό μπροστά στην εικόνα του Χριστού...
«Πως μπήκες μέσα βρε τρελέ»; Τον ρώτησα. «Να παπά μου χθες στον Εσπερινό ξεχάστηκα και ο νεωκόρος με έκλεισε μέσα».
«Και τι μονολογούσες βρε μπροστά στην εικόνα του Χριστού»; του είπα «Τραγουδούσα παπά μου για να περάσει η ώρα» απάντησε.
«Να είσαι πιο προσεχτικός γιατί την άλλη φορά θα φωνάξω την αστυνομία. Δεν σας κρύβω πως τον επέπληξα αυστηρά. «Θεέ μου συγχώρα με» είπε ο παπα -Βασίλης. Τώρα καταλαβαίνω γιατί το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκείνος πήρε τη θέση του δίπλα στην κεντρική είσοδο του ναού, όπως συνήθιζε και ζητιάνευε.
http://orthodoxgreek.blogspot.gr/2011/0 ... st_12.html