Το Προπατορικό αμάρτημα και το κακό στον κόσμο. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

1
Εικόνα
Εισαγωγή:
Το πρόβλημα του κακού είναι βασικά Χριστιανικό. Για ένα απροκατάληπτο άθεο, το κακό είναι απλώς μια όψη του παράλογου. Για ένα τυφλό άθεο, το κακό είναι το πρόσκαιρο αποτέλεσμα μιας ατελούς ακόμη οργάνωσης της κοινωνίας και του σύμπαντος. Σε μια μονιστική μεταφυσική, το κακό χαρακτηρίζει κατ’ ανάγκη το δημιούργημα σαν κάτι χωριστό από το Θεό· αλλά τότε αυτό είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Σε μια δυϊστική (διαρχική) μεταφυσική, το κακό είναι ακόμα το κάτι «άλλο», ενυπόστατο ή αρχέγονο κακό, αλλά τόσο αιώνιο όσο και ο Θεός. Έτσι το κακό σαν πρόβλημα πηγάζει κατ’ ανάγκη από το Χριστιανισμό. Πώς τότε να το ερμηνεύσουμε σ’ ένα κόσμο που δημιουργήθηκε από το Θεό, σ’ ένα δράμα στο οποίο η δημιουργία εμφανίζεται πραγματικά καλή; Και αν ακόμα θεωρήσουμε την ανθρώπινη ελευθερία σαν κάτι που αντιτίθεται στο θείο σχέδιο, δεν μπορούμε να αποφύγουμε το ερώτημα: τί είναι κακό;

Όμως το ερώτημα τίθεται κακώς, διότι εξυπακούει ότι το κακό είναι «κάτι». Όταν το ακούει αυτό κάποιος παρασύρεται στο να διακρίνει στο κακό κάποια ουσία, την «αρχή του κακού», τον «αντί-Θεό» των Μανιχαίων. Το σύμπαν τότε εμφανίζεται σαν μια «αμφισβητούμενη περιοχή» ανάμεσα σ’ ένα καλό Θεό και ένα κακό Θεό, η αφθονία του και η ποικιλία του σαν ένα παιγνίδισμα φωτός και σκιάς, που εκπηγάζει από τη διαμάχη αυτών των δύο αρχών.
Αυτή η θεώρηση βρίσκει κάποια βάση στην ασκητική εμπειρία, και διϋστικά στοιχεία προσπαθούν συνεχώς να υπεισέλθουν στο Χριστιανισμό, ειδικότερα στη μονιστική ζωή. Όμως, για την Ορθόδοξη σκέψη, αυτή η θεώρηση είναι λανθασμένη: Ο Θεός δεν έχει αντίστοιχο, δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί φύσεις που να είναι ξένες προς Αυτόν. Από το τέλος του τρίτου αιώνα μέχρι τον Αγ. Αυγουστίνο, οι Πατέρες πολέμησαν σθεναρά το Μανιχαϊσμό, αλλά το έκαναν αυτό χρησιμοποιώντας φιλοσοφικά στοιχεία των οποίων η ίδια η συλλογιστική παρέκαμπτε το πρόβλημα. Για τους Πατέρες ουσιαστικά το κακό είναι μια έλλειψη, μια διαστροφή, μια ατέλεια όχι μια φύση, αλλά αυτό που η φύση στερείται για να γίνει τέλεια. Πιστεύουν ότι το κακό δεν υπάρχει, ότι είναι απλώς μια ατέλεια του όντος. Αυτό ήταν μια ικανοποιητική απάντηση στο Μανιχαΐσμό, αλλά είναι μια απάντηση ανίσχυρη μπροστά στην πραγματικότητα του κακού που όλοι αισθανόμαστε, μπροστά στο κακό που είναι παρόν και δρα μέσα στον κόσμο. Γιατί τελικά, εάν το τελευταίο αίτημα στο «Πάτερ ημών» μπορεί φιλοσοφικά να μεταφρασθεί «λύτρωσέ μας από το κακό», η κραυγή της πραγματικής αγωνίας μας αναμφίβολα είναι «λύτρωσέ μας από τον ποιητή του κακού».
Όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει ο πατήρ Βοuyer, το πρόβλημα του κακού, σε μια αυθεντικά Χριστιανική προοπτική, ανάγεται στο πρόβλημα του ποιητή του κακού. Και ο ποιητής του κακού δεν είναι μια ατέλεια του όντος, μια έλλειψη ουσιαστικότητας, τίποτε περισσότερο από ότι αυτός πράγματι είναι, σαν ποιητής του κακού, μια ουσία· γιατί η φύση του, δημιουργημένη από το Θεό, είναι καλή. Ο ποιητής του κακού είναι ένα πρόσωπο, κάποιος.
Το κακό αναμφίβολα δεν έχει θέση ανάμεσα στις ουσίες, αλλά δεν είναι απλώς μια έλλειψη: υπάρχει μια ενεργητικότητα σ’ αυτό. Το κακό δεν είναι μία φύση, αλλά μια κατάσταση φύσεως, όπως πολύ βαθυστόχαστα θα έλεγαν οι Πατέρες. Έτσι το κακό εμφανίζεται σαν μια αρρώστια, σαν ένα παράσιτο που υπάρχει μόνο δυνάμει της φύσεως από την οποία ζει. Ακριβέστερα, είναι μια κατάσταση της θέλησης αυτής της φύσεως· είναι μια πτωτική θέληση όσον αφορά στο Θεό. Το κακό είναι μια ανταρσία ενάντια στο Θεό, δηλαδή, μια προσωπική στάση. Η ακριβής θεώρηση του κακού επομένως δεν είναι αντικειμενική αλλά υποκειμενική. «Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» λέγει ο Ιωάννης (Α’ Ίωάν, ε’, 19). Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκει κανείς τη φύση εκείνων των προσωπικών όντων που απομακρύνθηκαν από το Θεό,
Επομένως, η αρχή του κακού έγκειται στην ελευθερία των όντων. Είναι γι’ αυτό που το κακό είναι αδικαιολόγητο· διότι δεν έχει άλλη αρχή από την ελευθερία του όντος που το διαπράττει. «Δεν υπάρχει κακό, ή μάλλον αυτό υπάρχει μόνο κατά τη στιγμή που αυτό διαπράττεται» γράφει ο Διάδοχος Φωτικής, και ο Γρηγόριος ο Νύσσης υπογραμμίζει την αντιφατικότητα αυτού που υποκύπτει στο κακό· υπάρχει μέσα στην ανυπαρξία.
Τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος έχει παραχωρήσει ένα μέρος της θέλησής του στο κακό, και το έχει εισαγάγει στον κόσμο. Αναμφίβολα ο άνθρωπος, ο οποίος ήταν φυσικά προδιατεθειμένος να γνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό, έχει επιλέξει το κακό επειδή αυτό του είχε υποδειχθεί: αυτός είναι ακριβώς ο ρόλος του όφεως, Το κακό στον άνθρωπο, και διά του ανθρώπου στο γήινο κόσμο, εμφανίζεται έτσι συνδεδεμένο με μια μίανση: αλλά αυτή η μίανση δεν είναι καθόλου αυτόματη· δεν θα μπορούσε να μεταδοθεί παρά μόνον μέσον μιας ελεύθερης συναίνεσης της ανθρώπινης θέλησης. Ο άνθρωπος έχει δεχθεί να επιτρέψει στον εαυτό του να εξουσιαστεί.
Όμως το κακό έχει την αρχή του στους αγγελικούς κόσμους και αξίζει να σταματήσουμε εδώ.
Οι άγγελοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν «ασώματα πνεύματα». Αν και καλούνται έτσι από τους Πατέρες και στη λειτουργία, δεν είναι «αμιγή πνεύματα». Υπάρχει μια αγγελική «σωματικότητα» η οποία μπορεί να γίνει και ορατή. Αν και η ιδέα της «σωματικότητας» των αγγέλων στη Δύση τερματίσθηκε με το θρίαμβο του Θωμισμού, οι Φραγκισκανοί του μεσαίωνα, όπως ο διάσημος Βonaventura, υπεστήριζε την αντίθετη άποψη. Και στη Ρωσία το δέκατο ένατο αιώνα, ο Ιγνάτιος Βrianchaninov υπεραμύνθηκε της αγγελικής «σωματικότητας» ενάντια του Θεοφάνους του Εγκλείστου. Εν πάση περιπτώσει, οι άγγελοι δεν έχουν βιολογικές καταστάσεις παρόμοιες με τις δικές μας, και δεν γνωρίζουν ούτε θνητότητα ούτε αναπαραγωγή. Δεν έχουν «χιτώνες δερμάτινους».
Η ενότητα του αγγελικού κόσμου είναι εντελώς διαφορετική από τη δική μας. Κάποιος μπορεί να μιλά για το «ανθρώπινο είδος», δηλαδή τα αναρίθμητα πρόσωπα που έχουν την ίδια φύση. Αλλά οι άγγελοι, που είναι επίσης πρόσωπα, δεν έχουν ενότητα φύσεως. Κάθε ένας είναι μία φύση, ένα νοητό σύμπαν. Η ενότητά τους είναι τοιουτοτρόπως ανόργανος και, θα μπορούσε να πει κάποιος κατ’ αναλογία, αφηρημένη: όπως την ενότητα της πόλης, της χορωδίας, του στρατού, ενότητα υπηρεσίας, λειτουργίας, δοξολογίας, εν συνόψει, ενότητα αρμονίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας θα μπορούσε να αναγνωρίσει αξιοσημείωτες ομοιότητες ανάμεσα στη μουσική και τα μαθηματικά αφ’ ενός, και των αγγελικών κόσμων αφ’ ετέρου.
Το αγγελικό σύμπαν επομένως θα προσέδιδε στο κακό άλλες διαστάσεις από τις δικές μας. Το κακό που διαπράχθηκε από τον Αδάμ μπορούσε να μολύνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Αλλά η επιβλαβής συμπεριφορά ενός αγγέλου παραμένει προσωπική: έδώ το κακό κατά κάποιο τρόπο εξατομικεύεται. Εάν υπάρχει μόλυνση, αυτή είναι διά του παραδείγματος, διά της επιδράσεως που ένα πρόσωπο μπορεί να ασκήσει πάνω σε άλλους. Έτσι ο Εωσφόρος έβαλε σε πειρασμό άλλους αγγέλους, αλλά δεν έπεσαν όλοι· ο όφις ανέτρεψε το ένα τρίτο των αστέρων, λέγει η Αποκάλυψη συμβολικά.
Το κακό επομένως έχει την αρχή του στην πνευματική αμαρτία του αγγέλου. Και η συμπεριφορά του Εωσφόρου αποκαλύπτει σε μας τη ρίζα κάθε αμαρτίας: την υπερηφάνεια σαν εξέγερση ενάντια του Θεού. Εκείνος που πρώτος κλήθηκε για την κατά χάρη θέωση θέλησε να γίνει ο ίδιος Θεός. Έτσι η ρίζα της αμαρτίας είναι η δίψα για αυτοθέωση, η αποστροφή της χάριτος. Παραμένοντας εξαρτημένο από το Θεό όσον αφορά αυτήν την οντότητά του, εφόσον η οντότητά του δημιουργήθηκε από το Θεό, το πνεύμα που στασίασε αποκτά συνεπώς ένα μίσος για το ον, μία μανία καταστροφής, μία δίψα για ένα απραγματοποίητο μηδέν. Επειδή μόνο ο γήινος κόσμος παραμένει ανοικτός σ’ αυτόν, προσπαθεί εδώ να καταστρέψει το θείο σχέδιο, και αφού απέτυχε να εκμηδενίσει τη δημιουργία, προσπαθεί να την παραμορφώσει. Το δράμα που άρχισε στους ουρανούς συνεχίζεται στη γη, καθώς οι πιστοί άγγελοι κλείνουν τις πύλες του ουρανού ανυποχώρητα στους πεσόντες αγγέλους.
Ο όφις στη Γένεση είναι ο Σατανάς, όπως επίσης και ο «αρχαίος δράκων» της Αποκάλυψης. Είναι παρών στο γήινο Παράδεισο ακριβώς επειδή ο άνθρωπος πρέπει να υποστεί την «πείρα», τη δοκιμασία της ελευθερίας. Η πρώτη εντολή, η εντολή να μη αγγίξουν το δένδρο, εντοπίζει την ανθρώπινη ελευθερία, και ακολουθεί την ίδια τάξη ιδεών που ο Θεός επιτρέπει την παρουσία του όφεως. Το «η πίστις κάνει την αμαρτία ζωντανή», που αναφέρεται εμφαντικά από τον Παύλο, αυτό δηλώνει. Ο Θεός δίνει την πρώτη εντολή και αμέσως ο Σατανάς ενσπείρει την ανυπακοή. Στην πραγματικότητα ο καρπός από μόνος του ήταν καλός, αλλά όλα εξαρτώνται από την προσωπική σχέση του ανθρώπου και του Θεού. Και όταν η Εύα βλέπει ότι το δένδρο είναι ωραίο, παρουσιάζεται μια αξία έξω του Θεού. «Θα γίνετε όπως το Θεό», λέει ο όφις. Δεν εξαπατά πλήρως τον άνθρωπο: γιατί ο άνθρωπος καλείται για τη θέωση. Αλλά εδώ το «όπως» υποδηλώνει ισότητα, μέσον της εχθρότητας, γι’ αυτόν που εξεγείρεται ενάντια στο Θεό: αυτόνομος θεός ενάντια του Θεού, θεός αφ’ εαυτού, θεός του γήινου κόσμου απομονωμένος από το Θεό.
Μια και φαγωθεί ο καρπός, η αμαρτία αναπτύσσεται σε διάφορα στάδια. Όταν ο Θεός καλεί τον Αδάμ, αυτός αντί να κλάψει με τρόμο και να προσπέσει στο δημιουργό του, κατηγορεί τη γυναίκα: «η γυνή ην έδωκας μετ’ εμού», δηλώνει κατηγορηματικά. Έτσι ο άνδρας αρνείται τη δική του ευθύνη, την επιρρίπτει στη γυναίκα, και τελικά στον ίδιο το Θεό. Ο Αδάμ εδώ εμφανίζεται σαν ο πρώτος αιτιοκράτης. Ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος, αυτό αφήνεται να εννοηθεί· η δημιουργία, επομένως ο Θεός, τον έχει οδηγήσει στο κακό.
Από τότε, ο άνθρωπος κατέχεται από το κακό. Η φύση του αφού αποσπάσθηκε από το Θεό, έχει γίνει μη φυσική, αντί-φυσική. Το ανθρώπινο πνεύμα, αφού ανατράπηκε ζωωδώς, προσλαμβάνει την εικόνα της άμορφης ύλης αντί να αντανακλά την αιωνιότητα: η πρώτη ιεραρχία του ανθρωπίνου όντος, που ήταν ανοικτή στη χάρη αλλά την ανέτρεψε μέσα στον κόσμο, ανατράπηκε η ίδια. Το πνεύμα πρέπει να ζει από το Θεό, η ψυχή από το πνεύμα, το σώμα από την ψυχή. Αλλά το πνεύμα αρχίζει να ζει σε βάρος της ψυχής, τρεφόμενο με μη θείες αξίες, όπως η αυτόνομος καλωσύνη και η ωραιότητα την οποία ο όφις αποκάλυψε στη γυναίκα όταν επέσυρε την προσοχή της προς το δένδρο. Με τη σειρά της, η ψυχή ζει σε βάρος του σώματος, και γεννιούνται τα πάθη. Τελικά το σώμα ζει σε βάρος του γήινου σύμπαντος, φονεύει για να τραφεί και έτσι βρίσκει το θάνατο.
Όμως ο Θεός, και εδώ κείται το όλο μυστήριο των «δερμάτινων χιτώνων», εισάγει μια ορισμένη τάξη σ’ αυτό το κέντρο της αταξίας, για να αποφευχθεί μια ολοκληρωτική αποσύνθεση από το κακό. Η αγαθοεργός βουλή Του οργανώνει και συντηρεί το σύμπαν, η τιμωρία του είναι παιδαγωγική: είναι καλύτερα ο άνθρωπος να πεθάνει, δηλαδή να αποκλεισθεί από το δένδρο της ζωής, παρά να παραμείνει αιώνια εκείνη η τερατώδης κατάστασή του. Το ίδιο το πε­περασμένο του θα προετοίμαζε τη μετάνοια μέσα του, δηλ. τη δυνατότητα μιας νέας αγάπης. Αλλά το σύμπαν, που προστατεύεται μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι μ’ όλα ταύτα ο αληθινός κόσμος· αυτή η τάξη όπου υπάρχει θάνατος παραμένει μια καταστροφική τάξη. «Η γη είναι καταραμένη εξ αιτίας του ανθρώπου», και αυτή η ωραιότητα του κόσμου γίνεται αμφίβολη.
Ο αληθινός κόσμος, η πραγματική φύση επικυρώνεται μόνο από τη χάρη. Είναι γι’ αυτό που η αμαρτία ανοίγει το δράμα της απολύτρωσης. Ο δεύτερος Αδάμ θα επιλέξει το Θεό ακριβώς εκεί, όπου ο πρώτος Αδάμ είχε επιλέξει τον εαυτό του: ο Σατανάς θα έλθει στο Χριστό μετά τη βάπτισή Του και θα του προσφέρει τον ίδιο πειρασμό. Αλλά τρεις φορές ο πειρασμός θα αποκρουσθεί από τις ενωμένες θελήσεις του Θεού και του ανθρώπου.

(Μετάφραση: Χρίστος Ελευθερίου. – Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους», Λευκωσία)

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/10/blo ... z1b42iaTxg
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Το Προπατορικό αμάρτημα. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

2
Πολυ ωραίο!

Επισημάνω κάποια που μου φάνηκαν σημαντικά,αν και αξίζει να το διαβάσετε όλο.
Το κακό αναμφίβολα δεν έχει θέση ανάμεσα στις ουσίες, αλλά δεν είναι απλώς μια έλλειψη: υπάρχει μια ενεργητικότητα σ’ αυτό. Το κακό δεν είναι μία φύση, αλλά μια κατάσταση φύσεως, όπως πολύ βαθυστόχαστα θα έλεγαν οι Πατέρες. Έτσι το κακό εμφανίζεται σαν μια αρρώστια, σαν ένα παράσιτο που υπάρχει μόνο δυνάμει της φύσεως από την οποία ζει. Ακριβέστερα, είναι μια κατάσταση της θέλησης αυτής της φύσεως· είναι μια πτωτική θέληση όσον αφορά στο Θεό.

Επομένως, η αρχή του κακού έγκειται στην ελευθερία των όντων. Είναι γι’ αυτό που το κακό είναι αδικαιολόγητο· διότι δεν έχει άλλη αρχή από την ελευθερία του όντος που το διαπράττει. «Δεν υπάρχει κακό, ή μάλλον αυτό υπάρχει μόνο κατά τη στιγμή που αυτό διαπράττεται»
Τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος έχει παραχωρήσει ένα μέρος της θέλησής του στο κακό, και το έχει εισαγάγει στον κόσμο. Αναμφίβολα ο άνθρωπος, ο οποίος ήταν φυσικά προδιατεθειμένος να γνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό, έχει επιλέξει το κακό επειδή αυτό του είχε υποδειχθεί: αυτός είναι ακριβώς ο ρόλος του όφεως,
Οι άγγελοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν «ασώματα πνεύματα». Αν και καλούνται έτσι από τους Πατέρες και στη λειτουργία, δεν είναι «αμιγή πνεύματα». Υπάρχει μια αγγελική «σωματικότητα» η οποία μπορεί να γίνει και ορατή. .....Εν πάση περιπτώσει, οι άγγελοι δεν έχουν βιολογικές καταστάσεις παρόμοιες με τις δικές μας, και δεν γνωρίζουν ούτε θνητότητα ούτε αναπαραγωγή. Δεν έχουν «χιτώνες δερμάτινους».
Η ενότητα του αγγελικού κόσμου είναι εντελώς διαφορετική από τη δική μας. Κάποιος μπορεί να μιλά για το «ανθρώπινο είδος», δηλαδή τα αναρίθμητα πρόσωπα που έχουν την ίδια φύση. Αλλά οι άγγελοι, που είναι επίσης πρόσωπα, δεν έχουν ενότητα φύσεως. Κάθε ένας είναι μία φύση, ένα νοητό σύμπαν.

Το αγγελικό σύμπαν επομένως θα προσέδιδε στο κακό άλλες διαστάσεις από τις δικές μας. ....... Έτσι ο Εωσφόρος έβαλε σε πειρασμό άλλους αγγέλους, αλλά δεν έπεσαν όλοι· ο όφις ανέτρεψε το ένα τρίτο των αστέρων, λέγει η Αποκάλυψη συμβολικά.

Το κακό επομένως έχει την αρχή του στην πνευματική αμαρτία του αγγέλου. Και η συμπεριφορά του Εωσφόρου αποκαλύπτει σε μας τη ρίζα κάθε αμαρτίας: την υπερηφάνεια σαν εξέγερση ενάντια του Θεού. Εκείνος που πρώτος κλήθηκε για την κατά χάρη θέωση θέλησε να γίνει ο ίδιος Θεός. Έτσι η ρίζα της αμαρτίας είναι η δίψα για αυτοθέωση, η αποστροφή της χάριτος. Παραμένοντας εξαρτημένο από το Θεό όσον αφορά αυτήν την οντότητά του, εφόσον η οντότητά του δημιουργήθηκε από το Θεό, το πνεύμα που στασίασε αποκτά συνεπώς ένα μίσος για το ον, μία μανία καταστροφής, μία δίψα για ένα απραγματοποίητο μηδέν. Επειδή μόνο ο γήινος κόσμος παραμένει ανοικτός σ’ αυτόν, προσπαθεί εδώ να καταστρέψει το θείο σχέδιο, και αφού απέτυχε να εκμηδενίσει τη δημιουργία, προσπαθεί να την παραμορφώσει. Το δράμα που άρχισε στους ουρανούς συνεχίζεται στη γη, καθώς οι πιστοί άγγελοι κλείνουν τις πύλες του ουρανού ανυποχώρητα στους πεσόντες αγγέλους.
Από τότε, ο άνθρωπος κατέχεται από το κακό. Η φύση του αφού αποσπάσθηκε από το Θεό, έχει γίνει μη φυσική, αντί-φυσική. Το ανθρώπινο πνεύμα, αφού ανατράπηκε ζωωδώς, προσλαμβάνει την εικόνα της άμορφης ύλης αντί να αντανακλά την αιωνιότητα: η πρώτη ιεραρχία του ανθρωπίνου όντος, που ήταν ανοικτή στη χάρη αλλά την ανέτρεψε μέσα στον κόσμο, ανατράπηκε η ίδια. Το πνεύμα πρέπει να ζει από το Θεό, η ψυχή από το πνεύμα, το σώμα από την ψυχή. Αλλά το πνεύμα αρχίζει να ζει σε βάρος της ψυχής, τρεφόμενο με μη θείες αξίες, όπως η αυτόνομος καλωσύνη και η ωραιότητα την οποία ο όφις αποκάλυψε στη γυναίκα όταν επέσυρε την προσοχή της προς το δένδρο. Με τη σειρά της, η ψυχή ζει σε βάρος του σώματος, και γεννιούνται τα πάθη. Τελικά το σώμα ζει σε βάρος του γήινου σύμπαντος, φονεύει για να τραφεί και έτσι βρίσκει το θάνατο.


Αλλά το σύμπαν, που προστατεύεται μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι μ’ όλα ταύτα ο αληθινός κόσμος· αυτή η τάξη όπου υπάρχει θάνατος παραμένει μια καταστροφική τάξη. «Η γη είναι καταραμένη εξ αιτίας του ανθρώπου», και αυτή η ωραιότητα του κόσμου γίνεται αμφίβολη.
Ο αληθινός κόσμος, η πραγματική φύση επικυρώνεται μόνο από τη χάρη.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το Προπατορικό αμάρτημα. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

3
Κάνοντας λόγο για το προπατορι­κό αμάρτημα βλέπουμε ως συνέπεια αυτού, τον θάνατο. Στην Αγία Γραφή και στην ιερά Παράδοση βλέπουμε επανειληµµένως ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο[28]. Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο ούτε θνητό, ούτε αθάνατο[29], αλλά µέ την δυνατότητα να γίνει αθάνατος˙ έτσι η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει φυσική[30] αλλά κτιστή αθανασία αφού τον έπλασε «κατ ̉ εικόνα και καθ ̉ ομοίωσιν».


Πρόκειται επομένως, για διείσδυση του θανάτου μέσα στην ανθρώπινη φύση, που εισήλθε στον άνθρωπο διά της αμαρτίας του Αδάμ και δι ̉ αυτού σε όλη την κτίση[31]. Η αμαρτία από την οποία γεννήθηκε ο θάνατος[32] είναι η παρακοή του Αδάμ[33] στον Παράδεισο, ως ρήξη της σχέσεώς του με τον Θεό «ζώντας όχι με τη ζωή του Θεού, αλλά (τη ιδία φύσει)[34], οδηγείται φυσιολογικά στο θάνατο»[35].
Όταν ο Θεός έδωσε την εντολή στον άνθρωπο να µή φάει από τον απαγορευμένο καρπό[36], συγχρόνως του διεμήνυσε: «η δ ̉ αν ημέρα φάγητε απ ̉ αυτού, θανάτω αποθανείσθε»[37].

Ο άνθρωπος άκουσε την προειδοποίηση του Θεού, αλλά δεν την τήρησε. Αυτό έγινε για δύο λόγους: ο πρώτος είναι, ότι ο άνθρωπος πλάστηκε να είναι ελεύθερος (αυτεξούσιος)[38] και ο δεύτερος, διότι ο διάβολος είχε σκοτίσει πλέον τον νου[39], όπως φαίνεται όταν «είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστι του κατανοήσαι, και λαβούσα του καρπού αυτού έφαγεν· και έδωκεν και τω ανδρὶ αυτής μετ ̉ αυτής, και έφαγον»[40]. Το χωρίο αυτό είναι ενδυκτιό, διότι το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού, προφανώς η Εύα δεν το έβλεπε για πρώτη φορά, την στιγμή εκείνη δηλαδή που της το εδειξε ο διάβολος, αλλά το είχε ξαναδεί χωρίς όμως να της προκαλέσει το ενδιαφέρον. Αυτό έγεινε διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε την ίδια θέληση με τον δημιουργό Θεό, δηλαδή η Εύα στον παράδεισο είχε το κατά φύση θέλημα αλλά, μετά την χρήση της βούλησης υπέπεσε στην αμαρτία[41], και εναντιώθηκε προς τον Θεό. Έτσι ο νεκρωθείς διάβολος μετέδωσε την νέκρωση στον άνθρωπο, επειδή ο τελευταίος υπάκουσε την συμβουλή του διαβόλου, και απείθησε στην εντολή του Θεού και έχασε την Χάρη Του.


Aπο Η περί ψυχής διδασκαλία του βιβλίου της Γενέσεως


http://ierosnaosagandreou.blogspot.com




---------------------------




[*]Σχετικά με το κακό που αναφέρεται και στο πρώτο ποστ

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει «Την δε κακίαν, ουκ ουσίαν αλλά συμβεβηκός φησιν, έννοιάν τινα και λόγον και πράξιν παρά τον νόμον του Θεού εν τω εννοείσθαι και λέγεσθαι και πράττεσθαι την ύπαρξιν έχουσαν και άμα τω παύσασθαι αφανιζομένην[7]».

Η επιθυμία του αγαθού είναι έμφυτη στον άνθρωπο[8]. Αυτό αποδεικνύεται από την αποστροφή που αισθάνεται κάποιος προς το κακό.
Το αγαθό είναι πάντοτε ωραίο ενώ το κακό είναι άσχημο[9].

Η άρνηση του αγαθού είναι το κακό. Η κακία δεν είναι κάποια ιδιαίτερη ουσία ή ιδίωμα ουσίας[9α] αλλά εναντίωση στη αρετή και εκτροπή από το «καταφύσιν» στο «παραφύσιν».

Αυτό υποστηρίζει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ότι η απομάκρυνση του ανθρώπου από την αρετή και το αγαθό που είναι ο Θεός τον οδηγεί στο παραφύσιν που δεν είναι άλλο από το κακό: «Διότι μία αρχή του αγαθού υπάρχει, η οποία είναι ελεύθερη από κάθε κακία. Αλλά, ρωτούν, αν συμβαίνει αυτό, από πού προέρχεται το κακό; Διότι είναι αδύνατο να δημιουργηθεί το κακό από το αγαθό. Λέμε, λοιπόν, ότι το κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά στέρηση του αγαθού και παρεκτροπή από τη φυσική κατάσταση στην παρά φύση· διότι κανένα κακό δεν αποτελεί φυσική κατάσταση. Όλα, δηλαδή, όσα ο Θεός δημιούργησε είναι πολύ καλά, σύμφωνα με το δημιουργικό τους σκοπό. Αν, λοιπόν, παραμένουν έτσι, όπως δημιουργήθηκαν, «είναι πολύ καλά»· αν όμως απομακρυνθούν με τη θέλησή τους από τη φυσική κατάσταση και έλθουν στο παρά φύση καταλήγουν στο κακό. [9β]»

Ενώ το αγαθό ενοποιεί και συνέχει τα διηρημένα το κακό διαιρεί και φθείρει τα ενωμένα[10]. Το κακό με τη σειρά του κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει οντολογική αρχή δεν έχει υπόσταση[10α] αλλά είναι η έλλειψη του αγαθού. Αν και δεν έχει οντολογική αρχή προκαλεί όμως διάστροφες οντολογικές καταστάσεις επειδή εκτρέπει τα όντα στο μη ον. Το κακό όμως πολλές φορές εμφανίζεται στον κόσμο ως πιο δυνατό από το αγαθό και έτσι φαίνεται να παραμερίζεται το καλό και να θριαμβεύει το κακό. Κατά τον Άγιο Συμεών όταν όμως επιλεγούν τα αιώνια αγαθά το φως και η ζωή τότε το σκοτάδι υποχωρεί και εξαφανίζεται και κάνει το κακό να φαίνεται ανυπόστατο[10β]. Αυτός είναι και ο λόγος ότι δεν υπάρχει πουθενά από μόνο του αλλά πάντοτε παρουσιάζεται με το σώμα του αγαθού που διαβρώνει. Η εγκατάλειψη του αγαθού από τον άνθρωπο επιφέρει το κακό το οποίο είναι η έλλειψη του αγαθού και οφείλεται στην προαίρεση του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πράξει είτε το αγαθό είτε το κακό. Το γεγονός λοιπόν ότι υπάρχει ο άνθρωπος ως αυτεξούσιο ελεύθερο ον με προαίρεση, του δίνει τη δυνατότητα να αρνηθεί το αγαθό. Έτσι το κακό που είναι ανύπαρκτο όσο ο άνθρωπος πράττει το αγαθό, τώρα με την άρνηση του αγαθού το κακό φανερώνεται και αποκτά ύπαρξη στα αυτεξούσια όντα.

Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξαίρει τη δύναμη του αυτεξουσίου θέλοντας να πει ότι η ελευθερία του ανθρώπου προξενεί και το κακό όπως δημιουργεί το καλό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετά την ελεύθερη κίνηση προς την εκτροπή ο άνθρωπος δεν υποδουλώνεται στο Διάβολο και δεν γίνεται θύμα του
όπως το δέχεται η γενική γραμμή της Πατερικής θεολογίας κατά την οποία άλλωστε η σατανική επιρροή εξασθενίζει τη βούληση και την αντίσταση του ανθρώπου.


http://antiairetikos.blogspot.com





-----------------------------------------------



[*]Σχετικά με το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού,δεν υπάρχει πουθενα αναφορά σε μήλο,είναι αυθαίρετη προσθήκη ή μάλλον παρερμηνεία,οπως φαίνεται και απο το σχετικό απόσπασμα



ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, γ' ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. δ' καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ε' ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. ϛ' καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. ζ' καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.

Ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει να τρέφεται -να ζει δηλαδή- μόνο από το πρώτο -να έχει εμπειρία μόνο του καλού, της αδελφοσύνης, της αγάπης. Τυχόν τροφή του -στάση ζωής- από το δεύτερο δέντρο θα τον οδηγήσει στην εμπειρία του κακού, της διάσπασης, της βίας.



Στη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής η λέξη «κακό», της φράσης «δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού», μεταφράζεται σωστά ως malum (=κακό). Η ίδια όμως λέξη malum σημαίνει και μήλο. Λόγω της σύμπτωσης αυτής δημιουργήθηκε η διαδεδομένη εντύπωση ότι οι πρωτόπλαστοι αμάρτησαν τρώγοντας… ένα μήλο.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το Προπατορικό αμάρτημα και το κακό στον κόσμο. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

4
Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Οι πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για το κακό με τρεις έννοιες, με οντολογική έννοια, με την έννοια της αμαρτίας, και για το φυσικό κακό.

Το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξη. Είναι στέρηση του αγαθού και παρεκτροπή, από την κατά φύση κατάσταση στην παρά φύση. Τίποτε από όσα υπάρχουν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κακό, γιατί όλα είναι κτίσματα του Τριαδι­κού Θεού. Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα χωρίς Αυτόν τί­ποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει (Ιω. α' 3) «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα...τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται και αυτός εστί προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε»· όλα συγκρατούνται δι' αυτού (Κολ. α' 16-17). Όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά και τίποτε από αυτά δεν είναι από τη φύση του κακό «Και είδε ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. α' 31).

Αν η δημιουργία του Θεού παρέμενε "κατά φύση", όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, δεν θα υπήρχε το πρόβλημα του κακού. Υπήρξε, επειδή ο άνθρωπος με τη θέλησή του απομακρύνθηκε από το "κατά φύση", και προ­τίμησε την "παρά φύση" κατάσταση. Εδώ πρέπει να ανα­ζητήσουμε το κακό· όχι σε οντολογική ύπαρξη.

Η κακία λοιπόν είναι απομάκρυνση από το αγαθό, από το "κατά φύση", όπως το σκοτάδι είναι απομάκρυνση από το φως. «Εφ' όσον παραμένουμε στη φυσική μας κατά­σταση, είμεθα στην αρετή, αν όμως παρεκκλίνουμε από τη φυσική μας κατάσταση, δηλαδή από την αρετή, πηγαίνουμε στην παρά φύση», λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνε­χίζοντας τη διδαχή των προηγουμένων από αυτόν πατέρων. «Η κακία δεν είναι κάτι που υπάρχει...Το κακό είναι στέ­ρηση του αγαθού. Ο οφθαλμός κατεσκευάσθη. Η τύφλω­ση όμως προέρχεται με την απώλεια των ματιών. Ώστε εάν ο οφθαλμός δεν ήταν από φθαρτή φύση, η τύφλωση δεν θα είχε θέση. Έτσι και το κακό δεν έχει ιδία ύπαρξη, αλλ' έρχεται κατόπιν στις αναπηρίες της ψυχής» (Μ. Βασίλειος).

Το κακό δεν είναι γνώρισμα κάποιας ύπαρξης, αλλά ένα "συμβάν", θεληματική παρεκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση- αυτό το συμβάν ονομάζουμε αμαρτία.

Ο άνθρωπος βρισκόταν σε κοινωνία με τον Θεό, σε ενότητα αγάπης με το Δημιουργό του. Από αυτήν εξέπεσε και οδηγήθηκε σε ποικιλόμορφες ασθένειες. Έδειξε απο­στροφή από το καλύτερο και πήρε κατεύθυνση αντίθετη, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μακρυά από το σκοπό του, να χά­σει δηλαδή το νόημα της ζωής του. Έτσι ο απόστολος μι­λάει για την επάνοδο σ' αυτό το "σκοπό", όταν λέγει: «Κα­τά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλ. γ' 14).

Το κακό λοιπόν, ως αμαρτία, έχει την ύπαρξή του στην προαίρεση του άνθρωπου, και όχι στη φύση του. «Η αιώνια ουσία μεταδίδει την αγαθότητα και με το λόγο, και με τις πράξεις, και παρατηρούμενη, ενώ η σωματική μεταδίδει μόνο παρατηρούμενη. Η αιώνια η μη ύπαρξη της λογικής και νο­ερής ουσίας εξαρτάται από τη θέληση του Θεού, που δημι­ούργησε τα πάντα καλά Το να είναι όμως αυτά καλά ή κακά, αυτό εξαρτάται από τη θέληση των δημιουργημάτων. Το κα­κό δεν υπάρχει στην ουσία των δημιουργημάτων, αλλά στην εσφαλμένη και ασυλλόγιστη ενέργεια αυτών» (Μάξιμος ο Ομολογητής).

Η ψυχή εδημιουργήθη για να βλέπει τον θεό και να φωτίζεται από αυτόν, λέγει ο Μ. Αθανάσιος, αλλά αυτή, αντί για τον Θεό, επεζήτησε τα φθαρτά και το σκότος· «Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο ευθύ, και αυτοί εζήτησαν λογι­σμούς πολλούς» αναφέρει ο Εκκλησιαστής (ζ' 29). Αυτοί οι πονηροί λογισμοί προέρχονται από την «καρδιά του ανθρώπου» (Ματθ. ιε' 19), όταν βέβαια ο άνθρωπος από αμέλεια εγκαταλείψει ακαλλιέργητα "τα φυσικά σπέρματα των αγαθών", όπως αναφέρει ο Μ. Βασίλειος. Γιατί ο άφρων είναι σαν τον αγρό, λέγει η Γραφή, και «ώσπερ αμπελών άνθρωπος ενδεής φρενών εάν αφής αυτόν, χερσωθήσεται», θα χερσωθεί, θα γεμίσει χορτάρια και θα εγκαταλειφθεί (Παροιμ. κδ' 30-31).

Στην ψυχή λοιπόν που έχει χερσωθεί, είναι φυσικό να φυτρώνουν αγκάθια και ζιζάνια και να συμβαίνει εκείνο που έχει λεχθεί: «Και έμεινα του ποιήσαι σταφυλήν, εποίησε δε ακάνθας» (Ησ. ε' 2), περίμενα να κάνει σταφύλια και έκανε αγκάθια! «Εγώ δε εφύτευσά σε άμπελον καρποφόρον πάσαν αληθινήν πώς εστράφης εις πικρίαν, άμπε­λος η αλλοτρία;» (Ιερεμ. β' 21)· εγώ σε εφύτευσα κατά πά­ντα αληθινή άμπελο καρποφόρο, πώς μεταβλήθηκες σε πι­κρά άμπελο και έγινες ξένη προς εμέ;

Κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή «τρία είναι εκείνα που μας παρακινούν να κάμνομε τα κακά τα πάθη, οι δαίμονες και η κακή προαίρεση. Τα πάθη μας παρακινούν, όπως όταν επιθυμούμε κάποιο παράλογο πράγμα... και όταν οργιζόμα­στε ή λυπούμαστε αδικαιολόγητα... Οι δαίμονες πάλι μας παρακινούν, όπως όταν εκμεταλλεύονται την αδιαφορία που δείχνουμε εμείς, μας επιτίθενται ξαφνικά με μεγάλη σφοδρότητα, διεγείροντας τα πάθη... Τέλος η κακή προαί­ρεση μας παρακινεί όπως όταν ενώ γνωρίζομε το καλό, προτιμούμε τα κακά». Τούτο γίνεται γιατί η φύση του ανθρώπου είναι τρεπτή και όχι άτρεπτος.

«Βλέπεις πώς μεταβάλλεται η ίδια η φύση; Μπορεί να ρέπει προς το κακό, και αμέσως πάλι μπορεί να στραφεί προς το καλό, και στις δύο περιπτώσεις έχει την ικανότητα να συμφωνήσει με εκείνες τις πράξεις που θέλει. Μπορεί να δεχθεί λοιπόν η ανθρώπινη φύση το καλό ή το κακό, δηλαδή τη θεία χάρη ή την αντίπαλη δύναμη του σατανά, αυτό όμως δεν γίνεται αναγκαστικά, αλλά με τη δική της θέληση» (Μακάριος ο Αιγύπτιος).

Αν δεν ζητήσουμε το κακό στην προαίρεση του ανθρώ­που πρέπει να το θεωρήσουμε αναπόφευκτο γεγονός. Τότε είναι περιττοί οι νόμοι και οι δικαστές και κάθε προσπάθεια για βελτίωση των συνθηκών της ζωής ή και για αποφυγή των δυσάρεστων. «Θα κερδίσει μεν ο γεωργός, χωρίς να σπείρει και χωρίς να ακονήσει δρέπανον, θα υπερπλουτήσει δε ο έμπορος, είτε το θέλει είτε όχι, αφού η ειμαρμένη θα του συγκεντρώνει τα χρήματα. Αι δε μεγάλαι ελπίδες των Χριστιανών θα μας γίνουν άφαντοι, διότι ούτε η δικαιοσύνη θα βραβεύεται, αφού οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτε κατά την προαίρεσίν των» (Μ. Βασίλειος).

Κανένας δεν είναι "εκ φύσεως καλός" ή "εκ φύσεως κακός". Γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε κανένας καλός δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει κακός και κανένας κακός να μεταβληθεί σε καλό. Όμως βλέπουμε στη ζωή των ανθρώ­πων να συμβαίνουν τέτοιες καταπληκτικές μεταβολές, να μεταπίπτουν από το κακό στο καλό ή και το αντίθετο. Τελώνες να γίνονται απόστολοι και μαθητές του Χριστού να μεταβάλλονται σε προδότες. Πόρνες να μεταστρέφονται και να γίνονται αγίες και ληστές ευσεβείς. Αυτό σημαίνει πως κανείς δεν είναι καλός ή κακός από τη φύση του.

Αλλά , θα πει ίσως κανείς, ο Θεός γνωρίζει εκ των προ­τέρων τα πάντα. Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε τι στη ζωή του ανθρώπου είναι αναπόφευκτο και δεν μπορεί να έχει διαφορετική τροπή;

Ο Θεός είναι βέβαια παντογνώστης, γνωρίζει εκ των προτέρων και αυτά που πρόκειται να συμβούν. Αλλά τα γνωρίζει επειδή γι' αυτόν τα πάντα είναι παρόντα· δεν υπάρχει στον Θεό παρελθόν και μέλλον. Υπάρχει μόνο το αιώνιο παρόν. Η γνώση αναφέρεται πάντοτε σ' αυτά που υπάρχουν και η πρόγνωση αναφέρεται σ' αυτά που οπωσ­δήποτε θα συμβούν, λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός· δεν συμβαίνουν επειδή τα προγνωρίζει ο Θεός, αλλά τα γνωρί­ζει επειδή ενώπιον Του έχουν ήδη συμβεί.

Μήπως θα ήταν καλύτερο αν ο Θεός δεν επέτρεπε καθό­λου να έλθουν στην ύπαρξη όσοι, σύμφωνα με τη δική Του πρόγνωση, θα γίνονταν κακοί; Αν τα κτίσματα, που εδημιουργήθησαν εξαιτίας της αγαθότητος του Θεού, επρόκειτο να γίνουν κακά εξαιτίας της δικής τους κακής προαιρέσεως, και αυτό το γεγονός τα εμπόδιζε να έλθουν σε ύπαρξη, τό­τε «το κακόν θα ενικούσε την αγαθότητα του Θεού», κατα­λήγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο Θεός λοιπόν δεν ευ­θύνεται για την αμαρτία του άνθρωπου.

Αλλά, θα παρατηρήσει κανείς, πολλές φορές, ακόμη και οι κακοί, υπηρετούν τα σχέδια του Θεού. Γιατί τότε να επιρρίπτουμε σ' αυτούς ευθύνες;

Θα ήταν βλάσφημο να πούμε πως λόγου χάρη ο Ιούδας δεν ευθύνεται για την πράξη του και ότι υπηρέτησε τα σχέ­δια του Θεού, που διαφορετικά θα εματαιώνοντο· «μη γέ­νοιτο» λέγει ο Χρυσόστομος και καταλήγει: «Διότι ο ίδιος ο πάνσοφος Θεός εγνώριζε πως θα ενεργούσε την σωτηρίαν μας και αν ακόμη δεν συνέβαινε αυτό. Άλλωστε, δι' αυτό, διά να μη νομίση κανείς ότι ο Ιούδας έγινεν υπηρέ­της της θείας οικονομίας, τον οικτίρει». «Ο μεν υιός του ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού», λέγει και καταλήγει: «ουαί δε τω ανθρώπω εκείνω δι' ου ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. κστ'24). Είχε λοιπόν ευθύνη ο προδότης του Κυρίου.

Ο Χρυσόστομος θέτει εδώ το πρόβλημα: «Εάν ήτο κα­λόν να μη γεννηθή αυτός, διατί τον άφησε να έλθη εις τον κόσμον και αυτόν και όλους τους πονηρούς;». Σ' αυτό δί­νει την αποστομωτική απάντηση: «Πρέπει να κατηγορήσης τους πονηρούς, οι οποίοι ενώ ήσαν ελεύθεροι να μη γί­νουν τέτοιοι, έγιναν πονηροί. Συ όμως άφησες αυτό και λεπτολογείς και περιεργάζεσαι τα έργα του Θεού· αν και γνωρίζεις, ότι δεν γίνεται αναγκαστικά κανείς πονηρός». Κανένας λοιπόν δεν είναι αναγκαστικά κακός· δεν είναι η φύση η αιτία της αμαρτίας, αλλά η προαίρεση.

Όμως τι θα πούμε για το φυσικό κακό, δηλαδή για το «επίπονον και οδυνηρόν εις τας αισθήσεις», κατά την δια­τύπωση του Μεγάλου Βασιλείου; Εδώ γίνεται λόγος για τη σωματική ασθένεια για την στέρηση των αναγκαίων στη ζωή, για την αισχύνη, τη χρηματική ζημιά, την απώλεια των συγγενών, για συμφορές που ταλαιπωρούν όλους τους ανθρώπους μιας περιοχής, όπως πείνες, ξηρασίας, βροχές, σεισμοί κ. ο. κ.

Όλα αυτά αναφέρονται στην αγία Γραφή ως "κακά", τα όποια επιτρέπει ο Θεός ως παιδαγωγικά μέσα ή για άλλο σκοπό. «Εγώ ο κατασκευάσας φως και ποιήσας σκότος», λέγει ο Θεός στον προφήτη, «ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά» (Ησ. με' 7)· «ότι κατέβη κακά παρά Κυρίου επί πύλας Ιερουσαλήμ» (Mix. α' 12)· «ει έστι κακία εν πόλει ην Κύριος ουκ εποίησε;» (Αμώς γ' 6). «Ίδετε ίδετε ότι εγώ ειμί και ουκ εστί Θεός πλήν εμού· εγώ αποκτενώ και ζην ποιώ, πατάξω καγώ ιάσομαι, και ουκ εστίν ος εξελείται εκ των χειρών μου» (Δευτερ. λβ' 39).

Δεν ονομάζει εδώ κακία την πονηρία και την αμαρτία, αλλά την ταλαιπωρία, τον πόνο και τις συμφορές· αυτό εννοούσε και ο Κύριος όταν έλεγε· «αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής» (Ματθ. στ' 34). Η αμαρτία δεν είναι έργο του Θεού, αλλά εύρημα της θελήσεως του ανθρώπου. Αυτή δε η "κακία", οι οδυνηρές δηλαδή καταστάσεις στη σωματική ζωή του ανθρώπου, η κάκωση, γίνεται προς αναίρεση της αμαρτίας και ονομάζεται κακία, όχι από τον χαρακτήρα της, αλλά «από την γνώμην των ανθρώπων διότι συνηθίζομε να ονομάζωμε κακίαν όχι μόνον τας κλοπάς και τας μοι­χείας, αλλά και τας συμφοράς» (Χρυσόστομος).

Στην πραγματικότητα αυτές οι κακώσεις είναι αγαθά, επειδή δεν αποβλέπουν στην τιμωρία μας, αλλά στον σω­φρονισμό μας και στην επιστροφή μας μέσω της κακοπαθε-ας πίσω, στην κατάσταση της υγείας. «Και εκάκωσέ σε και ελιμαγχόνησέ σε και εψώμισέ σε...» (Δευτερ. η' 3), σε εταλαιπώρησα και σε άφησα να πεινάσεις για να σε ευεργετήσω· «διά να σταματήσω την κακίαν προτού εξαπλωθεί υπερβολικά, όπως το ρεύμα του ποταμού, που συγκρατείται με κάποιον ισχυρόν φράκτην και αντιτείχισμα» (Μ. Βασίλειος).

Ο ίδιος πατέρας, σχολιάζοντας το Ησ. με' 7 λέγει πως ο Θεός "κτίζει κακά" με την έννοια, όχι ότι τα δημιουργεί από το μηδέν, αλλά τα "μεταποιεί"· μέσω αυτών των κακώσεων οδηγεί σε καλλιτέρευση. Η ίδια έννοια αποδίδεται και στο «πατάξω καγώ ιάσομαι» εγώ πληγώνω και εγώ θεραπεύω (Δευτερ. λβ' 39)' όσον ο εξωτερικός άνθρωπος φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός ανακαινουργιώνεται (Β' Πέτρ. δ' 16). «Λοιπόν», σχολιάζει ο Μ. Βασίλειος, «δεν αποκτείνει άλλον και άλλον ζωοποιεί, αλλά τον ίδιο, με αυτά που τον σκοτώνει τον ζωοποιεί και με αυτά που τον πληγώνει, τον θεραπεύει». «Συ μεν γαρ πατάξεις αυτόν ράβδω, την δε ψυχήν αυτού εκ θανάτου ρύση» (Παροιμ. κγ' 14)· πληγώνεται η σάρκα για να θεραπευθεί η ψυχή. «Η ράβδος σου και η βακτηρία σου, αυταί με παρεκάλεσαν» (Ψαλμ. κβ/κγ' 4).

Το κακό λοιπόν είναι μόνο ένα, η αμαρτία. Δεν έχει οντολογική ύπαρξη ούτε είναι γνώρισμα κάποιας υπάρξεως. Είναι ένα συμβάν, μια πράξη αποκλίσεως από το αγαθό, η στέρηση του αγαθού, που έχει την αιτία στην προαίρεση του άνθρωπου, όχι στη φύση του. Το «κατά φύσιν» προη­γείται από το «παρά φύσιν» και αυτή η απόκλισιη από το «κατά φύσιν» δεν είναι αναπόφευκτο γεγονός. Και μόνο η ύπαρξη καλών και κακών το αποδεικνύει αυτό.

Τα «κακά» για τα οποία στην αγία Γραφή φέρεται «δημι­ουργός» ο Θεός είναι τα φυσικά κακά, οι κακώσεις κατά την αντίληψη των ανθρώπων, επειδή παρουσιάζονται σαν καταστάσεις οδυνηρές. Μέσω αυτής της κακοπαθείας σω­φρονίζεται ο άνθρωπος και οδηγείται στην επιστροφή. Έτσι ο Θεός "μεταποιεί" τις κακώσεις αυτές σε δωρεές και οδηγεί σε καλλιτέρευση.



Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δρ. θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το Προπατορικό αμάρτημα και το κακό στον κόσμο. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

5
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ






Εισαγωγή



Η διδασκαλία για το προπατορικό αμάρτημα, όπως διαμορφώθηκε στην ορθόδοξη παράδοση από τους Έλληνες Πατέρες, διαφέρει αισθητά από την αντίστοιχη διδασκαλία των λατίνων Πατέρων και ιδιαίτερα του ιερού Αυγουστίνου. Κι’ αυτό είναι ευνόητο, γιατί οι προϋποθέσεις που υπήρχαν στις δύο παραδόσεις για το θεολογικό προβληματισμό σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, καθώς και οι προκλήσεις που συνετέλεσαν στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της σχετικής διδασκαλίας ήταν διαφορετικές σε Ανατολή και Δύση. Εκτός του ότι οι λατίνοι Πατέρες είχαν κατά την ανάπτυξη της διδασκαλίας τους δικανικές και όχι οντολογικές προϋποθέσεις, όπως οι Έλληνες Πατέρες, δεν υπήρξε στην Ανατολή ανάλογη πρόκληση μ’ αυτήν που είχαν να αντιμετωπίσουν οι λατίνοι Πατέρες στη Δύση, και κυρίως ο ιερός Αυγουστίνος, εξ αφορμής της αίρεσης του Πελαγιανισμού. Αν και η αίρεση αυτή καταδικάστηκε στην Ανατολή και μάλιστα σε οικουμενικό επίπεδο κατά τη σύνοδο της Εφέσου (431), δεν απασχόλησε ευρύτερα τη θεολογική σκέψη των Ελλήνων Πατέρων, η οποία είχε απορροφηθεί για αρκετούς αιώνες κυρίως από τον χριστολογικό προβληματισμό.

Ωστόσο οι Έλληνες Πατέρες δεν αδιαφόρησαν για την ουσία και τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος. μόνο που ασχολήθηκαν με τα ζητήματα αυτά όχι αυτοτελώς και συστηματικά, αλλά μέσα στα πλαίσια της προσπάθειάς τους να αντιμετωπίσουν τις ποικίλες αιρέσεις που παραχάραζαν ουσιαστικά τη σωτηριολογική διδασκαλία και εμπειρία της Εκκλησίας, όπως το Γνωστικισμό, το Μανιχαϊσμό, τον Αρειανισμό, τον Απολιναρισμό, το Νεστοριανισμό, το Μονοφυσιτισμό και το Μονοθελητισμό, με στόχο να προβάλουν έναντι των αιρέσεων αυτών τόσο το σωτηριώδες έργο του Χριστού όσο και την πραγματικότητα της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου. Από την άποψη αυτή η πατερική διδασκαλία για το προπατορικό αμάρτημα δεν αποτελεί στην ορθόδοξη παράδοση μια αυτόνομη και συστηματική δογματική διδασκαλία που αντιμετωπίζει μια μεμονωμένη και ανεξάρτητη σωτηριολογική πρόκληση, αλλά μια διδασκαλία που συνδέεται άρρηκτα και λειτουργικά με τον κορμό της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας και ιδιαίτερα της Κοσμολογίας, της Ανθρωπολογίας, της Χριστολογίας και της Σωτηριολογίας.

Βεβαίως, λόγω της ποικιλίας των αιρετικών προκλήσεων, που εμφανίζονται μάλιστα κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους, καθώς και της έλλειψης συστηματικής ανάπτυξης της εν λόγω διδασκαλίας, παρατηρούνται πολλές φορές μεταξύ των Ελλήνων Πατέρων διαφοροποιήσεις σε ορισμένες πτυχές της. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι στα βασικά σημεία της διδασκαλίας αυτής υπάρχει ένα consensus patrum στην ορθόδοξη παράδοση, πράγμα που οφείλεται κατά βάση στις κοινές θεολογικές προϋποθέσεις των Ελλήνων Πατέρων.

Πριν λοιπόν υπεισέλθουμε στην καθαυτό εξέταση του θέματός μας, ας δούμε κατ’ αρχήν με κάθε δυνατή συντομία ποιες είναι αυτές οι κοινές θεολογικές προϋποθέσεις, που συνετέλεσαν καθοριστικά στην ανάπτυξη και διαμόρφωση της διδασκαλίας των επιμέρους πτυχών του προπατορικού αμαρτήματος στην ορθόδοξη παράδοση.



1. Θεολογικές προϋποθέσεις




Πρώτη βασική προϋπόθεση είναι η έννοια, με την οποία οι Έλληνες Πατέρες αντιλαμβάνονται τη σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου[1]. Κατ’ αυτούς μόνο ο Θεός είναι κατά φύσιν άκτιστος, άτρεπτος και αθάνατος, ενώ ο κόσμος είναι κτιστός και τρεπτός, προελθών στο είναι «εξ ουκ όντων» δια των ενεργειών του Θεού[2]. Ήδη η προέλευσή του από το μη ον στο είναι συνιστά τροπή και αλλοίωση[3], πράγμα που τον κάνει να ρέπει διαρκώς στο μηδέν, απ’ το οποίο προήλθε. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να παραμείνει στο είναι, είναι αναγκαία η εξάρτησή του από τη συνεκτική ενέργεια του Θεού. Διαφορετικά θα επιστρέψει και πάλι στο μηδέν και την ανυπαρξία. Με άλλα λόγια ο κτιστός κόσμος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του, ανεξάρτητα από την κατ’ ενέργειαν σχέση του με το Θεό. Η διακοπή της σχέσης και κοινωνίας του με το Θεό οδηγεί νομοτελειακά στο μηδέν και στο θάνατο. Από την άποψη αυτή και ο άνθρωπος ως κτιστός είναι καθ’ εαυτόν τρεπτός και θνητός. Για να επιτύχει την αθανασία, η οποία αποτελεί φυσική ιδιότητα μόνο του άκτιστου Θεού, πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή κοινωνία και σχέση μαζί του. Τόσο ο θάνατος όσο και η αθανασία είναι δυό δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά του, εξαρτώμενες αποκλειστικά από τη σχέση του με το Θεό. Η σχέση του με το Θεό ή η διακοπή της είναι που καθορίζει αν θα οδηγηθεί στην αθανασία ή θα εκπέσει στο θάνατο[4].

Εν προκειμένω πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όταν οι Έλληνες Πατέρες κάνουν λόγο για το θάνατο και την αθανασία δεν αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις αυτές μόνο υπό τη βιολογική, αλλά και υπό την πνευματική έννοια. Θάνατος δεν σημαίνει γι’ αυτούς μόνο χωρισμό του σώματος από την ψυχή, αλλά και χωρισμό της ψυχής από το Θεό που συνιστά την πηγή της ζωής. Το ίδιο και η αθανασία. δεν νοείται μόνο ως επιβίωση του ανθρώπου ως ψυχοσωματικής οντότητας, αλλά και ως ζωοποίηση της ψυχής από τη ζωοποιό ενέργεια του Αγ. Πνεύματος[5].

Δεύτερη βασική προϋπόθεση, που συνδέεται με την προηγούμενη, είναι ότι η αμαρτία κατά την ορθόδοξη παράδοση δεν νοείται απλώς ως παράβαση μιας εντολής του Θεού ή πολύ περισσότερο ως προσβολή της θείας δικαιοσύνης, αλλά ως μια νοσηρή ψυχοσωματική κατάσταση που προήλθε από τη διακοπή της κοινωνίας και σχέσης με το Θεό και οδηγεί ως εκ τούτου αναπόφευκτα στο θάνατο[6]. Για το λόγο αυτό αμαρτία και θάνατος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και πολλές φορές ταυτίζονται στην ορθόδοξη παράδοση[7]. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Νύσσης, εκφράζοντας εν προκειμένω την ομόφωνη αντίληψη και των άλλων δύο Καππαδοκών Πατέρων, «Αμαρτία δε εστιν η του Θεού αλλοτρίωσις, ός εστιν η αληθινή τε και μόνη ζωή»[8]. Με άλλα λόγια η αμαρτία κατά την ορθόδοξη παράδοση δεν αποτελεί απλώς ένα νομικό γεγονός που διαταράσσει τη θεία δικαιϊκή τάξη και συνεπάγεται ως εκ τούτου την τιμωρία του Θεού στον παραβάτη άνθρωπο, αλλά κυρίως και κατ’ εξοχήν ένα υπαρξιακό γεγονός που διαταράσσει την οντολογική σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, με αποτέλεσμα τη διακοπή της σχέσης αυτής με το Θεό, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα τον άνθρωπο στην αρρώστια, τη φθορά και το θάνατο. Υπό την έννοια αυτή ο θάνατος δεν νοείται ως τιμωρία που επιβάλλεται από τον ίδιο το Θεό, αλλά ως φυσική συνέπεια της αμαρτίας που συνιστά, όπως είπαμε, διακοπή της κοινωνίας με το Θεό. Ο Θεός ως πηγή παντός αγαθού δεν μπορεί να θεωρείται αίτιος του θανάτου[9]. Όπως πολύ χαρακτηριστικά τονίζει ο άγ. Ειρηναίος, «Όσα την προς Θεόν τηρεί φιλίαν, τούτοις την ιδίαν παρέχει κοινωνίαν. Κοινωνία δε Θεού, ζωή και φως και απόλαυσις των παρ’ αυτού αγαθών. Όσα αφίστανται κατά την γνώμην αυτών του Θεού, τούτοις τον απ’ αυτού χωρισμόν επάγει. Χωρισμός δε Θεού, θάνατος. και χωρισμός φωτός, σκότος. και χωρισμός Θεού, αποβολή πάντων των παρ’ αυτού αγαθών»[10]. Για το λόγο αυτό ακριβώς και η σωτηρία δεν νοείται στην ορθόδοξη παράδοση ως αποκατάσταση μιας δικαιϊκής σχέσης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αλλά ως θεραπεία και απαλλαγή από την κυριαρχία της φθοράς και του θανάτου.



2. Αρχέγονη κατάσταση και πτώση του ανθρώπου



Παρά το διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο ορισμένες φορές οι Έλληνες Πατέρες περιγράφουν την αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, υπάρχουν εν προκειμένω πλείστα όσα κοινά σημεία μεταξύ τους που αποτελούν την αφετηρία και τη βάση για την ορθόδοξη κατανόηση και ερμηνεία του γεγονότος της πτώσης.

Πριν από την πτώση του ο άνθρωπος δημιουργημένος κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, βρισκόταν, όπως τονίζουν, σε κοινωνία με τα πρόσωπα της Αγ. Τριάδος. Κοσμημένος με την χάρη του Αγ. Πνεύματος ήταν μέτοχος της θείας δόξας και γνώστης των θείων αληθειών. Ο βίος του ήταν αμέριμνος, ατάραχος και απαθής, και ο ίδιος βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με ολόκληρη τη δημιουργία, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο διατάραξης της σχέσης του μ’ αυτήν ή πολύ περισσότερο να κινδυνεύει απ’ αυτήν. Δεν υπήρχε σ’ αυτόν ο φόβος του θανάτου και η σαρκική επιθυμία. Ωστόσο, ως κτιστός και τρεπτός που ήταν κατά τη φύση του, δεν ήταν δυνατό να είναι φύσει αθάνατος και απόλυτα τέλειος[11]. Άλλωστε, αν δημιουργούνταν εξ αρχής τέλειος, θα είχε στερηθεί το ουσιωδέστερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπάρξεώς του, την ελευθερία της βουλήσεώς του. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν άκρως αντιφατικό με την έννοια της δημιουργίας του ανθρώπου, γιατί κατά τους Έλληνες Πατέρες η ελευθερία της βουλήσεως ή με άλλα λόγια το αυτεξούσιο, που το θεωρούν ως άρρηκτα συνδεδεμένο με το λογικό, είναι αυτό που συνιστά την ουσία του ανθρώπου[12]. Σκοπός λοιπόν της δημιουργίας του ανθρώπου κατ’ αυτούς ήταν να μπορέσει ο άνθρωπος ως λογικό και αυτεξούσιο ον σε κοινωνία με τον εν Τριάδι Θεό να επιτύχει την αθανασία και τη θέωση μέσω της ηθικής και πνευματικής τελειώσεώς του[13]. Αυτό άλλωστε είναι και το βαθύτερο νόημα της διακρίσεως μεταξύ του «κατ’ εικόνα» και του «καθ’ ομοίωσιν» κατά τη δημιουργία του ανθρώπου στην πατερική παράδοση. Το «κατ’ εικόνα» αναφέρεται σύμφωνα με την πλειονότητα των Ελλήνων Πατέρων στο λογικό και στο αυτεξούσιο, με το οποίο προικίστηκε ο άνθρωπος κατά τη δημιουργία του[14], ενώ το «καθ’ ομοίωσιν» αναφέρεται στη δυνατότητα της ομοίωσής του με το Θεό, δηλ. της θέωσής του, ύστερα από μια ελεύθερη πορεία πνευματικής ωριμάνσεως και ηθικής προόδου με τη συνεργία του Αγ. Πνεύματος[15]. Κατ’ αυτή λοιπόν την ηθικοπνευματική πορεία από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν» επισυνέβη κατά την ορθόδοξη παράδοση η πτώση του ανθρώπου, η οποία, καίτοι ανέτρεψε το αρχικό σχέδιο του Θεού και συνιστά οπωσδήποτε για τον άνθρωπο ένα τραγικό γεγονός, δεν αποτελεί γι’ αυτήν παρά μόνο ένα επεισόδιο μέσα στην όλη ιστορία της Θείας Οικονομίας και τίποτε περισσότερο[16].

Ας δούμε όμως πώς νοείται κατ’ αυτήν το προπατορικό αμάρτημα ως επεισοδιακό γεγονός και κυρίως ποιες είναι οι τραγικές συνέπειές του για τον πεπτωκότα άνθρωπο. Άλλωστε, όπως παρατήρησαν εύστοχα και ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, σ’ αυτές επιμένουν και γι’ αυτές ενδιαφέρονται περισσότερο οι Έλληνες Πατέρες, προκειμένου να αναπτύξουν τη διδασκαλία τους για το σωτηριώδες έργο του Χριστού[17].

Ενώ ο Θεός έθεσε, όπως είπαμε, ως σκοπό της υπάρξεως του ανθρώπου ήδη απ’ αρχής της δημιουργίας του την ηθικοπνευματική του τελείωση και τη θέωσή του, πράγμα που θα επιτυγχανόταν μέσω της κοινωνίας του με το Θεό και της υπακοής στις εντολές του, ο άνθρωπος, παρασυρθείς από το διάβολο που κινήθηκε από φθόνο απέναντί του, θέλησε να φτάσει στην «ισοθεΐα» και τη θέωση με δικό του τρόπο, παρακάμπτοντας το θείο σχέδιο και παραβαίνοντας την εντολή του δημιουργού του[18]. Έτσι ερμηνεύεται βασικά στην ορθόδοξη παράδοση η βιβλική διήγηση σχετικά με την παράβαση εκ μέρους των πρωτοπλάστων της εντολής του Θεού να μη φάνε από τον καρπό του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού[19]. Μοναδική εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί εν προκειμένω η άποψη του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, ο οποίος, χρησιμοποιώντας την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας της Αγ. Γραφής, ταυτίζει το προπατορικό αμάρτημα με την σύναψη πρόωρων και ως εκ τούτου παράνομων σαρκικών σχέσεων μεταξύ του Αδάμ και της Εύας[20]. Ωστόσο οι Έλληνες Πατέρες, αντιμετωπίζοντας προφανώς εγκρατιτικές αντιλήψεις πλατωνικής, γνωστικής και μανιχαϊκής προελεύσεως[21] και στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στη βιβλική διήγηση της Γενέσεως, απορρίπτουν πλήρως και κατηγορηματικά την οιαδήποτε ταύτιση του προπατορικού αμαρτήματος με τη σύναψη σαρκικών σχέσεων εκ μέρους των πρωτοπλάστων[22]. Εντοπίζοντας την αιτία της πτώσης όχι μόνο στην ηδυπάθεια αλλά και στην κενοδοξία του ανθρώπου[23], τονίζουν κατ’ εξοχήν την πνευματική διάσταση του προπατορικού αμαρτήματος, θεωρώντας το κατ’ ουσίαν ως μια πράξη ανυπακοής και ανταρσίας του ανθρώπου απέναντι στο θέλημα του Θεού.

Με την ανυπακοή του αυτή ο άνθρωπος, όπως τονίζουν, διέρρηξε τη σχέση και την κοινωνία του με το Θεό, με αποτέλεσμα να στερηθεί τη ζωοποιό ενέργεια του Αγ. Πνεύματος και να περιπέσει έτσι στην κυριαρχία του διαβόλου, της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου. Έχασε την αγιότητα και την παιδική αθωότητά του, σκοτίστηκε ο νους του, αμαυρώθηκε το «κατ’ εικόνα», δηλ. το λογικό και το αυτεξούσιό του, και φυγαδεύθηκε η γνώση που είχε για το Θεό[24]. Η δημιουργία έγινε πλέον εχθρική απέναντί του, με αποτέλεσμα να αισθάνεται έντονα απ’ αυτήν την απειλή του θανάτου. Άνθρωπος και δημιουργία βρέθηκαν πλέον σε μια ανταγωνιστική και εχθρική σχέση μεταξύ τους, με στόχο την από μέρους του εξουδετέρωση και υπέρβαση της απειλής του θανάτου που προερχόταν απ’ αυτήν[25]. Έτσι νοείται μέσα στην ορθόδοξη παράδοση ότι μετά την πτώση όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά ολόκληρη η δημιουργία «συστενάζει και συνοδύνει» μαζί του (Ρωμ. 8, 22) και ότι «τη… ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα» (Ρωμ. 8, 20)[26]. Η διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας και η εμφάνιση του οικολογικού προβλήματος που αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα στην εποχή μας έχουν εν προκειμένω αναμφίβολα τις ρίζες τους στην πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η πτώση του ανθρώπου στη φθορά και το θάνατο για τους Έλληνες Πατέρες, που στηρίζονται εν προκειμένω στην Αγ. Γραφή[27], δεν αποτελεί ποινή που επιβλήθηκε από το Θεό, αλλά φυσική συνέπεια της προπατορικής αμαρτίας, με την οποία διακόπηκε η υπαρξιακή κοινωνία και σχέση του με την πηγή της ζωής[28]. Εξάλλου το βιβλικό χωρίο «η δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού θανάτω αποθανείσθε» (Γέν. 2, 17) δεν νοείται στην ορθόδοξη παράδοση ως απειλή του Θεού για την ποινή που θα επέβαλε στους πρωτοπλάστους, αν παρέβαιναν το θέλημά του, αλλά ως φιλάνθρωπη προειδοποίηση, με σκοπό την προφύλαξη τους από τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η παράβαση της θείας εντολής[29]. Μάλιστα ακόμη και αυτός ο θάνατος επετράπη από το Θεό για λόγους φιλανθρωπίας, «ίνα μη αθάνατον γένηται το κακόν»[30]. Έτσι το λογικό και αυτεξούσιο δημιούργημα του Θεού που πλάστηκε για την αθανασία και τη θέωση βρέθηκε ξαφνικά εξαιτίας της παρακοής του και της κακής χρήσης της ελευθερίας του υπό το κράτος του διαβόλου, της φθοράς και του θανάτου.

Η προπατορική αμαρτία, καίτοι κατά τους Έλληνες Πατέρες δεν υπήρξε μια πράξη αναγκαιότητας εκ μέρους της τρεπτής φύσης του Αδάμ, αλλά μια πράξη της ελεύθερης επιλογής του[31], δεν περιορίστηκε απλώς και μόνο σε βουλητικό επίπεδο. επεκτάθηκε και στον οντολογικό φορέα της βούλησης που είναι η φύση. Με την προπατορική αμαρτία η ανθρώπινη φύση αρρώστησε στο πρόσωπο του Αδάμ, διαβρώθηκε οντολογικά, και αποκομμένη από την πηγή της ζωής κατέληξε αναπόφευκτα στη φθορά και το θάνατο[32]. Αυτήν ακριβώς τη νοσηρή κατάσταση της φθοράς και του θανάτου, στην οποία ξέπεσε ο Αδάμ, τη θεωρούν οι Έλληνες Πατέρες ως κατάσταση αμαρτωλή, όχι μόνο γιατί η φθορά και ο θάνατος αποτελούν τον καρπό της αμαρτίας, αλλά κυρίως γιατί συνιστούν την πηγή και την αιτία γενέσεως της αμαρτίας στη μεταπτωτική ζωή του. Με την πτώση του στη φθορά και το θάνατο, υποστηρίζουν, εισέβαλαν πλέον δυναμικά τα πάθη, οι σαρκικές ηδονές και γενικότερα η αμαρτία στη ζωή του[33]. Γι’ αυτό ακριβώς αμαρτία, φθορά και θάνατος είναι, όπως είδαμε, γι’ αυτούς άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Αν και στην αιτιώδη σχέση μεταξύ της αμαρτίας και της αρρωστημένης και θνητής ανθρώπινης φύσης θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, πρέπει να τονίσουμε εδώ ξεκάθαρα ότι οι Έλληνες Πατέρες θεωρούν τη θνητότητα της ανθρώπινης φύσης όχι μόνο ως το αποτέλεσμα αλλά και ως την αιτία και τη ρίζα της αμαρτίας. Και αυτή ακριβώς η πατερική αντίληψη αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση όχι μόνο της σημασίας του προπατορικού αμαρτήματος στην ορθόδοξη παράδοση, και ιδιαίτερα του τραγικού και επεισοδιακού χαρακτήρα του, αλλά και γενικότερα της ορθόδοξης ανθρωπολογίας και σωτηριολογίας.


συνεχίζεται....
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το Προπατορικό αμάρτημα και το κακό στον κόσμο. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

6
3. Η μετάδοση των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος



Με βάση τα δεδομένα αυτά για τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος η απάντηση των Ελλήνων Πατέρων στο ερώτημα πώς με την πτώση του Αδάμ μεταδόθηκε η αμαρτία σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να καταστούν και να θεωρούνται αμαρτωλοί, σύμφωνα με όσα γράφει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του, διαφέρει αισθητά από τη δυτική και ιδιαίτερα την αυγουστίνεια θεώρηση.

Ομόφωνα η ελληνική πατερική παράδοση σε αντίθεση με τον ιερό Αυγουστίνο υπογραμμίζει ότι εκείνο που κληρονομούν οι απόγονοι του Αδάμ δεν είναι η προσωπική του αμαρτία και η ενοχή του γι’ αυτήν, αλλά η αρρωστημένη και θνητή φύση του[34]. Η προσωπική αμαρτία και ενοχή του Αδάμ βαρύνει μόνο τον ίδιο. όχι τους απογόνους του. Το γεγονός ότι ο Αδάμ εξ αιτίας της προσωπικής αμαρτίας του, παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, κατέστη θνητός και ως εκ τούτου καθίστανται θνητοί και οι απόγονοί του είναι κατανοητό και εύλογο. Το να καταστεί όμως αμαρτωλός κάποιος άλλος εξαιτίας της παρακοής του Αδάμ, αυτό θα ήταν άδικο και παράλογο[35]. Γι’ αυτό ο ιερός πατήρ, εκφράζοντας ομόφωνα την ελληνική πατερική παράδοση, θεωρεί ότι η υποταγή στην αμαρτία των απογόνων του Αδάμ και ο χαρακτηρισμός τους ως αμαρτωλών νοείται αποκλειστικά ως υποταγή τους στο θάνατο[36]. Κι’ αυτό γιατί ο θάνατος, όπως είδαμε παραπάνω, αποτελεί γενικά για την ορθόδοξη παράδοση όχι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και την πηγή και αιτία της αμαρτίας. Εύλογα λοιπόν κατά την ελληνική πατερική παράδοση οι απόγονοι του Αδάμ χαρακτηρίζονται αμαρτωλοί από τον απόστολο Παύλο, όχι γιατί θεωρούνται ότι συμμετέχουν στην προσωπική αμαρτία και ενοχή του Αδάμ, αλλά γιατί κληρονομούν απ’ αυτόν την αρρωστημένη και θνητή φύση τους, απ’ την οποία γεννιέται αναπόφευκτα η αμαρτία[37].

Είναι πολύ χαρακτηριστικό, όπως επισημαίνει ήδη ο J. Meyendorff, ότι δύο Έλληνες Πατέρες του Ε΄ αι., και μάλιστα σύγχρονοι του ιερού Αυγουστίνου, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας και ο Θεοδώρητος Κύρου, παρά το γεγονός ότι ανήκαν σε διαφορετικές ερμηνευτικές σχολές και σε αντίθετα στρατόπεδα κατά τις χριστολογικές διαμάχες της εποχής τους, παρουσιάζουν στο σημείο αυτό ένα εντυπωσιακό consensus σχετικά με την αμαρτία του Αδάμ και τις συνέπειές της για το ανθρώπινο γένος[38].

Πράγματι. ανεξάρτητα από τη διαφορετική ερμηνεία που κάνουν στη φράση «εφ’ ω πάντες ήμαρτον» του πολυσυζητημένου παύλειου χωρίου Ρωμ. 5, 12, και οι δύο τους συμφωνούν απόλυτα ότι η αμαρτία γεννιέται για τους απογόνους του Αδάμ από τη φθαρτή και θνητή φύση που κληρονόμησαν απ’ τον προπάτορά τους[39]. Αυτή είναι η θεολογική προϋπόθεση, με βάση την οποία κυρίως ο Κύριλλος Αλεξανδρείας εξηγεί με εμπεριστατωμένο και αναλυτικό τρόπο πώς συνέβη και «δια της παρακοής του ενός ανθρώπου αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί» κατά τον απόστολο Παύλο (Ρωμ. 5, 19). Κατεστάθησαν, όπως επισημαίνει, αμαρτωλοί όχι ως συμπαραβάτες του Αδάμ και κληρονόμοι της ενοχής του, αλλά ως κληρονόμοι της αρρωστημένης και θνητής φύσης του, απ’ την οποία παράγονται νομοτελειακά οι προσωπικές τους αμαρτίες. Είναι πολύ ενδιαφέροντα και αντιπροσωπευτικά για την ορθόδοξη παράδοση τα όσα γράφει για το θέμα αυτό στο Υπόμνημά του στην Προς Ρωμαίους επιστολή: «Αλλ’ είποι τις αν. Ναι παρώλισθεν ο Αδάμ, και της θείας αλογήσας εντολής, φθορά και θανάτω κατεδικάζετο. είτα πώς αμαρτωλοί δι’ αυτόν κατεστάθησαν οι πολλοί; Τι προς ημάς τα εκείνου πταίσματα; πώς δε όλως οι μήπω γεγενημένοι καταδεδικάσμεθα σύν αυτώ,…; Τις ουν αν γένοιτο προς ημάς της απολογίας ο τρόπος;… Αμαρτωλοί δε γεγόναμεν δια της παρακοής του Αδάμ δια τοιόνδε τρόπον. Πεποίητο μεν γαρ επί αφθαρσία και ζωή, ην δε αυτώ και ο βίος αγιοπρεπής εν τω παραδείσω της τρυφής, όλος ην και δια παντός εν θεοπτίαις ο νους, εν ευδεία δε και γαλήνη το σώμα, κατηρεμούσης απάσης αισχράς ηδονής. ου γαρ ην εκτόπων κινημάτων θόρυβος εν αυτώ. Επειδή δε πέπτωκεν υφ’ αμαρτίαν, και κατώλισθεν εις φθοράν, εντεύθεν εισέδραμον την της σαρκός φύσιν ηδοναί τε και ακαθαρσίαι, ανέφυ δε και ο εν τοις μέλεσιν ημών αγριαίνων νόμος. Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ. ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, αλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας»[40].

Κατόπιν τούτων το προπατορικό αμάρτημα κατά την ορθόδοξη παράδοση, αν και υπήρξε καρπός της ελεύθερης βούλησης του Αδάμ, είχε οδυνηρές και αναπότρεπτες συνέπειες για την ανθρώπινη φύση. Η αμαρτία πλέον με την παρακοή του Αδάμ πέρασε από τη βούληση, που θεωρείται ως «σύνδρομο» της φύσης[41], στην ίδια τη φύση του ανθρώπου. όχι ως ενοχή αλλά ως νοσηρή κατάσταση που έχει μολύνει ως επιδημία ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Η σύνδεση της αμαρτίας με τη φύση και όχι απλώς με τη βούληση του μεταπτωτικού ανθρώπου δεν υπογραμμίζει μόνο τις οντολογικές προϋποθέσεις, με τις οποίες οι Έλληνες Πατέρες αντιλαμβάνονται την έννοια και τη σημασία του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αποκαλύπτει και το φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό βάθος της σκέψης και του όλου προβληματισμού τους σχετικά με τη γένεση της αμαρτίας.

Συνδέοντας συγκεκριμένα ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος τη γένεση της αμαρτίας με τη θνητότητα της ανθρώπινης φύσης, παρατηρεί προσφυώς ότι μαζί με το θάνατο, που ακολούθησε την πτώση του Αδάμ, εισέβαλε μέσα στην ανθρώπινη φύση «και ο των παθών … όχλος. Ότε γαρ θνητόν εγένετο το σώμα, εδέξατο και επιθυμίαν αναγκαίως λοιπόν, και οργήν και λύπην και τα άλλα πάντα», τα οποία βεβαίως καθεαυτά, όπως επισημαίνει ο ιερός Πατήρ, δεν συνιστούν την ουσία της αμαρτίας, μεταβάλλονται όμως σε αμαρτία λόγω της άμετρης και αχαλίνωτης συμπεριφοράς του ανθρώπου[42], η οποία προφανώς οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος, όπως τονίζει ο ίδιος, τα «πάντα υφίσταται υπέρ του μη αποθανείν»[43]. Προεκτείνοντας στο σημείο αυτό ο Θεοδώρητος τη σκέψη του ιερού Χρυσοστόμου υπογραμμίζει ότι η ανθρώπινη φύση μετά την πτώση διέπεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και έχει ως εκ τούτου ποικίλες ανάγκες, από την εγωϊστική ικανοποίηση των οποίων γεννιέται σε προσωπικό επίπεδο η αμαρτία[44]. Έτσι μάλιστα κατανοείται κατ’ αυτόν το πώς «εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτω» σύμφωνα με την παύλεια διατύπωση (Ρωμ. 5, 21)[45]. Η σκέψη του Θεοδωρήτου εν προκειμένω, παρατηρεί ο J. Meyendorff, συνδέεται εντυπωσιακά με ορισμένες σύγχρονες αντιλήψεις, όπως αυτές του M. Heidegger, αναφορικά με τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του θανάτου και του ένστικτου αυτοσυντήρησης[46].

Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στην ορθόδοξη παράδοση οι τρεις αμαρτητικές ψυχικές ροπές, η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία, που αποτελούν τη συνισταμένη της ανθρώπινης αμαρτωλότητας[47], θεωρούνται ως φίλαυτη και εγωϊστική αντίδραση του πεπτωκότος ανθρώπου έναντι της απειλής του θανάτου[48]. Ο εγωϊσμός και η φιλαυτία που εκδηλώνονται με τις τρεις αυτές αμαρτητικές ροπές, αποτελούν μέσα στα πλαίσια της πτώσης τη μόνη δυνατότητα ψυχικής εξισορρόπησης του ανθρώπου μπροστά στην απειλή του θανάτου. Η ορθόδοξη αυτή πατερική αντίληψη έχει, όπως αντιλαμβανόμαστε, τεράστια ψυχαναλυτική σημασία, γιατί διαφωτίζει και ερμηνεύει πλήρως τις ψυχικές διεργασίες του πεπτωκότος, δηλ. του εμπειρικού, ανθρώπου με βάση όχι μόνο μία, αλλά και τις τρεις αυτές βασικές αμαρτητικές ροπές που συγκλίνουν ουσιαστικά στην εγωϊστική ικανοποίηση και αυτοκατάφασή του[49]. Από την άποψη αυτή παρέχει, πιστεύουμε, μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των βασικών ψυχικών ροπών και διεργασιών και υπερέχει ως εκ τούτου κατά πολύ έναντι των ψυχαναλυτικών θεωριών του S. Freud, του A. Adler και του C. G. Jung, που δεν συνιστούν παρά μονομερείς προσπάθειες στηριζόμενες σε μια μόνο από τις παραπάνω ψυχικές ροπές για την ερμηνεία του ανθρώπινου ψυχισμού[50].

Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι η θεώρηση της μεταπτωτικής ανθρώπινης φύσης ως αιτίας της αμαρτίας δεν σημαίνει για την ορθόδοξη παράδοση την ανευθυνότητα των απογόνων του Αδάμ για τις αμαρτίες που διαπράττουν. Κι’ αυτό γιατί η αμαρτία πηγάζει βέβαια από τη φθαρτή και θνητή ανθρώπινη φύση, εκδηλώνεται όμως με την ελεύθερη συγκατάθεση της ανθρώπινης βούλησης. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει για τους Έλληνες Πατέρες σε προσωπικό επίπεδο ούτε αμαρτία ούτε ευθύνη για τη διάπραξή της. Αυτός είναι ο λόγος που τόσο ο Κύριλλος Αλεξανδρείας όσο και ο Θεοδώρητος Κύρου, με το δικό του τρόπο ο καθένας, υπογραμμίζουν ομόφωνα ότι ο προσωπικός θάνατος των απογόνων του Αδάμ δεν οφείλεται άμεσα στην αμαρτία του προπάτορά τους, αλλά στην προσωπική τους αμαρτία που γεννιέται μέσα από τη φθαρτή και θνητή φύση τους[51].



4. Η άρση των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος



Η πτώση του Αδάμ στην αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο οδήγησε κατά τους Έλληνες Πατέρες ολόκληρο το ανθρώπινο γένος σ’ ένα φαύλο κύκλο, απ’ τον οποίο δεν μπορούσε να απαλλαγεί: Η προπατορική αμαρτία επέφερε στην ανθρωπότητα ως άμεση συνέπεια τη νοσηρή κατάσταση της φθοράς και του θανάτου και η κατάσταση αυτή με τη σειρά της γεννούσε και πάλι την αμαρτία που είχε ως συνέπεια τη φθορά και το θάνατο κ.ο.κ. Σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο συνίσταται κατά τους Έλληνες Πατέρες η ουσία τη τραγωδίας του μεταπτωτικού ανθρώπου.

Ο μεταπτωτικός άνθρωπος δεν μπορούσε να πετύχει με τις δικές του δυνάμεις την απαλλαγή του από την αμαρτία, την ηθικοπνευματική του τελείωση και την αποκατάσταση της σχέσης του με το Θεό, όσο βρισκόταν υπό το κράτος της φθοράς και του θανάτου. Έπρεπε να καταργηθεί ο θάνατος, για να μπορέσει ο άνθρωπος να απαλλαγεί από την αιτία της αμαρτίας και να υπάρξει θεραπεία της αρρωστημένης φύσης του. Αυτό ακριβώς, όπως τονίζουν ομόφωνα οι Έλληνες Πατέρες, ανέλαβε με το σωτηριώδες έργο του ο ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού. Με το σταυρικό του θάνατο και την ανάστασή του νίκησε και κατήργησε το θάνατο που αποτελεί την πηγή και την αιτία της αμαρτίας και της εξουσίας του διαβόλου στην ανθρωπότητα. Ο φόβος του θανάτου που κρατούσε τους ανθρώπους υποδουλωμένους στην αμαρτία και το διάβολο χάνει πλέον τη δύναμή του με την ανάσταση του Χριστού[52]. Έτσι απελευθερώνεται και σώζεται πραγματικά ο άνθρωπος, γιατί, όπως παρατηρεί εύστοχα ο ιερός Χρυσόστομος, «Ο τον θάνατον μη δεδοικώς έξω της τυραννίδος εστί του διαβόλου»[53].

Από την άποψη αυτή η ανάσταση του Χριστού θεωρείται στην ορθόδοξη παράδοση ως το κατ’ εξοχήν σωτηριώδες γεγονός στη ιστορία της Θείας Οικονομίας. Γι’ αυτό άλλωστε και γιορτάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με ιδιαίτερη λαμπρότητα, ως γεγονός, με το οποίο επιτυγχάνεται η απελευθέρωση του ανθρώπου από τη μονοκρατορία του θανάτου, και η παροχή μιας καινούργιας ζωής απαλλαγμένης από την εξουσία της αμαρτίας και του διαβόλου. «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»[54], «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν»[55], ψάλλουν οι πιστοί κατά την ημέρα του Πάσχα. Πρόκειται δηλ. για ένα γεγονός, με το οποίο συντελείται εν Χριστώ το πέρασμα (εβραϊκά: πάσχα) του ανθρώπου εκ του θανάτου εις την ζωήν. Και αυτό το πέρασμα εκ του θανάτου εις την ζωήν είναι που συνιστά κατά την ορθόδοξη παράδοση την έννοια και την ουσία της σωτηρίας του ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό πρέπει όμως να τονίσουμε ότι η σωτηριώδης αυτή σημασία της αναστάσεως του Χριστού δεν περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στον άνθρωπο, αλλά επεκτείνεται δια μέσου αυτού σε ολόκληρη την κτίση, με αποτέλεσμα να αποκαθίσταται η διασαλευθείσα μεταξύ τους σχέση. Άνθρωπος και κτίση πλέον σχετίζονται μεταξύ τους και λειτουργούν αρμονικά, απαλλαγμένοι από τη φθοροποιό δύναμη του θανάτου μέσα στο φως της αναστάσεως του Χριστού. Το γεγονός αυτό ακριβώς υπογραμμίζει με πολύ γλαφυρό τρόπο ο άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όταν διακηρύττει σε ένα τροπάριο του Κανόνα του στο Πάσχα: «Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού, εν η εστερέωται»[56].

Με βάση τα δεδομένα αυτά γίνεται πλέον εύκολα κατανοητό γιατί, παρά την τραγικότητα του γεγονότος της πτώσης, ήδη από την αρχή κάναμε λόγο για τον επεισοδιακό χαρακτήρα του προπατορικού αμαρτήματος στην ορθόδοξη παράδοση. Ο Χριστός ως νέος Αδάμ ανοίγει με την ανάστασή του νέες οντολογικές προοπτικές όχι μόνο για το ανθρώπινο γένος, αλλά για ολόκληρη την κτίση. Απαλλαγμένος από την εξουσία της φθοράς και του θανάτου μπορεί πλέον ο άνθρωπος να πετύχει το σκοπό, για τον οποίο δημιουργήθηκε, να κερδίσει δηλ. την αφθαρσία, την αθανασία και τη θέωση. Εκείνο μόνο που χρειάζεται σε αντίθεση με τον παλαιό Αδάμ είναι να επιδείξει πίστη και υπακοή στο Χριστό, τηρώντας τις εντολές του και μετέχοντας υπαρξιακά στο θάνατο και την ανάστασή του. Και εδώ ακριβώς αναδεικνύεται η ιδιαίτερη σημασία του μυστηρίου του Βαπτίσματος στην ορθόδοξη παράδοση.

Με το Βάπτισμα ο πιστός συνθάπτεται με το Χριστό, απεκδυόμενος τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου, και συνανίσταται μαζί του, ενδυόμενος το νέο άνθρωπο, «τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν»[57]. Συμμετέχοντας έτσι υπαρξιακά και μυστηριακά στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού ξαναγεννιέται πνευματικά σε μια καινούργια ζωή απαλλαγμένη από το φόβο του θανάτου και την εξουσία της αμαρτίας. Το Βάπτισμα αποτελεί για το χριστιανό την απαρχή της νέας εν Χριστώ ζωής, η οποία αυξάνεται και συντηρείται με τα άλλα δύο σημαντικά μυστήρια της Εκκλησίας, το Χρίσμα και τη Θεία Ευχαριστία[58].

Με βάση τα δεδομένα αυτά γίνεται σαφές ότι το Βάπτισμα στην ορθόδοξη παράδοση δεν αποσκοπεί απλώς και μόνο στην άφεση των αμαρτιών, η οποία ασφαλώς αποτελεί μια από τις βασικές δωρεές του Βαπτίσματος, αλλά δεν εξαντλεί τον πλούτο των σωτηριωδών δωρεών του. Εκτός από την παροχή της άφεσης των αμαρτιών οι Έλληνες Πατέρες ομόφωνα τονίζουν ότι με το Βάπτισμα ανακαινίζεται οντολογικά η παλαιωθείσα από την αμαρτία φύση του ανθρώπου και ο χριστιανός καθιστάμενος μέτοχος του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού λαμβάνει τη νέα υπόστασή του, γίνεται κοινωνός των δωρεών του Αγ. Πνεύματος και κατά χάριν υιός και κληρονόμος του Θεού[59]. Έτσι μόνο αίρονται οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος.Με άλλα λόγια το ζήτημα για την άρση των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση δεν είναι η άφεση των αμαρτιών αλλά η απελευθέρωση του ανθρώπου από το κράτος του διαβόλου και του θανάτου και η θεραπεία και ανακαίνιση της αρρωστημένης πεπτωκυίας φύσης του. Γενικότερα άλλωστε το σωτηριώδες έργο του Χριστού δεν κατανοείται στην ορθόδοξη παράδοση με βάση το δικανικό σχήμα «αμαρτία – άφεση», αλλά με βάση το οντολογικό σχήμα «θάνατος – ζωή» ή «ασθένεια – θεραπεία». Και αυτό ακριβώς το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή ή από την αρρώστια στη θεραπεία είναι που συντελείται με το Βάπτισμα. Αυτός μάλιστα είναι ο λόγος που η Εκκλησία, όπως επισημαίνει ο Θεοδώρητος Κύρου, δέχεται το νηπιοβαπτισμό, παρόλο που τα νήπια δεν έχουν διαπράξει προσωπικές αμαρτίες[60]. Αν σκοπός του Βαπτίσματος ήταν απλώς και μόνο η άφεση των αμαρτιών, ο νηπιοβαπτισμός δεν θα έπρεπε να έχει θέση στην Εκκλησία. Εξάλλου, όπως τονίζει εν προκειμένω ο Νικόλαος Καβάσιλας (14ος αι.), το Βάπτισμα ως γέννηση στη νέα εν Χριστώ ζωή συνιστά δώρο του Θεού, και ως εκ τούτου δεν προϋποθέτει τη βουλητική συμμετοχή του ανθρώπου. Όπως ο Θεός μας δημιουργεί χωρίς τη θέλησή μας, έτσι και μας αναδημιουργεί εν Χριστώ χωρίς τη δική μας βουλητική συνεργία[61]. Ίσως δεν υπάρχει στην ορθόδοξη παράδοση περιεκτικότερη και πιο ξεκάθαρη πατερική θέση απ’ αυτήν που να αποτελεί το θεολογικό υπόβαθρο του νηπιοβαπτισμού.



Συμπέρασμα



Ύστερα από όσα είπαμε έγινε σαφές ότι η ορθόδοξη παράδοση, θεωρώντας το προπατορικό αμάρτημα επί τη βάσει οντολογικών και όχι δικανικών προϋποθέσεων, όπως η δυτική παράδοση και ιδιαίτερα ο ιερός Αυγουστίνος, καίτοι το αντιλαμβάνεται ως τραγικό επεισόδιο μέσα στην όλη ιστορία της Θείας Οικονομίας, δεν προβληματίζεται καθόλου για την ενοχή που τυχόν αυτό συνεπάγεται και την εξάλειψή της, αλλά ενδιαφέρεται κυρίως και κατ’ εξοχήν για τις συνέπειές του στην ανθρώπινη φύση, καθώς και για την άρση των συνεπειών αυτών με το σωτηριώδες έργο του Χριστού. Κι’ αυτό γιατί εκείνο που κληρονομείται κατ’ αυτήν στους απογόνους του Αδάμ δεν είναι η αμαρτία και η ενοχή του προπάτορά τους, αλλά οι οντολογικές συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, δηλ. η φθορά και ο θάνατος της ανθρώπινης φύσης, απ’ όπου, όπως είδαμε, γεννιέται σε προσωπικό επίπεδο η αμαρτία.

Από την άποψη αυτή η κατάργηση του θανάτου για την άρση των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος και την απελευθέρωση του ανθρωπίνου γένους από το κράτος της αμαρτίας και του διαβόλου είναι κατά την ορθόδοξη παράδοση μονόδρομος. Και αυτόν ακριβώς το δρόμο ήλθε να ανοίξει με το θάνατο και την ανάστασή του ο Χριστός, καταργώντας το θάνατο και την εξουσία του και εγκαινιάζοντας τη νέα ζωή της αφθαρσίας και αθανασίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Για να μπορέσει όμως ο άνθρωπος να βαδίσει αυτό το δρόμο, πρέπει να συνταφεί και να συναναστηθεί με το Χριστό, πράγμα που συντελείται υπαρξιακά και μυστηριακά με το Βάπτισμα. Αυτό αποτελεί την πύλη της εισόδου σ’ αυτή την καινούργια ζωή μακριά από το θάνατο, την αμαρτία και το διάβολο. Έτσι μόνο κατά την ορθόδοξη παράδοση όχι μόνο αποκαθίσταται το ανθρώπινο γένος στο αρχαίο του κάλλος, αλλά καθίσταται και ικανό να εκπληρώσει τον πρωταρχικό σκοπό, για τον οποίο δημιουργήθηκε, τη θέωσή του.

[1] Βλ. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 21992, σ. 39 κ.ε. Ν. Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄ (Έκθεση της ορθόδοξης πίστης), Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 202 εξ.

[2] Βλ. ενδεικτικά Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 2-3, PG 94, 792 C – 797 A. Βλ. και. Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21993, σ. 15 εξ., 91 κ.ε.

[3] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου 16, PG 44, 184 CD. Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας 6, PG 45, 28 D. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., 3, PG 94, 796 Α.

[4] Βλ. σχετικά Ν. Α. Ματσούκα, Το πρόβλημα του κακού. Δοκίμιο πατερικής θεολογίας, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21986, σ. 36 κ.ε., 113 κ.ε.

[5] Βλ. ενδεικτικά Ειρηναίου Λουγδούνου, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 4, 38, 1, PG 7, 1106 ΑΒ. 5, 2, 3, PG 7, 1127 ΒC. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός ο Μέγας 8, PG 45, 36 Β. Κατά Ευνομίου 8, PG 45, 797 C – 800 A. Μάρκου Ερημίτου, Απόκρισις προς τους απορούντας περί του θείου Βαπτίσματος, PG 65, 1017 CD. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Επιστολή 252, Δωροθέω λαμπροτάτω, PG 78, 932 Β. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., 4, 27, PG 94, 1220 Α. Εις τα ιερά παράλληλα 1, 12, PG 95, 1160 Α. 2, 4, PG 95, 1269 D. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 16, Περί της κατά σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οικονομίας και των δι’ αυτής κεχαρισμένων τοις ως αληθώς εις αυτόν πιστεύουσι. και ότι πολυτρόπως ο Θεός δυνάμενος της του διαβόλου τυραννίδος λυτρώσασθαι τον άνθρωπον, εικότως ταύτη μάλλον εχρήσατο τη οικονομία, PG 151, 196 ΑΒC.

[6] Βλ. και J. Karawidopoulos «Das paulinische Sündenverständnis bei den griechischen Kirchenvätern», στο Κληρονομία 2, 1 (1970), σ. 45, 49.

[7] Βλ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Προτρεπτικός προς Έλληνας 11, PG 8, 233 Β. Παιδαγωγός 1, 2, PG 8, 253 Β. Μ. Βασιλείου, Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν 9, PG 31, 260 Α. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 18, Επιτάφιος εις τον πατέρα, παρόντος Βασιλείου, 42, PG 35, 1041 Α. Ιωάννου Χρυσοστόμου (αμφιβ.), Εις την παραβολήν του εμπεσόντος εις τους ληστάς, PG 62, 755. Μάρκου Ερημίτου, όπ. παρ., PG 65, 1017 C. Βλ. και J. Karawidopoulos, όπ. παρ., σ. 48: «Sünde und Tod bilden eine Einheit im theologischen Denken der KV, nicht nur im Sinne von Ursache und Folge, sondern in dem Sinne, daß die beiden Begriffe dieselbe Situation der Entfernung der Menschen von der Quelle des Lebens ausdrücken. Diese Situation wird als Θεού αλλοτρίωσις bezeichnet».

[8] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου 2, PG 45, 545 Β. Πρβλ. Μ. Βασιλείου, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 7, PG 31, 345 Α. 8, PG 31, 348 Α. Περί του Αγίου Πνεύματος 16, 40, PG 32, 141 ΒC. Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη ηθικά 8, 184, PG 37, 662 Α.

[9] Βλ. Μ. Βασιλείου, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κκών ο Θεός 7, PG 31, 345 Α. Βλ. και Ιω. Σ. Ρωμανίδου, όπ. παρ., σ. 19 εξ., 160. J. Karawidopoulos, όπ. παρ., σ. 49.

[10] Όπ. παρ. 5, 27, 2, PG 7, 1196 ΑΒ.

[11] Βλ. ενδεικτικά Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 2, 12, PG 94, 921 Α – 924 Α. 2, 30, PG 94, 976 A – 977 C, όπου συνοψίζεται εν προκειμένω η προγενέστερη πατερική παράδοση, καθώς και Γρηγορίου Παλαμά, όπ. παρ., PG 151, 204 Α, 220 Α. Βλ. επίσης και τις κατωτέρω παρατιθέμενες μελέτες, στις οποίες υπάρχει πληθώρα σχετικών πατερικών παραπομπών: A. Gaudel, «Péché originel», στο Dictionnaire de Théologie Catholique 12, 1, στ. 318 κ. ε. 322 κ.ε., 340, 343 εξ., 347 κ.ε., 350 εξ., 429 εξ. M. Jugie, «Péché originel dans l’Église Grecque après Saint Jean Damascène», στο Dictionnaire de Théologie Catholique 12, 1, στ. 610. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, όπ. παρ., σ. 121 κ.ε., 156. J. Gross, Entstehungsgeschichte des Erbsündendogmas (Von der Bibel bis Augustinus), Ernst Reinhardt Verlag, München – Basel 1960, σ. 76 κ.ε., 86 κ.ε., 109 εξ., 125 κ.ε., 140, 143 εξ., 148 κ.ε., 168, 170 εξ., 182, 209 κ.ε. Α. Β. Βλέτση, Το προπατορικό αμάρτημα στη θεολογία Μαξίμου του Ομολογητού. Έρευνα στις απαρχές μιας οντολογίας των κτιστών, Εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998, σ. 227 κ.ε. Ch. Filiotis – Vlachavas, La création et la chute de l’ homme dans la pensée de Cyrille d’Alexandrie selon ses oeuvres d’avant la querelle nestorienne (Thése de Doctorat), Strasbourg 2003, σ. 122 κ.ε., 163 κ.ε. Y. Spiteris, «Il peccato originale nella traditione orientale», στο PATH (=Pontificia Academia Theologica) 3 (2004), σ. 338 κ.ε.

[12] Βλ. Ν. Α. Ματσούκα, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σ. 123 κ.ε. Α. Β. Βλέτση, όπ. παρ., σ. 191 κ.ε. Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 107 κ.ε.

[13] Βλ. χαρακτηριστικά Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον 2, 24, PG 6, 1089 C – 1092 A. Ειρηναίου Λουγδούνου, όπ. παρ. 4, 38, 3, PG 7, 1108 ABC. M. Αθανασίου, Κατά Ελλήνων 2, PG 25, 5 C – 8 A.

[14] Βλ. χαρακτηριστικά Μ. Αθανασίου, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της διά σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού 3, PG 25, 101 Β. 6, PG 25, 105 C. Μ. Βασιλείου, Εις τον 48 ψαλμόν 8, PG 29, 449 BC. Εις το ‘Πρόσεχε σεαυτώ’ 6, PG 31, 212 BC. Περί ευχαριστίας 2, PG 31, 221 C. Ομιλία εν λιμώ και αυχμώ 5, PG 31, 317 Α. Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 6, PG 31, 344 BC. Όροι κατά πλάτος 2, 3, PG 31, 913 Β. Επιστολή 233, Αμφιλοχίω ερωτήσαντι, 1, PG 32, 864 C. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου 11, PG 44, 156 Β. 12, PG 44, 161 C. 164 Α. 16, PG 44, 184 Β. 185 C. Λόγος κατηχητικός ο μέγας 5, PG 45, 24 C. 21, PG 45, 57 CD. Περί παρθενίας 12, PG 46, 369 C. Κωνσταντίνου διακόνου, Εγκώμιον εις πάντας τους αγίους ενδόξους και πανευφήμους μάρτυρας τους υπέρ Χριστού του Θεού ημών κατά την οικουμένην αθλήσαντας 14, PG 88, 496 C. Μαξίμου Ομολογητού, Ζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 304 C. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., 2, 12, PG 94, 920 Β. Βλ. και Γ. Δ. Μαρτζέλου, όπ. παρ., σ. 109, 121 εξ.

[15] Βλ. χαρακτηριστικά Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς 2, 22, PG 8, 1080 C. Μεθοδίου Ολύμπου, Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή Περί αγνείας 1, 4, PG 18, 44 C – 45 Α. Γρηγορίου Νύσσης, Εις τα της Γραφής ρήματα. ‘Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν’ 1, PG 44, 273 ABCD. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν 9, 3, PG 53, 78. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., PG 94, 920 Β.

[16] Βλ. και Ν. Α. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄ (Έκθεση της ορθόδοξης πίστης), Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 203 εξ.

[17] Βλ. M. Jugie, «Le dogme du péché originel dans l’Église Grecque», στο Revue Augustinienne 16 (1910), σ. 166. A. Gaudel, όπ. παρ., στ. 360 κ.ε., 381.

[18] Βλ. Μ. Αθανασίου, Περί της σωτηριώδους επιφανείας του Χριστού, και κατά Απολλιναρίου 2, 9, PG 26, 1148 Β. Μ. Βασιλείου, Ομιλία ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 8, PG 31, 348 Β. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εις τα Θεοφάνια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος, 12, PG 36, 324 BC. Λόγος 39, Εις τα άγια Φώτα, 13, PG 36, 348 D. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς Ιουδαίους και Έλληνας αιρετικούς. και εις το ‘Εκλήθη Ιησούς εις γάμον’, PG 48, 1078. Εις τους ανδριάντας 11, 2, PG 49, 121, 269. Περί προνοίας και ειμαρμένης 2, PG 50, 754. Εις τον τίμιον και ζωοποιόν σταυρόν, και περί της των툭πρώτων ανθρώπων παραβάσεως, PG 50, 820. Εις την Γένεσιν 16, 3 – 4, PG 53, 129 – 130. 18, 2, PG 53, 150 – 151. Υπόμνημα εις τον άγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν 9, 2, PG 59, 72. Ομιλία λεχθείσα εν τη εκκλησία τη επί Παύλου, Γότθων αναγνόντων, και πρεσβυτέρου Γότθου προσομιλήσαντος 3, PG 63, 505. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., 2, 25, B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, Walter de Gruyter, Berlin – New York 1973, σ. 74 εξ.

[19] Bλ. Γέν. 2, 16-17. 3, 1-7.

[20] Βλ. Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς 3, 14, PG 8, 1193 C – 1196 Α. 17, PG 8, 1208 ΑΒ. Βλ. και Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 31991, σ. 300.

[21] Βλ. ενδεικτικά Κλήμεντος Αλεξανδρέως, όπ. παρ., 3, 13, PG 8, 1192C – 1193 B. 17, PG 8, 1205 A – 1208 A.

[22] Βλ. Μ. Αθανασίου, Εις τους Ψαλμούς, 50,7, PG 27, 240 CD. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν 15, 4, PG 53, 123: «Μετά… την παράβασιν τα της συνουσίας γέγονεν». 18, 4, PG 53, 153: «Μετά την παρακοήν, μετά την έκπτωσιν την εκ του παραδείσου, τότε τα της συνουσίας αρχήν λαμβάνει». Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής ήτοι Πολύμορφος 3, PG 83, 245 D – 248 A. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., 4, 24, PG 94, 1208 Α.

[23] Βλ. χαρακτηριστικά Μάρκου Ερημίτου, όπ. παρ., PG 65, 1017 C. 1020 D. Συμβουλία νοός προς την εαυτού ψυχήν 5, PG 65, 1108 D – 1109 A.

[24] Βλ. ενδεικτικά M. Αθανασίου, Κατά Ελλήνων 3-4, PG 25, 8 B – 9 D. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., 2, 12, PG 94, 977 C – 980 Α. 3, 1, PG 94, 981 A. Βλ. επίσης και την κατωτέρω παρατιθέμενη βιβλιογραφία, όπου υπάρχει πληθώρα και άλλων σχετικών πατερικών παραπομπών: A. Gaudel, «Péché originel», όπ. παρ., στ. 318 κ.ε., 322 κ.ε., 340 κ.ε., 343 εξ., 348 εξ., 351, 429 εξ. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, όπ. παρ., σ. 156 κ.ε. J. Gross, όπ. παρ., σ. 79 εξ., 82 κ.ε., 89 εξ., 110 εξ., 127 εξ., 140 εξ., 144 κ.ε., 151 κ.ε., 168 εξ., 171 εξ., 182 κ.ε., 212 εξ. Α. Β. Βλέτση, όπ. παρ., σ. 256 κ.ε. Μ. Filiotis – Vlachavas, όπ. παρ., σ. 262 κ.ε. Y. Spiteris, όπ. παρ., σ. 339 κ.ε.

[25] Βλ. χαρακτηριστικά Θεοφίλου Αντιοχείας, όπ. παρ., 2, 17, PG 6, 1080 BC. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικός λόγος 1, 2, Sources Chrétiennes 122, σ. 190. Βλ. και Α. Κεσελόπουλου, Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 93 κ.ε. Σ. Ι. Μπαλατσούκα, Οι άγιοι και το φυσικό περιβάλλον, Εκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 1996, σ. 50 κ.ε.

[26] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τους ανδριάντας 10, 5, PG 49, 117. Εις την γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού 6, PG 49, 360. Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν 14, 4-5, PG 60, 529 – 530. Βλ. και Ι. Γαλάνη, Η σχέση ανθρώπου και κτίσεως κατά την Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 89 κ.ε. Του ίδιου, «Το καινοδιαθηκικό υπόβαθρο των σχέσεων ανθρώπου και κτίσης κατά τη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας», στο Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τιμητικό αφιέρωμα στον Ομότιμο Καθηγητή Κωνσταντίνο Καλοκύρη), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 385 κ.ε.

[27] Βλ. Σοφ. Σολ. 1, 13: «…ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων». 2, 23-24: «…ο Θεός έκτισεν τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας αϊδιότητος εποίησεν αυτόν. φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον».

[28] Βλ. Θεοφίλου Αντιοχείας, όπ. παρ., 27, PG 6, 1093 Β – 1096 Α. Μ. Βασιλείου, όπ. παρ., PG 31, 345 Α. Νεμεσίου Εμέσης, Περί φύσεως ανθρώπου 1, PG 40, 513 Β – 516 Α. Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., 2, 28, PG 94, 961 ΒC. Εις τα ιερά παράλληλα 4,2, PG 95, 1352 Α.

[29] Βλ. Μ. Αθανασίου, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού 3, PG 25, 101 ΑΒCD. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων 8, 2, PG 48, 929. Εις την Γένεσιν 14, 2, PG 53, 114. 18, 1, PG 53, 147. Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια φυσικά 51, PG 150, 1157 D – 1160 A.

[30] Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον τον οσιώτατον πρεσβύτερον και ηγούμενον περί διαφόρων απόρων της Θείας Γραφής 44, PG 90, 417 Α. Βλ. και Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εις τα Θεοφάνια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος, 12, PG 36, 324 D: «Κερδαίνει (ενν. ο Αδάμ) μέν τι κανταύθα. τον θάνατον και το διακοπήναι την αμαρτίαν, ίνα μη αθάνατον η το κακόν. και γίνεται φιλανθρωπία η τιμωρία. Ούτω γαρ εγώ πείθομαι κολάζειν Θεόν». Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 4, 9, PG 94, 1120 BC. Πρβλ. Μ. Βασιλείου, όπ. παρ., PG 31, 345 Α. Βλ. και Ιω. Σ. Ρωμανίδου, όπ. παρ., σ. 157.

[31] Βλ. Μ. Αθανασίου, Κατά Ελλήνων 4, PG 25, 9 BC. 7, PG 25, 16 AB. Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον 2, 5, PG 29, 40 AB. Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 3, PG 31, 332 C – 333A. 5, PG 31, 337 D – 340 A. 6, PG 31, 344 BC. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 14, Περί φιλοπτωχείας, PG 35, 892 ΑΒ. Λόγος 38, Εις τα Θεοφάνια, είτουν Γενέθλια του Σωτήρος, 12, PG 36, 324 ΒC. Λόγος 45, Εις το άγιον Πάσχα, 28, PG 36, 661 ΒC. Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων (Πανάριον) 1, 3, 42, PG 41, 776 D – 777 A. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος προς τους πενθούντας επί τοις από του παρόντος βίου προς τον αΐδιον μεθισταμένοις, PG 46, 521 D – 524 Β. Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σαλομώντος 2, PG 44, 637 D – 640 A. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν 16, 5, PG 53, 132. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 2, 12, PG 94, 924 ΑΒ. 30, PG 94, 977 ΑΒCD. 4, 13, PG 94, 1137 A. Γενικότερα η αμαρτία κατά τους Πατέρες δεν έχει ως αιτία της τη φύση αλλά την ελεύθερη βούληση, την προαίρεση, του ανθρώπου (Βλ. λ.χ. Νεμεσίου Εμέσης, όπ. παρ., 40, PG 40, 769 Β. Θεοδωρήτου Κύρου, όπ. παρ. 1, PG 83, 40 D).

[32] Βλ. χαρακτηριστικά Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 74, 789 Β: «… ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν».

[33] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν 13, 1, PG 60, 507. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, όπ. παρ., PG 74, 789 ΑΒ. Θεοδωρήτου Κύρου, Ερμηνεία του Ν΄ Ψαλμού 7, PG 80 1245 Α.

[34] Βλ. χαρακτηριστικά Ιωάννου Χρυσοστόμου, όπ. παρ. 10, 1, PG 60, 474. 2-3, PG 60, 477. Μάρκου Ερημίτου, Απόκρισις προς τους απορούντας περί του θείου Βαπτίσματος, PG 65, 1017 CD: «Ουκούν την παράβασιν προαιρετικήν ούσαν, καθώς αποδέδεικται, ουδείς εξ ανάγκης διεδέξατο. τον δε εκ ταύτης θάνατον αναγκαστικόν όντα διεδεξάμεθα. ος εστι Θεού αλλοτρίωσις….Ουκούν ου την παράβασιν διεδεξάμεθα, επειδή κακείνον εξ ανάγκης εκράτησεν, ος εβασίλευε και επί τους αμαρτήσαντας επί τω ομοιώματι της παραβάσεως Αδάμ». Κυρίλλου Αλεξανδρείας, όπ. παρ., PG 74, 789 ΑΒ: «Νενόσηκεν ουν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής του ενός, τουτέστιν Αδάμ. ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, αλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας». Βλ. και Ν. Α. Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 206.

[35] Βλ. όπ. παρ., 2, PG 60, 477.

[36] Βλ. όπ. παρ., 3, PG 60, 477.

[37] Βλ. και Ιω. Σ. Ρωμανίδου, όπ. παρ., σ. 162 κ.ε. J. Karawidopoulos, όπ. παρ., σ. 46 κ.ε.

[38] Βλ. J. Meyendorff, «Εφ’ ω (Rom. 5,12) chez Cyrille d’Alexandrie et Théodoret», στο Studia Patristica 4 (1961), σ. 158 : «Leur unité dans l’exégèse de Rom. 5, 12 indique que nous nous trouvons devant un consensus de la pensée du Ve siècle sur le péché d’Adam et de ses conséquences. En gros, on peut dire que ces Pères considèrent que ce qui est hérité d’Adam, ce n’est pas le péché lui-même, mais la mort ; le péché d’Ancêtre a eu pour conséquence de rendre mortelle la race adamique tout entière». Βλ. και του ίδιου, Byzantine Theology. Historical trends and doctrinal themes, New York 1974, σ. 145: «There is indeed a consensus in Greek patristic and Byzantine traditions in identifying the inheritance of the Fall as an inheritance essentially of mortality rather than of sinfulness, sinfulness being merely a consequence of mortality».

[39] Βλ. J. Meyendorff, «Εφ’ ω (Rom. 5,12) chez Cyrille d’Alexandrie et Théodoret», όπ. παρ., σ. 158 κ.ε.

[40] Όπ. παρ., PG 74, 788 D – 789 Β.

[41] Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου 1, PG 45, 388 Α. Αντιρρητικός προς τα Απολιναρίου 31, PG 45, 1192 Β. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί αγίας τε και ομοουσίου Τριάδος 2, PG 75, 780 Β.

[42] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, όπ. παρ. 13, 1, PG 60, 507 – 508.

[43] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Εβραίους Επιστολήν 4, 4, PG 63, 41.

[44] Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, Ερμηνεία της προς Ρωμαίους Επιστολής 5, 12, PG 82, 100 ΑΒ.

[45] Βλ. όπ παρ., 5, 21, PG 82, 104 C: «…η αμαρτία, τεκούσα τον θάνατον, εν τοις θνητοίς εβασίλευσε σώμασιν, εις αμετρίαν εκκαλουμένη τα πάθη».

[46] Βλ. όπ. παρ., σ. 160.

[47] Βλ. Μ. Αθανασίου (αμφιβ.), Εις το άγιον Πάσχα και εις τους νεοφωτίστους τω Σαββάτω της Απολυσίμου (Στην πραγματικότητα πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για έργο του Βασιλείου Σελευκείας. Βλ. B. Marx «Der homiletische Nachlass des Basileios von Seleukeia», στο Orientalia Christiana Periodica 7 [1941], σ. 365), 7, PG 28, 1089 ΒC. Ιωάννου Χρυσοστόμου (αμφιβ.), Εις το Πάσχα 5, 2, PG 59, 736. Μάρκου Ερημίτου, Περί νόμου πνευματικού 107, PG 65, 917 D. Συμβουλία νοός προς την εαυτού ψυχήν 2, PG 65, 1104 D – 1105 A. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ 8, PG 88, 836 Α. 26, PG 88, 1024 Α. Δωροθέου Γαζαίου, Διδασκαλία 13, Περί του αταράχως και ευχαρίστως υποφέρειν τους πειρασμούς, 8, PG 88, 1769 C: «… φιληδονία, φιλοδοξία και φιλαργυρία, εξ ων συνίσταται πάσα αμαρτία». Βλ. και Ιω. Κορναράκη, Μαθήματα Ποιμαντικής μετά στοιχείων ποιμαντικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 51. 54 κ.ε.

[48] Βλ. χαρακτηριστικά Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν 13, 1, PG 60, 507 – 508. Ερμηνεία εις την προς Εβραίους Επιστολήν 4, 4, PG 63, 41. Θεοδωρήτου Κύρου, Ερμηνεία του Ν΄ Ψαλμού 7, PG 80, 1245 Α. Ερμηνεία της προς Ρωμαίους Επιστολής 5, 12, PG 82, 100 ΑΒ.

[49] Βλ. και Ιω. Κορναράκη, όπ. παρ., σ. 59 εξ.

[50] Βλ. και όπ. παρ., σ. 52 εξ.

[51] Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 74, 784 BC. Θεοδωρήτου Κύρου, Ερμηνεία της προς Ρωμαίους Επιστολής 5, 12, PG 82, 100 Β: «Ου γαρ δια την του προπάτορος αμαρτίαν, αλλά δια την οικείαν έκαστος δέχεται του θανάτου τον όρον».

[52] Βλ. ενδεικτικά Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχητικός εις το άγιον Πάσχα, PG 59, 723 – 724. Ερμηνεία εις την προς Εβραίους Επιστολήν 4, 4, PG 63, 41 – 42. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 16, Περί της κατά σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού οικονομίας και των δι’ αυτης κεχαρισμένων τοις ως αληθώς εις αυτόν πιστεύουσι. και ότι πολυτρόπως ο Θεός δυνάμενος της του διαβόλου τυραννίδος λυτρώσασθαι τον άνθρωπον, εικότως ταύτη μάλλον εχρήσατο τη οικονομία, PG 151, 209 ΑΒ, 212 Α – 213 Α.

[53] Βλ. Ερμηνεία εις την προς Εβραίους Επιστολήν 4, 4, PG 63, 42.

[54] Βλ. Απολυτίκιο του Πάσχα.

[55] Βλ. τροπάριο της Ζ΄ ωδής του Κανόνος του Πάσχα.

[56] Βλ. τροπάριο της Γ΄ ωδής του Κανόνος του Πάσχα. Πρβλ. το τροπάριο της Α΄ ωδής του Κανόνος του Πάσχα: «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος. Χριστός γαρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώνιος».

[57] Βλ. Κολ. 3, 10.

[58] Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής 1, PG 150, 504 Α.

[59] Βλ. χαρακτηριστικά Θεοδωρήτου Κύρου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή 5, 18, PG 83, 512 ΑΒ. Βλ. και Ν. Α. Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 475 κ.ε.

[60] Βλ. όπ. παρ.

[61] Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, όπ. παρ. 2, PG 150, 541 C. Βλ. και Ν. Α. Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 477, 479 εξ.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Το Προπατορικό αμάρτημα και το κακό στον κόσμο. (Βλαδίμηρου Λόσκυ)

7
Άγιο Ιωάννη του Δαμασκηνού

στο Κατά Μανιχαίων έργο του


του π. Νεκταρίου Γ. Κουτρουμάνη

1. Ο Οντολογικός χαρακτήρας του κακού και της αμαρτίας.

Η σκέψη του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού είναι περιεκτική׃ Εκφράζει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία. Βλέπει τον κόσμο και τον άνθρωπο και την λοιπή κτίση ως την δημιουργία ενός και μοναδικού Θεού. Οι Μανιχαίοι πίστευαν ότι ο κόσμος μας είναι σύνθετος τόσο στην προέλευσή του, όσο και στην μορφή του. Κατά την διδασκαλία τους, η ψυχή είναι δημιούργημα του αγαθού θεού, ενώ ταυτόχρονα και παράλληλα υπήρχε και το κακό που συσχετίσθηκε με την ύλη.1 Σε αυτούς το κακό ήταν αυθύπαρκτο και με συγκεκριμένη υπόσταση. Από την ορθόδοξη σκοπιά καταρχάς, ο Δαμασκηνός απαντά ότι τα κτιστά όντα δημιουργήθηκαν όχι από την ουσία του Θεού, αλλά από το μη όν δια της βουλήσεώς Του.2 Ο κόσμος μας εάν ήταν αποτέλεσμα πολυαρχίας θα είχε αταξία και θα αυτοκαταστρέφονταν.3 Συνεπώς τα κτιστά όντα έχουν μία αρχή, τον Θεό. Το κακό είναι απλά η μη τέλεση του καλού. Ολοκληρωτική κακία δεν εντοπίζεται στα όντα. Ο Θεός ως Δημιουργός δεν έχει κακία. Τα πάντα είναι λίαν καλά. Το κακό επομένως, δεν έχει υπόσταση.4 Το κακό υπάρχει ως ανυπαρξία. Είναι η κακή χρήση των φυσικών μας δυνάμεων. Εάν κάθε κτιστή πραγματικότητα προέρχεται από το μηδέν, το κακό είναι κάθε κίνδυνος εκτροπής και μηδενισμού της κτιστής πραγματικότητας.5

Τα κτιστά όντα δεν αποτελούν προβολή της ουσίας του Θεού. Είναι δημιουργήματα που προέρχονται από τα μη όντα.6 Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο αγαθό.7 Παρέχει το είναι, την αρχή των όντων, από αγάπη αλλά τους δίνει και την ευθύνη της διατήρησης του καλώς είναι, δηλαδή να τελειώσουν την ύπαρξη τους. Ο Αδάμ όσο είχε κοινωνία με τον Θεό, υπερφυσικά ζωοποιούσε την φύση του. Το κακό μπήκε στην ζωή του ως συνέπεια τις απομακρύνσεως του από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Έτσι κατέληξε από την αθανασία στην φθορά, στον θάνατο. Ο Θεός όμως, όπως είδαμε, όλους τους δημιούργησε αγαθούς. Παρέχει την ύπαρξη και το καλώς είναι συνεχώς.8 To είναι, την ύπαρξη και την γέννηση δεν τα επιλέγουμε με την ελευθερία μας. Όμως, το καλώς είναι, την ανάπτυξη και την τελείωση μας την κατευθύνουμε ανάλογα με την βούληση μας. Η ύπαρξή μας είναι μία δεδομένη δωρεά του Θεού. Όταν βιώνεται ως επιλογή μη κοινωνίας με τον Θεό, τότε η απουσία του αγαθού γίνεται πόνος, φθορά, θάνατος, κακό.

2. Τα χαρακτηριστικά του κακού.

Όπως είδαμε προηγουμένως, το κακό δεν έχει ύπαρξη. Είναι απλά, στέρηση του καλού. Κατά αντιστοιχία θα λέγαμε ότι το σκοτάδι είναι στέρηση του φωτός. Το πρώτο είναι απουσία του δευτέρου. Παρόμοια και το κακό, είναι απουσία του καλού.9 Δεν είναι παρουσία, αλλά απουσία παρουσίας. Ο Άγιος, μας δίνει το παράδειγμα του φωτός του λυχναριού׃ Το φώς είναι το αγαθό. Το σκότος είναι η απουσία του φωτός, δηλαδή το κακό. Μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία σχέση επειδή απλά το φώς υπάρχει, ενώ το σκότος δεν υφίσταται. Είναι η στέρηση του φωτός ως αγαθού.10 Η κακία είναι φθορά. Είναι ακίνητο μέγεθος. Από την άλλη το αγαθό είναι κίνηση, ζωή. Μόνο ο θάνατος ως ακινησία, είναι φθορά και νέκρωση κάθε κινήσεως.11 Το κακό έχει διπλή σημασία׃ Πρώτα είναι η έκπτωση της κατά φύση λειτουργίας των κτισμάτων. Για παράδειγμα, ο Θεός δημιούργησε ευθείς τους ανθρώπους, αυτοί όμως ζήτησαν πολλούς λογισμούς. Κατά μία δεύτερη έννοια, το κακό είναι η στέρηση της αρετής και της χαράς.12 Το να χρησιμοποιείς το όν ως μη ον. Το κακό υπάρχει πάντοτε σαν διάβρωση του αγαθού. Η κακία είναι μη ον, αλλά του όντος. Στην πράξη παρυφίσταται, ως εθελούσια παρακοή και αναίρεση του όντος.13 Το κακό γίνεται ως παραμόρφωση του αγαθού, με την ελεύθερη γνώμη του υποκειμένου.14 Συνεπώς το κακό, οδηγεί στην στέρηση του Θεού ως ευφροσύνη. Κατά συγκατάβαση ο κακός πράττει το νομιζόμενο για τον ίδιο καλό, δηλαδή το κακό δανείζεται την υπόσταση του καλού, χωρίς από μόνο του να μπορεί να σταθεί.

Η κακία δεν μπορεί να δημιουργεί. Δεν είναι άναρχο μέγεθος, αθάνατο ή άτρεπτο. Αφού είναι φθορά, δεν μπορεί να παράγει κάτι από τα μη όντα׃ Π.χ. το σώμα ή ύλη, όπως υποστηρίζουν οι Μανιχαίοι.15 Ο Άγιος Ιωάννης, συνεχώς υποστηρίζει την ορθόδοξη άποψη ότι η κακία είναι αλλοίωση, κακή χρήση της ελευθερίας του κτιστού. Το κακό δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομα ή σε σχέση ισότητας με το καλό, ούτε το σώμα προς την ψυχή. Το καλό ζωοποιεί και το κακό.16 Το κακό είναι τελείως ακοινώνητο προς το αγαθό. Είναι οντολογικά αδύνατη η μεταξύ τους σχέση.17 Το κακό είδαμε ότι είναι ακίνητο, δηλαδή παράγει θάνατο, φθορά, νέκρωση.18 Το κακό εάν για τους άλλους είναι κακό, για τον εαυτό του είναι αγαθό׃ Συγκροτεί τον εαυτό του και κατά τούτο, δεν είναι εντελώς κακό.19 Το κακό δεν είναι ούτε όν, ούτε αγαθό, ούτε αίτιο πραγμάτων, ούτε κάποια δημιουργική δύναμη των όντων.20 Η φθορά είναι πράγμα συμβεβηκός. Δεν προϋπάρχει, ούτε παραμένει μετά την διάλυση.21 Κάθε κακό ως φθειρόμενο δεν είναι άναρχο. Η κακία ως φθορά, δεν έχει αυτόνομη και δημιουργική ύπαρξη. Η γένεση και η φθορά είναι αντίθετα και ασύμπτωτα μεγέθη.22

Το κακό, χαρακτηρίζεται και ως ραθυμία. Ως απροθυμία να ανταποκριθεί ο άνθρωπος στην δωρεά του είναι, της υπάρξεώς του και να κρατήσει το καλώς είναι, να καλλιεργήσει την Θεία δωρεά.23 Μετά τον θάνατο, η κακία γίνεται άτρεπτη. Δεν υπάρχει μετάνοια. Η ψυχή δεν αλλάζει πια.24 Το κακό είναι, ότι γίνεται έξω από την φυσική τάξη και τον νόμο του Δημιουργού, κατά την οικεία γνώμη του καθενός.25 Είναι η αποτυχία του δέοντος σκοπού της δημιουργίας.26 Κάθε κατάχρηση της δωρεάς του Θεού στην κτίση, αποτελεί έκπτωση από το αγαθό. Για παράδειγμα, η χρήση της βρώσης και της πόσης, όταν γίνονται άσκοπα, με τον τρόπο των αλόγων ζώων, είναι κακά.27 Όταν η κτίση λατρεύεται χωρίς τον Κτίστη, αυτοθεώνεται. Το κακό, εισάγεται ως μη κοινωνία και μετοχή στην ζωοποιό ενέργεια του Θεού. Βιώνεται ως θάνατος, πόνος, φθορά και οδύνη. Τότε η κακία εκδηλώνεται στην ανθρώπινη ιστορία, ως φθόνος, εχθρότητες, κακίες, ψέμα, συκοφαντίες και μίσος.28

Κεφάλαιο Β

1. Η Τρεπτότητα και το γνωμικό θέλημα ως πηγή του κακού.


Ο Άγιός μας, θέτει ως βασική θεολογική προϋπόθεση για την εμφάνιση του κακού, μέσα στο είναι του αγαθού κτιστού, την τρεπτότητα των όντων. Οτιδήποτε κτιστό, δημιουργήθηκε όχι από την Θεία ουσία, αλλά από το μη όν, μέσω της βουλητικής ενέργειας του Θεού. Μόνος άτρεπτος είναι ο άκτιστος Τριαδικός Θεός.29 Για όλα τα κτιστά, υπάρχει η αλλοίωση, η τροπή σαν κίνηση ή προς την αλλοίωση και τον μηδενισμό τους, ή προς την τελείωση τους. Άρα ότι τρέπεται, δεν είναι άναρχο.30 Τα σωματικά είναι συμβεβηκότα, γίνονται και ξεγίνονται. Η ύλη δεν είναι άναρχη, ούτε άτρεπτη. Αρετή είναι να μείνει κανείς στα όρια της φύσης του. Κακό είναι τα δημιουργήματα, που δεν είναι ο άκτιστος Θεός, να θέλουν ενώ ανήκουν στα κτιστά, να υπερβούν αυτά τα όρια και να γίνουν άκτιστα.31 Η ύλη είναι δημιουργία κατά φύση καλή λίαν. Το κακό για τον εαυτό ενώ είναι τροπή προς το μηδέν, δεν είναι εντελώς κακό,32 διότι ενώ είναι φθορά συγκροτεί τον εαυτό του. Ένα ακόμη δώρο που δόθηκε στον άνθρωπο, είναι και το γνωμικό θέλημα. Έχει μέσα του την δύναμη της θέλησης ως δύναμη δημιουργίας και προόδου στο αγαθό και κίνησης προς τον Θεό, ως δυνατότητα αγιασμού του. Εξαιτίας της τρεπτότητας των όντων, κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα μετά την πτώση, θέλει το ίδιον όφελος. Έχει το λεγόμενο γνωμικό θέλημα. Ανάλογα πώς και πού το κατευθύνει, γίνεται καλό, ως θέωση και ομοίωση Θεού, ή κακό ως εγωισμός και κίνηση προς το μηδέν, ως γεύση του κακού. Εάν προκρίνει την απόλαυση των κτισμάτων από τη απόλαυση του Κτίστη Θεού, ή προκρίνει το δικό του θέλημα, τρέπεται προς την φθορά και τον θάνατο.33

Η τρεπτότητα είναι μία κίνηση οντολογική, χαρακτηρίζει ολόκληρη την δημιουργία από την γέννηση της και αφορά ολόκληρο το κτιστό, τόσο το νοερό, όσο και το υλικό της μέρος.34 Η τρεπτότητα του ανθρώπου, παύει, μετά τον θάνατο, διότι η ψυχή παγιώνεται στην συγκεκριμένη θέση που είχε την στιγμή της εξόδου της από την παρούσα ζωή.35 Το θέλημα είναι μια δωρεά προς την ανθρωπότητα. Ο άνθρωπος την εξέτρεψε από την κατά φύση λειτουργία της και αντί να οδηγηθεί στην θέωση του ανθρώπου με την μετοχή του, στην Αγάπη του Θεού, το διέστρεψε σε φιλαυτία και αυτοθέωση, πράγμα που κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή μας οδήγησε στην πτώση.36 Ο Θεός παρέχει συνεχώς στα δημιουργήματά Του, το είναι και το καλώς είναι. Το πρώτο δεν μπορεί κανένα κτίσμα να αρνηθεί. Το δεύτερο είναι στην ελεύθερη βούληση του καθενός να κατευθύνει το γνωμικό του θέλημα, προς την θέωση ή τον μηδενισμό του. Είναι έργο της ελευθερία μας να διαφυλάξουμε τα αγαθά που μας δόθηκαν.37 Η ελευθερία είναι ένα μεγάλο δώρο, αλλά και μία μεγάλη ευθύνη. Η κατά φύση χρήση της ως μετοχή στις άκτιστες θείες ενέργειες, είναι το αληθινά καλό. Η κατάχρηση και η παραμόρφωση της δημιουργικής προόδου προς την κοινωνία με τον Θεό, ως εγκλωβισμός στην αυτάρκεια του εγωισμού μας, η πορεία προς τον θάνατο, είναι ο πυρήνας του κακού.38

1.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος P.G., 94 1521 B και παράλληλα στο κριτικό κείμενο του B. Kotter, Contra Manichaeos, σ. 360, 361 Κεφ. 28 1-19.
2.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος P.G., 94, 1513 C και B. Kotter, Contra…,σ. 356 10,9
3.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος P.G., 94, 1515 B και B. Kotter, Contra…,σ. 357, Κεφ. 11,1-5.
4.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1517 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 358, Κεφ. 14,7-17.
5.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1537 C και B. Kotter, Contra…, σ. 370, Κεφ. 31,34-45, την ίδια σκέψη συναντάμε και στον Γρηγόριο Νύσσης, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, P.G. 44,184 C.
6.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1545 A και B. Kotter, Contra…, σ. 374, Κεφ. 37,4-15.
7.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1568 A και B. Kotter, Contra…, σ. 387, Κεφ. 69,8-9.
8.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1569 D και B. Kotter, Contra…, σ. 390, Κεφ. 72,14-17.
9.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1525 C και B. Kotter, Contra…, σ. 361-363, Κεφ. 22.
10.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1528 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 364, Κεφ. 23.
11.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 D και B. Kotter, Contra…, σ. 378, Κεφ. 53,1-5.
12.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1552-1553 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 378, Κεφ. 60,1.
13.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1545 D και B. Kotter, Contra…, σ. 375, Κεφ. 43,6-10.
14.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1540 D,1541 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 372, Κεφ. 35,5-6.
15.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1545 Α και B. Kotter, Contra…, σ. 374-375, Κεφ. 42,12-15.
16.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 377, Κεφ. 50,2-6.
17.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 C και B. Kotter, Contra…, σ. 378, Κεφ. 52.
18.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1549 D, 1551 Α και B. Kotter, Contra…, σ. 378-379, Κεφ. 57,1-7.
19.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1551 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 378-379, Κεφ. 57.
20.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1551 C και B. Kotter, Contra…, σ. 379, Κεφ. 58.
21.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1553 C και B. Kotter, Contra…, σ. 381, Κεφ. 62,5.
22.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1555 D και B. Kotter, Contra…, σ. 381-382, Κεφ. 63.
23.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1569 D και B. Kotter, Contra…, σ. 389-390, Κεφ. 72,14-20.
24.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1573 Α-C και B. Kotter, Contra…, σ. 391, Κεφ. 75,7-9.
25.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1579 C και B. Kotter, Contra…, σ. 395, Κεφ. 81,1-3.
26.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1580 D/1581 A και B. Kotter, Contra…, σ. 396, Κεφ. 82,4.
27.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1581 C και B. Kotter, Contra…, σ. 396, Κεφ. 84,1-5.
28.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1581 D και B. Kotter, Contra…, σ. 397, Κεφ. 85,1-5.
29.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων Διάλογος, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια, Νίκου Ματσούκα, Εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 14 κ. εξ.
30.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1528 Α και B. Kotter, Contra…, σ. 364-365, Κεφ. 24,24-28.
31.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1537 C-D και B. Kotter, Contra…, σ. 370-371, Κεφ. 31.
32.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1552 C και B. Kotter, Contra…, σ. 378-379, Κεφ. 57.
33.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1541 D και B. Kotter, Contra…, σ. 372-373, Κεφ. 36,20-26.
34.Αθανασίου Β. Βλέτση, Το Προπατορικό Αμάρτημα στην Θεολογία του Μαξίμου του Ομολογητού, Έρευνα στις απαρχές μιας οντολογίας των κτιστών, Εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998, σ. 168.
35.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1573 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 391-392, Κεφ. 75,7-8.
36.Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, P.G., 90, 313 Α.
37.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1568 D, 1569 Α-Β και B. Kotter, Contra…, σ. 387-388, Κεφ. 69,17-20.
38.Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων... P.G., 94, 1553 Β και B. Kotter, Contra…, σ. 379-380, Κεφ. 60,14-17.

http://www.zoiforos.gr
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ανάγνωση και ερμηνεία της Αγίας Γραφής”

cron