Πιστεύουν ότι ενσαρκώνουν την οργή του Θεού, τη ρομφαία της εκδίκησης κατά των απίστων. Σκοτώνουν και πεθαίνουν στο όνομα Του προσδοκώντας ως ανταμοιβή μία θέση στον παράδεισο, στον τόπο της αιώνιας ευδαιμονίας. Οι πολεμιστές της Αλ Κάιντα, οι φανατικοί του Οσάμα Μπιν Λάντεν, δεν είναι ένα φαινόμενο που ξεπήδησε από το πουθενά. Είναι οι διάδοχοι των Ασσασίνων: των Ισμαηλιτών φονιάδων του μεσαίωνα, των πρώτων τρομοκρατών της ιστορίας.
Από τον Στέφανο Μυτιληναίο
«Πήγαινε να σκοτώσεις και αν τύχει και πεθάνεις, εγώ θα στείλω τους αγγέλους μου να σε φέρουν στον παράδεισο». Με αυτά τα ιερά λόγια ο Σινάν ιμπν Σαλμάν ιμπν Μουχάμμαντ, γνωστός στους εχθρούς του με την προσφώνηση «Γέρος του Βουνού», παρέδωσε με επισημότητα στα χέρια του νεαρού πολεμιστή που στεκόταν γεμάτος δέος και αποφασιστικότητα μπροστά του, το τελετουργικό μαχαίρι. Ένα όπλο ευλογημένο από τον ίδιο τον ανώτερο Νταγή (ιερέα της αίρεσης των Ισμαηλιτών), προορισμένο μόνο για τους ραφίκ (συντρόφους) που ήταν πλέον έτοιμοι να αναλάβουν μία αποστολή αντάξια ενός φινταγή (εκτελεστή δολοφόνου).
Ο νέος υποκλινόμενος, υποχώρησε όλος ευγνωμοσύνη για την ύψιστη τιμή, βαστώντας με σιγουριά το φονικό «εισιτήριο» που αν βαφόταν με αίμα θα του εξασφάλιζε μία θέση στον παράδεισο των γενναίων. Ο Γέρος στη συνέχεια πλησίασε έναν ακόμα αποφασισμένο ραφίκ που περίμενε καρτερικά τη σειρά του και επανέλαβε το ίδιο τυπικό. Αργά το βράδυ, οι δύο φινταγή, καλπάζοντας πάνω στα μικρόσωμα αραβικά τους άλογα εγκατέλειψαν το κάστρο του Τζουμπάλ αλ-Σουμμάκ, στην κεντρική Συρία, με κατεύθυνση προς τις ακτές του Λιβάνου.
Ένα μήνα μετά, στις 28 Απριλίου του σωτήριου έτους 1192, ο μαρκήσιος Κορράδος του Μομφερατικού, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ιπποτών της φρουράς του, έπεσε νεκρός από τις απανωτές μαχαιριές που του κατάφεραν δύο μανιασμένοι χριστιανοί μοναχοί. Η σύλληψη των καλόγερων με την ανάκριση που ακολούθησε, πριν την εκτέλεση τους, υπήρξε αποκαλυπτική. Ο απεσταλμένος του σουλτάνου Σαλαντίν στην Τύρο ανέφερε σε επιστολή του, ότι οι φονιάδες αναγνωρίστηκαν ως Ισμαηλίτες ασσασίνοι του Γέρου, οι οποίοι είχαν καταφέρει και εισχωρήσει μεταμφιεσμένοι σε καλόγερους στην αυλή του Κορράδου.
Η εκτέλεση του σταυροφόρου βασιλιά της Ιερουσαλήμ υπήρξε και το θεαματικότερο τρομοκρατικό χτύπημα που κατάφερε αυτή η μυστική εταιρεία-αίρεση του Ισλάμ στη μεσαιωνική ιστορία της.
Ποιοι ήταν οι Ασσασίνοι:
Οι Ασσασίνοι ανήκαν στο θρησκευτικό δόγμα των Ισμαηλιτών, παρακλάδι και μετεξέλιξη της μουσουλμανικής αίρεσης της Σχία (οι λεγόμενοι και σχιίτες ή σιίτες). Βλέπουμε δηλαδή ότι εξαρχής ανήκαν στο αιρετικό Ισλάμ σε αντίθεση με τους ορθόδοξους μουσουλμάνους που ονομάζονται σουννίτες. Το όνομα Ασσασίνος δεν το χρησιμοποίησαν ποτέ οι ίδιοι για τους εαυτούς τους έτσι τους αποκαλούσαν οι σταυροφόροι και οι λόγιοι της μεσαιωνικής Δύσης. Στις μέρες μας, αν και στις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη έχει καθιερωθεί ως συνώνυμη του δολοφόνου, η καταγωγή της μας είναι άγνωστη. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι να σημαίνει τον πότη χασίς (παραφθορά των αραβικών λέξεων χασισίν ή χασασίν, δηλαδή καπνιστής χασίς). Αυτό οφείλεται στην επικρατούσα άποψη κατά τα χρόνια του μεσαίωνα, σύμφωνα με την οποία οι Ασσασίνοι έπιναν χασίς ώστε -με την παραισθησιογόνα βοήθεια του- να μπορούν να βλέπουν τον παράδεισο που τους έταζε ο ηγέτης τους ως ανταμοιβή, σε περίπτωση που η αποστολή τους κατέληγε σε ίδιο θάνατο. Μεταξύ τους αποκαλούνταν ραφίκ, λέξη που σημαίνει σύντροφος.
Ως αιρετικοί του επίσημου Ισλάμ βρίσκονταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση με τους ορθόδοξους σουννίτες. Στη μακρά λίστα των δολοφονιών και τρομοκρατικών ενεργειών που εκτέλεσαν, τα θύματα χριστιανοί είναι ελάχιστοι σε σχέση με τους ομόθρησκους τους σουννίτες, οι οποίοι και ήταν οι κυρίως στόχοι τους.
Αποτέλεσαν ιδιαίτερο μυστικιστικό τάγμα μέσα στους κόλπους των Ισμαηλιτών με πολλές ομοιότητες με τα αντίστοιχα χριστιανικά ιπποτικά τάγματα της εποχής. Οι μυστικές τους δοξασίες ήταν μεσσιανικές και αποκαλυπτικές, πίστευαν δε ότι οι αρχηγοί τους, οι ιμάμηδες, ήταν απευθείας απόγονοι του Ισμαήλ ιμπν Τζαφάρ και, μέσω αυτού, του προφήτη Μωάμεθ από την κόρη του Φατίμα και το γαμπρό του Αλή. Οργανωτικά αποτελούσαν μία μυστική αδελφότητα, με ένα σύστημα όρκων και μυήσεων καθώς και διαβαθμισμένη ιεραρχία αξιωμάτων και γνώσης. Τα μυστικά φυλάσσονταν καλά, με συνέπεια οι πληροφορίες γύρω από αυτούς να είναι αποσπασματικές και συγκεχυμένες. Οι Ισμαηλίτες συγγραφείς βλέπουν την αίρεση και τους οπαδούς της ως φύλακες ιερών μυστηρίων τα οποία ο πιστός μπορούσε να κατακτήσει μόνο μετά από μακρά προετοιμασία και καθοδήγηση, που τη σημάδευαν διαδοχικές μυήσεις.
Το θρυλικό κάστρο του Αλαμούτ:
Οι μαυροφορεμένοι συνωμότες με τα σφιχτά σαρίκια και τα καλυμμένα πρόσωπα κινήθηκαν σαν σκιές κάτω από τις πολεμίστρες του κάστρου. Σύντομα θα ξημέρωνε, γνώριζαν ότι δεν είχαν πολύ χρόνο στη διάθεση τους. Προσεχτικά και αθόρυβα, μήπως και τους αντιληφθεί κανείς, πλησίασαν έναν χαμηλό προμαχώνα που τον φύλαγαν στρατιώτες μυημένοι στην αιρετική δοξασία τους. Αμέσως, και με το άκουσμα του γνωστού συνθηματικού, οι μέσα ανταποκρίθηκαν ρίχνοντας ένα σκοινί με κόμπους μέχρι τη βάση του τοίχους. Ο ένας από τους μαυροφορεμένους άρχισε να αναρριχείται γρήγορα ενώ οι υπόλοιποι παραφύλαγαν.
Μόλις πάτησε το πόδι του στον προμαχώνα, οι φρουροί στη θέα του γονάτισαν και ένας από αυτούς, ο γηραιότερος, είπε: «Χασάν-ι Σαμπάχ, μεγάλε νταγή της πίστης μας, καλωσόρισες». Σε λίγο, πάνω από τα βουνά του βόρειου Ιράν, θα ξημέρωνε μία ιστορική μέρα: η Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου του έτους 1090. Και ο Χασάν ιμπν Σαμπάχ, Πέρσης αιρεσιάρχης, θεολόγος και ιδρυτής του ασσασινικού τάγματος, είχε εισέλθει με άκρα μυστικότητα στο απόρθητο κάστρο του Αλαμούτ. Συνεργάτες του, οι Ισμαηλίτες στρατιώτες που υπηρετούσαν στη φρουρά. Λίγες μέρες μετά, ο φρούραρχος Μιχντί, αναγκάστηκε και παρέδωσε την εξουσία στον Χασάν και τους οπαδούς του. Ύστερα εγκατέλειψε την περιοχή για πάντα ακολουθούμενος από όσους στρατιώτες είχαν μείνει πιστοί στον ίδιο και τον σουλτάνο. Ο μύθος του πρώτου Γέρου του Βουνού (του ηγέτη του τάγματος), των αδίστακτων Ισμαηλιτών Ασσασίνων και του απόρθητου κάστρου τους είχε ήδη γεννηθεί.
Το κάστρο του Αλαμούτ ήταν χτισμένο στην περιοχή του Νταϋλάμ στις βόρειες επαρχίες της Περσίας που συνορεύουν με την Κασπία. Δέσποζε σε ένα στενό διάσελο στην κορυφή ενός ψηλού βράχου, μέσα στην καρδιά των βουνών Ελμπούρζ, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων. Το όνομα του σημαίνει «αετοφωλιά». Μέχρι το έτος 1256 όταν εισέβαλαν οι Μογγόλοι, οι οποίοι και κατέστρεψαν τους Ασσασίνους, υπήρξε το αρχηγείο της αδελφότητας, η οποία στο απόγειο της δύναμης της είχε φτάσει να ελέγχει την βορειοανατολική Περσία και όλη σχεδόν τη Συρία. Όπως και στην περίπτωση της Αλ Κάιντα, της οργάνωσης του Μπιν Λάντεν, η οποία είναι κράτος εν κράτη εντός της επικράτειας του Αφγανιστάν, κατά τον ίδιο τρόπο και οι Ισμαηλίτες Ασσασίνοι λειτουργούσαν ως μη αναγνωρισμένη αλλά υπαρκτή κρατική οντότητα εντός της επικράτειας του σουλτάνου. Με τις δολοφονίες και τρομοκρατικές τους ενέργειες είχαν σπείρει τον φόβο όχι μόνο στους τοπικούς άρχοντες που είχαν επιχειρήσει να τους διαλύσουν αλλά και στην ίδια την αυλή του σουλτάνου. Επίσης όπως ακριβώς η Αλ Κάιντα αποτελεί εκτός από τρομοκρατική οργάνωση και μία πανίσχυρη οικονομική δύναμη με πυρήνα την τεράστια περιουσία του Μπιν Λάντεν, έτσι και οι Ασσασίνοι είχαν συγκεντρώσει αμύθητους θησαυρούς στην υπηρεσία των σκοπών τους.
Το Αλαμούτ, ερειπωμένο και ερημωμένο, επισκέφτηκε το έτος 1273 ο Μάρκο Πόλο ταξιδεύοντας προς την Κίνα. Η περιγραφή του βενετού εμπόρου είναι αποκαλυπτική αν και επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τους τοπικούς θρύλους που κυκλοφορούσαν. Διαβάζοντας, λοιπόν, τα απομνημονεύματα του μαθαίνουμε ότι ο Γέρος είχε βάλει να κλείσουν μια κοιλάδα ανάμεσα σε δύο βουνά, μεταμορφώνοντας την σε κήπο, τον πιο όμορφο και πιο μεγάλο που είδε ποτέ μάτι, και τον είχε γεμίσει με κάθε λογής φρούτα. Είχε χτίσει επίσης εκεί μέσα τα ομορφότερα παλάτια και τις πιο λαμπρές επαύλεις καλυμμένα όλα με χρυσάφι και τοιχογραφίες.
Υπήρχαν ακόμα ρυάκια όπου κύλαγε άφθονο κρασί και γάλα και μέλι και νερό. Πολλές γυναίκες και από τις πιο όμορφες κοπέλες του κόσμου βρίσκονταν εκεί και έπαιζαν όλων των ειδών τα όργανα και τις μουσικές. Γιατί σκοπός του Γέροντα ήταν να κάνει τους πιστούς του να παραδεχτούν πως τούτος εδώ ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Τον είχε φτιάξει λοιπόν σύμφωνα με την περιγραφή που έδωσε ο Μωάμεθ. Όταν ήθελε να στείλει κάποιον Ασσισίν του για μία αποστολή, έβαζε να του δώσουν χασίς και μετά τον κουβαλούσαν μέσα στον κήπο. Όταν ο νέος ξυπνούσε, έβλεπε ότι βρισκόταν σε ένα μέρος θεσπέσιο και πίστευε πως ήταν ο αληθινός Παράδεισος. Οι γυναίκες και τα κορίτσια ερωτοτροπούσαν ελεύθερα μαζί του. Είχε ό,τι ψάχνει να βρει ένας νέος και δεν θα έφευγε ποτέ με τη θέληση του από εκείνο το μέρος. Όταν ερχόταν η ώρα να εκτελέσει το καθήκον του, έπινε ξανά από το ίδιο ποτό και μεταφερόταν σε λήθαργο στο παλάτι του Γέρου. Όταν ξυπνούσε, έβλεπε ότι βρισκόταν όχι πια στον Παράδεισο αλλά μέσα στο κάστρο και μάλλον δεν χαιρόταν και τόσο γι’ αυτό. Κατόπιν τον οδηγούσαν μπροστά στο γέροντα και το παλικάρι γονάτιζε και τον προσκυνούσε με μεγάλο σεβασμό, αφού πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σ’ έναν αληθινό προφήτη. Τότε ο άρχοντας τον ρωτούσε από πού ερχόταν κι αυτός φυσικά αποκρινόταν πως ερχόταν από τον παράδεισο! Και, συμπλήρωνε, πως ήταν όπως ακριβώς τον είχε περιγράψει ο Μωάμεθ στις Γραφές.
Δυσαρεστημένοι οι νεαροί φινταγή από τη στέρηση του παράδεισου τους, εκτελούσαν με προθυμία τις αποστολές αυτοκτονίας που τους ανέθετε ο Γέρος του Βουνού. Ένας δοξασμένος θάνατος θα τους έφερνε πίσω, το συντομότερο δυνατό, στον ευδαίμονα τόπο που είχαν εγκαταλείψει. Έτσι τουλάχιστον πίστευαν…
Το Τάγμα των Ασασίνων
1Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !