3
από Φιλούμενος
Η μάχη της Αράχωβας
Προελαύνοντας ο Καραϊσκάκης στην περιφέρεια της Λιβαδειάς έδωσε μάχες σε διάφορα μέρη, προσβάλλοντας τις τοπικές εχθρικές φρουρές, και, αφού εγκατέστησε τμήματα των 100 και 60 αγωνιστών αντιστοίχως, στις Μονές Οσίου Σεραφείμ στο Δομπό και Οσίου Λουκά στο Στείρι, για την ασφάλειά τους, προωθήθηκε και, στις 17 Νοεμβρίου, στρατοπέδευσε στο Δίστομο. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια της προελάσεως, ενισχύθηκε με το σώμα των Σουλιωτών, το οποίο στρατοπέδευε στην περιοχή της Θήβας και με το σώμα του Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα στο Δίστομο. Την ίδια περίοδο, οι ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις, οι οποίες έλεγχαν την περιφέρεια της Λιβαδειάς, με Αρχηγό το Μουστάμπεη, αφού ασφάλισαν τις αποθήκες εφοδιασμού τους στην Αταλάντη, κατευθύνθηκαν στη Λιβαδειά και στις 17 Νοεμβρίου στρατοπέδευσαν στην περιοχή της Δαύλειας. Οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι διανυκτέρευσαν στη Μονή της Αγίας Ιερουσαλήμ, δυτικώς της Δαύλειας.
Τις βραδυνές ώρες της 17ης Νοεμβρίου 1826, στο Στρατηγείο στο Δίστομο, ένας στρατιώτης της εμπροσθοφυλακής παρουσιάσθηκε στον Καραϊσκάκη και του ανέφερε, ότι ένας μοναχός προσήλθε στο στρατόπεδο και θέλει κατεπειγόντως να τον δει προσωπικώς και ιδιαιτέρως. Ο Καραϊσκάκης τον δέχθηκε και μεταξύ τους έγινε περίπου ο εξής διάλογος:
- Είμαι ανηψιός και υποτακτικός του ηγουμένου της Μονής Αγίας Ιερουσαλήμ κοντά στη Δαύλεια. Ο ηγούμενος με έστειλε να σου φανερώσω, ότι στη Μονή βρίσκονται ο
Κεχαγιάμπεης του Κιουταχή και ο Μουστάμπεης με 2.500-3.000 Οθωμανούς, οι οποίοι σταθμεύουν στη Δαύλεια και σε άλλα χωριά της περιοχής. Αύριο το πρωί σκοπεύουν να περάσουν από την Αράχωβα, με προορισμό την Άμφισσα, για να λύσουν την πολιορκία των δικών τους, οι οποίοι είναι κλεισμένοι στο Φρούριο, ανέφερε ο μοναχός.
- Πώς έμαθε το σχέδιο ο ηγούμενος και πώς βεβαιώθηκε, ότι αυτό πρόκειται να κάμουν και μάλιστα αύριο; τον ρώτησε ο Καραϊσκάκης.
- Ένας υποτακτικός, γνώστης της τουρκικής γλώσσας, ο οποίος εξυπηρετούσε τους αρχηγούς στην τραπεζαρία, άκουσε το σχέδιο του Μουστάμπεη, ο οποίος το ανέπτυσσε στον Κεχαγιάμπεη και το ανέφερε στον ηγούμενο, του απάντησε ο Μοναχός.
- Για εμάς γνωρίζουν που βρισκόμαστε; τον ξαναρώτησε.
- Νομίζουν, ότι είστε ακόμα στη Δομβραίνα, όπως τους βεβαίωσε και ο ηγούμενος, αν και γνώριζε, ότι έχετε φθάσει εδώ, του απάντησε.
Και ο αρχιστράτηγος έκλεισε τη συζήτηση, λέγοντας «Να επιστρέψεις στο Μοναστήρι και να μεταφέρεις τις ευχαριστίες μου στον ηγούμενο. Να του πεις να ορίσει ευχές και παρακλήσεις για εμάς και για τον αγώνα που κάνουμε για την πίστη και την πατρίδα».
Το Γενικό Σχέδιο των Οθωμανών προέβλεπε, σε πρώτη περίοδο, την εξουδετέρωση κάθε εστίας αντιστάσεως στη Ρούμελη και την εξασφάλιση του ελέγχου της περιοχής και, σε δεύτερη περίοδο, την ολοκλήρωση καταλήψεως της Πελοποννήσου. Ειδικότερα, ο Μουστάμπεης, αφού ενισχύθηκε με ικανή δύναμη υπό τον Κεχαγιάμπεη, υπαρχηγό του Κιουταχή, και με συνολική δύναμη 2.000 περίπου ανδρών (πεζικό 1.700 και ιππικό 300), προελαύνοντας διαμέσου της Αράχωβας, θα επιχειρούσε να λύσει την πολιορκία του Φρουρίου της Άμφισσας και να προσβάλει το σώμα του Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα, το οποίο στρατοπέδευε στο Δίστομο.
Για την υλοποίηση της πρώτης περιόδου σχεδίασε να καταλάβει την Αράχωβα και να εξασφαλίσει τον έλεγχο σε όλη τη, στρατηγικής σημασίας, περιοχή, ενεργώντας από το πρωί της 18ης Νοεμβρίου 1826, ως εξής:
* Με τμήμα 500 Τουρκαλβανών στην κατεύθυνση Μονή Αγίας Ιερουσαλήμ - υψώματα Μάνας προς Αράχωβα.
* Με την κύρια δύναμη, διαμέσου του Στενού Ζεμενού προς Αράχωβα.
* Σε περίπτωση αντιστάσεως στο Στενό Ζεμενού από ελληνικά τμήματα, η δύναμη η οποία θα φθάσει νωρίτερα στην Αράχωβα, να στραφεί προς το Ζεμενό, προκειμένου να συνδράμει την κύρια δύναμη, προσβάλλοντας από τα νώτα τα εκεί ελληνικά τμήματα.
Το Γενικό Σχέδιο των Ελλήνων, με πρόταση του Καραϊσκάκη και έγκριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως και των οπλαρχηγών, προέβλεπε εκστρατεία στη Ρούμελη, για αναζωπύρωση της Επαναστάσεως και πρόκληση αντιπερισπασμού, προκειμένου να ανακουφισθούν οι πολιορκούμενοι στην Ακρόπολη της Αθήνας, αφού ο Κιουταχής θα εξαναγκαζόταν να αποσπάσει δυνάμεις από την Αθήνα, για να ενισχύσει τα στρατεύματα στη Ρούμελη. Ειδικότερα, ο Καραϊσκάκης, με συνολική δύναμη 4.000 περίπου ανδρών, αποφάσισε και σχεδίασε, να ενεργήσει από τη νύχτα της 17ης (ξημέρωμα 18ης) Νοεμβρίου, θέτοντας σε εφαρμογή τα εξής
:
* Αμυντική εγκατάσταση στην Αράχωβα, με προαποστολή τμήματος 500 ανδρών, με επικεφαλής τους Οπλαρχηγούς Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα και Γεώργιο Βάγια, για την απαγόρευση των κατευθύνσεων των οθωμανικών δυνάμεων (υψώματα Μάνας - Αράχωβα και Στενό Ζεμενού - Αράχωβα) και την απόκρουση εχθρικής επιθέσεως.
* Εγκατάσταση μικρών τμημάτων, μετά την άφιξη του τμήματος προαποστολής στην Αράχωβα, ως φυλακίων προφυλακών μάχης, σε κατάλληλα σημεία στα δρομολόγια των ίδιων κατευθύνσεων, έγκαιρης προειδοποιήσεως των αμυνομένων, για την προώθηση και επιθετική ενέργεια των εχθρικών δυνάμεων προς την Αράχωβα.
* Ενίσχυση των αμυνομένων (Γαρδικιώτη και Βάγια) με τμήμα 400 ανδρών, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, το οποίο να αναχωρήσει από το στρατόπεδο του Διστόμου, για την Αράχωβα με την ανατολή του ηλίου.
* Εγκατάσταση σκοπών (καραούλια) σε εμφανή σημεία, κατά μήκος των δρομολογίων Δίστομο – Σκληβνίτσα – Αράχωβα και Στενό Ζεμενού – Αράχωβα, έγκαιρης προειδοποιήσεως του αρχιστρατήγου, με συνθηματικούς πυροβολισμούς (από σκοπό σε σκοπό), για την προώθηση των εχθρικών δυνάμεων προς την Αράχωβα.
* Ετοιμότητα άμεσης κινήσεως της υπόλοιπης δυνάμεως, μετά από προειδοποίηση, υπό τον αρχιστράτηγο, για την προώθησή της στην κατεύθυνση Στενό Ζεμενού – Αράχωβα και με δυνατότητα προσβολής από τα νώτα της κύριας δυνάμεως του Μουστάμπεη, την οποία θα ακολουθούσε, κατά την προέλαση και επιθετική ενέργειά της εναντίον της Αράχωβας.
* Ενίσχυση των αμυνομένων (Γαρδικιώτη και Βάγια) με τα τμήματα, τα οποία πολιορκούσαν το Φρούριο της Άμφισσας, με επικεφαλής τους Οοπλαρχηγούς Γεώργιο Δυοβουνιώτη και Νάκο Πανουργιά και με άλλα τμήματα, τα οποία βρίσκονταν σε άλλες αποστολές στα χωριά της περιοχής, μετά από γραπτή ειδοποίηση (επιστολή του αρχιστρατήγου) των οπλαρχηγών, απεσταλμένη με έκτακτους αγγελιαφόρους.
Στις 17 Νοεμβρίου, τις βραδινές ώρες, ο Καραϊσκάκης εξέδωσε προφορική διαταγή επιχειρήσεως προς τους οπλαρχηγούς, αναπτύσσοντας το σχέδιο του Μουστάμπεη και το δικό του, με τις επιμέρους αποστολές των ελληνικών τμημάτων και τις οδηγίες προπαρασκευής και διοικητικής μέριμνας (παρασκευή άρτου κ.ά.). Επίσης διέταξε την προετοιμασία της κύριας δυνάμεως, στη διάρκεια της νύχτας, με ετοιμότητα αναχωρήσεως την επομένη, σύμφωνα με το σχέδιο. Τέλος, κάλεσε το γραμματέα του Δημήτριο Αινιάνα, για να του συντάξει τις επιστολές, με εντολή προς τους οπλαρχηγούς των τμημάτων, τα οποία πολιορκούσαν το Φρούριο της Άμφισσας και άλλων, τα οποία βρίσκονταν σε αποστολές στα χωριά της περιοχής, προκειμένου να σπεύσουν στην Αράχωβα, για την ενίσχυση των αμυνομένων.
Σε εκτέλεση της διαταγής επιχειρήσεως του Καραϊσκάκη, η δύναμη προαποστολής αναχώρησε αμέσως τη νύχτα της 17ης (ξημέρωμα 18ης) Νοεμβρίου για την Αράχωβα και όταν έφτασε στη νότια παρυφή της, ο Γαρδικιώτης διέταξε στάση, ώστε να συγκεντρωθεί όλη η δύναμη και να δοθούν οδηγίες για τις περαιτέρω ενέργειες. Αμέσως μετά προωθήθηκαν τμήματα αναγνωρίσεως (περίπολοι) σε διάφορες κατευθύνσεις, τα οποία ανέφεραν, ότι η Αράχωβα δεν κατέχεται από εχθρικά τμήματα. Έτσι, όλη η δύναμη προαποστολής προχώρησε στην περιοχή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και στα σπίτια της ανατολικής παρυφής, όπου άρχισε την οργάνωση θέσεων μάχης και την αμυντική εγκατάσταση. Επίσης, σε εφαρμογή του σχεδίου άμυνας, μικρά τμήματα προωθήθηκαν στα δρομολόγια κατευθύνσεων του εχθρού (υψώματα Μάνας - Αράχωβα και Στενό Ζεμενού – Αράχωβα), για την εκτέλεση της αποστολής τους, ως φυλάκια προφυλακών μάχης.
Πρώτη μέρα της μάχης - 18 Νοεμβρίου 1826
Τα μικρά ελληνικά τμήματα, τα οποία είχαν προωθηθεί ως φυλάκια προφυλακών μάχης και είχαν εγκατασταθεί στις δύο κατευθύνσεις, υψώματα Μάνας – Αράχωβα και Στενό Ζεμενού – Αράχωβα, τις προμεσημβρινές ώρες (περίπου στις 10:00) ανέφεραν στους Οπλαρχηγούς Γαρδικιώτη Γρίβα και Γεώργιο Βάγια, ότι εμφανίσθηκαν οι εμπροσθοφυλακές των εχθρικών τμημάτων, στην πρώτη κατεύθυνση, κατερχόμενες τα βορειοανατολικά υψώματα της Αράχωβας και στη δεύτερη, εισερχόμενες στο Στενό Ζεμενού.
Τις μεσημβρινές ώρες, οι Τουρκαλβανοί, αφού προωθήθηκαν, επιτίθονταν από διάφορες κατευθύνσεις και συγκρούονταν με τα ελληνικά τμήματα, τα οποία αμύνονταν στην περιοχή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και στα γύρω σπίτια. Η μάχη γενικεύθηκε και για περίπου δύο ώρες εξακολουθούσε σφοδρή, ενώ τα εχθρικά τμήματα, τα οποία ενεργούσαν στην κατεύθυνση Στενό Ζεμενού – Αράχωβα, είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν τα πρώτα σπίτια της ανατολικής παρυφής της Αράχωβας.
Στην ίδια κατεύθυνση, η κύρια εχθρική δύναμη, υπό τους Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη, φθάνει στην Αράχωβα και ενεργεί σφοδρή επίθεση, με αλλεπάλληλες εφόδους εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι διατηρούν τις θέσεις τους. Όμως, παρά τη σθεναρή αντίδρασή τους, οι επιτιθέμενοι προχωρούν και καταλαμβάνουν μερικά ακόμη σπίτια.
Στη σχετικώς κρίσιμη αυτή φάση, το τμήμα των 400 ανδρών, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, προερχόμενο από το Δίστομο, καταφθάνει και καταλαμβάνει τα υψώματα Αφανός και Κουμούλα, ενισχύοντας έτσι την άμυνα στη νότια παρυφή της Αράχωβας.
Ταυτοχρόνως, η υπόλοιπη δύναμη, περίπου 800 άνδρες, υπό τον Αρχιστράτηγο, η οποία, σύμφωνα με το σχέδιο, ακολουθούσε την κύρια δύναμη του Μουστάμπεη, στην κατεύθυνση Στενό Ζεμενού – Αράχωβα, προσβάλλει από τα νώτα τα εχθρικά τμήματα της οπισθοφυλακής, ειδοποιώντας συνάμα και τα αμυνόμενα φίλια τμήματα για την άφιξη και την προώθησή της και επιδιώκοντας να αποκλείσει, κατά το δυνατόν, τους Οθωμανούς και από την κατεύθυνση αυτή.
Ο Μουστάμπεης, εκτιμώντας ότι οι δυνάμεις του κινδυνεύουν να εγκλωβισθούν μέσα στην Αράχωβα, προβαίνει στις εξής ενέργειες:
* Αποσύρει όλες τις δυνάμεις του και τις εγκαθιστά σε αμυντική διάταξη βορείως της Αράχωβας, στα υψώματα Λόφος Μουστάμπεη και Λυκότρουπο, καθώς και στα ενδιάμεσα αυτών και στα γύρω αντερίσματα, αποσκοπώντας στη διοίκηση, τον έλεγχο και την αποτελεσματική επέμβαση των τμημάτων του, με αντεπιθέσεις εναντίον των Ελλήνων.
* Διατάσσει δύναμη 500 Τουρκαλβανών να επιτεθεί εναντίον της κύριας δυνάμεως του Καραϊσκάκη, η οποία προχωρούσε από την κατεύθυνση του Ζεμενού, ώστε να την αναγκάσει να ανακόψει την προώθησή της και να παραμείνει έξω από την Αράχωβα.
* Διατάσσει επίσης, τμήμα πενήντα ιππέων, να προωθηθεί στο ύψωμα Καϋμένος Σταυρός, ανατολικώς της Αράχωβας, με αποστολή αφενός να παρακολουθεί και να αναφέρει τις κινήσεις της κύριας δυνάμεως του Καραϊσκάκη και εξάλλου να ασφαλίζει τη δύναμη του Μουστάμπεη, αποκρούοντας οποιαδήποτε επιθετική προσβολή εναντίον της, από ανατολική κατεύθυνση.
Ο Καραϊσκάκης, συνεχίζοντας την προώθηση της κύριας δυνάμεως και προσεγγίζοντας στην Αράχωβα, διατάσσει τμήμα 300 ανδρών, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Γιώτη Δαγκλή, Διαμάντη Ζέρβα και Χριστόφορο Περραιβό να καταλάβουν τα υψώματα της διαβάσεως στην περιοχή Ζερβοσπηλιές, επί της οδού πηγές Μάνας – Αράχωβα και να έχουν ετοιμότητα ταυτόχρονης επιθέσεως στην κατεύθυνση Διάβαση Ζερβοσπηλιές – ύψωμα Λυκότρουπο – Αράχωβα, ως δευτερεύουσα προσπάθεια (Δ.Π.), ενώ ο ίδιος θα ενεργούσε κατάμέτωπο, με κύρια προσπάθεια (Κ.Π.) στην κατεύθυνση Μύλοι Πάνιας – ύψωμα Μαύρα Λιθάρια – Αράχωβα.
Κατά την προώθηση και όταν τα πρώτα τμήματα της Κ.Π. φθάνουν στο ύψωμα Μαύρα Λιθάρια, εντοπίζουν δεξιά (βορείως) στο ίδιο ύψος, στο ύψωμα Καϋμένος Σταυρός το εχθρικό τμήμα των ιππέων. Αμέσως ο Καραϊσκάκης διατάσσει επιθετική κίνηση και προσβολή των ιππέων με δικό του τμήμα, στην εμφάνιση του οποίου οι ιππείς υποχωρούν χωρίς αντίσταση, επιστρέφοντας στην αμυντική τοποθεσία του Μουστάμπεη.
Αμέσως μετά, τα προωθημένα ελληνικά τμήματα καταλαμβάνουν το ύψωμα Καϋμένος Σταυρός και με σχετικώς αργό ρυθμό και αυξημένα μέτρα ασφαλείας, συνεχίζουν την επίθεση προς την Αράχωβα, προκειμένου να ενισχύσουν και να υποστηρίξουν, τα αμυνόμενα φίλια τμήματα. Τη στιγμή αυτή εκδηλώνεται επιθετική ενέργεια του τμήματος των 500 Τουρκαλβανών με μεγάλη ορμή, ώστε μετά από συμπλοκή ενός τετάρτου της ώρας, αναστέλλεται η συνέχιση της επιθέσεως στο κέντρο της διατάξεως των επιτιθέμενων ελληνικών τμημάτων, προκαλώντας μικρή υποχώρηση της δυνάμεως της Κ.Π. και σύγχυση στη δύναμη της Δ.Π.
Στη δυσμενή αυτή εξέλιξη, την κατάσταση αποσόβησε η άμεση επέμβαση των Σουλιώτικων τμημάτων με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Ζήκου Τζαβέλα και Γιαννούση Πανομάρα. Τα τμήματα αυτά, ευρισκόμενα στην πλευρά, η οποία κλονίσθηκε, διατηρούν τις θέσεις τους και αμέσως μετά επιτίθενται με αποτέλεσμα, αφενός να ανακόψουν την επιθετική ορμή του εχθρικού τμήματος εναντίον τους, φονεύοντας μάλιστα τον αρχηγό του Οσμάν Αγά και αφετέρου να συγκρατήσουν όσους από τους Έλληνες υποχωρούσαν, να συνεχίσουν την επίθεση και να αναγκάσουν τους Οθωμανούς να τραπούν σε φυγή, δυτικώς της Αράχωβας, στα υψώματα Πλόβαρμα και Καναλάκι, διαφεύγοντας προς την περιοχή των Δελφών. Τα εχθρικά αυτά τμήματα βρέθηκαν αντιμέτωπα με τα τμήματα των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, τα οποία προέρχονταν από τους Δελφούς και κατευθύνονταν στην Αράχωβα για ενίσχυση των φίλιων δυνάμεων, οπότε δέχθηκαν επίθεση, από τους Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, κατά τη διαφυγή τους και αναγκάσθηκαν να στραφούν και πάλι, υποχωρώντας προς την Αράχωβα. Εκεί και άλλα οθωμανικά τμήματα διέφευγαν από την Αράχωβα προς τους Δελφούς, εξαιτίας της μετωπικής επιθέσεως της δυνάμεως του Καραϊσκάκη και, πιεζόμενα εκατέρωθεν (από τη δύναμη του Καραϊσκάκη και τα τμήματα Δυοβουνιώτη και Πανουργιά), αναγκάζονται να τραπούν βορείως της Αράχωβας και να καταφύγουν στην αμυντική τοποθεσία του Μουστάμπεη.
Όταν η δύναμη των 500 Τουρκαλβανών επιτέθηκε στο κέντρο της δυνάμεως του Καραϊσκάκη, οι οπλαρχηγοί Δαγκλής, Ζέρβας και Περραιβός, εκτιμώντας την κρισιμότητα της καταστάσεως και ενώ δέχονταν εχθρική επίθεση στη Διάβαση Ζερβοσπηλιές, με πρωτοβουλία τους, αποφασίζουν να επιτεθούν εναντίον της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας (Μουστάμπεη), επιδιώκοντας να αποσπάσουν την προσοχή του, ώστε αφενός να αποτρέψουν τη δυνατότητα αντεπιθέσεως, όπου η τοποθεσία του δεχόταν επίθεση από ελληνικά τμήματα και αφετέρου να αποδυναμώσουν την πίεση, την οποία ασκούσε στο κέντρο της διατάξεως της δυνάμεως του Αρχιστρατήγου. Έτσι προωθούν τα τμήματά τους δυτικώς του υψώματος Καϋμένος Σταυρός, καταλαμβάνουν ένα ανώνυμο ύψωμα (υψ. 1076) υπερκείμενο, βορείως - βορειοανατολικώς της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας, ως βάση εξορμήσεως, από όπου εκδηλώνουν επιθετική ενέργεια εναντίον της τοποθεσίας. Προσπάθεια αντεπιθέσεως εχθρικού τμήματος αποκρούεται, και μετά από αγώνα περίπου μισής ώρας το τμήμα αυτό τρέπεται σε φυγή, επανερχόμενο στην τοποθεσία. Δύο ακόμη απόπειρες αντεπιθέσεως, εναντίον άλλων ελληνικών τμημάτων αποτυγχάνουν, με σημαντικές, σε βάρος των εχθρικών δυνάμεων αντεπιθέσεως, απώλειες. Στο μεταξύ, η επιθετική ενέργεια του τμήματος των 500 Τουρκαλβανών δεν ευοδώθηκε, παρά την πεισματώδη προσπάθειά του, με αποτέλεσμα και αυτό να ανατραπεί και να συμπτυχθεί στο εσωτερικό της τοποθεσίας.
Στο τέλος της πρώτης ημέρας της μάχης, με τη δύση του ηλίου, η κατάσταση των αντιπάλων είχε διαμορφωθεί ως εξής:
Η κύρια δύναμη των Οθωμανών υπό τους Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη είχε συγκεντρωθεί και είχε εγκατασταθεί αμυντικώς στα υψώματα Λόφος Μουστάμπεη βορείως της Αράχωβας και Λυκότρουπο, βορειοανατολικώς της Αράχωβας, όπου βρίσκονταν οι Καρυοφίλμπεης και Ελμάνσμπεης, ενώ όλη η υπόλοιπη δύναμη με τους επικεφαλής αξιωματικούς ήταν πλήρως εκτεθειμένη στις κορυφές των γυμνών λόφων, με μέσα προστασίας και καλύψεως τους ίππους, τους ημίονους και τις αποσκευές.
Η εχθρική αμυντική τοποθεσία, εδαφικώς περιορισμένη, ήταν περικυκλωμένη και η εγκατεστημένη σε αυτή δύναμη ήταν εγκλωβισμένη.
Ο Καραϊσκάκης, αμέσως μετά από αυτή την αναδιάταξη της εχθρικής δυνάμεως, εγκατέστησε το στρατηγείο του στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Για να είναι η άμυνα πιο αποτελεσματική, διατάσσει τη βελτίωση των θέσεων μάχης στη βόρεια πλευρά του περιβόλου της εκκλησίας και στα γύρω σπίτια.
Η μέχρι τότε εξέλιξη και η εκτίμηση της καταστάσεως τον οδηγούσε στο συμπέρασμα, ότι η θέση των Οθωμανών θα επιδεινωνόταν και έδωσε εντολή στους οπλαρχηγούς της δυνάμεώς του να καταλάβουν με τα τμήματά τους επίκαιρες θέσεις, προκειμένου να αποκλείσουν τα δρομολόγια διαφυγής και να παρεμποδίσουν τη δυνατότητα ενισχύσεως των εγκλωβισμένων με άλλες δυνάμεις.
Τη νύχτα της 18ης (ξημέρωμα 19ης) Νοεμβρίου εκδηλώθηκε δριμύ ψύχος με σύννεφα, ομίχλη και βόρειο άνεμο. Τα εχθρικά τμήματα, εκτεθειμένα στο ύπαιθρο, υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση, ενώ οι Έλληνες αντιμετώπιζαν το ψύχος, χρησιμοποιώντας ως καταλύματα τα σπίτια των Αραχωβιτών, επιστρέφοντας εκ περιτροπής στις θέσεις μάχης. Όμως, όσοι (συνήθως όχι όλοι) και όταν επέστρεφαν παρέμεναν στις θέσεις σε επαγρύπνηση πιο λίγο χρόνο. Πολλοί μάλιστα έπιναν άφθονο αραχωβίτικο χλιαρό κρασί, τρώγοντας και λίγες ελιές, από όσες είχαν αφήσει οι Αραχωβίτες, έπεφταν σε βαθύ ύπνο μέσα στα σπίτια και συνεπώς ήταν αναξιόμαχοι.
Οι Οθωμανοί, ενώ αντιλήφθηκαν την απουσία των Ελλήνων από τις θέσεις μάχης, υποψιάσθηκαν, ότι σχεδίαζαν κάποια αιφνιδιαστική ενέργεια και δεν εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία να εκτοξεύσουν νυχτερινή αντεπίθεση και να επιχειρήσουν διαφυγή. Ασφαλώς, αν ενεργούσαν, η προσπάθειά τους θα ευοδωνόταν. Σε σύσκεψη και σχετική συζήτηση των Μουστάμπεη και Κεχαγιάμπεη δεν εγκρίθηκε η πρόταση διαφυγής, γιατί ο πρώτος θεωρούσε τη φυγή πράξη ατιμωτική και ο δεύτερος έλπιζε ότι ο Κιουταχής θα έστελνε ενίσχυση.
Δεύτερη μέρα της μάχης - 19 Νοεμβρίου 1826
Από το πρώτο φως της ημέρας όλα τα ελληνικά τμήματα, με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς τους, σύμφωνα με την εντολή του Καραϊσκάκη, η οποία δόθηκε την προηγουμένη, είχαν εγκατασταθεί σε διάταξη περικυκλώσεως της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Ιδιαίτερα μέτρα είχαν ληφθεί σε επίκαιρες θέσεις με την κατασκευή μικρών προμαχώνων (θέσεων μάχης), κυρίως στις διαβάσεις και στα δρομολόγια, με μικρά διαστήματα μεταξύ των προμαχώνων, ώστε να αποτραπεί κάθε προσπάθεια διαφυγής.
Από το πρωί άρχισε ανταλλαγή πυρών μεταξύ των αντιπάλων, με συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό, χωρίς σημαντικές απώλειες των εχθρικών τμημάτων, γιατί είχαν επίσης κατασκευάσει προμαχώνες, από τους οποίους προστατεύονταν. Τη δεύτερη αυτή ημέρα της μάχης και άλλα φίλια τμήματα με τους οπλαρχηγούς τους καταφθάνουν, σύμφωνα με τις γραπτές εντολές (επιστολές) του Καραϊσκάκη και εγκαθίστανται στα δυτικά υψώματα, επιτυγχάνοντας έτσι αποκλεισμό των δυνάμεων του Μουστάμπεη και από τη δυτική πλευρά.
Τρίτη μέρα της μάχης - 20 Νοεμβρίου 1826
Nωρίς το πρωί είχαν φθάσει στην Αράχωβα τα τμήματα των oπλαρχηγών Μακρή, Δράκου, Καλύβα, Αποκορίτη, Γιόλδαση, Κωνσταντή Γρίβα, του Κομνά Τράκα με 150 άνδρες, το οποίο βρισκόταν στο Κωρύκειο άντρο, και τέλος του Σπύρου Μήλιου με περισσότερους από 300 άνδρες, το οποίο είχε παραμείνει στο Δίστομο, με εντολή του Καραϊσκάκη, όταν αναχώρησε για την Αράχωβα με την κύρια δύναμη. Τα τμήματα αυτά καταλαμβάνουν καίριες θέσεις στην περιοχή, συμπληρώνοντας έτσι την περικύκλωση της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας.
Επίσης, μία σημαντική δύναμη συγκροτείται, ως εφεδρεία του Καραϊσκάκη, με ετοιμότητα άμεσης επεμβάσεως, όπου και όταν η εχθρική δραστηριότητα θα παρουσιαζόταν ισχυρή και επικίνδυνη για την εξέλιξη του αγώνα των ελληνικών τμημάτων. Έτσι, οι Έλληνες από αμυνόμενοι που ήσαν έγιναν επιτιθέμενοι και ασκούσαν συνεχή πίεση στην εχθρική αμυντική τοποθεσία και αποτελεσματικό έλεγχο των δρομολογίων διαφυγής ή ενισχύσεως.
Όταν οι πολιορκούμενοι Τουρκαλβανοί επιχείρησαν έξοδον κατά των θέσεων των πολιορκητών, ένας εξ αυτών βρέθηκε για μια στιγμή πλησίον του Καραϊσκάκη, με γυμνό το σπαθί του και ρίχτηκε ξαφνικά εναντίον του για να τον αποκεφαλίσει. Τη στιγμή όμως εκείνη, τον έσωσε από βέβαιο θάνατο ένας ακόλουθός του, ο στρατιώτης Μάραθος από το χωριό Κομποτάδες Φθιώτιδος, που βρέθηκε κοντά του και ο οποίος πρόφθασε και σκότωσε τον Τούρκο σπαθοφόρο, πριν αυτός προλάβει να κατεβάσει το σπαθί του κατά της κεφαλής του Καραϊσκάκη. Έκτοτε, ο Καραϊσκάκης ανεγνώριζε ως σωτήρα του τον ανωτέρω ακόλουθό του. Το επεισόδιο αυτό μεταδόθηκε βραδύτερα στους απογόνους Καραϊσκάκη και Μάραθου, οι οποίοι έτρεφαν μεγάλη συμπάθεια και αγάπη μεταξύ τους.
Τέταρτη μέρα της μάχης - 21 Νοεμβρίου 1826
Την ημέρα αυτή, προκειμένου να υλοποιηθεί η τακτική του Καραϊσκάκη για την περικύκλωση, τις πρωινές ώρες, ένα πρώτο τμήμα 300 ανδρών με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Διαμαντή Ζέρβα, Λάμπρο Βέικο ή Ζάρμπα, Δήμο Τσέλιο και Κωνσταντίνο Βέρη διατάσσεται να εγκατασταθεί στο Στενό Ζεμενού, με αποστολή να αποτρέψει τη διέλευση εχθρικού τμήματος προς την Αράχωβα, για την ενίσχυση του Μουστάμπεη. Επίσης, δεύτερο τμήμα με επικεφαλής τους Οπλαρχηγούς Χριστόφορο Περραιβό και Γιώτη Δαγκλή διατάσσεται να εγκατασταθεί στα υψώματα Ζερβοσπηλιές και Καϋμένος Σταυρός, για τον έλεγχο του δρομολογίου Μονής Αγίας Ιερουσαλήμ – Αράχωβα με την ίδια αποστολή, όπως και το πρώτο.
Στο μεταξύ, στην περιοχή της Δαύλειας, ικανή εχθρική δύναμη είχε συγκροτηθεί σε δύο σώματα. Το πρώτο δυνάμεως 800 ανδρών υπό τον Αβδουλάχ Αγά με αποστολή να προελάσει διαμέσου του Στενού Ζεμενού προς την Αράχωβα, ως συνοδεία εφοδιοπομπής υποζυγίων με πολλά εφόδια για τον ανεφοδιασμό των εγκλωβισμένων και για να διευκολύνει την προσπάθεια διαφυγής και το δεύτερο πιο μικρής δυνάμεως, να προελάσει διαμέσου του δρομολογίου Μονή Αγίας Ιερουσαλήμ – υψώματα Μάνας – Αράχωβα, με αποστολή την ενίσχυση των εγκλωβισμένων. Όταν η κεφαλή του δεύτερου σώματος φθάνει στο ύψωμα Σαρακινό, προ των υψωμάτων Ζερβοσπηλιές και Καϋμένος Σταυρός, βάλλει συνθηματικά πυρά, για να αναφέρει την άφιξή του ως ενισχύσεως.
Αμέσως μετά, ο Μουστάμπεης, κατοπτεύοντας τη γύρω περιοχή και διαπιστώνοντας ότι προς την κατεύθυνση αυτή δεν υπάρχει ισχυρή ελληνική δύναμη, διατάσσει ένα τμήμα να επιτεθεί από τα νώτα εναντίον των τμημάτων Περραιβού και Δαγκλή, αφενός για να διευκολύνει την προέλαση της δυνάμεως ενισχύσεως και αφετέρου για να διατηρήσει ανοιχτό το δρομολόγιο προς τη Μονή Αγίας Ιερουσαλήμ. Τα τμήματα Περραιβού και Δαγκλή, τα οποία δέχθηκαν την εχθρική επίθεση υποχωρούν από τα υψώματα Ζερβοσπηλιές και Καϋμένος Σταυρός, ενώ οι εγκλωβισμένοι, υπερβαίνοντας τους προμαχώνες τους, επιχειρούν να συνενωθούν με τη δύναμη ενισχύσεως. Ο θόρυβος και η αναταραχή στα τμήματα των αντιμαχομένων προκάλεσαν την προσωπική παρουσία του Καραϊσκάκη, ώστε να εκδηλωθεί άμεση επέμβαση με ικανή δύναμη εναντίον των Οθωμανών, οι οποίοι επιχείρησαν να διαφύγουν, με αποτέλεσμα, αφού δεν είχε ακόμη αφιχθεί η δύναμη ενισχύσεως από την κατεύθυνση του Ζεμενού (του Αβδουλάχ Αγά), να αναγκασθούν να υποχωρήσουν και να επανέλθουν στην αμυντική τοποθεσία. Μετά την εξέλιξη αυτή, η δύναμη ενισχύσεως από την κατεύθυνση της Μονής Αγίας Ιερουσαλήμ, για να αποφύγει περαιτέρω φθορά και περισσότερες απώλειες, υποχώρησε και επέστρεψε στη Δαύλεια, διαμέσου της Μονής.
Η δύναμη ενισχύσεως υπό τον Αβδουλάχ Αγά, κατά την προέλαση και μόλις η εμπροσθοφυλακή εισήλθε στο Στενό Ζεμενού, από λανθασμένη εκτίμηση και βιαστική ενέργεια του εκεί ελληνικού τμήματος, δέχεται προσβολή με πυρά και σημαντικές σε βάρος της απώλειες, αλλά το κύριο σώμα, λόγω της στενότητας του χώρου και, κατά συνέπεια, της αδυναμίας αναπτύξεως για επίθεση υποχωρεί ατάκτως, επιστρέφοντας στη Δαύλεια. Μετά την αποτυχία της ενισχύσεως και της διαφυγής των εγκλωβισμένων προς τη Μονή Αγίας Ιερουσαλήμ, ο Καραϊσκάκης, αμέσως μετά τη σύγκρουση και ελέγχοντας την κατάσταση, αποστέλλει νέα τμήματα και προς τις δύο κατευθύνσεις εναντίον των εχθρικών δυνάμεων ενισχύσεως. Όταν τα νέα αυτά τμήματα έφθασαν επί τόπου, οι συγκρούσεις είχαν τελειώσει με απώλειες των εχθρικών τμημάτων 30 νεκρούς, πολλούς τραυματίες και 80 κτήνη, φορτωμένα με εφόδια.
Ο Μουστάμπεης, αποκλεισμένος και με το ηθικό της δυνάμεώς του πολύ χαμηλό, εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών (βροχή, δριμύ ψύχος), της ελλείψεως εφοδίων και της αδυναμίας ενισχύσεως, καθώς και σχετικής απαιτήσεως πολλών υφισταμένων του, υποχρεώνεται να ζητήσει συνθήκη. Το αίτημα της συνθήκης αναφέρεται στον Καραϊσκάκη, ο οποίος αποστέλλει ως εκπροσώπους του, τους οπλαρχηγούς Χριστόφορο Περραιβό και Γιάννη Ρούκη, προκειμένου να διαπραγματευθούν τους όρους της συνθήκης με τους εεκπροσώπους του Μουστάμπεη, τον χιλίαρχο Χότο Λέγκα και τον εκατόνταρχο Σουλεϊμάν Τόσκα.
Ο Λέγκας, τελειώνοντας την εισήγησή του, μεταξύ άλλων, είπε: «…Σας παρακαλούμε λοιπόν, να μας αφήσετε ελεύθερους με τα όπλα μας να πάμε στο Ζητούνι (Λαμία). Όσα ζώα και περιττά πράγματα έχομε μαζί μας, όλα σας τα δίδομε με ευχαρίστησή μας και για την πίστη της συμφωνίας μας, ζητούμε να μας δώσετε πέντε καπεταναίους και να πάρετε και εσείς άλλους τόσους σημαντικούς Τούρκους, έως να φτάσωμε στο Ζητούνι ασφαλείς και τότε λαμβάνει ο καθένας πίσω τους δικούς του. Και κοντά σε όσα σας είπαμε, σας υποσχόμεθα και φιλία παντοτινή».
Ο Περραιβός, μεταξύ άλλων, απάντησε: «…Εμείς δε ζητούμε άλλο τι σήμερα παρά την ελευθερία μας, την οποία ο Θεός εχάρισε σε κάθε άνθρωπο να την χαίρεται εν όσω ζεί, χωρίς να βλάψει το γείτονά του. Εσείς, αγωνιζόμενοι να μας τη σκοτώσετε, δεν κάμνετε άλλο τι παρά να καταπατείτε τη θεϊκή απόφαση. Όσο για την όποια ζητείτε συνθήκη, εμείς τη δεχόμεθα, κατά τη διαταγή του Αρχηγού μας, με τα εξής κεφάλαια:
A. Η ζωή σας θέλει είναι ελευθέρα και απείρακτος από μικρού έως μεγάλου, επειδή ούτε η συνείδησή μας ούτε η θρησκεία μας συγχωρούσι να βλάψωμε τους όσους μας ζητούν συγχώρηση.
Β. Προ της αναχωρήσεώς σας, να μας παραδώσετε τα Σάλωνα και τη Λιβαδειά.
Γ. Η αναχώρησή σας δεν συγχωρείται έως εις το Ζητούνι, αλλά να υπάγει έκαστος εις τα ίδια.
Δ. Όσα όπλα και χρήματα φέρετε επάνω σας από μικρού έως μεγάλου, φορέματα διπλά, ζώα παντός γένους και όλα τα κινητά, θέλετε τα παραδώσει εις όποιαν επιτροπήν διατάξει ο Αρχηγός μας.
Ε. Δια την ασφαλή εκτέλεση των διαληφθέντων κεφαλαίων, ζητούμε εκ μέρους σας ομήρους τον Καρυοφίλμπεην, αδελφόν του Μουστάμπεη και τον Κεχαγιάμπεην, σεις δε, εκτός του Αρχηγού μας, έχετε την άδεια να ζητήσετε όποιους οπλαρχηγούς θέλετε.
Αυτά είναι τα, εκ μέρους του Αρχηγού μας και λοιπών οπλαρχηγών, ζητήματα, εις τα οποία δεν συγχωρείται καμμία συγκατάβασις. Αν τα δέχεσθε, ημείς είμεθα έτοιμοι να τα εκτελέσωμεν αμέσως, το εναντίον δε, πάλιν αρχίζομεν τον πόλεμον και ο Θεός, όποιον γνωρίζει άδικον, ας τον παιδεύσει».
Οι όροι, τους οποίους αντιπρότεινε ο Καραϊσκάκης, απορρίφθηκαν από τους Μουστάμπεη και Κεχιαγιάμπεη, επειδή φοβούνταν την οργή του Κιουταχή και ήλπιζαν ότι τελικώς δε θα τους εγκατέλειπε στη δεινή θέση, στην οποία βρίσκονταν. Δύο ώρες, μετά την αναχώρηση των εκπροσώπων του Μουστάμπεη, η απάντηση της απορρίψεως των όρων της συνθήκης δόθηκε από την εχθρική αμυντική τοποθεσία, με την εκφώνηση της λέξεως «Πόλεμος» τρεις φορές.
Ο Καραϊσκάκης, βέβαιος πλέον, ότι οι εγκλωβισμένοι θα επιχειρήσουν να διασπάσουν τον κλειό και να διαφύγουν για να σωθούν, ενίσχυσε τα τμήματα, τα οποία κατείχαν τις διαβάσεις, επιδιώκοντας τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο των δρομολογίων διαφυγής. Ειδικότερα, για το σκοπό αυτό:
* Τα τμήματα των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Τράκα, ενισχυμένα με τους Αραχωβίτες, οι οποίοι κατοικούσαν γύρω από την Πληκόβρυση, διατάχθηκαν να καταλάβουν τα υψώματα, δυτικώς και βορειοδυτικώς της Αράχωβας, ήτοι: Κουκουβάγιες, Σφαλάκι, Πλόβαρμα, Κυριά, Πίσω Αλώνια κ.α., μέχρι τους πρόποδες της Βλαχόλακας, ώστε να αποτραπεί η διαφυγή προς τους Δελφούς και προς την Άμφισσα ή προς την περιοχή Λειβάδι και στη συνέχεια δυτικώς και βορειοδυτικώς του Παρνασσού.
*Τα τμήματα των Οπλαρχηγών Δαγκλή, Περραιβού, Γεωργίου Βάγια, Γαρδικιώτη Γρίβα και των Σουλιωτών, ενισχυμένα επίσης με Αραχωβίτες, οι οποίοι κατοικούσαν στις συνοικίες της Αράχωβας Κούκουρα και Καλόβρυση, διατάχθηκαν να καταλάβουν τα υψώματα Αγία Τριάδα, Καϋμένος Σταυρός, Ζερβοσπηλιές και Σαρακινό, μέχρι την οδό από Αράχωβα προς την πηγή Μάνα, ώστε να αποτραπεί η διαφυγή προς το Στενό και την κοιλάδα Ζεμενού.
* Ο Καραϊσκάκης με την υπόλοιπη δύναμη και τους Αραχωβίτες των άλλων συνοικιών κατείχαν το κέντρο της διατάξεως στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και στα γύρω σπίτια.
Η εντολή του, προς όλα τα τμήματα, ήταν να ασκούν πίεση με συνεχή πυρά, χωρίς διακοπή, εναντίον της εχθρικής αμυντικής τοποθεσίας. Την κατανομή των Αραχωβιτών σε αυτές τις αποστολές καθόρισε ο ίδιος προσωπικώς, γιατί αυτοί γνώριζαν πολύ καλά την περιοχή και τις διαβάσεις.
Πέμπτη μέρα της μάχης - 22 Νοεμβρίου 1826
Η τακτική της περικυκλώσεως και ο αυστηρός αποκλεισμός εφαρμόζονταν και την πέμπτη ημέρα της μάχης, με συνεχή και πυκνά πυρά, την οποία επιβεβαίωσε ο Καραϊσκάκης, από το πρωί, πραγματοποιώντας επίσκεψη και επιθεώρηση όλων των τμημάτων, στις κατεχόμενες θέσεις (προμαχώνες).
Ο Μουστάμπεης, στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ηθικό των εγκλωβισμένων, πραγματοποιώντας και αυτός επίσκεψη και επιθεώρηση των προμαχώνων, προέτρεπε τους Οθωμανούς να εκτελούν βολές εναντίον των Ελλήνων. Η ανταλλαγή πυρών εξακολουθούσε και στη διάρκεια της νύχτας της 22ας (ξημέρωμα επομένης) του μήνα, οπότε τραυματίσθηκε ο Μουστάμπεης.
Ο Χριστόφορος Περραιβός αναφέρει, σχετικώς με τον τραυματισμό του Μουστάμπεη, τα εξής: «Κατά την 23ην του μηνός Νοεμβρίου και περί την 2αν ώραν της νυκτός, επισκεπτόμενος ο Αρχηγός (Καραϊσκάκης) όλα τα ελληνικά οχυρώματα, διέταξε να πυροβολήσωσιν εκ συμφώνου κατά των Τούρκων. Η δίωρη σχεδόν διάρκεια των πυροβολισμών έφερεν απροσδοκήτως τον θάνατον του Μουστάμπεη, διότι εκ των ριπτομένων σφαιρών εκτύπησε μία την κεφαλήν του κατά μέτωπον, ήτις πάραυτα τον ενέκρωσεν και το στρατόπεδόν του εδειλίασε· κρύψαντες τον θάνατόν του, αποφάσισαν την επιούσαν (23/11) να ζητήσωσι εκ δευτέρου συνθήκην, επί συμφωνία να μην τους αφαιρέσωσιν, ει δυνατόν, τα όσα χρήματα φέρουν εις την ζώνην των, εις τα λεγόμενα κεμέρια, τα δε άλλα να λάβωσιν όλα, κατά την ρηθείσαν συνθήκην».
Ο αδελφός του Μουστάμπεη Καρυοφίλμπεης και οι υπηρέτες του απέκρυψαν τον τραυματισμό του επί δύο ημέρες, για να μην επηρεασθεί αρνητικώς το ηθικό του στρατεύματος.
Έκτη μέρα της μάχης - 23 Νοεμβρίου 1826
Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, την έκτη ημέρα της μάχης, σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί των οθωμανικών τμημάτων συγκεντρώθηκαν έξω από τη σκηνή του Κεχαγιάμπεη και, ευρισκόμενοι σε αταξία, ανησυχία και ταραχή, φιλονικούσαν και φωνασκούσαν σε έντονο ύφος, εξαιτίας της δεινής καταστάσεως στην οποία είχαν περιέλθει, προβληματιζόμενοι για την περαιτέρω τηρητέα στάση τους. Ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός, μαζί με άλλους οι οποίοι εισήλθαν στη σκηνή, απευθύνθηκε στον Κεχαγιάμπεη, λέγοντας: « Μπέη, περιμένουμε τόσες ημέρες βοήθεια, για να σωθούμε, πλην όμως οι ελπίδες μας έχουν ματαιωθεί. Τί πρέπει να κάνουμε για να μη χαθούμε; Όλο το στράτευμα βρίσκεται σε μεγάλη ανησυχία».
Ένας άλλος, από τους πιό θρασείς, Γκέκας στην καταγωγή, αφού έριξε ένα οργισμένο βλέμμα στον Κεχαγιάμπεη και του λέει: «Δεν βλέπεις, ότι κινδυνεύουμε να πέσουμε στα χέρια των Ελλήνων, να μας σκοτώσουν ή το χειρότερο, να μας αφοπλίσουν, να μας περιφέρουν από χωριό σε χωριό και να μας βρίζουν ακόμα και τα μικρά παιδιά στους δρόμους;».
Όλα αυτά τα άκουσαν οι πιο πολλοί από τους συγκεντρωμένους, οι οποίοι τα επιδοκίμασαν και με ζωηρή συζήτηση, ομαδοποιημένοι σχολίαζαν τη δύσκολη κατάσταση, η οποία επικρατούσε τις τελευταίες ημέρες. Ο Κεχαγιάμπεης, μην έχοντας μία κάποια πειστική απάντηση, προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα και πρότεινε στους υψηλόβαθμους αξιωματικούς να συσκεφθούν στη σκηνή του Μουστάμπεη, για να αποφασίσουν για την τηρητέα στάση, ενώ οι συγκεντρωμένοι απομακρύνθηκαν και διαλύθηκαν. Τότε εκεί, ο Καρυοφίλμπεης τους ανακοίνωσε, ότι ο Μουστάμπεης ήταν τραυματισμένος και βαριά ασθενής, ανήμπορος και ετοιμοθάνατος.
Η είδηση του επικείμενου θανάτου του Μουστάμπεη διαδόθηκε αμέσως, με αποτέλεσμα να προκληθεί σύγχυση και κατάσταση απελπιστική σε όλο το στράτευμα. Όταν όλα αυτά συνέβαιναν, η σιγανή βροχή, η οποία είχε αρχίσει από τις 21 του μήνα και εξακολουθούσε να πέφτει αδιάκοπα, μετατράπηκε σε πυκνό χιόνι, το οποίο, σε περίπου μία ώρα, κάλυψε τα πάντα.
Την έκτη αυτή ημέρα της μάχης, ο Μουστάμπεης πέθανε. Έτσι, οι υψηλόβαθμοι επιτελείς και συνεργάτες του, αφού απέκρυψαν το θάνατό του, αποφάσισαν να ζητήσουν για δεύτερη φορά φορά συνθήκη, προτείνοντας να εφαρμόσουν όλους τους όρους, εκτός από την παράδοση των χρημάτων και του οπλισμού. Όμως, ο Καραϊσκάκης επέμεινε στους όρους της αρχικής συνθήκης και οι εκπρόσωποι των Οθωμανών επέστρεψαν άπρακτοι, αναφέροντας την αρνητική απάντηση των Ελλήνων.
Η νύχτα της 23ης (ξημέρωμα 24ης) του μήνα πέρασε με γενική αναστάτωση και έντονες συζητήσεις, για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσαν οι εγκλωβισμένοι και γιατί έβλεπαν, ότι το τραγικό τέλος τους πλησιάζει.
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n
[/align]