Δρος Κωνσταντίνου Σιαμάκη
Θεσσαλονίκη 1995.
![Εικόνα](http://img200.imageshack.us/img200/7808/42255398.jpg)
Όλα τ' αρχαία κείμενα της ανθρωπότητος, τ' αρχαιότερα από την εμφάνισι της τυπογραφίας, παραδίδονται φυσικά σε χειρόγραφα, που φυλάγονται σήμερα σε αρχαιολογικά μουσεία ή κυρίως σε ειδικές βιβλιοθήκες αρχαίων χειρογράφων, οι οποίες είναι είδος μουσείων. Διότι στα μουσεία υπάρχουν συνήθως όλων των ειδών τ' αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ μόνο για τα χειρόγραφα βιβλία υπάρχουν αυτά τα ειδικά μουσεία, οι βιβλιοθήκες αρχαίων χειρογράφων, οι οποίες άλλοτε είναι έτσι αμιγείς, άλλοτε πάλι έχουν τόσο τμήματα αρχαίων χειρογράφων όσο και τμήματα συγχρόνων μας έντυπων βιβλίων. Κάθε αρχαίο κείμενο παραδίδεται σε ένα η περισσότερα αρχαία χειρόγραφα, από τα οποία τυπώνονται στην αρχή η πρώτη έκδοσι κι έπειτα οι αυθεντικώτερες έντυπες εκδόσεις, οι λεγόμενες κριτικές εκδόσεις, έπειτα δε απ’ αυτές ανατυπώνονται όλες γενικά οι έντυπες εκδόσεις.
Για παράδειγμα, όλες οι έντυπες εκδόσεις της Κ. Διαθήκης που έγιναν στην Ελλάδα είναι ανατυπώσεις από άλλες έντυπες τέτοιες που έγιναν στην Ευρώπη, μόνο δε η έκδοσι του Β. Αντωνιάδου, που έγινε το 1904 στην Κωνσταντινούπολι από την εκεί ιερά σύνοδο και ανατυπώνεται σήμερα από την ιερά σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, έγινε κατ' ευθείαν από 125 αρχαία χειρόγραφα.
Ή οι εκδόσεις των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που γίνονται στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης της Αγγλίας και της Λειψίας της Γερμανίας γίνονται από αρχαία χειρόγραφα, ενώ σχεδόν όλες οι εκδόσεις των που γίνονται στην Ελλάδα είναι ανατυπώσεις των αγγλικών και γερμανικών εκείνων εκδόσεων. Επίσης τα περισσότερα συγγράμματα των εκκλησιαστικών συγγραφέων των 15 πρώτων αιώνων, της προτυπογραφικής δηλαδή εποχής, τα εξέδωκαν από χειρόγραφα διάφοροι ευρωπαίοι, συνήθως Γάλλοι και Γερμανοί ρωμαιοκαθολικοί, ενώ οι περισσότερες ελληνικές εκδόσεις ανατυπώνονται από τις ξένες εκείνες, αν και στην Ελλάδα τα τελευταία 100 χρόνια έγιναν εκδόσεις μερικών πατερικών κειμένων κι από χειρόγραφα.
Τ' αρχαία χειρόγραφα ενός κειμένου, τα παραθέματα του (citata, τσιτάτα) σε άλλα κείμενα επίσης αρχαία αλλά νεώτερα του, και οι τυχόν σωζόμενες αρχαίες μεταφράσεις του που παραδίδονται επίσης σε αρχαία χειρόγραφα, αποτελούν τη χειρόγραφη παράδοσι αυτού του κειμένου. Κάθε έντυπη έκδοσι ενός αρχαίου κειμένου προέρχεται άμεσα η έμμεσα από τη χειρόγραφη παράδοσί του.
Η Αγία Γραφή στη χειρόγραφη παράδοσί της είναι ο αδιαφιλονείκητος γίγαντας και βασιλεύς των βιβλίων όλου του κόσμου. Για παράδειγμα, σ' ολόκληρη την παράδοσι των ελληνικών κειμένων η αγία Γραφή κατέχει μόνη της το 12 η 13% των αρχαίων χειρογράφων, ενώ το υπόλοιπο 87 ή 88% το μοιράζονται πάνω από 2.100 αρχαίοι συγγραφείς, ήτοι 600 ειδωλολάτρες και 1.500 Χριστιανοί. Ίδια είναι η αναλογία και στην παράδοσι των λατινικών κειμένων μεταξύ της Βίβλου και των άλλων.
Για να γίνεται αντιληπτό κάθε γνώρισμα και πλεονέκτημα των βιβλικών χειρογράφων (πλήθος, αρχαιότης, ποιότης, κλπ.), θα τα συγκρίνω πολλές φορές με τ' αντίστοιχα γνωρίσματα των χειρογράφων παραδόσεων άλλων συγγραφέων ή γραμματειών, λ. χ. Του Ομήρου, του Ιπποκράτους, της αρχαίας ελληνικής γραμματείας γενικώς, της Ελληνορρωμαϊκής γενικώτερα, της ινδικής, της κινεζικής, της παλαιοαμερικανικής, κλπ.
Ένα πρώτο ερώτημα που γεννιέται στη σκέψι κάθε ανθρώπου, που θέλει να μάθη γι’ αυτά τα πράγματα, είναι αν σώζονται αυτόγραφα αρχαίων συγγραφέων, των Προφητών, των Ευαγγελιστών, των αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων, των πατέρων της Εκκλησίας, και άλλων. Αυτόγραφα γενικώς σ' όλο τον κόσμο υπάρχουν μόνο από το ΙΒ' μ. Χ. αιώνα κι έπειτα, και μόνο Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Σώζονται λ. χ. αυτόγραφα τα πρακτικά της συνόδου που έγινε στην Κωνσταντινούπολι το 1.166, τα σχόλια του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης στα Έπη του Ομήρου τα επιγραφόμενα Παρεκβολαί εις την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν (από το 1180 περίπου), και ελάχιστα άλλα κείμενα, τα κείμενα των αρχαιοτέρων συγγραφέων σώζονται μόνο σε αντίγραφα. Αλλά και αν παρ' ελπίδα βρίσκαμε σήμερα ένα πολύ αρχαίο αυτόγραφο, λ. χ. την Προς Γαλατάς επιστολή του Αποστόλου Παύλου γραμμένη από το χέρι του, δεν θα καταλαβαίναμε ούτε θα μπορούσαμε ν' αποδείξουμε ότι είναι το αυτόγραφο του Αποστόλου.
Από τα κείμενα του Ελληνορρωμαϊκού κόσμού σώζονται αποσπάσματα εκτάσεως μισής ή μιας σελίδος ή ελαχίστων σελίδων από τον Δ΄ π. Χ. αιώνα (320 π. Χ.) · σπάνια ακέραια συγγράμματα από το Β΄ μ. Χ. αιώνα· και ολόκληρα βιβλία (δηλαδή τόμοι σαν τα σημερινά βιβλία με πολλά συγγράμματα σε κάθε τόμο) από τον Δ΄ μ. Χ. αιώνα (340 μ. Χ.)· και πρόκειται πάντοτε για Ελληνικά ή ελληνόγλωσσα κείμενα. Κυρίως όμως τα Ελληνικά Λατινικά κι Εβραϊκά κείμενα σώζονται και παραδίδονται σε χειρόγραφα του Θ' αιώνος και μεταγενέστερα. Τ' αρχαιότερα χειρόγραφα της Κοντινής Ανατολής (συριακά, κοπτικά, αραβικά, και λοιπά ανατολίτικα) Χριστιανικά μεν είναι σπανίως του Δ΄ αιώνος και μεταγενέστερα, κυρίως δε του ΙΒ' αιώνος και μεταγενέστερα, ισλαμικά δε του ΙΒ' αιώνος και μεταγενέστερα. Τ' αρχαιότερα χειρόγραφα της Μακρινής Ανατολής (Ινδικά, κινεζικά, ινδοκινεζικά) είναι του ΙΓ' αιώνος και μεταγενέστερα, τα δε αρχαιότερα παλαιοαμερικανικά είναι του ΙΣΤ' αιώνος μόνο.
Το αρχαιότερο χειρόγραφο του κόσμου που περιέχει ακέραιο βιβλίο είναι ο ελληνικός πάπυρος του Bodmer 2, του Β΄ αιώνος, που περιέχει το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, και βρίσκεται στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Το αρχαιότερο βιβλίο του κόσμου, δηλαδή τόμος με τη σημερινή έννοια, είναι το περγαμηνό χειρόγραφο 03 της Βίβλου· περιέχει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, είναι βιβλιοδετημένο σε 5 τόμους, γράφτηκε το 340 μ. Χ. και βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού με αριθμό 1.209· γι’ αυτό είναι γνωστό σα Βατικανό χειρόγραφο της Βίβλου, παρ' όλο που προέρχεται από την Αλεξάνδρεια. Υπάρχει του ίδιου αιώνος κι άλλο ένα ολόκληρο βιβλίο, περγαμηνό και πολύτομο, το Σιναϊτικό χειρόγραφο της Βίβλου (το 01), που προέρχεται πάλι από την Αλεξάνδρεια και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου.
Πέντε είναι τα κυριώτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα με τα οποία τα χειρόγραφα της Βίβλου ξεχωρίζουν απ’ όλα τ' άλλα χειρόγραφα της προ-Χριστιανικής και Χριστιανικής γραμματείας.
1. Είναι τα περισσότερα απ’ όλα. Από 60.000 Ελληνικά χειρόγραφα που υπάρχουν σ' όλο τον κόσμο, τα 7.300 είναι της Βίβλου. Κανένα άλλο σύγγραμμα προ-Χριστιανικό ή Χριστιανικό δεν πλησιάζει σ' αυτό το ύψος. Τα 5.300 είναι της Κ. Διαθήκης και τα 2.000 της Π. Διαθήκης. Σχεδόν δεν υπάρχει στη γη βιβλιοθήκη ελληνικών χειρογράφων που να μην έχη χειρόγραφα της Βίβλου και είναι αδύνατο ένας ερευνητής να εξετάση όλα τα χειρόγραφά της με αυτοψία. Τα χειρόγραφα της Βίβλου βρίσκονται σε 380 βιβλιοθήκες όλων των ηπείρων απ’ αυτές οι εφτά κυριώτερες είναι οι εξής κατά σειρά πλήθους βιβλικών χειρογράφων: Άγιον Όρος (αν θεωρηθή σα μία βιβλιοθήκη), Μονή του Σινά, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων, Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, Βιβλιοθήκη του Βατικανού, Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, κι Εθνική Βιβλιοθήκη της Πετρουπόλεως.
Ίδια είναι, όπως λέχθηκε, η αναλογία και στη χειρόγραφη παράδοσι των λατινικών κειμένων ανάμεσα στη Βίβλο και στους άλλους συγγραφείς. Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς συνήθως παραδίδονται ο καθένας σε 1 μέχρι 10 χειρόγραφα, λίγες φορές δε μέχρι και σε 20 χειρόγραφα, και μόνον ο Όμηρος, που είναι ο άφταστος γίγαντας ανάμεσα σ' εκείνους, παραδίδεται σ' εκατοντάδες, ήτοι σε 190 χειρόγραφα η Ιλιάς και σε 80 η Οδύσσεια. Οι Χριστιανοί συγγραφείς που είναι στο πλήθος των χειρογράφων τους οι πλησιέστεροι προς τη Βίβλο, και είναι σ' αυτό ανώτεροι από τον Όμηρο αλλά πολύ κατώτεροι από τη Βίβλο, είναι ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Ιερώνυμος, ο Ιωάννης Σιναΐτης (Κλίμαξ), το Σύνταγμα των κανόνων ( = Πηδάλιον), και τα λειτουργικά βιβλία (Ωρολόγιον, Τριώδιον, Μηναία, κλπ. ), Οι παλαιογράφοι, αυτοί δηλαδή που διαβάζουν τ' αρχαία κείμενα από τ' αρχαία χειρόγραφα και τα μεταφέρουν με τον κριτικό τους τρόπο στις έντυπες κριτικές εκδόσεις, όταν μαθαίνουν παλαιογραφία, ακόμη κι αν είναι φιλόλογοι που ασχολούνται με τον Όμηρο ή το Θουκυδίδη, και δεν ενδιαφέρονται για τη Βίβλο, μαθαίνουν κυρίως από τα χειρόγραφα της Βίβλου, διότι αυτά είναι από κάθε άποψι (πλήθος, αρχαιότητα, ποιότητα, γραφικό στυλ) τ' αντιπροσωπευτικώτερα της γενικής χειρόγραφης παραδόσεως. Επίσης τα χειρόγραφα της Βίβλου, λόγω του πλήθους και της αντιπροσωπευτικότητός των, αποτελούν για τους παλαιογράφους τον πιο ασφαλή γνώμονα για τη χρονολόγησι όλων των χειρογράφων, για τον προσδιορισμό δηλαδή του χρόνου κατά τον οποίο γράφτηκε το κάθε χειρόγραφο από το γραφέα του (όχι το κείμενο από το συγγραφέα του).
Πρώτη είναι επίσης η Βίβλος και σε σπαράγματα παπύρων, σε μεμονωμένα δηλαδή παπύρινα φύλλα ή τεμάχια φύλλων με αποσπάσματα κειμένων, τα οποία προέρχονται από διαλυμένα και κατεστραμμένα παπύρινα βιβλία. Από 20.000 εκδεδομένους τέτοιους ελληνικούς παπύρους, που υπάρχουν, οι πάπυροι της Βίβλου που εκδόθηκαν μέχρι το 1976 είναι 567, και αναλυτικώς 323 της Π. Διαθήκης και 244 της Καινής. Υπάρχουν δε και άλλοι τόσοι περίπου ανέκδοτοι, και άλλοι που βρέθηκαν μετά το 1976 επίσης ανέκδοτοι.
Της Π. Διαθήκης ο αρχαιότερος είναι ο πάπυρος του Rylands 458, του Β΄ π.Χ. αιώνος, που περιέχει αποσπάσματα από τα κεφάλαια 23-28 του Δευτερονομίου κατά την αρχαία ελληνική μετάφρασι των Εβδομήκοντα, και βρίσκεται στο Μάντσεστερ της Αγγλίας· της δε Κ. Διαθήκης μέχρι εφέτος (1995) αρχαιότερος θεωρούνταν ο πάπυρος πάλι του Rylands 457, που είναι γραμμένος κατά τα έτη 100-120, και περιέχει αποσπάσματα από το κεφάλαιο 18 του Κατά Ιωάννην ευαγγελίου. πέρυσι όμως, (το 1994), βιβλικός επιστήμων και κορυφαίος παπυρολόγος Πέτρος Thiede, βασισμένος σε τεκμήρια όχι μόνο παπυρολογικά παλαιογραφικά και κωδικολογικά αλλά και φυσικά, απέδειξε ότι ο πάπυρος του Κατά Ματθαίον ευαγγελίου, του οποίου 10 σπαράγματα φυλάγονται στο μουσείο του κολλεγίου Magdalen της Οξφόρδης και περιέχουν ισάριθμα ευανάγνωστα αποσπάσματα χωρίων από το κεφάλαιο 26 του ευαγγελίου, είναι γραμμένος το έτος 70 μ. Χ., δηλαδή όσο ζούσαν ακόμη μερικοί Απόστολοι και πολλοί αυτόπτες του Κυρίου Ιησού Χριστού, ίσως δε κι ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Η ανακάλυψι αυτή είναι η μεγαλείτερη φιλολογική και θεολογική ανακάλυψι του αιώνος μας, συγκλόνισε τόσο τους ειδικούς όσο και όλο το Χριστιανικό κόσμο. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο αγγλόγλωσσο διεθνές περιοδικό Time (23-1-1995, τόμ. 145, τεύχ. 3, σελ. 43) σε άρθρο του R. N. Ostling με τίτλο «Ένα βήμα πλησιέστερα στον Ιησού;» (A Step Closer το Jesus?), και στη συνέχεια ανακοινώθηκε με όλες τις επιστημονικές λεπτομέρειες από τον ίδιο τον P. Thiede στα μεγαλείτερα παπυρολογικά περιοδικά του κόσμου και σε βιβλικά και παπυρολογικά συνέδρια. Στους Times του Λονδίνου ο Thiede χαρακτηρίστηκε ως ο άνθρωπος που θα μεταμορφώση την περί Χριστιανισμού αντίληψί μας (εννοούν τη μέχρι σήμερα υπάρχουσα αρνητική αντίληψι για την αρχαιότητα κι αυθεντικότητα των πηγών της Χριστιανικής πίστεως, δηλαδή των βιβλικών κειμένων). Ο πάπυρος είχε αγοραστή το 1901 στο Λούξορ της Αιγύπτου από τον Αγγλο C. Huleatt, εφημέριο της εκεί και τότε αγγλικανικής παροικίας. Παρέμενε στο προειρημένο πανεπιστημιακό μουσείο αδημοσίευτος μέχρι το 1953 κι ανερεύνητος μέχρι πέρυσι. Τα 3 σπαράγματα του, των οποίων δημοσιεύεται εδώ φωτογραφία, περιέχουν, χωρίς καμία απολύτως διαφορά από το εκκλησιαστικό μας κείμενο της Κ. Διαθήκης, τα εξής χωρία του ευαγγελίου· (στα παπυρικά σπαράγματα διαβάζονται όσα μέρη των χωρίων γράφω με μαύρα κεφαλαία γράμματα):
![Εικόνα](http://img200.imageshack.us/img200/5581/93850945.jpg)
26,10: γνούς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· τι κόπους παρΕΧΕΤΕ τη ΓΥΝΑΙΚΙ; ΕΡΓΟΝ ΓΑΡ καλόν ειργάσατο εις εμέ.
26,14: Τότε ΠΟΡΕυθείς εις των δώδεκα, Ο ΛΕΓΟΜενος Ιούδας ΙΣΚΑΡΙώτης, προς τουΣ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ είπε· τι θέΛΕΤΕ ΜΟΙ δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν;
26,31: τότε λέγει ΑΥΤΟΙΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ· πάντες υμείς ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΘΗσεσθε ΕΝ ΕΜΟΙ ΕΝ τη νυκτί ΤΑΥΤΗ.
Κανένα άλλο έργο της αρχαιότητος, ούτε τα Έπη του Όμηρου, δεν έχει τόσα παπυρικά αποσπάσματα, όσα έχει η Βίβλος, ούτε φυσικά και τόσο κοντά στ' αυτόγραφα, όσο η Βίβλος.
Τα χειρόγραφα τόσο της Βίβλου όσο και όλων των άλλων κειμένων του Ελληνορρωμαϊκού κόσμου και της Κοντινής Ανατολής είναι από 3 γραφικές ύλες: πάπυρο, περγαμηνή (κατεργασμένο λεπτό δέρμα), και χαρτί. Σε πάπυρο μόνο αποσπάσματα, αλλά και ολόκληρα το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, οι Επιστολές του Πέτρου και του Ιούδα, και μερικοί Ψαλμοί· σε περγαμηνή τα περισσότερα ακέραια χειρόγραφα της Βίβλου σε χαρτί τα λιγώτερα και οψιμώτερα.