Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

1
Εικόνα
Οι περισσότεροι πιστοί έχουν την εντύπωση, πως διάφορα γεγονότα που εορτάζει η Εκκλησία μας και αφορούν το πρόσωπο του Χριστού, της Παναγίας ή των Αγίων έλαβαν χώρα την ημερομηνία που εορτάζονται.
Έτσι π.χ. πιστεύουν πως ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφτηκε την Θεοτόκο στις 25 Μαρτίου για να της μεταδώσει το χαρμόσυνο μήνυμα πως θα γεννήσει τον Σωτήρα ή πως οι ευσεβείς γονείς της Ιωακείμ και Άννα οδήγησαν την μικρή Μαρία στο Ναό στις 21 Νοεμβρίου (εισόδια της Θεοτόκου).
Αγνοούν πως όλα αυτά τα ψυχοσωτήρια γεγονότα που εορτάζει η Εκκλησία μας, θεσπίστηκαν δηλαδή ορίστηκαν από τους Πατέρες αυτής.
Με πολύ απλά λόγια οι Πατέρες της Εκκλησία μας «πήραν» το ημερολόγιο και σε κάθε μέρα του όρισαν από μία γιορτή είτε του Χριστού, είτε της Παναγίας είτε των Αγίων ή ακόμα και διαφόρων σπουδαίων γεγονότων, όπως π.χ. την εορτή της αναστήλωσης των εικόνων.
Κλασσική περίπτωση θέσπισης εορτής είναι η αργία της Κυριακής. Πολλοί έχουν την εντύπωση πως πάντα εορτάζονταν η αργία της Κυριακής και αγνοούν πως θεσπίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο τον τέταρτο αιώνα και αφιερώθηκε στον Κύριο, εξ ου και η ονομασία της ως Κυριακής.
Από το παραπάνω κανόνα βέβαια δεν εξαιρείται και η εορτή της Γέννησης του Χριστού, τα γνωστά μας Χριστούγεννα.
Έκπληκτοι μένουν πολλοί πιστοί, όταν τύχει να ακούσουν πως ο Χριστός όχι μόνο δεν γεννήθηκε 25 Δεκεμβρίου, αλλά και το κυριότερο, αγνοούμε παντελώς την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του. Γιατί, είμαστε απολύτως βέβαιοι, πως σχεδόν όλοι τους, μετά όρκου μάλιστα θα υπερασπίζονταν την ορθότητα της ημερομηνίας αυτής, αφού είχαν την εντύπωση πως η ημερομηνία αυτή είναι καταγραμμένη στα Ευαγγέλια, πράγμα αναληθές βέβαια.
Και η έκπληξή τους αυτή θα έφτανε στο απόγειο, όταν μάθαιναν πως στην αρχή οι πρώτοι Χριστιανοί γιόρταζαν την γέννηση του Χριστού μαζί με τη βάπτιση του στις 6 Ιανουαρίου!
Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά ώστε να γίνουμε κατανοητοί.
Αρχικά – όπως είπαμε – είχε οριστεί να γιορτάζεται η γέννηση του Χριστού μαζί με τη βάπτιση του (Θεοφάνεια) στις 6 Ιανουαρίου. Ο εορτασμός της γέννησης και της βάπτισης του ταυτόχρονα την ίδια ημέρα, στηρίζονταν στην ερμηνεία του σχετικού χωρίου (κομματιού) από το Ευαγγέλιο του Λουκά, στο οποίο αναφέρεται πως ο Χριστός ήταν στην ηλικία των 30 ετών όταν βαπτίστηκε Λουκ. 3:22.
Δηλαδή οι πρώτοι Χριστιανοί γιόρταζαν στις 6 Ιανουαρίου, τις κατά τρόπο τινά «δύο γεννήσεις του». Αυτή ως ανθρώπου από την Παρθένο Μαρία και την «γέννησή» του ως Θεού, αφού κατά την ημέρα αυτή ακούγεται η φωνή του Θεού να λέει «αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός» δηλαδή «ορίζεται» και «διασαφηνίζεται» πως ο άνθρωπος ο οποίος βαπτίζεται εκείνη την στιγμή δεν είναι μόνο άνθρωπος αλλά και Θεός.
Αργότερα όμως, τον τέταρτο αιώνα, η εορτή των Χριστουγέννων, διαχωρίστηκε από τα Θεοφάνεια και μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, επειδή την ημέρα αυτή οι Εθνικοί (ειδωλολάτρες) κάτοικοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γιόρταζαν την γέννηση του θεού Μίθρα. Ο ειδωλολατρικός θεός Μίθρας ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς θεούς των ειδωλολατρών κατοίκων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα των λαϊκών στρωμάτων. Η καταγωγή του ήταν από την Περσία και συμβόλιζε τον Θεό – Ήλιο. Η γέννηση του, γιορτάζονταν με ένα τόσο πλούσιο πανηγυρικό τρόπο, ώστε πολλοί Χριστιανοί που ήταν ακόμα αδύναμοι ως προς την πίστη παρασύρονταν στις εορταστικές εκδηλώσεις των οπαδών του θεού Μίθρα.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας τότε – σοφά ποιούντες – για να ανταγωνιστούν την μεγάλη αυτή γιορτή των ειδωλολατρών, μετέφεραν τα γενέθλια του Χριστού από τις 6 Ιανουαρίου στις 25 Δεκεμβρίου, έτσι που οι δυο εκείνες γιορτές να συμπέσουν και θέτοντας μ’ αυτό τον τρόπο πολλούς Χριστιανούς προ του διλλήματος σε ποια γιορτή να συμμετάσχουν. Του Χριστού ή του Μίθρα;
Για πρώτη φορά η γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, εγκαινιάζεται και εορτάζεται στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ρώμη από τον Πάπα Λιβέριο το 354 μ.Χ.
Από εκεί μεταφέρεται να εορτάζεται στο Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας μετά από κάποια χρόνια, και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 378 – 381 μ.Χ.
Απευθείας πληροφορία από Πατερική πηγή για την εορτή των Χριστουγέννων τις 6 Ιανουαρίου, έχουμε από τον Εκκλησιαστικό Πατέρα Κλήμη τον Αλεξανδρέα (περίπου 210 μ.Χ.).
Άλλη πηγή και για τις δυο ημερομηνίες έχουμε από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος αρχίζοντας την ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού αναφέρει, πως μόλις 10 χρόνια πριν, είχε αρχίσει η Εκκλησία της Αντιόχειας – στην οποία ήταν Επίσκοπος – να εορτάζει τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου.
Πέρα όμως από τις ημερομηνίες και τις περιπέτειες των ορισμών τους, το γεγονός είναι ΕΝΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΟ. Πως ο Θεός σαρκώθηκε για να σώσει μέσα στην μεγάλη του αγάπη, το πλάσμα του από την αμαρτία, την φθορά και το θάνατο.

http://antiairetikos.blogspot.com/2009/ ... st_16.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

2
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΙΕΡΩΘΗΚΕ

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ



Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της «κατά σάρκα Γεννήσε­ως» του Χριστού μας, γνωστή σε μας με την ονομασία «Χριστούγεννα», ούτε ανέκαθεν εορτάζετο, ούτε και εξ αρχής επετελείτο, όπως σήμερα, στις 25 Δεκεμ­βρίου. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο να ρίψουμε ένα βλέμμα στο απώτατον ιστορικόν παρελθόν της, γιατί η εορ­τή αυτή έχει… τη δικήν της ιστορίαν.

Προκαταρκτικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι η Εκκλησία, κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, γενικότερα δεν συνήθιζε να εωρτάζει τη γέννηση, αλλά μόνον τον θάνατον των ιερών προσωπικοτήτων της. Θεωρούσε μάλιστα τον θάνατον αυτών των προσώπων ως την αληθινή γενέθλιον ημέραν των, διότι επίστευεν ότι α­κριβώς δια του θανάτου των έφυγαν από την απατηλήν αυτή ζωήν και «εγεννήθησαν» εισερχόμενοι στην αληθινήν, τη μεταθανάτια ζωήν.

Αυτός πρέπει να ήταν και ο κυριότερος λόγος, για τον ο­ποίον οι πρώτοι χριστιανοί δεν έδιναν, γενικότερα, σημασία στην ημερομηνία της γέννησης, ούτε προκειμένου και γι’ αυτή την ημερο­μηνία Γέννησης του ίδιου του Ιησού Χριστού και, πολύ περισσότερο, φυ­σικά, ούτε, την εώρταζαν. Την αγνο­ούσαν, μάλιστα, και χρειάστηκε να περάσουν τρεις ολόκληροι αιώνες, για να αρχίσουν οι χριστιανοί να ενδιαφέρωνται γι’ αυτή την ημερομηνία.

Το μετά τρεις αιώνες αφυπνισθέν ενδιαφέρον των Χρι­στιανών για την ημερομηνία «της Γεννήσεως του Ιησού», δημιουργήθηκε, στην αρχή, ανεξάρτητα από κάθε σκέψη για τυχόν εισαγωγή στην Εκκλησία αναλόγου εορτής, δη­λαδή μιας εορτής Χριστουγέννων. Αλλά και όταν καθιερώθηκε εορτή Γέννησης του Χριστού, αυτό έγινε πάλιν ανεξάρτητα από μια πράγματικήν ή υποτιθέμενην ημερομηνία Γέν­νησής του. Μόνον εκ των υστέρων ανεζητήθη δικαιολογία της ημερομη­νίας της εορτής, με την υπόθεση ότι τότε δήθεν και εγεννήθη ο Ιησούς.

Η αρχαιότερη, εκτός Καινής Διαθήκης, γνωστή σε μας πληροφορία για το έτος και την ημέρα «της Γεννήσεως του Ιη­σού Χριστού» ανάγεται περίπου στο 210 μ.Χ. και προέρχεται από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα [+215], ο οποίος για μεν το έτος «Γεννήσεως» του Ιησού σημειώνει σαν και δική του γνώμη, την εξής: «Εγεννήθη δε ο Κύριος ημών τω ογδόω και εικο-στώ έτει ότε πρώτον εκέλευσαν απογραφάς γενέσθαι επί Αυγούστου» [Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, Α', XXI.], για δε την ημερομηνία της «Γεννήσεως», γράφει στη συνέ­χεια: «Εισί οι περιεργότερον τη Γε­νέσει του Σωτήρος ημών ου μόνον το έτος, αλλά και την ημέραν προστιθέντες, ην φασιν έτους κη’ Αυ­γούστου εν Πέμπτη Παχών και εικάδι» [= 20 Μαΐου], άποψη που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο Κλήμης, διότι την αναφέρει κάπως μειωτικά [«εισί δε οι περιεργότερον... φασίν»].

Στη συνέχεια, ο ίδιος Κλήμης αναφέρει και κάποιους άλ­λους, οι οποίοι υποστήριζαν ως ημερομηνία γέννησης του Ιησού την 19ην ή την 20ην Απριλίου [«και μην τινές αυτών φασί Φαρμουθί γεγενήσθαι κδ' η κε'»].

Το γιατί, λοιπόν, μέχρι τον γ’ αιώνα δεν ενδιαφέρθηκαν οι Χριστιανοί για την ακριβή ημερομηνίαν της γέννησης του Χρι­στού, το είπαμε ήδη. Για ποιον, ό­μως, λόγο από τον τρίτον αιώνα και μετά άρχισε το ενδιαφέρον τους σχε­τικά με αυτό το ζήτημα, ενδιαφέρον που κατέληξε στην καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων;

Όπως είναι γνωστόν, τα διά­φορα φυσικά φαινόμενα, η διαδοχή ημέρας-νύχτας, οι κινήσεις των πλανητών, η εναλλαγή των τεσσάρων εποχών του έτους, ο­δήγησαν τον ειδωλολατρικό, κόσμο σε μια θρησκευτική εκδοχή και σημασιολόγηση των φαινομένων αυτών. Έτσι. π.χ., γνωρίζουμε ότι οι ειδω­λολάτρες της Αιγύπτου εώρταζαν θρησκευτικώς το χειμερινόν ηλιοστάσιον. Επειδή δε κατ’ αυτό η ημέρα άρχιζε να μεγαλώνει, θεωρούσαν ότι τούτο αποτελεί νίκην της ημέρας κατά της νύχτας, του φωτός κατά του σκότους και γι’ αυτό το εώρτα­ζαν. Είναι, εξ άλλου γνωστόν, ότι στην Ανατολή, γενικότερα, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρεί­το, εσφαλμένως βέβαια, η 6η Ιανουαρίου, και ότι ετελούντο την ημέραν αυτή λαμπρές εορτές. Στη Ρώμην, αντίστοιχα, λόγω ενός κάπως ακρι­βέστερου αστρονομικώς υπολογισμού, ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου εθεωρείτο η 25η Δεκεμβρίου, ημέ­ρα, κατά την οποίαν και εωρτάζετο μεγαλοπρεπώς η γέννηση του αήτ­τητου Ήλιου-Θεού.

Η εκκλησία πάντα φρόντιζε να μη επηρεάζωνται οι πι­στοί της από τη μεγαλο­πρέπεια των πράγματι εντυπωσια­κών ειδωλολατρικών εορτών. Για να τους προφυλάξει, μάλιστα, απ’ αυτές, δεν εδίστασε να τις αντικαταστήσει με χριστιανικές, δηλαδή να τις εκ­χριστιανίσει.

Έτσι έγινε και στη συγκεκριμένην περίπτωση της εορτής, για την οποίαν κά­νουμε λόγον. Η Εκκλησία αντικατέ­στησε την ειδωλολατρικήν εορτήν της γέννησης ειδωλολατρικών θεοτή­των, που ετελείτο κατά την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου. Θα πρέ­πει, όμως, να σημειώσουμε, ότι σ’ αυτήν της την προσπάθειαν η Εκκλησία ήλθε δεύτερη, διότι προη­γήθηκαν αυτής κάποιοι αιρετικοί, γνωστοί στην Ιστορία με την ονομα­σία «Γνωστικοί».

Οι αιρετικοί, λοιπόν, αυτοί έ­καναν το πρώτο βήμα, για τους ίδιους με την Εκκλησία λόγους, για να προστατεύσουν δηλα­δή κι αυτοί τους οπαδούς τους από την επίδραση της ειδωλολατρικής ε­ορτής. Έτσι, στους κύκλους των αι­ρετικών «Γνωστικών» πρωτοεμφανί­στηκε μια εορτή με το όνομα «Επι­φάνια», την οποίαν αυτοί εώρταζαν στις 6 Ιανουαρίου, ημέρα δηλαδή της ειδωλολατρικής εορτής του χειμερι­νού ηλιοστασίου στην Ανατολή. Φαί­νεται, μάλιστα, ότι αυτή η εορτή των «Γνωστικών» πρωτοεμφανίστη­κε στην Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου και την εγνώριζε γύρω στο 210 μ.Χ. ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς [Στρωματείς A, XXI].

Ποιο ήταν, όμως, το εορτολογικό περιεχόμενον της «γνωστικής» αυτής εορτής των «Επιφανίων»; Ποιο, δηλαδή, γε­γονός της ζωής του Χριστού ήθελαν να εορτάσουν με αυτήν την εορτή οι «Γνωστικοί»; Αυτό μπορούμε να το δούμε, αν λάβουμε υπ’ όψει μας με­ρικά σημεία της διδασκαλίας τους:

Οι αιρετικοί «Γνωστικοί» υ­ποστήριζαν, ότι ο Ιησούς, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, ήταν μόνον άνθρωπος. Κατά δε τη Βάπτισή του στον Ιορδάνη κατέβηκε από τους ουρανούς η Θεότητα, ή, ό­πως αυτοί την έλεγαν, ο «Αιών» και ενώθηκε με τον άνθρωπον Ιησούν, έ­τσι ώστε αυτός, από απλός άνθρω­πος-Ιησούς, που ήταν, να γίνει Ιησούς-Χριστός. Οι «Γνωστικοί», λοι­πόν, με τα «Επιφάνια» εώρταζαν αυτήν την εκ των ουρανών κάθοδον του «Αιώνος» πάνω στον άνθρωπον-Ιησούν, κάτι που το συνέδεαν χρονι­κώς με το γεγονός της Βάπτισης του Ιησού στον Ιορδάνην.

Κατά τη Βάπτιση στον Ιορδά­νη, έλεγαν, έγινε αυτή η κα­τά κάποιον τρόπον ενσάρκω­ση της «Θεότητος-Αιώνος» μέσα στον άνθρωπον Ιησούν. Εώρταζαν, δηλαδή, μιαν ενσάρκωση δικής τους έμπνευσης, που δήθεν έγινε κατά τη Βάπτιση του Ιησού και όχι την εν­σάρκωση του Λόγου του Θεού, που, όπως διδάσκει η Εκκλησία μας, έγι­νε κατά τον Ευαγγελισμόν της Θεο­τόκου. Επίσης, επίστευαν, ότι η πιο σημαντική και άξια λόγου και αληθι­νή γέννηση του Ιησού δεν ήταν η εν Βηθλεέμ, δηλαδή, η «κατά σάρκα», αλλ’ η «εν Ιορδάνη», η πνευματική, που ήταν, κατ’ αυτούς, και «Ενσάρκωσις» και αληθινή-πνευματικη «Γέννησίς» του.

Στη Βηθλεέμ, δηλαδή, γεννή­θηκε ο άνθρωπος Ιησούς, στον Ιορδάνη αναγεννήθηκε ο Ιησούς σαν Χριστός. Έτσι συνέδεαν Βάπτιση και πνευματική Γέννηση του Ιησού. Αυτή, λοιπόν, ήταν η διδα­σκαλία των «Γνωστικών», αυτό και το εορτολογικόν περιεχόμενον της δι­κής τους εορτής, των «Επιφανίων».

Γύρω, όμως, στο έτος 300 μ. Χ., στη χριστιανικήν Εκκλησίαν εισήχθη μια καινούργια εορτή με την ονομασίαν «Επιφάνια». Ίδιο, δηλαδή, όνομα, ίδια ημερομηνία εορτασμού [6 Ιανουαρίου] με την ε­ορτή των «Γνωστικών», με άλλο, ό­μως, εορτολογικό περιεχόμενον.

Η εκκλησιαστική αυτή εορτή φαίνεται, ότι καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Εκ­κλησία της Αλεξάνδρειας και ότι α­πό κει εξαπλώθηκε και σε όλην την Ανατολήν, αλλά και στη Δύση, η ο­ποία, ήδη από το 335, είχε καθιερώ­σει ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού. Για την εισαγωγή της εκκλησιαστικής εορτής των «Επιφα­νίων» στη Δύση έχουμε τη μαρτυρία του Αμμιανού Μαρκελλίνου [Rerum Gestarum, XX, 2, 5], γύρω στο 400 μ.Χ. Κατ’ αυτόν, λοιπόν, ο Ιου­λιανός ο «Παραβάτης», μεταβάς το 361 εις Βιένναν της Γαλλίας, πα­ρευρέθη στην εκεί εκκλησιαστικήν εορτήν των Επιφανίων. Πάντως πιθανολογείται, ότι τα εκκλησιαστικά Επιφάνια εισήχθησαν εκεί ήδη από το 336 μ.Χ., έτος κατά το οποίο με­τέβη στη Δύση «ο εξ Αλεξανδρείας Μέγας Αθανάσιος», ο οποίος και διέσωσε στη Δύση την ανατολικής προ­έλευσης εορτή των Επιφανίων.

Επειδή όμως η Ρώμη είχεν ήδη από το 335 μ.Χ. ειδικήν εορτή για τη Γέννηση του Χριστού στις 25 Δε­κεμβρίου, οι δυτικοί δεχθέντες τα Επιφάνια εώρταζαν με αυτά τη Βά­πτιση του Ιησού, ή την προσκύνηση των Μάγων, κ.λπ., ανάλογα με την περιοχήν, όπου ετελείτο η εορτή. Όμως, οι χριστιανοί της Ανατολής δεν είχαν ακόμη ειδικήν εορτή για τα Χριστούγεννα και συνεώρταζαν τη Γέννηση του Χριστού με τη Βάπτι­ση, στις 6 Ιανουαρίου. Ότι δε οι ανα­τολικοί εώρταζαν, στις 6 Ιανουαρίου, και Βάπτιση και Γέννηση του Χρι­στού, φαίνεται και από τη μαρτυρία του μοναχού Ιωάννου Κασσιανού, ο οποίος στο έργον του Collationes Patrum [Χ,2], ομιλεί για μιαν εκκλησιαστικήν εορταστικήν ημέραν, εκείνην των Επιφανίων, η οποία ετε­λείτο στην Αίγυπτον, όπου οι ιερείς της Εκκλησίας ώριζαν αυτήν την ε­ορτήν είτε ως ημέραν της του Κυρίου Βαπτίσεως, «είτε ως ημέραν της Αυτού κατά σάρκα Γεννήσεως».

Απ’ αυτό, λοιπόν, φαίνεται, ό­τι τέτοιος συνεορτασμός ε­πέφερε συχνά αμφιταλάντευση, ίσως και σύγχυση για το ποιο απ’ τα δύο γεγονότα της ζωής του Χριστού εωρτάζετο: η Γέννηση, ή η Βάπτιση; Το σημαντικό σ’ αυτήν την ιστορική μαρτυρίαν του μοναχού Ιω­άννου Κασσιανού είναι ότι υπογραμ­μίζει ποια γέννηση του Κυρίου εώρταζε με τα Επιφάνια η Εκκλησία στις 6 Ιανουαρίου, ότι, δηλαδή, εώρταζεν την «κατά σάρκα εν Βηθλεέμ Γέννησιν» και όχι την δήθεν πνευμα­τική Γέννηση, την κατά τη Βάπτιση, όπως την επρέσβευαν και την εώρ­ταζαν οι «Γνωστικοί». Έτσι καθαρί­ζεται το ιστορικό τοπίο και βλέπουμε ποια ακριβώς γεγονότα της ζωής του Κυρίου εώρταζεν η Εκκλησία με τα Επιφάνια στις 6 Ιανουαρίου.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η Εκκλησία στην Ανατολήν α­πό το 300 μ.Χ. άρχισε μεν να εορτάζει τη γέννηση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, όχι όμως αυτοτε­λώς και ανεξάρτητα, αλλά σε συν­δυασμό με τη Βάπτιση του Χρι­στού. Εστερείτο δηλαδή ιδιαίτερης και ειδικής εορτής Χριστουγέννων. Η ει­δική εορτή «Χριστουγέννων» για τις 25 Δεκεμβρίου πρωτοκαθιερώθηκε στη Ρώμην το 335 μ.Χ. και από κει διαδόθηκε σ’ όλη τη Δύση και, στη συνέχεια, στην ίδια την Ανατολήν.

Ετσί, στη μεν Ρώμην εισήχθη εκ της Ανατολής η εορτή των Επιφανίων, στη δε Ανατολήν εκ της Ρώμης η ειδική εορτή των Χριστουγέννων. Δηλαδή σημειώθηκε μια αμφίδρομη πορεία των δύο αυτών εορτών. Πότε όμως και πως εισήχθη στην Ανατολήν η εκ της Δύσεως ειδική αυτή εορτή των Χριστουγέννων; Γνωρίζουμε, ότι το έτος 386 μ.Χ., ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκφώνησε στην Αντιόχειαν ένα λόγον [Migne P.G. 49,353], όπου λέγει, ότι πέρασαν δέκα έτη από τότε που καθιερώθηκε ειδική εορτή για τα Χριστούγεννα.

Άρα η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων στην Ανατολή θα πρέπει να είχε γίνει γύρω στο 376 μ.Χ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε, ό­τι οι γνώμες των ιστορικών διχάζο­νται ως προς το εξής ζήτημα: Σε ποιαν, άραγε, Εκκλησία της Ανατολής πρωτοεισήχθησαν τα Χριστούγεννα; Κατά τους μεν, πρωτοεισήχθησαν α­πό το Μέγα Βασίλειο στην Καισάρειαν της Καππαδοκίας. Κατά τους δε, πρωτοεισήχθησαν στην Εκκλησία της Αντιόχειας, και μάλιστα σε δύο φάσεις. [Πρώτη φάση: το 376 μ.Χ. στο ναΐσκο των λεγομένων Ευσταθιανών, που είχαν σαν επίσκοπον τον Παυλίνον. Δεύτερη φάση: το 386 μ.Χ., στο μεγάλο ναόν της Αντιόχειας, που τον κατείχαν οι λεγόμενοι Μελετιανοί, με επίσκοπον τον Φλαβιανόν.]

Η δεύτερη άποψη, για την Αντιόχεια δηλαδή, φαίνεται πιθανότερη, διότι γνωρίζου­με, ότι ο επίσκοπος των Ευσταθια­νών ανεγνωρίζετο από τη Ρώμη ως ο κανονικός και ορθόδοξος επίσκοπος και, επομένως, είχε επικοινωνία με τη Ρώμην. Είναι, λοιπόν, φυσικότερο λόγω αυτών των στενών επαφών Ρώμης-Αντιόχειας, να δεχθούμε, ότι στα πλαίσια αυτών των εγκαρδίων σχέσεων μετέδωσαν οι Δυτικοί στους Ανατολικούς και την ειδικήν εορτής των Χριστουγέννων.

Περαιτέρω, στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης η ειδική εορτή των Χριστου­γέννων εισήχθη από τον άγιο Γρηγόριον τον Ναζιανζηνό το 379 μ.Χ., στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας περί το 433 μ.Χ. και στα Ιεροσόλυ­μα κατά τα τέλη του έκτου αιώνος.

Τέλος, μετα τα ανωτέρω, θα μπορούσαμε να συμπεράνου­με, ότι, στην ουσία, το 376 μ.Χ. δεν έγινε πραγματική εισαγωγή από τη Δύση στην Ανατολή μιας ά­γνωστης στην Ανατολή εορτής Γέν­νησης του Χριστού, αφού η Ανατολή και πριν την εγνώριζε, μόνον που την συνεώρταζε με τη Βάπτιση. Πρόκει­ται μάλλον για μια εξειδίκευση της εορτής της Γέννησης του Χριστού και για μετάθεσή της από τις 6 Ια­νουαρίου, στις 25 Δεκεμβρίου.

Αυτό σημαίνει ότι δεν εγνώρισε η Δύση στην Ανατολή την εορτή της Γέννησης του Χριστού εν γένει. Τούτο πάλιν ουδό­λως σημαίνει και ότι η Ανατολή ανέ­καθεν εώρταζεν τη Γέννηση του Χρι­στού. Η πραγματική αρχή για τον ε­ορτασμό της Γέννησης του Χριστού στην Ανατολή είναι το 300 μ.Χ., ο­πότε πρωτοκαθιερώθηκε στην Ανα­τολή, όπως εσημειώσαμεν, η εορτή των εκκλησιαστικών Επιφανίων, με τα οποία συνεωρτάζετο Γέννηση και Βάπτιση του Χριστού, σε μια εποχή [300 μ.Χ.], κατά την οποίαν καμιά εορτή Γεννήσεως του Χριστού, σε καμιά μορφή της, δεν ήταν γνωστή στη Δύση. Πρώτη η Ανατολή συνε­ώρταζε Γέννηση με Βάπτιση.

Η Δύση τα αγνοούσε και τα δύο αυτά και μόλις το 335 μ.Χ η Ρώμη καθιέρωσε κατ’ ευθείαν μια ειδική εορτή Χρι­στουγέννων, που την τοποθέτησε στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτή η τελευ­ταία ημερομηνία είναι που εισήγαγεν η Ρώμη στην Ανατολή και όχι η ίδια η εορτή της Γεννήσεως.





ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ

Έτος 1ον, Τεύχος 1ον ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Η ΘΕΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

3
Ἡ καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων



Ὁμιλία Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

1. Τά γεγονότα ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦσαν στό παρελθόν ἀντικείμενο ἀγωνιώδους στοχασμοῦ γιά τούς πατριάρχες, καί οἱ προφῆτες τά προφήτευαν, καί οἱ εὐσεβεῖς ἐπιθυμοῦσαν νά τά δοῦν, ἐπαληθεύτηκαν καί πραγματοποιήθηκαν σήμερα· ὁ Θεός –δηλαδή- παρουσιάστηκε στή γῆ μέ ἀνθρώπινο σῶμα καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους.

Ἄς χαιρόμαστε, λοιπόν, καί ἄς πανηγυρίζουμε μέ ἀγαλλίαση ἀγαπητοί μου. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωάννης (ὁ Πρόδρομος) πού βρισκόταν στήν κοιλιά τῆς μητέρας του, ἀνασκίρτησε ὅταν ἡ Μαρία ἐπισκέφτηκε τήν Ἐλισάβετ, πολύ περισσότερο ἐμεῖς, πού εἴδαμε ὄχι τή Μαρία, ἀλλά τόν ἴδιο τό Σωτῆρα μας πού γεννήθηκε σήμερα, πρέπει νά σκιρτᾶμε καί νά πανηγυρίζουμε, νά νιώθουμε θαυμασμό καί κατάπληξη γιά τήν ἀσύλληπτη οἰκονομία (σχέδιο) τοῦ Θεοῦ πού ὑπερβαίνει κάθε (ἀνθρώπινο) λογισμό. Γιατί σκέψου, πόσο σπουδαῖο εἶναι νά βλέπεις τόν ἥλιο νά κατεβαίνει ἀπ᾿ τόν οὐρανό καί νά βαδίζει πάνω στή γῆ, καί ἀπό ἐκεῖ νά στέλνει τίς ἀκτίνες Του σέ ὅλα τά δημιουργήματα. Καί ἄν θά προκαλοῦσε ἔκπληξη σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού θά ἔβλεπαν νά συμβαίνει αὐτό μέ τόν αἰσθητό...


ἥλιο, σκέψου, σέ παρακαλῶ, καί συλλογίσου τώρα, πόσο μεγαλειῶδες εἶναι νά βλέπουμε τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης νά ἀποστέλλει ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα Του τίς ἀκτίνες Του καί νά φωτίζει τίς ψυχές μας.


Ἀπό καιρό κι ἐγώ ἐπιθυμοῦσα νά μάθω γιά τήν ἡμέρα αὐτή (τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ). Και ὄχι νά τή μάθω μόνο ἐγώ, ἀλλά μαζί μέ πολλούς ἀνθρώπους. Καί εὐχόμουν πάντοτε νά εἶναι τόσο γεμάτος ὁ τόπος τῆς συγκεντρώσεως, ὅπως τόν βλέπουμε νά εἶναι αὐτή τή στιγμή. Ἡ ἐπιθυμία μου, λοιπόν, ἐκπληρώθηκε καί πραγματοποιήθηκε. Καί ἐνῶ δέν πέρασαν οὔτε δέκα χρόνια ἀπό τότε πού πληροφορηθήκαμε καί ἔγινε γνωστή σ᾿ ἐμᾶς ἡ ἡμέρα αὐτή, ὅμως ἔγινε μέ τό δικό σας ζῆλο τόσο σπουδαία, σάν νά μᾶς παραδόθηκε ἀπό τό Θεό πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Γιαυτό καί δέν θά ἔσφαλε κανείς ἄν τήν ὀνόμαζε καί νέα καί παλαιά μαζί. Νέα, γιατί πρίν ἀπό λίγο τή γνωρίσαμε, παλαιά καί ἀρχαία, γιατί ἔγινε γρήγορα συνομήλικη μέ τίς πιό παλαιές, κι ἔφτασε στήν ἴδια ἡλικία μ᾿ ἐκεῖνες. Ὅπως, δηλαδή, τά χυμώδη καί καρποφόρα φυτά ἀναπτύσσονται καί καρποφοροῦν σέ πολύ μικρό χρονικό διάστημα ἀπ᾿ τή στιγμή πού θά φυτευθοῦν, ἔτσι καί ἡ ἡμέρα (ἡ ἑορτή) αὐτή, πού ἦταν γνωστή στούς χριστιανούς τῆς Δύσης ἀπό παλαιά, καί σέ μᾶς ἔγινε γνωστή τώρα κι ὄχι πρίν ἀπό πολλά χρόνια, τόσο γρήγορα διαδόθηκε καί καρποφόρησε, ὅσο μπορεῖτε νά δεῖτε τώρα, πού γέμισε ὁ αὐλόγυρος καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀσφυκτικά γεμάτη ἀπό τό πλῆθος τῶν συγκεντρωθέντων.

Τήν ἀμοιβή, λοιπόν, τήν ἀντάξια πρός τό μεγάλο ἐνδιαφέρον σας, νά τήν περιμένετε ἀπό τό Χριστό, πού σήμερα γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος θά σᾶς ἀμείψει ὁπωσδήποτε γιά τήν προθυμία σας αὐτή. Γιατί ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον σας γιά τούτη τήν (ἑόρτιο) ἡμέρα εἶναι πολύ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πού νιώθετε γιά τόν γεννηθέντα (Χριστό). Ἄν πρέπει ὅμως κι ἐμεῖς οἱ συνάνθρωποί σας κάτι νά προσφέρουμε, θά προσφέρουμε ὅ,τι μποροῦμε, ἤ μᾶλλον ὅσα ἐπιτρέψει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά ποῦμε γιά τή δική σας ὠφέλεια.


Τί ἐπιθυμεῖτε λοιπόν ν᾿ ἀκούσετε σήμερα;

Μά τί ἄλλο παρά γιά τήν ἡμέρα αὐτή πού ἑορτάζουμε.

Γιατί γνωρίζω καλά, ὅτι ἀκόμη καί σήμερα πολλοί λογομαχοῦν μεταξύ τους, καί ἄλλοι μέν κατακρίνουν, ἄλλοι δέ ὑποστηρίζουν τήν ἑορτή αὐτή. Καί γίνεται παντοῦ πολλή συζήτηση γιά τήν ἡμέρα αὐτή, καί ἄλλοι τήν κατηγοροῦν ὅτι εἶναι καινούρια καί πρόσφατη καί θεσπίστηκε τώρα τελευταῖα, ἐνῶ ἄλλοι τήν ὑπερασπίζονται ὅτι εἶναι παλαιά καί ἀρχαιότατη, ἀφοῦ ἤδη οἱ προφῆτες προφήτευσαν τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό πολλά χρόνια ἦταν γνωστή καί σπουδαία γιά ὅσους κατοικοῦν ἀπό τή Θράκη μέχρι τά Γάδειρα.


Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς μιλήσουμε γι᾿ αὐτά.

Γιατί ἄν, ἐνῶ ἀκόμη ὑπάρχει ἀμφισβήτηση γύρω ἀπ᾿ τήν ἑορτή αὐτή, τήν τιμᾶτε τόσο, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἄν γίνει πιό γνωστή, θά εἶναι πολύ μεγαλύτερο τό ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτή, γιατί ἡ ἀποσαφήνιση πού θά γίνει μέ τήν ὁμιλία, θά αὐξήσει τό σεβασμό σας πρός αὐτή.


Ἔχω λοιπόν νά προβάλω τρεῖς ἀποδείξεις, μέ τίς ὁποῖες θά μάθουμε σίγουρα, ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή πού γεννήθηκε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός Λόγος. Καί γι᾿ αὐτές τίς τρεῖς ὑπάρχει μία ἀπόδειξη, τό ὅτι ἡ ἑορτή κατέστη γνωστή τόσο γρήγορα κι ἔφτασε σέ τόσο ὕψος μεγαλοπρέπειας καί δόξας. Κι ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ Γαμαλιήλ σχετικά μέ τή χριστιανική διδασκαλία, ὅτι «ἄν προέρχεται ἀπό ἀνθρώπους, θά ἐξαφανισθεῖ, ἄν ὅμως προέρχεται ἀπό τό Θεό, δέν μπορεῖτε νά τήν ἐξαφανίσετε, καί προσέξτε μήπως φανεῖτε καί Θεομάχοι» (Πράξ. 5, 38-39), αὐτό θά ἔλεγα κι ἐγώ γιά τούτη τήν ἡμέρα, ὅτι ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός Λόγος ἐκ τοῦ Θεοῦ προέρχεται, γιαυτό ὄχι μόνο δέν ἐξαφανίστηκε ἡ ἑορτή αὐτή, ἀλλά καί γίνεται μεγαλοπρεπέστερη καί γνωστότερη χρόνο μέ τό χρόνο.

Γιαυτό καί ἡ χριστιανική διδασκαλία κατέκτησε ὅλη τήν οἰκουμένη μέσα σέ λίγα χρόνια, ἄν καί αὐτοί πού τήν κήρυξαν παντοῦ ἦταν σκηνοποιοί, ψαράδες, ἀγράμματοι καί ἁπλοϊκοί ἄνθρωποι. Μά τό ὅτι ἐκεῖνοι πού τήν κήρυξαν δέν ἦταν σπουδαῖοι, δέν δυσκόλεψε τή διάδοσή της, γιατί ἡ δύναμη τοῦ περιεχομένου της ἦταν ἰσχυρότερη ἀπ᾿ ὅλα, καί ἐξουδετέρωνε ὅλα τά ἐμπόδια δείχνοντας τή δύναμή της.


Ὁ Χριστός γεννήθηκε στή Βηθλεέμ.

2. Ἄν ὅμως κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς πού δημιουργοῦν ἔριδες, δέν παραδέχεται ὅσα εἶπα, μπορῶ νά προβάλω καί δεύτερη ἀπόδειξη. Ποιά εἶναι αὐτή; Εἶναι ἐκείνη πού βγαίνει ἀπ᾿ ὅσα διαβάζουμε μές στά Εὐαγγέλια γιά τήν ἀπογραφή. Λέει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής: «Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες βγῆκε διάταγμα ἀπό τόν Καίσαρα Αὔγουστο νά ἀπογραφεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη ἀπογραφή πού ἔγινε ὅταν διοικητής τῆς Συρίας ἦταν ὁ Κυρήνιος. Καί πήγαιναν ὅλοι νά ἀπογραφοῦν, καθένας στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Πῆγε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία, ἀπό τήν πόλη Ναζαρέτ, στήν Ἰουδαία στήν πόλη τοῦ Δαβίδ, πού τό ὄνομά της εἶναι Βηθλεέμ, γιατί (ὁ Ἰωσήφ) καταγόταν ἀπ᾿ τήν οἰκογένεια καί τή φυλή τοῦ Δαβίδ, γιά νά ἀπογραφεῖ μαζί μέ τή Μαρία τή μνηστή του, πού ἦταν ἔγκυος. Μόλις ὅμως αὐτοί ἔφτασαν ἐκεῖ, ἦρθε ἡ ὥρα νά γεννήσει αὐτή.

Καί γέννησε τόν Υἱό Της τόν πρωτότοκο, καί τόν σπαργάνωσε καί τόν ἔβαλε νά κοιμηθεῖ μές στή φάτνη, γιατί δέν εἶχαν τόπο στό κατάλυμα»(Λουκ. 2, 1-7). Ἀπ᾿ αὐτά γίνεται φανερό πώς (ὁ Χριστός) γεννήθηκε κατά τήν πρώτη ἀπογραφή. Καί εἶναι δυνατό, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νά γνωρίζει μέ ἀκρίβεια, νά ἐρευνήσει τούς ἀρχαίους δημόσιους κώδικες τῆς Ρώμης καί νά μάθει τό χρόνο τῆς ἀπογραφῆς. Θά ᾿λεγε ὅμως κάποιος: Καί τί μᾶς ἐνδιαφέρει, ἀφοῦ εἴμαστε μακριά ἀπό τή Ρώμη καί ποτέ δέν τήν ἐπισκεφτήκαμε;


Ἄκου ὅμως καί μήν ἀμφισβητεῖς, γιατί παραλάβαμε τήν ἡμέρα αὐτή ἀπό ἐκείνους πού γνωρίζουν ὅλα αὐτά μέ ἀκρίβεια καί διαμένουν σ᾿ αὐτή τήν πόλη. Γιατί ἐκεῖνοι πού μένουν ἐκεῖ, γιορτάζουν πρίν ἀπό πολλά χρόνια καί ἀπό παλιά παράδοση, κι αὐτοί τώρα μᾶς τήν γνώρισαν. Οὔτε ἄλλωστε ὁ Εὐαγγελιστής μᾶς ἀνέφερε ἄσκοπα τήν ἐποχή ἐκείνη, ἀλλά σκόπιμα μᾶς τό φανέρωσε, γιά νά μᾶς κάνει γνωστή τήν ἡμερομηνία αὐτή καί νά μᾶς καταδείξει τό σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Αὔγουστος δέν ἔβγαλε τότε αὐτό τό διάταγμα ἀπό δική του θέληση οὔτε μέ δική του πρωτοβουλία, ἀλλά ὁ Θεός τοῦ τό ἔβαλε στό νοῦ του, γιά νά τόν κάνει νά ὑπηρετήσει ἀκόμη καί παρά τή θέλησή του τή γέννηση τοῦ Μονογενοῦς. Καί πῶς αὐτό –θά διερωτόταν κανείς- συντελεῖ σ᾿ αὐτό τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ; Δέν εἶναι οὔτε μικρό οὔτε τυχαῖο αὐτό, ἀγαπητέ, ἀλλά πολύ μεγάλο καί ἕνα ἀπό τά ἀναγκαῖα καί τά σπουδαῖα. Ποιό λοιπόν εἶναι αὐτό; Ἡ Γαλιλαία εἶναι περιοχή τῆς Παλαιστίνης καί ἡ Ναζαρέτ πόλη τῆς Γαλιλαίας. Καί ἡ Ἰουδαία ἐπίσης εἶναι κάποια περιοχή πού ἔτσι τήν ὀνομάζουν οἱ κάτοικοί της, καί ἡ Βηθλεέμ εἶναι πόλη τῆς Ἰουδαίας.

Ὅλοι οἱ προφῆτες προφήτευσαν πώς ὁ Χριστός θά ἔρθει ὄχι ἀπό τή Ναζαρέτ, ἀλλά ἀπ᾿ τή Βηθλεέμ, καί ὅτι ἐκεῖ θά γεννηθεῖ. Νά λοιπόν, τί λένε οἱ Γραφές: «Καί σύ Βηθλεέμ πού ἀνήκεις στήν περιοχή τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, δέν εἶσαι ἡ πιό ἀσήμαντη ἀπ᾿ τίς κυριώτερες πόλεις τῆς Ἰουδαίας· γιατί ἀπό σένα θά προέλθει ὁ ἡγεμόνας πού θά διδάξει καί θά ὁδηγήσει τό λαό μου τόν Ἰσραήλ» (Ματθ. 2, 6). Καί οἱ Ἰουδαῖοι πού ρωτήθηκαν τότε ἀπό τόν Ἡρώδη, ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός, τοῦ ἀνέφεραν αὐτή τή μαρτυρία. Γι᾿ αὐτό καί ὅταν ὁ Φίλιππος εἶπε: «Βρήκαμε τόν Ἰησοῦ ἀπό τήν Ναζαρέτ», καί τόν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ: «Εἶναι δυνατόν νά προέλθει κάτι καλό ἀπό τή Ναζαρέτ», ὁ Χριστός εἶπε γιαυτόν: «Νά ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης πού δέν ἔχει πονηρία μέσα του» (Ἰωάν. 1, 35-47. Ἀλλά, θά ρωτοῦσε κανείς, γιατί ἐπαίνεσε ὁ Χριστός τό Ναθαναήλ;

Γιατί δέν παρασύρθηκε ὁ Ναθαναήλ ἀπ᾿ τήν ἀναγγελία τοῦ Φιλίππου, καί γνώριζε μέ σαφήνεια καί ἀκρίβεια ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔπρεπε νά γεννηθεῖ στή Ναζαρέτ οὔτε στή Γαλιλαία, ἀλλά στήν Ἰουδαία καί μάλιστα στή Βηθλεέμ, ὅπως κι ἔγινε. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ μέν Φίλιππος δέν τό πρόσεξε, ὁ δέ Ναθαναήλ ὡς νομομαθής ἀπάντησε σύμφωνα πρός τούς λόγους τῆς ἀνωτέρω προφητείας, γνωρίζοντας ὅτι δέ θά ἔλθει ὁ Χριστός ἀπό τή Ναζαρέτ, γιαυτό ὁ Χριστός εἶπε: «Νά ἕνας πραγματικός Ἰσραηλίτης πού δέν ἔχει πονηρία μέσα του». Γιαυτό καί κάποιοι Ἰουδαῖοι ἔλεγαν στό Νικόδημο:«Ἐρεύνησε καί δές, ὅτι δέ γεννήθηκε προφήτης στή Γαλιλαία» (Ἰωάν. 7, 5). Καί ἀλλοῦ πάλι· «ὁ Χριστός δέν θά ἔλθει ἀπό τήν κώμη Βηθλεέμ, ἀπ᾿ τήν ὁποία ἦταν κι ὁ Δαβίδ; » (Ἰωάν. 7, 42). Καί ὅλοι εἶχαν τήν ἴδια γνώμη, ὅτι σίγουρα ὁ Χριστός ἔπρεπε ἀπό ἐκεῖ νά ἔλθει (ἀπ᾿ τήν Ἰουδαία) καί ὄχι ἀπ᾿ τή Γαλιλαία.

Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Μαρία, πού ἦταν κάτοικοι τῆς Βηθλεέμ, τήν ἐγκατέλειψαν καί ἐγκαταστάθηκαν στή Ναζαρέτ, ὅπου καί διέμειναν (πράγμα βέβαια πού συμβαίνει συνήθως σέ πολλούς ἀνθρώπους, νά ἐγκαταλείπουν, δηλαδή, τίς πόλεις πού γεννήθηκαν καί νά διαβιοῦν σέ ἄλλες πόλεις στίς ὁποῖες δέ γεννήθηκαν), κι ἔπρεπε ὁ Χριστός νά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, βγῆκε διάταγμα, πού καί χωρίς τή θέλησή τους τούς ἀνάγκαζε νά πᾶνε σ᾿ αὐτή τήν πόλη, γιατί ἔτσι εἶχε προνοήσει ὁ Θεός. Γιατί ὁ νόμος πού ἀπαιτοῦσε ἀπ᾿ τόν καθένα νά ἀπογραφεῖ στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τούς ἀνάγκασε νά ξεσηκωθοῦν ἀπό ἐκεῖ, ἐννοῶ ἀπό τή Ναζαρέτ, καί νά ἔλθουν στή Βηθλεέμ γιά νά ἀπογραφοῦν. Ἀκριβῶς αὐτό ὑπονοοῦσε καί ὁ Εὐαγγελιστής ὅταν ἔλεγε:«Πῆγε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία, ἀπό τήν πόλη Ναζαρέτ στήν Ἰουδαία, στήν πατρίδα τοῦ Δαβίδ, γιά νά ἀπογραφεῖ μαζί μέ τή μνηστή του πού ἦταν ἔγκυος. Καί συνέβη, ὅταν αὐτοί ἦταν ἐκεῖ, νά συμπληρωθοῦν οἱ μέρες πού θά γεννοῦσε ἡ Μαρία, καί γέννησε τό γιό της τόν πρωτότοκο» (Λουκ. 2, 4-7).


Ἡ ἡμερομηνία Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.


3. Εἶδες, ἀγαπητέ, τήν οἰκονομία (σχέδιο) τοῦ Θεοῦ, πού ρυθμίζει τά ζητήματά Του μέ τό νά χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά Του τούς πιστούς καί τούς ἀπίστους; Κι αὐτό γιά νά μάθουν οἱ ἄπιστοι πόσο ἀξίζει ἡ εὐσέβεια καί πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν ἀστέρας ὁδήγησε τούς Μάγους ἀπό τήν Ἀνατολή, τό δέ διάταγμα ἔφερε τή Μαριάμ στόν τόπο πού προφήτευσαν οἱ προφῆτες ὅτι θά εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό αὐτό μαθαίνουμε ὅτι καί ἡ Παρθένος καταγόταν ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ. Ἀφοῦ ἦταν, δηλαδή, ἀπό τή Βηθλεέμ, εἶναι προφανές ὅτι ἦταν καί ἀπό τήν οἰκογένεια καί τή φυλή τοῦ Δαβίδ.

Αὐτό καί προηγουμένως μᾶς τό δήλωσε ὁ Εὐαγγελιστής μέ ὅσα ἔλεγε: «Πῆγε καί ὁ Ἰωσήφ ἀπό τή Γαλιλαία μαζί μέ τή Μαρία, γιατί ἦταν ἀπ᾿ τή γενιά καί τή φυλή τοῦ Δαβίδ» (Λουκ. 2, 4). Ἐπειδή, λοιπόν, γνωρίσαμε τό γενεαλογικό δένδρο τοῦ Ἰωσήφ (Βλέπε Ματθ. 1, 1-16), τούς προγόνους ὅμως τῆ Μαρίας κανένας δέν μᾶς τούς ἀπαρίθμησε ὅπως τούς προγόνους τοῦ Ἰωσήφ, καί γιά νά μήν ἀμφιβάλλεις καί ρωτᾶς: ἀπό ποῦ φαίνεται ὅτι καί αὐτή (ἡ Μαρία) κατάγεται ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ; ἄκουσε: «Τόν ἕκτο μῆνα ἀπέστειλε ὁ Θεός τόν ἄγγελο Γαβριήλ σέ μιά πόλη τῆς Γαλιλαίας, τῆς ὁποίας τό ὄνομα ἦταν Ναζαρέτ, σέ μιά παρθένο μνηστευμένη μέ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, καί καταγόταν ἀπ᾿ τή γενιά τοῦ Δαβίδ» (Λουκ. 1, 26-27). Τή φράση «καταγόταν ἀπ᾿ τή γενιά τοῦ Δαβίδ», πρέπει νά θεωρήσουμε πώς εἰπώθηκε γιά τήν Παρθένο. Αὐτό λοιπόν ἔγινε φανερό καί μέ αὐτά. Γιαυτό ἐκδόθηκε καί τό διάταγμα καί ἡ ἀπόφαση αὐτή, γιά νά ὁδηγηθοῦν αὐτοί στή Βηθλεέμ.

Μόλις ἔφτασαν στήν πόλη, ἀμέσως γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς. Γιαυτό καί τόν ἔβαλαν νά πλαγιάσει στή φάτνη ὡς βρέφος, γιατί συγκεντρώθηκαν τότε πολλοί ἀπό πολλά μέρη καί κατέλαβαν τά καταλύματα καί δημιούργησαν μεγάλη ἔλλειψη χώρου. Γιαυτό καί οἱ Μάγοι ἐκεῖ τόν προσκύνησαν. Γιά νά σᾶς προσφέρω ὅμως μία σαφέστερη καί πειστικότερη ἀπόδειξη, σᾶς παρακαλῶ νά μέ προσέξετε λίγο περισσότερο· γιατί θέλω νά σᾶς διηγηθῶ μεγάλη ἱστορία καί νά σᾶς διαβάσω παλαιούς νόμους, ὥστε μέ ὅλα αὐτά νά καταλάβετε καλύτερα αὐτά πού τώρα λέω.

Ὑπῆρχε στούς Ἰουδαίους κάποιο παλαιό ἔθιμο. Ἀλλά καλύτερα νά μεταφερθοῦμε ἀκόμα παλαιότερα, ὅταν ὁ Θεός λύτρωσε τούς Ἑβραίους ἀπό τά βάσανα καί τή βάρβαρη τυραννία τῶν Αἰγυπτίων. Βλέποντάς τους ὅτι ἦταν ἀκόμη ἀρκετά ἀσεβεῖς καί ὅτι τούς συγκινοῦσαν τά ὑλικά πράγματα καί ὅτι θαύμαζαν τήν ὀμορφιά καί μέγεθος τῶν ναῶν, τούς ἔδωσε ἐντολή νά χτίσουν ναό, πού νά ξεπερνᾶ ὅλους τούς ναούς τῆς γῆς ὄχι μόνο στήν πολυτέλεια τῶν ὑλικῶν, οὔτε στήν ποικιλία τῆς τέχνης, ἀλλά καί στό σχῆμα τῆς οἰκοδομῆς. Καί ὅπως ὁ φιλόστοργος πατέρας πού βρῆκε τό γιό του, ὁ ὁποῖος γιά πολύ καιρό συναναστράφηκε μέ ἁμαρτωλούς, διεφθαρμένους καί ἄσωτους ἀνθρώπους καί ἀπόλαυσε πολλές ἁμαρτίες, τοῦ προσφέρει ἁπλόχερα τά πάντα μέ σύνεση καί πολλή λεπτότητα, ὥστε νά μή στενοχωριέται ἐνθυμούμενος τά περασμένα οὔτε καί νά τά νοσταλγήσει, ἔτσι καί ὁ Θεός, βλέποντας τούς Ἰουδαίους νά συγκινοῦνται ἀπό τά ὑλικά πράγματα, προσφέρει σ᾿ αὐτούς ἀφθονία ἀγαθῶν γιά νά μήν ἐπιθυμήσουν τήν κατάσταση ἤ τά ἀγαθά τῶν Αἰγυπτίων. Καί τούς βάζει νά κατασκευάσουν τό ναό ὅμοιο μέ τόν κόσμο ὅλο, τόν αἰσθητό καί τό νοητό.

Ὅπως δηλαδή ὑπάρχει γῆ καί οὐρανός καί μεταξύ τους τό διάστημα τοῦ στερεώματος, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἔδωσε ἐντολή νά κατασκευασθεῖ κι ὁ ναός. Καί ἀφοῦ χώρησε σέ δύο τό ναό αὐτό καί τοποθέτησε στή μέση τό καταπέτασμα, ἐπέτρεψε νά μπαίνουν ὅλοι στό τμῆμα πού εἶναι ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα, στό τμῆμα ὅμως πού εἶναι μετά ἀπό αὐτό, ἀπαγόρευσε σέ ὅλους νά μπαίνουν ἐκτός ἀπό τόν ἀρχιερέα. Καί ὅτι δέν ἀποτελοῦν δική μου φαντασία αὐτά, ἀλλ᾿ ὅτι κατασκευάσθηκε ὁ ναός κατά τό πρότυπο τοῦ σύμπαντος, πρόσεξε τί λέει ὁ Παῦλος ἀναφερόμενος στό Χριστό, πού ἀνέβηκε στόν οὐρανό: «ὁ Χριστός δέν εἰσῆλθε σέ ἅγια καμωμένα ἀπό ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀπομίμηση τῶν ἀληθινῶν» ( Ἑβρ. 9, 24), δείχνοντας ἔτσι ὅτι τά ἐπίγεια ἅγια ἦταν ἀπομίμηση τῶν ἀληθινῶν. Καί γιά τό ὅτι τό καταπέτασμα χώριζε τά Ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τά ἐξωτερικά ἅγια, ὅπως ὁ οὐρανός χωρίζει ὅσα βρίσκονται πάνω ἀπ᾿ αὐτόν ἀπ᾿ ὅλα ὅσα βρίσκονται πρός τό μέρος μας, πρόσεξε πῶς κι αὐτό ὑποδηλώνεται μέ τό νά χαρακτηρισθεῖ ὁ οὐρανός ὡς καταπέτασμα. Μιλώντας (ὁ Παῦλος) γιά τήν ἐλπίδα, ὅτι δηλαδή ἀποτελεῖ ἀσφαλή καί ἀκλόνητη ἄγκυρα γιά τή ζωή μας, πρόσθεσε: «αὐτή εἰσέρχεται στό ἐσώτερο μέρος τοῦ καταπετάσματος, ἐκεῖ πού εἰσῆλθε γιά νά μᾶς ἀνοίξει τό δρόμο ὁ Ἰησοῦς, δηλαδή πάνω ἀπό τόν οὐρανό» (Ἑβρ. 6, 19-20). Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὀνόμασε τόν οὐρανό καταπέτασμα;

Ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα βρισκόταν ἡ λυχνία, καί ἡ τράπεζα, καί ὁ χάλκινος βωμός, πάνω στόν ὁποῖο προσφέρονταν θυσίες καί ὁλοκαυτώματα. Ὄπισθεν τοῦ καταπετάσματος καί στό ἐσωτερικό μέρος τοῦ ναοῦ βρισκόταν ἡ κιβωτός, καλυμμένη σ᾿ ὅλη τήν ἐπιφάνειά της μέ χρυσάφι, περιέχουσα μέσα της τίς πλάκες πού ἦταν γραμμένη ἡ διαθήκη (οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ), τή χρυσή στάμνα (μέ τό μάννα) καί τό ραβδί τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε θαυματουργικά· μαζί μέ τήν κιβωτό βρισκόταν καί ὁ χρυσός βωμός, ὄχι γιά θυσίες καί ὁλοκαυτώματα, ἀλλά μόνο γιά θυμίαμα. Καί σέ ὅλους ἐπιτρεπόταν νά εἰσέρχονται στό ἐξωτερικό μέρος, στό ἐσωτερικό ὅμως μέρος μόνο στόν ἀρχιερέα. Γιά ὅλα αὐτά θά σᾶς παρουσιάσω πάλι τή μαρτυρία τοῦ Παύλου, πού λέγει περίπου τά ἑξῆς: «Γίνονταν λατρευτικές τελετές καί στήν πρώτη σκηνή καί στό κοσμικό, στό ἅγιο, μέρος τοῦ ναοῦ» (Ἑβρ. 9, 1).

Ὀνομάζει κοσμικό μέρος τοῦ ναοῦ αὐτό πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα, ἐπειδή ἐπιτρεπόταν στόν καθένα νά εἰσέρχεται ἐλεύθερα· «Σ᾿ αὐτό βρισκόταν ἡ λυχνία καί ἡ τράπεζα καί ἡ πρόθεση τῶν ἄρτων. Στό ἐσώτερο μέρος τοῦ καταπετάσματος βρισκόταν μιά σκηνή πού ὀνομαζόταν Ἅγια τῶν ἁγίων, μέσα στήν ὁποία βρίσκονταν τό χρυσό θυμιατήριο, ἡ κιβωτός τῆς διαθήκης, καλυμμένη σ᾿ ὅλη της τήν ἐπιφάνεια μέ χρυσάφι. Μές στήν κιβωτό βρίσκονταν ἡ χρυσή στάμνα πού περιεῖχε τό μάννα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε καί οἱ πλάκες τῆς διαθήκης. Πάνω ἀπ᾿ αὐτή βρίσκονταν Χερουβίμ ἔνδοξα πού φύλαγαν τό θυσιαστηρίο. Κι ἔτσι ὅπως ἦταν κατασκευασμένα αὐτά, στή μέν πρώτη σκηνή εἰσέρχονταν πάντοτε οἱ ἱερεῖς καί ἐκτελοῦσαν τά σχετικά μέ τή λατρεία, στή δεύτερη ὅμως εἰσήρχετο μιά φορά τό χρόνο μονάχος ὁ ἀρχιερέας, ὄχι χωρίς αἷμα, πού τό προσφέρει γιά τόν ἑαυτό του καί τίς ἀκούσιες ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ» (Ἑβρ. 9, 2-7). Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι σ᾿ αὐτό εἰσέρχεται καί μόνος ὁ ἀρχιερέας καί γιά μία καί μόνη φορά τό χρόνο;


4. Ποιά σχέση, ὅμως, ἔχουν αὐτά, θά ρωτοῦσε κανείς, μέ τήν ἡμέρα γιά τήν ὁποία μιλᾶμε;


Ἀναμείνατε λίγο ἀκόμη καί μήν ἀνησυχεῖτε.

Γιατί ἀπό τήν κορυφή σκάβουμε τήν πηγή καί βιαζόμαστε νά φτάσουμε στήν ἄκρη της, ὥστε μέ εὐκολία νά γίνουν φανερά ὅλα αὐτά σέ σᾶς. Καλύτερα ὅμως, γιά νά μή γίνει ἡ ὁμιλία μου δυσνόητη γιά πολλή ὥρα καί ἀποβεῖ σέ βάρος σας ἡ μεγάλη διάρκειά της, νά σᾶς πῶ τώρα τήν αἰτία πού μέ ἔκανε νά ἀναφέρω ὅλα αὐτά. Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ αἰτία; Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἦταν ἕξι μηνῶν ἔγκυος γιά νά γεννήσει τόν Ἰωάννη τότε ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἄν μάθουμε λοιπόν ποιός ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἕκτος μήνας, θά ξέρουμε καί πότε ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἔπειτα, ἀφοῦ μάθουμε πότε ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη, θά ξέρουμε καί τό χρόνο τῆς γεννήσεως (τοῦ Χριστοῦ), ἀφοῦ μετρήσουμε ἐννιά μῆνες ἀπό τή σύλληψη.

Πῶς θά μάθουμε, λοιπόν, ποιός ἦταν ὁ ἕκτος μήνας τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ; Ἄν μάθουμε ποιός ἦταν ὁ μήνας πού ἔγινε ἡ σύλληψη. Ἀλλά μέ ποιόν τρόπο θά μάθουμε ποιός ἦταν ὁ μήνας πού συνέλαβε; Ἄν μάθουμε ποιά ἐποχή ὁ σύζυγός της Ζαχαρίας πληροφορήθηκε ἀπό τόν ἄγγελο τή χαρμόσυνη εἴδηση. Καί αὐτό πῶς θά τό μάθουμε; Ἀπό τίς θεῖες Γραφές. Ὅπως μᾶς λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ ἄγγελος ἔφερε τήν χαρμόσυνη εἴδηση στό Ζαχαρία ἐνῶ αὐτός βρισκόταν στά Ἅγια τῶν ἁγίων καί τοῦ ἀνακοίνωσε τή γέννηση τοῦ Ἰωάννη. Ἄν λοιπόν ἀποδειχθεῖ μέ σαφήνεια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι μόνο μία φορά τό χρόνο εἰσήρχετο ὁ ἀρχιερέας στά Ἅγια τῶν ἁγίων, καί μονάχος, καί πότε, καί ποιό μήνα τοῦ χρόνου γίνεται ἡ μοναδική αὐτή εἴσοδος, θά εἶναι ἀπόλυτα γνωστός καί ὁ χρόνος πού δόθηκε ἡ χαρμόσυνη εἴδηση (στό Ζαχαρία).

Ὅτι λοιπόν μιά φορά τό χρόνο εἰσήρχετο στά Ἅγια τῶν ἁγίων, καί ὁ Παῦλος τό ἔκανε γνωστό καί ὁ Μωυσῆς αὐτό ἀκριβῶς φανερώνει μέ τά ἑξῆς λόγια: «Καί μίλησε ὁ Κύριος στό Μωυσῆ καί τοῦ εἶπε· πές στόν ἀδελφό σου τόν Ἀαρών νά μήν εἰσέρχεται κάθε ὥρα στό Ἅγιο πού βρίσκεται στό ἐσώτερο μέρος τοῦ καταπετάσματος καί νά μήν πηγαίνει μπροστά στό θυσιαστήριο πού εἶναι πάνω στήν κιβωτό τοῦ μαρτυρίου, γιά νά μή τιμωρηθεῖ μέ θάνατο». Καί πάλι: «Κανείς Ἰσραηλίτης δέν θά βρίσκεται στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, ὅταν θά εἰσέρχεται ὁ Ἀαρών στά Ἅγια τῶν ἁγίων γιά νά κάνει τήν ἐξιλέωση αὐτή μέχρι πού νά ἐξέλθει. Ὁ Ἀαρών θά κάνει τήν ἐξιλέωση γιά τόν ἑαυτό του, γιά τήν οἰκογένειά του καί γιά ὅλο τό λαό τοῦ Ἰσραήλ. Καί θά κάνει τήν ἐξιλέωση στό θυσιαστήριο πού βρίσκεται μπροστά στόν Κύριο»(Λευϊτ. 16, 1. 17).

Τό ὅτι λοιπόν δέν εἰσήρχετο στά Ἅγια τῶν ἁγίων συχνά, οὔτε ὅταν ἦταν μέσα ἐπιτρεπόταν νά ἐπικοινωνήσει κανείς μαζί του, ἀλλά ἔπρεπε νά στέκεται ἔξω ἀπό τό καταπέτασμα, εἶναι γνωστό ἀπ᾿ ὅσα ἀναφέρθηκαν. Ἤδη τά γνωρίζεται ὅλα αὐτά μέ κάθε ἀκρίβεια. Μένει, λοιπόν, νά ἀποδείξω ποιός ἦταν ὁ καιρός πού εἰσήρχετο στά Ἅγια τῶν ἁγίων καί ὅτι αὐτό τό ἔκανε μονάχος μιά φορά τό χρόνο. Ἀπό ποῦ ὅμως διαφαίνεται αὐτό; Ἀπό τό ἴδιο αὐτό βιβλίο. Γιατί τό λέγει μέ τά ἑξῆς λόγια: «κατά τόν ἕβδομο μῆνα, στίς δέκα τοῦ μηνός, θά ταπεινώσετε τίς ψυχές σας καί καμία ἐργασία δέ θά κάνετε κατά τή διάρκειά της, οὔτε ὁ προσήλυτος πού βρίσκεται μαζί σας. Γιατί τήν ἡμέρα αὐτή θά γίνει ἐξιλαστήρια προσευχή γιά σᾶς, γιά νά σᾶς καθαρίσει ἀπ᾿ ὅλες τίς ἁμαρτίες σας. Θά καθαρισθεῖτε μπροστά στόν Κύριο. Ἀπόλυτη ἀργία καί ἀνάπαυση θά ἔχετε αὐτή τήν ἡμέρα καί θά ταπεινώσετε τίς ψυχές σας.

Αὐτό θά εἶναι αἰώνιο ἔθιμό σας. Καί θά κάνει τήν ἐξιλαστήρια προσευχή ἐκεῖνος πού θά τόν κάνουν ἱερέα, ἐκεῖνος πού θά κριθεῖ τέλειος γιά τήν ἐκτέλεση τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων μετά τόν πατέρα του. Καί θά φορέσει τήν ἁγία στολή του, καί θά κάνει ἐξιλαστήρια προσευχή στό Ἅγιο τοῦ ἁγίου, καί στή σκηνή τοῦ μαρτυρίου καί στό θυσιαστήριο, καί θά κάνει ἐξιλαστήρια προσευχή γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἱερέων καί γιά ὅσους βρίσκονται στή συναγωγή. Καί διατηρεῖτε αἰώνια τό ἔθιμο αὐτό, νά κάνετε γιά τό λαό τοῦ Ἰσραήλ θυσία πού νά ἐξιλεώνει τό Θεό γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες τους. Μιά φορά τό χρόνο θά γίνεται αὐτό, ὅπως ὅρισε ὁ Κύριος στό Μωυσῆ» (Λευϊτ. 16, 29). Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Γιατί τότε ἦταν πού ὁ ἀρχιερεύς εἰσήρχετο μία φορά τό χρόνο. Αὐτό βέβαια καί ὁ ἴδιος τό φανέρωσε λέγοντας:«Μία φορά τό χρόνο θά γίνεται αὐτό».

5. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἀρχιερέας εἰσήρχετο μονάχος στά Ἅγια τῶν ἁγίων κατά τήν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας, ἄς ἀποδείξουμε τώρα ὅτι παρουσιάστηκε ὁ ἄγγελος στό Ζαχαρία, ὅταν αὐτός βρισκόταν στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Γιατί σ᾿ αὐτόν μόνο παρουσιάστηκε ὅταν ἔκανε τήν προσφορά τοῦ θυμιάματος, καί ὁ ἀρχιερέας ποτέ ἄλλοτε δέν εἰσέρχεται μονάχος, παρά μόνο τότε. Καί τίποτε δέ μᾶς ἐμποδίζει νά δώσουμε προσοχή καί στά ἑξῆς λόγια: «Ζοῦσε στήν ἐποχή τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἰουδαίας Ἡρώδη κάποιος ἱερέας, πού τό ὄνομά του ἦταν Ζαχαρίας, καί ἡ γυναίκα του ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀαρών καί ὀνομαζόταν Ἐλισάβετ» (Λουκ. 1, 5). «Ὅταν ὁ Ζαχαρίας ἐκτελοῦσε τά ἱερατικά του καθήκοντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ τή σειρά τῆς ἐφημερίας τῶν ἱερέων, ἔπεσε σ᾿ αὐτόν, κατά τή συνήθεια τῆς ἱερατικῆς ὑπηρεσίας, ὁ κλῆρος νά θυμιάσει καί νά εἰσέλθει στό ναό τοῦ Κυρίου.

Ὁλόκληρο δέ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ προσευχόταν ἔξω κατά τήν ὥρα πού (ὁ Ζαχαρίας) πρόσεφερε τό θυμίαμα» (Λουκ. 1, 8-10). Θυμήσου τώρα, ἀγαπητέ μου τή μαρτυρία πού λέγει: «Καί κανείς δέν θά βρίσκεται μέσα στή σκηνή τοῦ μαρτυρίου, ὅταν ἐκεῖνος εἰσέλθει στά Ἅγια τῶν ἁγίων γιά νά κάνει ἐξιλαστήρια προσευχή, μέχρι πού νά ἐξέλθει». «Τότε ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτόν ἄγγελος τοῦ Κυρίου, πού στεκόταν στά δεξιά τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος» (Λουκ. 1, 11). Δέν εἶπε τοῦ θυσιαστηρίου πού προσφερόταν θυσία, ἀλλά τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. Γιατί τό ἐξωτερικό θυσιαστήριο ἦταν γιά θυσίες καί ὁλοκαυτώματα, ἐνῶ τό ἐσωτερικό γιά θυμίαμα. Συνεπῶς ἀπ᾿ αὐτό καί ἀπό τό γεγονός ὅτι μόνο σ᾿ αὐτόν παρουσιάστηκε, καί ἐπειδή καθώς μᾶς λέγουν οἱ Γραφές, ὁ λαός βρισκόταν ἔξω καί τόν περίμενε, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν ἁγίων.

«Καί ταράχτηκε ὁ Ζαχαρίας ὅταν τόν εἶδε καί τόν κατέλαβε φόβος. Τοῦ εἶπε δέ ὁ ἄγγελος· “μή φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ἡ προσευχή σου ἔχει εἰσακουσθεῖ καί ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θά σοῦ γεννήσει γιό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰωάννη”. Καί ὁ λαός ἀνέμενε τό Ζαχαρία καί ἀποροῦσαν γιατί ἀργοποροῦσε πολύ στό ναό. Ὅταν βγῆκε, τούς ἔκανε νοήματα καί δέν μποροῦσε νά τούς μιλήσει» (Λουκ. 1, 12-22). Βλέπεις, λοιπόν, πώς ἦταν πίσω ἀπό τό καταπέτασμα; Τότε λοιπόν ἔλαβε τή χαρμόσυνη εἴδηση. Καί αὐτό ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Σκηνοπηγίας καί τῆς νηστείας, γιατί αὐτό δείχνει ἡ φράση «ταπεινώσατε τίς ψυχές σας».Ἑορτάζεται δέ ἡ ἑορτή αὐτή ἀπό τούς Ἰουδαίους στά τέλη τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, ὅπως κι ἐσεῖς τό γνωρίζετε μέ βεβαιότητα. Γιατί τότε ἐξεφώνησα τούς πολλούς καί μακρούς λόγους κατά τῶν Ἰουδαίων, ἐπικρίνοντας τήν παράκαιρη νηστεία τους.

Τότε λοιπόν συνέλαβε καί ἡ Ἐλισάβετ, ἡ σύζυγος τοῦ Ζαχαρία· καί ἔκρυβε τήν ἐγκυμοσύνη της πέντε μῆνες λέγοντας: «αὐτό μοῦ ἔκανε ὁ Κύριος κατά τήν ἡμέρα πού ἀποφάσισε νά μέ ἀπαλλάξει ἀπό τή ντροπή πού εἶχα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 1, 25). Τώρα, λοιπόν, εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή νά ἀποδείξω ὅτι ὅταν αὐτή βρισκόταν στόν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης της γιά νά γεννήσει τόν Ἰωάννη, ἡ Μαρία ἔλαβε τή χαρμόσυνη ἀγγελία ὅτι θά μείνει ἔγκυος. Μόλις λοιπόν τήν ἐπισκέφθηκε ὁ Γαβριήλ τῆς εἶπε: «Μή φοβᾶσαι Μαριάμ γιατί βρῆκες χάρη ἀπό τό Θεό. Θά μείνης ἔγκυος καί θά γεννήσεις γιό καί θά τόν ὀνομάσεις Ἰησοῦ» (Λουκ. 1, 30-31). Ἐπειδή ὅμως ἐκείνη ταράχτηκε καί ζήτησε νά μάθει τόν τρόπο πού θά γίνει αὐτό, τῆς ξαναμίλησε ὁ ἄγγελος καί τῆς εἶπε: «Πνεῦμα Ἅγιο θά ἔλθει σ᾿ ἐσένα καί δύναμη τοῦ Ὑψίστου θά σέ προστατεύσει· γιαυτό καί τό Ἅγιο πού θά γεννηθεῖ θά ὀνομαστεῖ Υἱός Θεοῦ. Καί ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, συνέλαβε κι αὐτή γιό στά γεράματά της καί αὐτή πού θεωρεῖται στεῖρα, βρίσκεται τώρα στόν ἕκτο μήνα της, γιατί κανένα πράγμα δέν εἶναι ἀκατόρθωτο ἀπό τό Θεό»(Λουκ. 1, 35-37).

Ἄν λοιπόν ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Ἐλισάβετ ἄρχισε μετά τό Σεπτέμβριο, καθώς ἔχει ἀποδειχθεῖ, πρέπει νά μετρήσουμε ἕξι μῆνες μετά ἀπ᾿ αὐτόν. Εἶναι οἱ μῆνες αὐτοί· Ὀκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Ἰανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος.
Μετά λοιπόν τόν ἕκτο μῆνα (πού ἔμεινε ἔγκυος ἡ Ἐλισάβετ) ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἑπομένως ἄν μετρήσουμε ἐννιά μῆνες μετά ἀπ᾿ αὐτόν θά φθάσουμε σ᾿ αὐτόν τόν τωρινό γιά τόν ὁποῖο μιλᾶμε. Ὁ πρῶτος λοιπόν μήνας τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ Ἀπρίλιος πού ἀντιστοιχεῖ στόν Ξανθικό, μετά τόν ὁποῖο ἀκολουθοῦν οἱ Μάϊος, Ἰούνιος, Ἰούλιος, Αὔγουστος, Σεπτέμβριος Ὀκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, ὁ μήνας στόν ὁποῖο βρισκόμαστε καί ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα αὐτή.


Καί γιά νά γίνει περισσότερο κατανοητό αὐτό πού ὑποστηρίζω, θά ἐπαναλάβω, στήν ἀγάπη σας, μέ συντομία πάλι τά ὅσα λέω. Μία φορά τό χρόνο εἰσήρχετο μονάχος ὁ ἀρχιερέας στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Καί πότε γινόταν αὐτό; Τό μήνα Σεπτέμβριο. Τότε λοιπόν εἰσῆλθε ὁ Ζαχαρίας στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Τότε τοῦ ἔστειλε καί ὁ Θεός τή χαρμόσυνη εἴδηση τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννη. Βγῆκε λοιπόν ἀπ᾿ ἐκεῖ καί ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς γυναίκας του. Μετά τό Σεπτέμβριο καί ὅταν ἡ Ἐλισάβετ βρισκόταν στόν ἕκτο μήνα, πού εἶναι ὁ Μάρτιος, ἄρχισε ἡ ἐγκυμοσύνη τῆς Μαρίας. Ἄν μέτρησουμε λοιπόν ἀπό τόν Ἀπρίλιο ἐννιά μῆνες θά φθάσουμε σ᾿ αὐτόν τό μῆνα πού γεννήθηκε ὁ Κύριός μας Ἱησοῦς Χριστός.


Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ.

6. Σᾶς κατέστησα γνωστά μέχρι τώρα ὅλα τά σχετικά μέ αὐτή τήν ἡμέρα. Ἀφοῦ ἀναφέρω ἀκόμη ἕνα, θά τελειώσω τήν ὁμιλία μου καί θά δώσω τή θέση μου στόν κοινό δάσκαλο γιά τά σημαντικότερα. Ἐπειδή λοιπόν πολλοί εἰδωλολάτρες, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε μέ ἀνθρώπινη μορφή, μᾶς περιγελοῦν καί μᾶς προσβάλλουν, καί ἐνοχλοῦν καί στενοχωροῦν πολλούς ἁπλοϊκούς χριστιανούς, εἶναι ἀνάγκη καί σέ κείνους καί στούς ἄλλους πού στενοχωροῦνται νά ἀπευθυνθῶ, ὥστε ποτέ στό ἑξῆς νά μή θορυβοῦνται παρασυρμένοι ἀπό ἀνοήτους ἀνθρώπους καί γιά νά μήν τούς ἐνοχλοῦν οἱ κοροϊδίες τῶν ἀπίστων. Γιατί καί τά μικρά παιδιά πολλές φορές γελοῦν ὅταν ἐμεῖς συζητᾶμε γιά σπουδαῖα ζητήματα καί ἀσχολούμαστε μέ σοβαρές ὑποθέσεις.

Τό γέλιο ὅμως δέν εἶναι ἀπόδειξη ὅτι εἶναι γελοῖα αὐτά πού κοροϊδεύει κανείς, ἀλλά ἀπόδειξη τῆς ἀνοησίας αὐτοῦ πού τά κοροδεύει. Αὐτό βέβαια μποροῦμε νά ποῦμε καί γιά τούς εἰδωλολάτρες, πώς ἐπειδή εἶναι περισσότερο ἀνόητοι κι ἀπ᾿ τά παιδιά, κοροϊδεύουν ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα πρέπει κανείς νά νιώθει θαυμασμό καί μεγάλο σεβασμό, ἐνῶ, ἀντίθετα, σέβονται καί ὑποστηρίζουν ἐκεῖνα πού εἶναι πραγματικά γελοῖα. Ἀλλά καί τά δικά μας πού ἐκεῖνοι τά κοροϊδεύουν, ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν σεβαστά καί δέν ζημιώνει καθόλου τή δόξα τους τό ὅτι τά κοροϊδεύουν ἐκεῖνοι. Τά δικά τους ἀντίθετα ἄν καί τά ὑποστηρίζουν μέ κάθε τρόπο, δείχνουν τή δική τους κατωτερότητα. Ἀλήθεια, δέν εἶναι σημάδι τῆς πιό μεγάλης παραφροσύνης τό ὅτι αὐτοί (οἱ εἰδωλολάτρες) πού εἶναι ἐπιρρεπεῖς στό νά εἰσάγουν τούς θεούς τους σέ ξύλα καί σέ βράχους καί σέ τιποτένια ξόανα, καί τούς κλίνουν ἐκεῖ μέσα σάν σέ δεσμωτήριο, νά νομίζουν ὅτι οὔτε κάνουν οὔτε λένε τίποτε ἀξιοκαταφρόνητο, ἐμᾶς δέ νά κατηγοροῦν γιατί λέμε ὅτι ὁ Θεός κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ναό καί εὐεργέτησε μέ τόν τρόπο αὐτό τήν οἰκουμένη;

Ἀλλά εἶναι κατηγορία αὐτή; Γιατί ἄν εἶναι ὑποτιμητικό νά κατοικήσει ὁ Θεός μέσα σέ ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι πολύ χειρότερο νά κατοικήσει μέσα σέ βράχους καί σέ ξύλα, μάλιστα τόσο πιό πολύ ὑποτιμητικό ὅσο κατώτερα εἶναι σέ σύγκριση μέ τόν ἄνθρωπο ὁ βράχος καί τό ξύλο, ἐκτός βέβαια κι ἄν ἔχουν τή γνώμη πώς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε κατώτεροι ἀπό τά ἄψυχα αὐτά ἀντικείμενα. Γιατί αὐτοί τολμοῦν νά καταβιβάζουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ σέ γάτες καί σέ σκύλους, καί πολλοί αἱρετικοί σέ ἀκόμη κατώτερα ὄντα. Ἐμεῖς ὅμως τέτοιο δέ λέμε, οὔτε θά ἀνεχόμασταν ποτέ νά ἀκούσουμε. Ἐμεῖς μόνο τοῦτο ὁμολογοῦμε, ὅτι ὁ Χριστός ἔλαβε ἀπό παρθενική μήτρα σῶμα ἅγιο καί καθαρό, ἀμόλυντο ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἐπανέφερε στήν πρώτη του κατάσταση τό δημιούργημά Του. Ἀλλά ἐκεῖνοι καί οἱ Μανιχαῖοι, πού ἀσεβοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο μ᾿ αὐτούς, πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ σέ σκύλους, πίθηκους καί ἄλλα ζῶα (ἀφοῦ ὑποστηρίζουν ὅτι ὅλα αὐτά ἔχουν ψυχή ἀπό τή θεϊκή οὐσία), καί δέ φοβοῦνται οὔτε ντρέπονται νά ὑποστηρίζουν γιά μᾶς αὐτά, λέγοντας πώς ἔχουμε ἀντιλήψεις πού δέ ταιριάζουν στό Θεό, γιατί δέν ἀνεχόμαστε οὔτε καί νά σκεφθοῦμε κάτι ἀπό αὐτά.

Ἐμεῖς ὅμως ὑποστηρίζουμε αὐτό πού ἔπρεπε καί ἅρμοζε στό Θεό, ὅτι δηλαδή ἀφοῦ ἦλθε κατά τόν τρόπο τῆς γεννήσεως αὐτῆς, ἀποκατέστησε τό δημιούργημά του. Πές μου, λοιπόν, ἄνθρωπε, ποιά εἶναι ἡ γνώμη σου; Ἐνῶ ἀπό τή μιά ὑποστηρίζεις πώς ἡ ψυχή τῶν φονιάδων καί τῶν μάγων προῆλθε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀπ᾿ τήν ἄλλη τολμᾶς νά μᾶς κατακρίνεις, ἐπειδή τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἀνεχόμαστε, οὔτε ἀντέχουμε νά τό ἀκοῦμε νά λέγεται, ἀλλά καί θεωροῦμε ἀσεβεῖς ἐκείνους πού ἁπλῶς τά ἀναφέρουν. Ἐμεῖς ὑποστηρίζουμε τοῦτο, ὅτι ὁ Θεός κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του ναό ἀμόλυντο καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἔφερε στή ζωή τή δική μας τό πολίτευμα τῶν οὐρανῶν.


Καί πῶς δέν θά ἄξιζε νά τιμωρηθεῖτε μέ ἄπειρους θανάτους καί γιά τά ἐγκλήματα πού μᾶς κατηγορεῖτε καί γιά τίς ἀσέβειες πού συνεχίζετε νά διαπράττετε; Γιατί ἄν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε ἐσεῖς, εἶναι ἀνάρμοστο στό Θεό νά κατοικήσει σέ σῶμα καθαρό καί ἀμόλυντο, εἶναι πολύ πιό ἀνάρμοστο νά ἐνοικήσει στό σῶμα τοῦ μάγου, τοῦ τυμβωρήχου, τοῦ ληστῆ, τοῦ πίθηκου καί τοῦ σκύλου, καί ὄχι στό ἅγιο καί ἁγνό σῶμα πού τώρα κάθεται δεξιά τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Πατρός. Γιατί ποιά βλάβη ἤ ποιά προσβολή θά πάθαινε ὁ Θεός ἀπό τήν οἰκονομία αὐτή; Δέν βλέπετε αὐτόν ἐδῶ τόν ἥλιο τοῦ ὁποίου τό σῶμα εἶναι αἰσθητό καί φθαρτό καί μεταβλητό ἀντικείμενο, ἔστω κι ἄν ἀπείρως στενοχωροῦνται οἱ εἰδωλολάτρες καί οἱ Μανιχαῖοι μέ τό νά τά ἀκοῦνε αὐτά; Καί ὄχι μονάχα ὁ ἥλιος, μά καί ἡ γῆ, καί ἡ θάλασσα, καί ὅλη γενικά ἡ ὁρατή φύση ὑπόκειται στή φθορά.

Ἄκουε τόν Παῦλο πού τό διακηρύττει μέ αὐτά τά λόγια: «στή ματαιότητα ὑποτάχτηκε (ἡ κτίση), ὄχι μέ τή θέλησή της, ἀλλά ἐπειδή τήν ἀνάγκασε ἐκεῖνος πού τήν ὑπέταξε, μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀπελευθέρωσής της» (Ρωμ. 8, 20). Ἔπειτα γιά νά δηλώσει τί σημαίνει ἡ ὑποταγή στή ματαιότητα, πρόσθεσε: «ὅτι καί αὐτή θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, γιά νά εἰσέλθει στήν ἔνδοξη ἐλευθερία τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 21). Ὥστε τώρα ἡ φύση εἶναι μεταβλητή, εἶναι φθαρτή. Γιατί ὅταν λέμε ὅτι ἕνα πράγμα εἶναι ὑποταγμένο στή φθορά, δέν ἐνοοῦμε τίποτε ἄλλο, παρά ὅτι εἶναι φθαρτό. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ ἥλιος, πού εἶναι σῶμα φθαρτό, ρίχνει παντοῦ τίς ἀκτίνες του καί ἐρχόμενος σέ ἐπαφή μέ βορβόρους, ἀκαθαρσίες καί μέ πολλά ἄλλα τέτοια πράγματα δέ χάνει τίποτε ἀπό τήν καθαρότητά του λόγω τῆς ἐπαφῆς του μέ τά σώματα αὐτά, ἀλλά καί πάλι ἀνακαλεῖ τίς ἀκτίνες του καθαρές, ἀφοῦ μεταδώσει ἀπό τή δική του λαμπρότητα σέ πολλά ἀπό τά ἀντικείμενα πού δέχτηκαν τίς ἀκτίνες του, χωρίς νά παίρνει οὔτε τό ἐλάχιστο ἀπό τή δυσωδία καί τήν ἀκαθαρσία, πολύ περισσότερο ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, ὄχι μόνο δέ μολύνθηκε μέ τό νά προσλάβει καθαρή (ἀνθρώπινη) σάρκα, ἀλλά καί αὐτή τήν ἴδια τήν ἔκανε καθαρότερη καί ἁγιότερη.


Γνωρίζοντας, λοιπόν, ὅλα αὐτά κι ἔχοντας στό νοῦ μας τούς λόγους ἐκείνους: «Θά κατοικήσω μέσα σ᾿ αὐτούς καί θά βαδίσω ἀνάμεσά τους» (Λευϊτ. 26, 12), καί ἀλλοῦ: «Ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας» (Α´ Κορ. 3, 16), ἄς ἀπαντᾶμε κι ἐμεῖς σέ κείνους καί ἄς ἀποστομώνουμε τούς ἀσεβεῖς, καί ἄς αἰσθανόμαστε χαρά γιά τά ἀγαθά μας δοξάζοντας τό Θεό γιά τήν τόσο μεγάλη συγκατάβαση, καί ἄς ἀποδώσουμε σ᾿ Αὐτόν, ὅσο μποροῦμε, τήν τιμή καί τήν ἀνταμοιβή πού τοῦ ἀξίζει. Ἐμεῖς ὅμως καμιά ἀνταμοιβή δέν μποροῦμε νά δώσουμε στό Θεό παρά μόνο τή σωτηρία μας καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί τή φροντίδα μας γιά τήν ἀρετή.
Πῶς πρέπει νά προσερχόμαστε στή θεία Κοινωνία.


7. Ἄς μή γινόμαστε, λοιπόν, ἀχάριστοι στόν Εὐεργέτη μας, ἀλλά ἄς τοῦ προσφέρουμε ὅλοι, ὅσο μποροῦμε, τά πάντα, δηλαδή πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, σωφροσύνη, ἐλεημοσύνη, φιλοξενία. Καί γιά ὅ,τι κατά τό παρελθόν σᾶς παρακίνησα, γι᾿ αὐτό θά σᾶς παρακινήσω καί τώρα καί δέ θά πάψω ποτέ νά σᾶς παρακινῶ. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅταν πρόκειται νά προσέλθετε στή φρικτή καί ἱερή Τράπεζα καί τήν ἱερή μυσταγωγία τῆς θείας Εὐχαριστίας, κάνετε τοῦτο μέ φόβο καί μέ τρόμο, μέ καθαρή συνείδηση, μέ νηστεία καί προσευχή, χωρίς νά ἐνοχλεῖτε καί νά χτυπᾶτε καί νά σπρώχνετε τούς γύρω σας. Γιατί αὐτό δείχνει πολύ μεγάλη ἀπερισκεψία καί ὄχι τυχαία περιφρόνηση. Γιαυτό σέ ὅσους συμπεριφέρονται ἔτσι ἐπέρχονται μεγάλες τιμωρίες καί ποινές.


Σκέψου, ἄνθρωπε, σέ ποιά θυσία πρόκειται νά προσεγγίσεις, σέ ποιό θυσιαστήριο πλησιάζεις, καί θυμίσου ὅτι ἐνῶ εἶσαι χῶμα καί στάχτη, μεταλαμβάνεις Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Καί ὅταν τύχει νά σᾶς καλέσει στό τραπέζι του κάποιος βασιλιάς, συμμετέχετε μέ σεβασμό, λαμβάνοντας ἀπό τά παρατιθέμενα φαγητά μέ κοσμιότητα καί ἡσυχία. Ἐνῶ ὅταν σᾶς προσκαλεῖ ὁ Θεός στήν Τράπεζά Του καί σᾶς προσφέρει τόν Υἱό Του, τή στιγμή κατά τήν ὁποία παραστέκονται μέ φόβο καί τρόμο ἀγγελικές δυνάμεις, καί τά Χερουβίμ σκεπάζουν τά πρόσωπά τους, καί τά Σεραφίμ ψάλλουν μέ τρόμο, Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος, ἐσύ, πές μου, φωνάζεις καί προξενεῖς θόρυβο μπροστά σ᾿ αὐτή τήν πνευματική τράπεζα; Δέν γνωρίζεις, ὅτι τή στιγμή ἐκείνη ἡ ψυχή σου πρέπει νά εἶναι γεμάτη μέ γαλήνη; Πολλή γαλήνη καί ἡσυχία εἶναι ἀπαραίτητη, ὄχι ὀργή καί ταραχή. Γιατί αὐτά κάνουν ἀκάθαρτη τήν ψυχή πού προσέρχεται. Ποιά συγνώμη θά μποροῦσε νά ὑπάρξει γιά μᾶς, ἄν ὕστερα ἀπό τίς τόσες ἁμαρτίες μας δέν εἴμαστε ἀπαλλαγμένοι ἀπ᾿ αὐτά τά παράλογα πάθη μας οὔτε τή στιγμή πού προσερχόμαστε (νά κοινωνήσουμε); Καί γενικά, τί πιό ἀναγκαῖο ὑπάρχει ἀπό αὐτά πού προσφέρονται στήν Ἁγία Τράπεζα; Ἤ τί μᾶς ἀπασχολεῖ ὥστε νά ἀφήσουμε τό μυστήριο καί βιαστικοί νά σπεύσουμε ἀλλοῦ; Μή, σᾶς παρακαλῶ καί σᾶς ἱκετεύω, ἄς μήν προκαλέσουμε ἐναντίον μας τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού βρίσκεται μπροστά μας εἶναι φάρμακο σωτήριο γιά τίς πληγές μας, εἶναι πλοῦτος ἀστείρευτος πού μᾶς προσφέρει τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.


Ἄς προσέλθουμε, λοιπόν, μέ φόβο καί ἄς εὐχαριστήσουμε τό Θεό, ἄς προσπέσουμε μέ συντριβή ἐξομολογούμενοι τίς ἁμαρτίες μας, ἄς κλάψουμε ἀπό λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἄς κάνουμε πολλή ὥρα τήν προσευχή μας στό Θεό. Κι ἀφοῦ μέ τόν τρόπο αὐτό ἐξαγνιστοῦμε, μέ κατάλληλη προσοχή καί τάξη ἄς προσέλθουμε στό μυστήριο σάν νά παρουσιαζόμαστε μπροστά στό Βασιλέα τῶν οὐρανῶν. Καί ἀφοῦ δεχθοῦμε τήν ἁγνή καί ἅγια θεία Εὐχαριστία, ἄς τήν ἀσπαστοῦμε, ἄς τήν ἐναγκαλιστοῦν οἱ ὀφθαλμοί μας καί ἄς ἀναθερμάνουμε τό λογικό μας, ἔτσι ὥστε ἡ συγκέντρωση γύρω ἀπό τή θυσία νά μήν ἀποβεῖ σέ καταδίκη καί κατάκρισή μας, ἀλλά σέ ψυχική γαλήνη, σέ ἀγάπη, σέ ἀρετή, σέ συμφιλίωση μέ τό Θεό, σέ σταθερή εἰρήνη καί βάση γιά μυριάδες ἀγαθά, γιά νά ἐξαγιάσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀλλά καί τούς πλησίον μας νά ὠφελήσουμε.


Γιαυτά συνεχῶς ὁμιλῶ καί δέ θά παύσω νά ὁμιλῶ. Γιατί ποιό τό ὄφελος νά προστρέχετε ἄσκοπα ἐδῶ καί νά μή μαθαίνετε τίποτα τό ὠφέλιμο; Ποιό τό κέρδος ἄν διαρκῶς μιλᾶμε γιά τά εὐχάριστα; Σύντομη εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἡ παρούσα ζωή καί ἄς προσέξουμε, ἄς ἀνοίξουμε τά μάτια μας, ἄς συγκεντρώσουμε τόν ψυχικό μας κόσμο, ἄς ἐπιδείξουμε γνήσιο τό ἐνδιαφέρον μας γιά ὅλους, ἄς γίνουμε εὐσεβεῖς σέ ὅλα. Καί εἴτε εἶναι ἀνάγκη νά ἀκοῦτε τό θεῖο κήρυγμα, εἴτε νά προσέρχεσθαι στή θεία Κοινωνία, εἴτε κάνετε ὁτιδήποτε ἄλλο, μέ φόβο καί μέ τρόμο Θεοῦ νά τό κάνετε γιά νά μήν προκαλέσετε μέ τήν ἀδιαφορία σας τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέγει ἡ Γραφή: «Καταραμένος εἶναι ἐκεῖνος πού μέ ἀδιαφορία ἐκτελεῖ τό καθῆκον του πρός τό Θεό» (Ἱερεμ. 48, 10). Ὁ θόρυβος καί ἡ ὀργή ἀποτελοῦν μεγάλη προσβολή γιά τή θεία Κοινωνία.


Εἶναι ἡ μεγαλύτερη περιφρόνηση νά προσφέρεις μολυσμένο τόν ἑαυτό σου στό Θεό. Ἄκουσε τί λέει γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς ὁ Ἀπόστολος: «Ὅποιος καταστρέφει τό ναό τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός θά τόν καταστρέψει» (Α´ Κορ. 3, 17). Νά μήν ἐξοργίζουμε λοιπόν τό Θεό ἀντί νά συμφιλιωνόμαστε μαζί Του, ἀλλά νά ἐπιδεικνύουμε ὅλο μας τό ἐνδιαφέρον, ὅλη τή σεμνότητά μας καί τήν ψυχική μας γαλήνη καί νά προσερχόμαστε μέ προσευχή καί συντετριμμένη καρδιά γιά νά μπορέσουμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο νά ἐξιλεώσουμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί νά ἀποκτήσουμε τά ἀγαθά πού μᾶς ὑποσχέθηκε, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καί ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.


http://www.imaik.gr/?p=4748
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Δογματική, μυστήρια και εορτές”