ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ .Τι λέει η Ορθοδοξία.

1
επιμέλεια: Νικόλαος Δ. Γεωργαντώνης


Στις ημέρες μας ανέκυψε έντονα και το θέμα της καύσεως των νεκρών αντί της ταφής.Τα επιχειρήματα που επιστρατεύουν οι υπέρμαχοι της καύσεως των νεκρών είναι πρακτικά και θεωρητικά.Επικαλούνται κυρίως την οικολογική ρύπανση, ωσάν η ταφή να μην είναι ο πλέον «οικολογικός» τρόπος διάθεσης των νεκρών, αφού κάθε είδους καύση καταναλώνει πολύτιμη ποσότητα οξυγόνου.Επικαλούνται ακόμα την ανάγκη ελλείψεως χώρου ταφής, ωσάν η Ελλάδα να μην είναι η πλέον αραιοκατοικημένη χώρα της Ευρώπης.


Τέλος ισχυρίζονται πως η καύση θα είναι οικονομικότερη της ταφής. Θεωρητικά επιχειρήματα επικαλούνται το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διαθέτει το σώμα του κατά βούληση και ότι δεν υπάρχει κάποιο δόγμα της Ορθοδοξίας που να απαγορεύει την καύση. Τέλος επισημαίνουν πως η αύξηση των αλλοδαπών και αλλοθρήσκων που διαμένουν στην Ελλάδα συνιστά αναγκαία την καύση.


Η Ορθοδοξία έχει να αντιτάξει τα εξής επιχειρήματα.


1. Την ταφή την στήριξε ο ίδιος ο Χριστός με το παράδειγμά Του.
2. Υπάρχουν πάρα πολλά λείψανα αγίων θαυματουργά που ευωδιάζουν. Ενίοτε και αδιάφθορα σώματα.
3. Συμφωνεί η παράδοσή μας.
4. Άπαξ και το σώμα του νεκρού καεί οι πιθανότητες ιατροδικαστικού εντοπισμού των αιτιών θανάτου είναι ανύπαρκτες, αν δηλ. ο θάνατος ήταν βίαιος. Αντίθετα με την ταφή ο εντοπισμός των αιτιών θανάτου είναι εφικτός και μετά παρέλευση πολλών ετών.
5. Το σώμα αποτελεί το ναό του Αγίου Πνεύματος και η καύση του αποτελεί εικονοκλαστική πράξη που προσβάλλει την πίστη στην αιωνιότητα.
6. Με την ταφή γίνεται πιο έντονη η πίστη μας στην ανάσταση των νεκρών.


Υλικά για την ταφή είναι λίγο λάδι και χώμα που ρίχνει ο ιερέας στο νεκρό προ της ταφής. Χρόνος εκταφής δεν υπάρχει. Πρακτικοί λόγοι των κοιμητηρίων κάνουν την εκταφή μετά από τρία ή περισσότερα χρόνια.


Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Γεωργίου Καλπούζου «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ- Αυτονόητα αλλά τόσο άγνωστα θέματα», Εκδόσεις ΦΩΤΟΔΟΤΕΣ σελ. 100-101>

http://katanixis.blogspot.gr/2014/05/bl ... _4897.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ .Τι λέει η Ορθοδοξία.

2
Ταφή ή Καύση των νεκρών κατά την Καινή Διαθήκη
Κωνσταντίνος Ι. Αντωνόπουλος, θεολόγος M.Th.
Το θέμα της καύσης αντί της ταφής των νεκρών εμφανίζεται συχνά στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Τα βαθύτερα αίτια είναι πολλά· εδώ, όμως, θα εξετάσουμε μόνο την περίπτωση της άγνοιας των Γραφών.
Στην Καινή Διαθήκη εφαρμόζεται μόνο η παράδοση της ταφής των νεκρών σωμάτων. Ο βυζαντινολόγος Φαίδων Κουκουλές αναφερόμενος στο ζήτημα της καύσης των νεκρών σε σχέση με την Καινή Διαθήκη, σημειώνει: «ουδαμού της Καινής Διαθήκης απαγορεύεται η καύση των νεκρών, ουδαμού όμως και επιτρέπεται». Πολλοί μάλιστα αναφέρουν ότι η ταφή ή καύση των νεκρών δεν είναι δογματικό θέμα. Δογματικό (από τή λέξη "δόγμα") θέμα δεν είναι μόνον ό,τι έχει αποφασίσει κάποια Οικουμενική Σύνοδος, αλλά και ό,τι έχει διαχρονικά επαναλάβει η οικουμενική Εκκλησία επί 20 αιώνες με την καθημερινή πράξη της. Ανήκει, στην "άγραφο" ιερά παράδοση της πίστεως, όπως το σημείο του σταυρού, η στροφή των ναών κατ΄ ανατολάς, η τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο Βάπτισμα κ.α. Όπως δηλαδή στα μυστήρια του Βαπτίσματος, του Γάμου και της θείας Ευχαριστίας εφαρμόζουμε την παράδοση του Κυρίου, το ίδιο και στο θέμα της ταφής θα ακολουθήσουμε ό,τι παρέδωσε ο Ιησούς Χριστός.

Βασική άποψη της Εκκλησίας είναι ότι η φθορά του σώματος πρέπει να είναι φυσική και ποτέ βίαιη και εξαναγκασμένη. Ο ενταφιασμός είναι η παράδοση του σώματος στις συνθήκες της φύσεως, ενώ με την καύση των νεκρών, το σώμα εκτίθεται στη βιαιότητα των στοιχείων της φύσεως ή στη μανία της τεχνολογίας. Η λέξη "κηδεία" από το ρήμα "κήδομαι" σημαίνει φροντίζω κάποιον και άρα δεν εφαρμόζω βία επάνω του. Για την Εκκλησία το σώμα αποτελεί ναό του Αγίου Πνεύματος, κατοικητήριο της αθάνατης ψυχής· γι΄αυτό και δεν πρέπει να το καίμε. Η καύση του σώματος είναι εικονοκλαστική στη φύση της και προσβάλλει το χριστολογικό δόγμα. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει: «Δεν ανήκετε στον εαυτό σας, σας αγόρασε ο Θεός και πλήρωσε τίμημα» (Α´ Κορινθίους 6,19). Συνεπώς, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, το σώμα μας δεν είναι «κτήσις» μας, είναι «χρήσις» μας, είναι «ναός του Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. 6, 19). Και «Αν κάποιος καταστρέφει τον ναό του Θεού θα τον αφανίσει ο Θεός» (Α΄ Κορ. 3, 17).

Η ταφή αποτελεί σύμβολο και ομολογία της πίστεως και της ελπίδας στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση των νεκρών και στην αιώνια ζωή. Μόνο στα χρόνια των διωγμών οι διώκτες έκαιγαν τα σώματα των μαρτύρων. Γι΄αυτό ο απ. Παύλος δίνει απάντηση αναφέροντας: «Το ίδιο θα συμβεί και με την ανάσταση των νεκρών: Όταν το σώμα μπαίνει στη γη είναι φθαρτό, θα ξανάρθει όμως στη ζωή άφθαρτο. Θάβεται άδοξο, θα ξανάρθει όμως στη ζωή ένδοξο, ενταφιάζεται ανίσχυρο, θα ξανάρθει στη ζωή δυνατό. Ενταφιάζεται σώμα εμψυχωμένο από ζωική φυσική δύναμη, θ΄αναστηθεί όμως ζωοποιημένο από το Πνεύμα του Θεού» (Α' Κορ. 15, 42-44). Όπως αναφέρει σχετικά ο καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης «Η καύση των νεκρών δεν προσβάλλει, άμεσα το δόγμα της αναστάσεως. Προσβάλλει όμως το αίσθημα και το ήθος που καλλιεργεί το δόγμα αυτό. Παραμορφώνει την προοπτική και την προσδοκία της Εκκλησίας για τον άνθρωπο. Έτσι θίγεται και το δόγμα, μια κι΄ αυτό είναι οργανικά ενωμένο με το ήθος και τη ζωή της Εκκλησίας. Στον τόπο αυτόν, όπου δεν ήταν άγνωστη η καύση των νεκρών, καθιερώθηκε με τη χριστιανική διδασκαλία και διατηρήθηκε στη συνέχεια ως αυτονόητη η ταφή των νεκρών».
Ο θάνατος κατά τον χριστιανισμό ονομάζεται "ανάπαυσις" ή "κοίμησις" και τα νεκροταφεία "κοιμητήρια". Πρβλ. Α' Θεσσ. 4, 13. Γι’ αυτό και η Εκκλησία σύμφωνα με το «χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσεται», σεβόμενη το σώμα, τον «τελευταίο ασπασμό» τον συνδέει με όραση ανθρωπίνου σώματος.
Το παράδειγμα της ταφής του Ιησού Χριστού μιμήθηκε η Εκκλησία και εφάρμοσε για τους πιστούς την ταφή των νεκρών. Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, η Μαριάμ εκδηλώνοντας την αγάπη της προς τον Κύριο, πλένει τα ταλαιπωρημένα πόδια του Ιησού. Καταναλώνει και θυσιάζει το πανάκριβο και εύοσμο μύρο. Τότε ό Ιούδας, ο Ισκαριώτης, διαφωνώντας με αυτήν την πράξη, κόπτεται για τη σπατάλη του πολύτιμου μύρου λέγοντας ότι θα ήταν προτιμότερο να πωληθεί και τα χρήματα να δοθούν στους πτωχούς. Η απάντηση του Ιησού, είναι: " Άφησέ την ήσυχη· αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με έχετε πάντα" (Ίωάν. ιβ' 7). Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή εγκρίνει τον ενταφιασμό Του, λέγοντας ότι αξίζει ή δαπάνη του πολύτιμου μύρου (δείγμα τιμής του νεκρού σώματος, δια της περιποιήσεως) θέτοντάς την τόσο ψηλά, ώστε να την προτάσσει ακόμα και από τη βοήθεια προς τους πτωχούς.
Ο ενταφιασμός του σαρκωθέντος Λόγου μετά το πάθος Του, από τους δύο επίσημους Ιουδαίους, Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας και Νικόδημο τον κρυφό μαθητή, που εξιστορείται και από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές (Ματθ. κζ', 57 - κη', 1-15· Μαρκ. ιε', 42 - ιστ 1-8- Λουκ. κγ', 50 - κδ', 1-12· Ιω. ιθ', 38 - κ', 1-18), διδάσκει πολλά για το θέμα μας. Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ζήτησε και έλαβε από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού Χριστού, το τύλιξε σε καθαρή σινδόνα, το τοποθέτησε σε λαξευτό τάφο παραχωρούμενο από τον ίδιο κι έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου. Η ενέργεια αυτή αποτελεί ένα παράδειγμα προς μίμηση για την τιμή του νεκρού σώματος και τον ενταφιασμό του.
Γι’ αυτό η Εκκλησία υιοθέτησε από την αρχή την ταφή των κεκοιμημένων. Ιστορικός αδιάψευστος μάρτυρας είναι οι κατακόμβες της αρχαίας Εκκλησίας, που ουσιαστικά ήταν τόποι λατρείας και υπόγεια κοιμητήρια.
Η καύση, λοιπόν, των νεκρών, σε οποιαδήποτε επιχειρήματα και αν στηρίζεται, βρίσκεται έξω από τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης και της ορθόδοξης παράδοσης.

http://aktines.blogspot.gr/2014/11/blog-post_179.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ .Τι λέει η Ορθοδοξία.

3
Παναγιώτης Επαμ. Χριστινάκης

Ταφή ή καύση των νεκρών; - ιστορικοκανονική θεώρηση


Στήν Κ.Δ. ὁ μόνος γνωστός τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων εἶναι ὁ ἐνταφιασμός. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός διά τῶν λόγων καί τῆς πράξεώς Του ἐπιδοκιμάζει αὐτόν τόν τρόπο. Ἔτσι, ἀπό τά Εὐαγγέλια πληροφορούμεθα ὅτι, ἐνῶ ὁ Κύριος ἦταν ἀκόμη ζωντανός, λίγο πρό τοῦ πάθους Του, ἡ Μαριάμ ἄλειψε τούς πόδες Του μέ πολύτιμο μύρο.

Τότε ὁ Ἰούδας, διαφωνώντας μέ αὐτήν τήν πράξη, παρατήρησε ὅτι αὐτό τό πολύτιμο μύρο θά ἦταν προτιμότερο νά πωληθεῖ καί τά χρήματα νά δοθοῦν στούς πτωχούς. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ πρός αὐτόν, ὅπως τήν καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, εἶναι χαρακτηριστική. "Ἄφες αὐτήν ἵνα εἰς τήν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου ποιήσῃ τοῦτο. Τούς πτωχούς γάρ πάντοτε ἔχετε μεθ' ἑαυτῶν, ἐμέ δέ οὐ πάντοτε ἔχετε" (Ἰωάν. ιβ´ 7).

Συνεπῶς, ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός γνωρίζει ὅτι μετά τό πάθος Του θά ἐπακολουθήσει ὁ ἐνταφιασμός Του καί σαφῶς τόν ἐγκρίνει, διδάσκοντας μάλιστα ρητῶς ὅτι ἀξίζει ἡ δαπάνη τοῦ πολυτίμου μύρου γιά τά νεκρά σώματα, πράγμα πού προτιμᾶ ἀπό τό νά δοθοῦν τά χρήματα τῆς δαπάνης αὐτῆς στούς πτωχούς, γιά τούς ὁποίους ὡς γνωστόν, τόση μεγάλη μέριμνα ἔλαβε.

Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι ὁ Κύριος τελικά πράγματι ἐνταφιάστηκε μετά τό πάθος Του καί ἡ διαδικασία τοῦ ἐνταφιασμοῦ Του, ὅπως περιγράφεται στήν Κ.Δ. καί ἰδιαίτερα στό Ματθ. κζ´ 57-61, διδάσκει πολλά γιά τό θέμα μας. Κατά τό ἀπόσπασμα αὐτό ὁ πλούσιος Ἰωσήφ ἀπό Ἀριμαθαίας ζήτησε καί ἔλαβε ἀπό τόν Πιλάτο τό σῶμα τοῦ κατά τήν σάρκα θανατωθέντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό τύλιξε σέ καθαρή σινδόνα καί τό τοποθέτησε στήν θύρα τοῦ μνημείου.

Μέ τούς ἀνωτέρω λόγους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τό παράδειγμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ Του κρίνουμε ὄχι τολμηρό νά ὑποστηρίξουμε ὅτι ἐξαγιάστηκε ἡ ταφή τῶν νεκρῶν ὡς σωστή πράξη ἀντιμετωπίσεως τῶν νεκρῶν χριστιανῶν, πού εἶναι καί πρέπει νά εἶναι μιμητές Χριστοῦ.

Ὅπως δηλαδή πιστεύουμε ὅτι ἀκόμη καί ἄψυχοι τόποι, ὅπως εἶναι ὁ φρικτός Γολγοθᾶς, ὁ Πανάγιος Τάφος, τό Σπήλαιον τῆς Γεννήσεως κ.ἄ. ἐξαγιάστηκαν ἀπό τήν παρουσία εἰς αὐτούς τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέ τό θάνατό Του ἐξαγιάζονται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα καί πολλά ἄλλα, ὅπως ὁ γάμος πού ἔγινε μυστήριο, διότι τό εὐλόγησε μέ τήν παρουσία Του στό γάμο τῆς Κανᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τό βάπτισμα, ἡ θεία Εὐχαριστία καί τά λοιπά μυστήρια, τῶν ὁποίων ἡ σύσταση ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ἀνάγεται στήν θεία βούληση. Τό ἴδιο καί ἐδῶ νά δεχθοῦμε ὅτι ἔχουμε παράδοση ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο τῆς ταφῆς ὡς ὀρθοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων. Ἀφοῦ Ἐκεῖνος ἐπέλεξε γιά τόν ἑαυτόν του τήν ταφήν καί ἔτσι τήν ἐξαγίασε, δέν ὑπάρχει λόγος νά ἐγκαταλείψουμε τό παράδειγμα πού μᾶς ἀφῆκε, ἰδιαίτερα μάλιστα ἀφοῦ συνδέεται μέ τήν ἀνάσταση ὄχι μόνο τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν δικῶν μας σωμάτων, κατά τρόπον πού ἀποτελεῖ μυστήριο γιά τήν Ἐκκλησία μας.

Στό σημεῖο αὐτό ἴσως προβληθεῖ ἡ ἔνσταση ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός βρῆκε μιά παράδοση ἰουδαϊκή, τήν ὁποία ἁπλῶς δέν θέλησε νά καταργήσει γιά τόν ἑαυτό Του. Μιά τέτοια ἔνσταση ὅμως θά παραγνώριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς κατάργησε πολλές συνήθειες καί παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων, ἀκριβῶς διότι ἦσαν ἐσφαλμένες ἤ ἀτελεῖς. Τίς ἐσφαλμένες αὐτές παραδόσεις, πού οἱ Φαρισαῖοι ἐνεφάνιζαν σάν διδασκαλίες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς τίς χαρακτηρίζει ὡς "ἐντάλματα ἀνθρώπων" (Ματθ. ιε´ 9) καί γι' αὐτές τίς παραδόσεις των οἱ Φαρισαῖοι ἀκούουν τά ἀκόλουθα ἐλεγκτικά καί ἐπικριτικά λόγια τοῦ Ἰησοῦ: "Διατί καί ὑμεῖς παραβαίνετε τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ διά τήν παράδοσιν ὑμῶν;... καί ἠκυρώσατε τόν λόγον τοῦ Θεοῦ διά τήν παράδοσιν ὑμῶν, ὑποκριταί..." (Ματθ. ιε´ 6). Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι παραδόσεις τῶν Ἰουδαίων σωστές δέν ἐφαρμόζονται, οὔτε ἐξαγιάζονται, ἀλλά ἀπορρίπτονται καί καταργοῦνται ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Τήν τιμή ὅμως τοῦ νεκροῦ σώματος, διά τῆς περιποιήσεως καί τοῦ ἐνταφιασμοῦ, ὁ Ἰησοῦς τήν θέτει τόσο ψηλά, ὥστε στό προσῆκον μέτρο νά τήν προτάσσει ἀκόμη καί ἀπό τήν βοήθεια πρός τούς πτωχούς, γιά τούς ὁποίους τόση μέριμνα ἔλαβε.

Ἔτσι, ἡ τιμή τοῦ νεκροῦ σώματος καί ὁ ἐνταφιασμός του ἐπιλέγονται τελικά ἀπό τόν Ἰησοῦ ἐνσυνείδητα, καθαγιάζονται καί προβάλλονται ἀπό τόν ἴδιο ὡς παράδειγμα πρός μίμηση. Χαρακτηριστική εἶναι ἀκόμα καί ἡ περιγραφή τοῦ Ματθ. κζ´ 5253, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι, ἀμέσως μόλις ὁ Ἰησοῦς ἀφῆκε τό πνεῦμα του ἐπί τοῦ Σταυροῦ, σχίστηκε τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ, ἔγινε σεισμός, οἱ πέτρες σχίστηκαν "καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν καί ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετά τήν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς". Καί τό χωρίο τοῦτο ἔχει, φρονοῦμε, ἔντονο δογματικό χαρακτήρα περί τῆς τύχης τῶν σωμάτων μετά θάνατον καί τήν ἀνάσταση αὐτῶν. Τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ ἀκολούθησε καί ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἰεροσολύμων, ἡ ὁποία ἐνταφιάζει ὄχι μόνον τόν Πρωτομάρτυρα τοῦ χριστιανισμοῦ Στέφανο (Πράξ. η´ 2), ἀλλά ἀκόμη καί τούς ἀποθανόντας σέ ἁμαρτία Ἀνανία καί Σαπφείρα (Πράξ. ε´ 6 καί 10). Τό παράδειγμα τῶν τελευταίων ἀποδεικνύει ὅτι ὁ χριστιανισμός παύει νά ἐφαρμόζει τό ἀρχαῖο ἑβραϊκό δίκαιο τῆς καύσεως τῶν σωμάτων τῶν ἁμαρτωλῶν νεκρῶν. Ἀπό τόν Ἱππόλυτο πληροφορούμαστε ἀκόμη περί τῆς ταφῆς πολλῶν Ἀποστόλων (Migne PG 10, 952 B).

Ὁ Ἱερώνυμος κάνει λόγο γιά τόν ἐνταφιασμό τῶν ἀποστόλων Πέτρου, Παύλου, τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τῶν εὐαγγελιστῶν Λουκᾶ καί Μάρκου, τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου καί ἄλλων (Migne PL 23, 1337 D). Ἐνδεικτικά εἶναι τά ὅσα λέγει σχετικῶς μέ τήν ταφή καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, κατά τόν ὁποῖο "κοινοί γάρ εἰσίν τῆς φύσεως νόμοι παρά πᾶσιν ἀνθρώποις, τόν ἀπελθόντα τῇ γῇ κρύπτεσθαι καί ταφῇ παραδίδοσθαι καί τοῖς κόλποις τῆς πάντων μητρός περιστέλλεσθαι γῆς. Καί τούτου οὐχ Ἕλλην, οὐ βάρβαρος, οὐ Σκύθης, οὐκ εἴ τις ἐκείνων ἀγριώτερος ἐκίνησεν νόμους ποτέ, ἀλλ' αἰδοῦνται καί φυλάττειν ἅπαντες καί οὕτως εἰσίν ἱεροί καί πᾶσι αἰδέσιμοι".

Περί τοῦ χωρίου τούτου καί ἄλλων σημαντικῶν θέσεων τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου βλ. Δ. Πετρακάκου, Die Toten im Recht nach den Lehre und den Normen des orthodoxen morgenländischen Kirchenrecht und der Gesetzgebung Griechenlands, Leipzig 1950, σελ. 90 καί ἑξῆς. Καί ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει ὅτι κατ' ἀντίθεση πρός τήν ἰουδαϊκή ἀντίληψη ὅτι τά νεκρά σώματα εἶναι βδελυκτά, τά λείψανα τῶν ὑπέρ Χριστοῦ ἀποθανόντων εἶναι τίμια: "Καί ὅτε μέν ἰουδαϊκῶς ἀπέθνησκον οἱ ἄνθρωποι βδελυκτά ἦν τά θνησιμαῖα· ὅτε δέ ὑπέρ Χριστοῦ ὁ θάνατος, τίμια τά λείψανα τῶν ὁσίων αὐτοῦ" (Migne PG 32, 1268 A).

Ἀνάλογα διδάσκουν καί οἱ Ἀποστολικές Διαταγές. "Μή παρατηρεῖσθε οὖν τά ἔννομα καί φυσικά νομίζοντες μολύνεσθαι δι' αὐτῶν· μηδέ ἐπιζητεῖτε ἰουδαϊκούς ἀφορισμούς ἤ συνεχῆ βαπτίσματα ἤ καθαρισμούς ἐπί θίξει νεκροῦ... ὅθεν καί ἡμεῖς, ἐπίσκοποι, καί οἱ λοιποί, ἀπαρατηρήτως ἁπτόμενοι τῶν κεκοιμημένων μή νομίσητε μαίνεσθαι, μηδέ βδελύσσεσθε τά τούτων λείψανα" (Μigne PG 1,988 B). Περαιτέρω, ὁ ἱερός Χρυσόστομος προβάλλει καί τήν σωστή δογματική σημασία τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν πού πρέπει νά γίνεται πρός δόξαν Θεοῦ "...κηδεύσωμεν τούς ἀπελθόντας ὡς καί ἡμῖν καί ἐκεῖνοις συμφέρει πρός δόξαν Θεοῦ" (Migne PG 59, 467).

Ὁ Ὠριγένης χαρακτηρίζει τά ἐνταφιαζόμενα σώματα ὡς ὄργανα ψυχῆς, τά ὁποῖα ἐνταφιάζονται μέ τιμή κατά τά "νενομισμένα", "ψυχήν γάρ λογικήν τιμᾶν μόνην ἡμεῖς ἴσμεν καί τά τοιαύτης ὄργανα μετά τιμῆς παραδιδόναι κατά τά νενομισμένα ταφῇ" (Ὠριγένης, Κατά Κέλσου 8,30). Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐπικρίνει ὡς ἀθλιότητα τήν συμπεριφορά κάποιου Γρηγορίου πού δέν ἐπέτρεψε τήν ταφή νεκρῆς (Migne PG 25, 708 B). Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος παραδίδει ὅτι διῶκτες τῶν χριστιανῶν ἦσαν "ἐπιμελῶς παραφυλάσσοντες νύκτωρ καί μεθ' ἡμέραν, μή κηδευθῇ τις ὑφ' ἡμῶν" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 3,2,59) καί γι' αὐτό "τά δεδομένα καθ' ἡμᾶς ἐν μεγάλῳ καθειστήκει πένθει διά τό μή δύνασθαι τά σώματα κρῦψαι τῇ γῇ" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5,2,61), ἀλλά οἱ νεκροί χριστιανοί "ἀντί γῆς καί τάφων θαλαττείοις παραδίδονται κύμασι" (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 8,7,6).

Ὁ Ἱερώνυμος διηγεῖται ὅτι ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων παρακαλοῦσε ἐξορκίζοντάς την, τήν ἁγία Κωνσταντία, νά μή τόν ἀφήσει οὔτε μία ὥρα ἄταφο, ἀλλά νά τόν θάψει ἀμέσως μόλις πεθάνει καλύπτοντάς τον μέ χῶμα, μέ τά ροῦχα πού φοροῦσε ἀκόμη καί μέ τό χοντρό παλτό του (Migne PL 23,52). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζοντας τήν πίστη τῶν χριστιανῶν στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων ὁμιλεῖ γιά σῶμα ἀνέπαφο μέχρι τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν (Migne PG 95,465).

ΙΙΙ

Σημαντικές εἶναι οἱ περί ταφῆς μαρτυρίες πού σώζονται καί στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ δύναμη τῶν μετά τήν ταφή ἀπομενόντων λειψάνων εἶναι μερικές φορές τόσο μεγάλη, ὥστε "ἐκ λειψάνων πολλάκις μαρτύρων καί εἰκόνων ἐλαύνονται δαίμονες" (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη 4, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 282/782).

Ἡ καύση τῶν νεκρῶν θά στεροῦσε ἀπό τούς χριστιανούς τή θαυματουργική αὐτή ἐνέργεια τῶν ἁγίων λειψάνων. Περί τοῦ ἐξαγιασμου τοῦ Τάφου καί τῶν λοιπῶν σκηνωμάτων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διακηρύσσεται στήν Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο: "Οὕτως καί ἡμεῖς οἱ πιστοί ἅπαντες ὡς μέν ράβδον Χριστοῦ τόν σταυρόν προσκυνοῦμεν· ὡς δέ θρόνον καί κοίτην αὐτοῦ τό Πανάγιον μνῆμα, ὡς δέ οἶκον τήν φάτνην καί τή Βηθλεέμ καί τά λοιπά ἅγια αὐτοῦ σκηνώματα" (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Δ´, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 281/7812). Στά Πρακτικά τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γίνεται λόγος περί τῆς ταφῆς τῆς ἁγίας Εὐφημίας, πού ἐνταφιάστηκε μέ ἰδιαίτερες τιμές πλησίον τοῦ ναοῦ καί καθιερώθηκε καί ἑορτή πρός τιμήν της.

Ἡ ὅλη ἐκτενής περιγραφή ἀφήνει νά διαφανεῖ ὅτι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξαίρει αὐτόν τόν τρόπο τῆς ταφῆς καί τῆς τιμῆς τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Δ´, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 273/7732). Στήν πράξη Δ´ τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει ὁμολογία πίστεως τοῦ Θεοδοσίου Ἀμορίου, πού ἔγινε δεκτή ἀπό τήν Σύνοδο, στήν ὁποία ὁμολογία ἐκτός τῶν ἄλλων ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς: "ὁμοίως καί τά λείψανα τῶν ἁγίων προσκυνῶ καί τιμῶ καί ἀσπάζομαι, ὡς ἀθλησάντων ὑπέρ Χριστοῦ καί λαβόντων χάριν παρ' αὐτοῦ ἰάσεις ἐπιτελεῖν, καθώς ἡ Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν παρέλαβεν ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων τῶν ἕως ἡμῶν" (Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος, Πράξη Α´. Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 231/7731).

Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ Ὁμολογία πίστεως τοῦ Βασιλείου Ἀγκύρας στήν Α´ Πράξη τῆς αὐτῆς Συνόδου: "...καί πάντων τῶν ἁγίων καί τά ἅγια καί τίμια λείψανα αὐτῶν μετά πάσης τιμῆς ἀποδεχόμενος ἀσπάζομαι καί τιμητικῶς προσκυνῶ, πίστιν ἔχων μετέχειν παρ' αὐτῷ ἁγιασμοῦ" (Ζ´ Οἰκουμ. Σύνοδος, Πράξη Α´. Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τόμ. Γ´, 229/7729).

Πολλές ἀκόμη μαρτυρίες ἐξαίρουν τήν ταφήν, ὅπως τήν ἑκουσία ταφή τοῦ Κυρίου (Μansi 2, 761 D) , τήν ταφή τῆς σαρκός τοῦ Κυρίου (Mansi 3, 228 B), τήν τριήμερο ταφή Του (Mansi 2, 76 C), τήν ἀξία τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου (Mansi 9, 520 A) κ.ἄ. Ἀκόμη ἀναφέρεται ὅτι οἱ τάφοι τῶν ἁγίων βρύουν ἰάματα (Mansi 13, 495 D).

IV

Ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες προκύπτει ἐπίσης, ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὅτι ἡ ταφή εἶναι ὁ μόνος τρόπος μεταχειρίσεως τῶν νεκρῶν σωμάτων κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, ὁ Κανόνας 13 τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαλαμβάνει:

"Περί δέ τῶν ἐξοδευόντων ὁ παλαιός καί κανονικός Νόμος φυλαχθήσεται καί νῦν, ὥστε, εἴ τις ἐξοδεύοι, τοῦ τελευταίου καί ἀναγκαιοτάτου ἐφοδίου μή ἀποστερεῖσθαι. Εἰ δέ ἀπογνωσθείς, καί κοινωνίας τυχών, πάλιν ἐν τοῖς ζῶσιν ἐξετασθῇ, μετά τῶν κοινωνούντων τῆς εὐχῆς μόνης ἔστω. Καθόλου δέ, καί περί παντός οὑτινοσοῦν ἐξοδεύοντος, αἰτοῦντος μετασχεῖν εὐχαριστίας, ὁ Ἐπίσκοπος μετά δοκιμασίας μεταδιδότω τῆς προσφορᾶς".

Ἀπό τόν κανόνα αὐτόν προκύπτει ὅτι τόσον σεβασμό ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας πρός τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο, ὥστε δέν διστάζει νά δώσει τή Θεία Κοινωνία ἀκόμη καί λίγες στιγμές πρό τοῦ θανάτου, παρόλο πού γνωρίζει ὅτι σέ λίγο θά ὑπάρχει μόνο ἄψυχο σῶμα. Βέβαια, τούς ἤδη νεκρούς δέν τούς κοινωνεῖ, διότι οἱ νεκροί δέν μποροῦν πλέον νά ἐκφράσουν βούληση κοινωνίας, οὔτε νά λάβουν καί νά φάγουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, οὔτε νά πιοῦν τό αἷμα Του.

Συναφῶς ὁ Κανόνας 83 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρίζει: "Μηδείς τοῖς σώμασι τῶν τελευτησάντων τῆς εὐχαριστίας μεταδιδότω. Γέραπται γάρ "Λάβετε φάγετε"· τά δέ νεκρῶν σώματα οὐδέ λαβεῖν δύναται οὐδέ φαγεῖν". Τά ἴδια διδάσκει καί ὁ Κανόνας 18 τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης. Σημαντικός γιά τό θέμα μας εἶναι καί ὁ κανών 7 τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τόν ὁποῖο: "Ἔφη Παῦλος ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι· τισί δέ καί ἐπακολουθοῦσιν. Ἁμαρτιῶν οὖν προκαταλαμβανουσῶν, καί ἕτεραι ἁμαρτίαι ἕπονται ταύταις. Τῇ οὖν ἀσεβεῖ αἱρέσει τῶν χριστιανοκατηγόρων, καί ἄλλα ἀσεβήματα συνηκολούθησαν. Ὥσπερ γάρ τήν τῶν σεπτῶν εἰκόνων ἀφείλοντο ὄψιν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕτερά τινα ἔθη παραλελοίπασιν, ἅ χρή ἀνανεωθῆναι, καί κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν, οὕτω κρατεῖν. Ὅσοι οὖν σεπτοί ναοί καθιερώθησαν ἐκτός ἁγίων λειψάνων μαρτύρων, ὁρίζομεν ἐν αὐτοῖς κατάθεσιν γίνεσθαι λειψάνων μετά τῆς συνήθους εὐχῆς. Ὁ δέ ἄνευ ἁγίων λειψάνων καθιερῶν ναόν, καθαιρείσθω, ὡς παραβεβηκώς τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις".

Εἶναι σαφές καί ἀπό τόν κανόνα αὐτόν ὅτι ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος διατάσσει τήν καθιέρωση τῶν ἱερῶν ναῶν διά τῆς τοποθετήσεως εἰς αὐτούς ἱερῶν λειψάνων. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτή ἡ καθιέρωση, πρωτίστως θά πρέπει νά ὑπάρχουν ἅγια λείψανα, τήν ὕπαρξη τῶν ὁποίων ἐγγυᾶται μόνο ἡ ταφή τῶν σωμάτων καί ὄχι καί ἡ καύση αὐτῶν, μέ τήν ὁποίαν μεταβάλλεται σέ στάχτη ὁ νεκρός. Ἡ στάχτη αὐτή βέβαια δέν εἶναι ἅγιο λείψανο, ἀλλά κάτι διαφορετικό σέ σύσταση καί ποιότητα ἀπό τά ἅγια λείψανα. Ἡ στάχτη οὐδέποτε χρησιμοποιήθηκε πρός καθιέρωση ναῶν.

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, καί μόνο αὐτός ὁ κανόνας θά ἦταν ἀρκετός γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ἡ ταφή τῶν νεκρῶν εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία κατά τούς Ἱερούς Κανόνες γιά νά μποροῦν νά ὑπάρχουν ἅγια λείψανα, πού ἐκτός τῶν λοιπῶν θαυματουργῶν των εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν καθιέρωση τῶν ἱερῶν ναῶν. Κατά τῆς καύσεως τῶν σωμάτων στρέφεται ἔμμεσα ὁ Κανόνας 65 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἐπικρίνει τόν Μανασσῆ, διότι "διήγαγε τά τέκνα αὐτοῦ ἐν πυρί". Ὁ κανόνας αὐτός συναριθμεῖ τήν ὑπό τοῦ Μανασσῆ καύση τῶν παιδιῶν του μαζί μέ ἄλλες πράξεις εἰδωλολατρείας πού ἔκανε καί γι' αὐτό "ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τό πονηρόν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, τοῦ παροργίσαι αὐτόν".

Ἐδῶ ἔχουμε μιά αὐθεντική ἀξιολόγηση ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς εἰς τήν Π.Δ. καύσεως τῶν παιδιῶν τοῦ Μανασσῆ ὡς εἰδωλολατρικῆς καί ἄρα καταδικαστέας συμπεριφορᾶς. Ὁ κανόνας 101 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαλαμβάνει χρήσιμα γιά τό θέμα μας στοιχεῖα, ὁρίζοντας τά ἀκόλουθα: "Σῶμα Χριστοῦ καί ναόν, τόν κατ' εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον, ὁ θεῖος ἀπόστολος μεγαλοφώνως ἀποκαλεῖ. Πάσης οὖν αἰσθητῆς κτίσεως ὑπερκείμενος ὁ τῷ σωτηρίῳ πάθει τοῦ οὐρανίου τυχών ἀξιώματος ἐσθίων καί πίνων Χριστόν, πρός ζωήν διά παντός μεθαρμόζεται τήν ἀΐδιον, ψυχήν καί σῶμα τῇ μεθέξει τῆς θείας ἁγιαζόμενος χάριτος...". Ἐδῶ ἔχουμε σαφῆ δογματική ἀξιολόγηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖο κατά τόν παρόντα ἱερό Κανόνα εἶναι "σῶμα" καί "ναός" τοῦ Χριστοῦ.

Ἔχει γίνει "κατ' εἰκόνα Θεοῦ". Εἶναι ὁ ὑπερκείμενος ὅλης τῆς αἰσθητῆς φύσως καί ὁ μόνος πού τοῦ ἔχει παραχωρηθεῖ τό οὐράνιο προνόμιο καί μετέχει τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου καί νά ἐσθίει τό τίμιο σῶμα Του καί νά πίνει τό τίμιο αἷμα Του ἤ, ὅπως ρητῶς τονίζει ὁ Κανόνας, νά ἐσθίει καί νά πίνει Χριστό. Ἔτσι προσοικειοῦται τήν αἰώνιο ζωή καί τόσον ἡ ψυχή του ὅσο καί τό σῶμα του ἁγιάζονται ἀπό τή Θεία Χάρη. Ρητῶς, λοιπόν, προβάλλεται ἐδῶ ὁ ἐξαγιασμός ὄχι μόνο τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ σώματος τοῦ χριστιανοῦ. Ἡ ἀξιολόγηση αὐτή δεικνύει μαζί μέ πλῆθος ἄλλες μαρτυρίες, περί τῶν ὁποίων διαλαμβάνει ἡ σχετική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν μεγάλη ἀξία καί σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, πού ὡς σῶμα Χριστοῦ καί ναός τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει νά παραδίδεται στήν ἐξαφάνιση καί καταστροφή του διά πυρᾶς. Ἀπό τόν Κανόνα 9 τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας προκύπτει ὅτι ἀκριβῶς ἡ ἁγιότητα τῶν σωμάτων τῶν ἁγίων ἐπιβάλλει τήν ἐπίσκεψη τῶν πιστῶν στά κοιμητήρια αὐτῶν καί ἡ ἀπόδοση σέ αὐτούς τῶν καθιερωμένων τιμῶν ὄχι ὅμως καί στά κοιμητήρια τῶν αἱρετικῶν.

Τά ἴδια περίπου διδάσκει καί ὁ Κανόνας 34 τῆς ἴδιας Συνόδου περί τῆς τιμῆς τῶν Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ σέ ἀντιδιαστολή πρός τούς ψευδομάρτυρες τῶν αἱρετικῶν, πού δέν πρέπει νά τιμῶνται. Τά θυσιαστήρια πρέπει νά ἔχουν λείψανα ἤ σῶμα μαρτύρων κατά τόν Κανόνα 83 (91) τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, διαλαμβάνοντα: "Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα τά πανταχοῦ ἀνά τούς ἀγρούς καί τούς ἀμπελῶνας θυσιαστήρια, ὡσανεί εἰς μνήμην μαρτύρων καθιστάμενα, ἐν οἷς οὐδέ ἕν σῶμα ἤ λείψανον μαρτύρων, ἀποκείμενα δείκνυνται, ἀπό τῶν ἐντοπίων ἐπισκόπων, εἰ ἔστι δυνατόν, καταστρέφωνται... καί παντελῶς μηδέ μνήμη μαρτύρων ἐπιτελεσθῇ, εἰ μήπου ἤ σῶμα, ἤ τινα λείψανα ὦσιν, ἤ ἀρχαιογονία τινός οἰκήσεως ἤ κτήσεως ἤ πάθους πιστῇ ἀρχαιότητι παραδιδῶνται".

Τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἄν δέν γινόταν ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, δέν θά ἀπέθνησκε. Οἱ ἀντίθετα φρονοῦντες ἀναθεματίζονται ὡς αἱρετικοί ἀπό τόν Κανόνα 101 (112) τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος ἐπάγεται: "Ἵνα ὅστις λέγῃ τόν Ἀδάμ, τόν πρωτόπλαστον ἄνθρωπον, θνητόν γενόμενον οὕτως, ὡς εἴτε ἁμαρτήσοι, εἴτε μή ἁμαρτήσοι τεθνηξόμενον ἐν τῷ σώματι, τουτέστιν, ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ σώματος μή τῇ ἀξίᾳ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά τῇ ἀνάγκῃ τῆς φύσεως, ἀνάθεμα ἔστω". Ἡ φύση λοιπόν τοῦ πλασθέντος ἀπό τόν Θεό ἀνθρωπίνου σώματος δέν ἦταν θνητή. Ἔγινε θνητό τό ἀνθρώπινο σῶμα λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Συνεπῶς, ὁ πιστός διά τῆς πίστεως καί τῶν ἀγαθῶν του ἔργων μπορεῖ νά σωθεῖ καί νά ἀποκατασταθεῖ ἔτσι τό σῶμα του στό ἀρχαῖο κάλλος πού εἶχε πρό τῆς πτώσεως. Ἡ ἀξία αὐτή τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος σέ συνδυασμό μέ ὅσα λέχθηκαν περί τοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ σῶμα Χριστοῦ, ναό Χριστοῦ καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἐπιβάλλουν τήν ἀπόδοση στό σῶμα τῆς ἀξίας τήν ὁποία ἔχει καί τήν μή καταστροφή καί ἐξαφάνισή του διά τῆς πυρᾶς, διότι κάτι τέτοιο δέν θέλησε ὁ Δημιουργός του.


http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/t ... nakis.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ .Τι λέει η Ορθοδοξία.

4
π. Νικόλαος Χατζηνικολάου
Ταφή ἢ καύση: Ἀμετάκλητη λήθη ἢ αἰώνια μνήμη;


ἀπὸ παλαιότερο ἄρθρο

Ὑπάρχουν δυὸ βασικὲς ἀλήθειες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ἡ δεύτερη ὅτι ἡ ψυχή του εἶναι αἰώνια στὴ φύση της. Τὸ σῶμα τοῦ εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχή του καὶ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν θεϊκὴ πραγματικότητα.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει μόνο διδασκαλία περὶ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ βαθιὰ ἐμπειρία της. Δὲν ἔχει ἁπλὰ ἄποψη ἐπὶ τοῦ θέματος ἔχει βίωση ἀληθείας. Ἡ ἀποκάλυψή της δὲν τῆς προσφέρεται μόνον διδακτικά, ἀλλὰ τῆς ἐπαληθεύεται βιωματικά. Δὲν λέει αὐτὸ ποὺ ξέρει ἀλλὰ μεταγγίζει αὐτὸ ποὺ ζεῖ. Ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάθε ἄνθρωπο, δὲν ἀντικρίζει σ᾿ αὐτὸν μόνο τὸ σῶμα του ἢ τὴ χρονικὴ παρουσία του, ἀλλὰ βλέπει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ νὰ ἀντικατοπτρίζεται στὴν ψυχή του καὶ διακρίνει τὴν αἰώνια διάστασή του. Αὐτὸ πῶς νὰ τὸ ἀρνηθεῖ ἡ Ἐκκλησία;

Ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ σῶμα, ἡ ὑγεία, αὐτὸ ποὺ βλέπουμε. Οὔτε πάλι ἡ ψυχὴ ὡς διάθεση, ὡς ψυχισμός, ὡς ἔκφραση τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν, ὡς φυσικὸ στοιχεῖο συμπεριφορᾶς - αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε. Ὁ θησαυρὸς τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης εἶναι ἡ ψυχὴ ὡς πρόσωπο, ὡς εἰκόνα τῆς θεϊκῆς δόξης, ὡς αὐτεξούσιο, ὡς δυνατότητα μετοχῆς στὴν αἰωνιότητα, ὡς χάρις αὐθυπέρβασης. Κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ψυχὴ ἀποτελεῖ ἱερὸ γεγονὸς ἢ στοιχεῖο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν σωτηρία, τὸν ἐξαγιασμό, τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, τὴν βίωση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο πού, ἐπειδὴ εἶναι ὑπαρκτὸ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἱερό.

Ἡ ψυχὴ μ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, περιφρουρεῖται μέσα στὸ σῶμα ποὺ τὸ μεταμορφώνει σὲ ναό. Τὸ σῶμα ποὺ διαφυλάσσει τὸ θησαυρὸ τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι φυλακή. Ἕνα σῶμα ὅμως ποὺ ἐν ζωῇ δὲν τὸ σεβαστήκαμε, οὔτε κὰν φιλόζῳα τὸ διατηρήσαμε, ποὺ βιολογικὰ μὲν τὸ περιποιηθήκαμε στὰ ἐργαστήρια, οὐσιαστικὰ ὅμως τὸ καταστρέψαμε στὴν πρακτική της ζωῆς ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο ἡ ἰατρικὴ δὲν καλεῖται νὰ θεραπεύσει μόνο τὶς συνέπειες τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς ἐπάνω του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνορθόδοξου τρόπου καὶ τῆς ἀντίληψης ζωῆς μέσα του, ἕνα σῶμα ποὺ ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας τὸ ἀγνόησε, καὶ ἀντὶ μαζί του νὰ ἐπιτελέσει τὸν ἱερουργικὸ σκοπό της, ἱκανοποίησε τὶς φιλήδονες τάσεις καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς διαθέσεις της -καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ νομικὴ κάλυψη τῆς κοινωνίας-, αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι εὔκολο αὐτὴ ἡ κοινωνία καὶ ψυχὴ νὰ θέλουν νὰ τὸ κάψουν γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο τους καὶ νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ἀσέβειά τους.

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Τὸ σῶμα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, τὸ βλέπει ὡς θυσιαστήριο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ βάναυση ἐπέμβαση ἐπάνω του καὶ ἡ ὑποταγή του στὶς ὁρμές, ποὺ δουλώνουν τὸ αὐτεξούσιο, δηλώνουν ἀσέβεια καὶ ἀποτελοῦν βεβήλωση καὶ ἁμαρτία. Ἡ συντήρηση καὶ τροφοδοσία τοῦ γίνεται πάντοτε μὲ προσευχὴ -προσευχὲς τῆς τραπέζης- ἡ φροντίδα τῆς ὑγείας του ποὺ συνδυάζεται μὲ μυστήριο - τὸ εὐχέλαιο-, ἡ ἀναπαραγωγή του μὲ ἄλλο μυστήριο - τὸ γάμο- καὶ τέλος ὁ ἐξαγιασμός του ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Μόλις ὁ ἄνθρωπος πεθάνει, τὸ σῶμα του γίνεται λείψανο. Τότε αὐξάνει καὶ ὁ σεβασμός μας σ᾿ αὐτό. Τὸ λείψανο ἀποτελεῖ τὴν ἀνάμνηση μίας ἱερουργίας ποὺ μέσα του ἐπιτελεῖτο - τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς- καὶ τὴν ὑπόμνηση μίας ἄλλης ποὺ τώρα «ἀγνώστως» συνεχίζεται ἔξω ἀπὸ αὐτό- τῆς δόξης τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα δὲν περιμένει τὴν καταστροφή του, ἀλλὰ τὴν «ἑτέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), τὴν ἀναμόρφωσή του «εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος». Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ Ἐκκλησία προσεγγίζει τὸ σῶμα μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ αἰσθήματα ἱερά. Δὲν καῖμε τοὺς ναούς, πολλῶ δὲ μᾶλλον τοὺς ἔμψυχους ναούς.

Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐγγίζεται καὶ στὸ ὁποῖο ἀρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὑποκείμενο στὴ φθορὰ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φυσικὴ φθορὰ εἶναι ἡ ἰσχυρότερη ἴσως ὑπόμνηση τῆς πτωτικῆς μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση ποὺ συνηγορεῖ στὴ συρρίκνωσή του, προσβάλλει καὶ τὴν ψυχή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στὸ σῶμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, ἀναστέλλοντας τὴν ἐξέλιξη τῆς φθορᾶς, ὅταν καὶ ὅσο μποροῦμε. Ἡ διαδικασία της πρέπει νὰ εἶναι ἐντελῶς φυσικὴ καὶ ποτὲ ἐξαναγκασμένη. Τὴν ἀναλαμβάνει μόνον ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ ὁ ἴδιος προνοεῖ ἢ ἡ φύση μέσα ἀπὸ τὴν εὐθύνη ποὺ τῆς ἔχει ἀνατεθεῖ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀρνεῖται τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Ἀφήνει στὴ φύση νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος. Δὲν τὸ καίει, ἀλλὰ τὸ ἀφήνει νὰ σβήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ φύση ἐπιτρέπει νὰ μείνει κάποιο ὑπόλειμμα, αὐτὸ ἔχει τὸ λόγο του. Ὅταν καὶ ἡ φύση ἀρνεῖται τὴν ὁλοσχερῆ διάλυσή του ἀνθρωπίνου σώματος, τότε ἡ νομοθετημένη καύση του δὲν εἶναι πράξη ἐπιλήψιμης βίας;

Τὰ ὀστὰ ὑπαινίσσονται ὅτι τὰ σώματα ἔχουν μὲν ὅλα μία ὁμοιότητα, ἀλλὰ ἔχουν καὶ διαφορές. Ἄλλα εἶναι τὰ κοκαλάκια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ στὴ θέα τους καὶ ἄλλα ἑνὸς ἐνήλικα. Ἄλλα ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἄλλα κάποιου ζῴου. Ὅταν ὅμως καοῦν, ἡ στάχτη ἐξομοιώνει τὰ πάντα. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ποὺ διατηρεῖται καὶ δὲν σκορπίζεται, δὲν διακρίνονται οἱ διαφορές, ἔχουν ἐξαλειφθεῖ γιὰ πάντα. Μαζὶ μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου, ἔχει ἐξαφανιστεῖ καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου μόλις δὲ σκορπιστοῦν καὶ τὰ ὑπολείμματα τῆς στάχτης,μαζὶ μὲ τὰ ψήγματα τοῦ κοινωνικοῦ σεβασμοῦ, ὁριστικοποιεῖται καὶ ἡ διαγραφὴ κάθε ἴχνους παρουσίας του. Ὁ ὑπαρκτικὸς θάνατος ἔχει προσυπογράψει τὸν φυσιολογικό.

Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ ἰσοπέδωση καὶ ἡ ἀπουσία, ἀλλὰ ἡ ταυτότητα καὶ τοῦ εἴδους καὶ τοῦ προσώπου καὶ ἡ παρουσία. Ὁ ἀγώνας νὰ διατηρήσουμε τὰ ὀστά, τὰ λείψανα, ὅ,τι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μποροῦμε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀνάγκη μας νὰ διατηρηθεῖ ὅσο περισσότερο γίνεται τὸ πρόσωπό του στὸν ἄλλο. Ὁ σεβασμός μας στὰ νεκρὰ λείψανα πιστοποιεῖ τὴν πίστη μας στὴν ἀθάνατη ψυχή.

Οἱ νεκροὶ δὲν εἶναι «πεθαμένοι» ἀλλὰ κεκοιμημένοι. Τοποθετοῦνται μὲ σεβασμὸ στὸν τάφο, στραμμένοι πρὸς ἀνατολᾶς μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἡ Ἐκκλησία συνειδητὰ ἀρνεῖται τὸν ὅρο «νεκροταφεῖα» καὶ ἐπιμένει στὸν ὅρο «κοιμητήρια». Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὄχι γιὰ λόγους ψυχολογικοῦ -γιὰ νὰ μὴν ἀγριεύουμε- ἀλλὰ γιὰ λόγους καθαρὰ πνευματικούς: νεκρὸς δὲν σημαίνει τελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειώσει) ἀλλὰ τετελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειωθεῖ). Τέλος δὲν σημαίνει λήξη, ἀλλὰ τελείωση. Τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν ἀποτελοῦν ἀνάμνηση τῆς παρελθούσης ζωῆς τους, ἐνθύμηση τῆς παρούσης καταστάσεώς τους, ἀλλὰ καὶ ὑπόμνηση τῆς μελλούσης προοπτικῆς μας. Αὐτὰ μὲ κανένα νόμο δὲν καίγονται.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν τιμᾶ τὸ σῶμα καὶ χωριστὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ τὸν σύνδεσμο τῶν δυό, τὸν ἄνθρωπο ὡς ὅλον. Στὸν κίνδυνο νὰ ξεχαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν φαίνεται ἡ ψυχῆ του, διατηροῦμε τὸ σῶμα, ποὺ δὲν μᾶς τὴν θυμίζει μόνο ὅταν λειτουργεῖ ἀλλὰ καὶ ὅταν ἁπλὰ ὑπάρχει. Ἡ ὁριστικὴ καταστροφὴ τοῦ σώματος, ἡ καύση του, δὲν εἶναι καύση νεκροῦ ἀνθρώπου -κάτι ποὺ καίγεται - ἀλλὰ προσπάθεια καύσης τῆς ζωντανῆς ψυχῆς του, κάτι ποὺ δὲν καταστρέφεται.

Ἡ ψυχῆ ζεῖ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ λείψανα ἔχουν ζωὴ ὄχι βιολογικὴ βέβαια ἀλλὰ κάποιας μορφῆς πνευματική, ποὺ ὅμως διαπιστώνεται. Ὅταν ἔχουμε ἄτομα ποὺ ἡ βίωσή τους τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε καὶ ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσαν ἐν χρόνῳ τὴν παχύτητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτὰ νὰ λειτουργοῦν στὶς συχνότητες τοῦ ἄλλου, τότε ὁ θάνατός τους εἶναι κοίμηση ποὺ ἀποτυπώνεται στὰ λείψανά τους. Εἶναι πολύτιμη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, διαρκῶς ἐπαληθευόμενη, ὅτι πλεῖστα ὅσα ἐξ αὐτῶν ἐμφανίζουν ἰδιάζουσα χάρι. Εἶναι γνωστὸ ὅτι συχνὰ τὰ λείψανα τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐξαγιασμένων ἀνθρώπων ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς τίμησε τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχῆ τοὺς φανέρωσε μεγαλύτερη εὐρωστία καὶ ζωτικότητα ἀπὸ αὐτό, διατηροῦν μία ἐντυπωσιακὴ εὐκαμψία γιὰ ὦρες μετὰ θάνατον. Δὲν κοκαλώνουν!

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδεδειγμένη εὐωδία, τὸ κέρινο χρῶμα τους, ἡ θαυματουργικὴ χάρι τους ἢ ἡ φυσικὴ ἀφθαρσία ὁλόσωμων ἁγίων, στοιχεῖα ἀσυνήθη καὶ φυσικῶς ἀνεξήγυτα, εἶναι ἀναμενόμενα φαινόμενα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος. Αὐτὰ τὰ λείψανα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ συνείδηση, ἀποτελοῦν περιουσία πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της θησαυροὺς ἀναγκαιότερους καὶ ἀπὸ τὰ σκεύη της. Στὰ λείψανα τῶν μαρτύρων της ἑδράζονται οἱ ἅγιες τράπεζές της. Ἂν αὐτὰ κάψει, θὰ ἔχει ἤδη θυσιάσει τὰ ἱερὰ θυσιαστήριά της θὰ ἔχει καταστρέψει τὰ ζωτικὰ σπλάχνα της.

Ἡ ψυχὴ ὑπάρχει, ζεῖ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ σῶμα της καὶ μετὰ θάνατον. Βλέπει καὶ μπορεῖ νὰ ἀντικρύσει τὴν καύση του. Ἄραγε θὰ τὴν ἐγκρίνει; Ἡ ἴδια στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὶς δικές μας ἐνέργειες οὔτε καὶ ὅταν τῆς καταστρέφουν τὸ δικό της σῶμα.

Ἡ ἀσέβεια ἐπάνω της ὅμως φθείρει ἐμᾶς. Τὸ ἠθικὸ κριτήριο σὲ μία τόσο καίρια ἀπόφαση γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἐπιλογὲς μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀθανασία της, ἀλλὰ μὲ τὶς προτιμήσεις τῆς ἀθάνατης ψυχῆς, τῆς ψυχῆς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν αἰωνιότητά της.

Ἂν μᾶς ρωτοῦσαν πὼς θὰ προτιμούσαμε νὰ φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο κάποιος δικός μας: ἀπὸ ἐγκεφαλικὴ ἀποπληξία, ἀπὸ καρδιακὴ ἀνακοπή, μὲ παραμορφωτικὰ ἐγκαύματα, ἢ νὰ ἀποτεφρωθεῖ ἀπὸ ἀνάφλεξη καὶ πυρκαγιά, ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ τραγικότερος τρόπος θὰ ὁμολογούσαμε πὼς εἶναι ὁ τελευταῖος.

Εἶναι φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀποχαιρετᾶ τὸν ἄνθρωπό του, νὰ θέλει νὰ ἀντικρύσει γιὰ τελευταῖα φορὰ τὴν οἰκεία σ᾿ αὐτὸν ὄψη καὶ ὄχι τὸ ἀποτρόπαιο κατάντημά του σὲ ἀπάνθρωπη, ἀνοίκεια καὶ ἀπρόσωπη στάχτη. Ἡ λεπτὴ ἀγάπη τῶν στιγμῶν ἐκείνων ἐκφράζεται ὡς ἀνάγκη νὰ ἀγκαλιάσει κανείς, νὰ φιλήσει, νὰ χορτάσει τὸ βλέμμα του, νὰ ἐκδηλωθεῖ τρυφερὰ πάνω στὸ ἄψυχο σῶμα. Ἂν μᾶς πληγώνει ἡ βία τῆς φύσεως, πῶς ἐμεῖς ἐπιλέγουμε τὴ βία τοῦ αὐτεξουσίου μας; Ὅταν κάτι εἶναι πολύτιμο καὶ τὸ χάνουμε, προσπαθοῦμε νὰ κρατήσουμε ὅσο περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μποροῦμε. Ποτὲ δὲν νομοθετοῦμε τὴ βίαιη μείωση τοῦ τελευταίου ἀνεκτίμητου ὑπολείμματός του.

Ἡ ἀπόφαση ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήριά μας ἰσοδυναμεῖ μὲ προσβολή. Ἂν δὲν ἔχουμε, νὰ δημιουργήσουμε χῶρο. Ἡ ἀγάπη δημιουργεῖ καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις. Ἡ χρηστικὴ ἀνάγκη ποτὲ δὲν εἶναι οὐσιαστικὴ καὶ πάντα πιστοποιεῖ τὴ στενότητα τοῦ καρδιακοῦ χώρου. Ἡ ἀνάγκη τοῦ σεβασμοῦ εἶναι πολὺ μεγαλύτερη γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκχωρεῖ παρὰ γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀποδέχεται.

Ἔτσι ποὺ βαδίζει ἡ κοινωνία μας δὲν θὰ ἔχει μόνον ἔλλειψη χώρου, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους δὲν θὰ βρίσκει γιὰ νὰ θάψουν, ἴσως καὶ νὰ κάψουν, τοὺς νεκρούς της. Στὸ ἀπέραντο γηροκομεῖο τοῦ «πολιτισμένου» κόσμου μας, ὅπου οἱ νέοι τείνουν νὰ γίνουν πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους καὶ οἱ γεννήσεις πολὺ πιὸ σπάνιες ἀπὸ τοὺς θανάτους, θὰ ὑπάρχουν νεκροὶ καὶ ὄχι νεκροθάφτες. Ἀντὶ νὰ ἐνδιαφέρεται ἡ κοινωνία μας γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς, π.χ. τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα, ὑπερ-ἀπασχολεῖται μὲ τὸ τέλος, τὴν καύση. Ἡ ἴδια νοοτροπία ποὺ ἀποφεύγει, τὴ γέννηση, δηλαδὴ τὴ ζωή, αὐτὴ ποὺ ἀπορρίπτει καὶ τοὺς γέρους, αὐτὴ ποὺ προτείνει τὴν εὐθανασία, αὐτὴ ποὺ ἡ ἴδια δὲν ἀντέχει καὶ τοὺς νεκροὺς ἀρνεῖται τὴ δημιουργία καὶ ἐπιλέγει τὴν καύση. Αὐτὴ ὑπογράφει τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ τέλους τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτοὶ ποὺ ἀγνόησαν τὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ πρόσβαλαν τὰ ἀπαράγραπτα δικαιώματα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, αὐτοὶ καὶ μόνον μποροῦν νὰ ἐπικαλοῦνται τὰ λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα γιὰ νὰ νομιμοποιήσουν τὴν ἀσέβειά τους στὸν ἄνθρωπο.

Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου. ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ὑποχρέωση σεβασμοῦ καὶ ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς -καὶ ἂς ἀποκαλεῖται αὐτὸ δικαίωμα- νὰ προσκρούει στὴν ἀνάγκη γιὰ σεβασμὸ τοῦ συνόλου. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικαίωμα κάποιου νὰ τὸν ... κάψουμε ἐμεῖς! Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ καεῖ. Εἶναι ἂν ἡ κοινωνία θὰ δεχθεῖ νὰ τὸν κάψει.

Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ δικό της τέλος: τὸν μηδενισμό της. Μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸν θάνατό του, μία κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μία κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της -αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα- μία κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου τεχνητὴ καὶ μηχανικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μία κοινωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμερου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατόν, μὲ κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων.

Φαίνεται πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρὶς Θεό, τοῦ πολιτισμοῦ χωρὶς ἀξίες καὶ τοῦ μηδενισμοῦ χωρὶς σκοπό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σύγχυσης τῆς ἀθεΐας, εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καύση καὶ τοῦ τελευταίου ὑπολείμματός του. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὁδηγεῖ στὴν καύση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.

Κατόπιν τούτων, δὲν εἶναι ὅτι δὲν τῆς ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ καὶ ἀρνεῖται νὰ δεχθεῖ μία ἁπλῶς χρηστικὴ καὶ καθόλου πειστικὴ λύση ἐλάσσονος πρακτικῆς βαρύτητος καὶ νὰ θυσιάσει τὸ βίωμα τοῦ σεβασμοῦ της στὴ θεϊκότητα τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὴ βάφτισε στὴ κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Τὸ μεῖζον δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὸ ἔλασσον. Εἶναι ἀδύνατον ὅποιος πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποδέχεται τὴν πρόταση ζωῆς της, ὅποιος ζεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς ψυχῆς, ὅποιος σέβεται τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν τιμᾶ καὶ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα χρῄζει μεγαλύτερης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὴν κοινωνία μετὰ θάνατον ἀπ᾿ ὅση περιποίηση καὶ προστασία δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του.

http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/t ... rning1.htm
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ .Τι λέει η Ορθοδοξία.

5
Ταφή η καύση: Αμετάκλητη λήθη η αιώνια μνήμη;

του Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικολάου

Υπάρχουν δυό βασικές αλήθειες για την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη σχετικά με τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα και η δεύτερη ότι η ψυχή του είναι αιώνια στη φύση της. Το σώμα του είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του και η ψυχή με την θεική πραγματικότητα.

Η Εκκλησία δεν έχει μόνο διδασκαλία περί της ψυχής, αλλά βαθιά εμπειρία της. Δεν έχει απλά άποψη επί του θέματος έχει βίωση αληθείας. Η αποκάλυψή της δεν της προσφέρεται μόνον διδακτικά, αλλά της επαληθεύεται βιωματικά. Δεν λέει αυτό που ξέρει αλλά μεταγγίζει αυτό που ζεί. Όταν βλέπει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, δεν αντικρίζει σ᾿ αυτόν μόνο το σώμα του η τη χρονική παρουσία του, αλλά βλέπει την εικόνα του Θεού να αντικατοπτρίζεται στην ψυχή του και διακρίνει την αιώνια διάστασή του. Αυτό πως να το αρνηθεί η Εκκλησία;

Άνθρωπος δεν είναι το σώμα, η υγεία, αυτό που βλέπουμε. Ούτε πάλι η ψυχή ως διάθεση, ως ψυχισμός, ως έκφραση των εγκεφαλικών λειτουργιών, ως φυσικό στοιχείο συμπεριφοράς – αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Ο θησαυρός της ανθρώπινης υπόστασης είναι η ψυχή ως πρόσωπο, ως εικόνα της θεικής δόξης, ως αυτεξούσιο, ως δυνατότητα μετοχής στην αιωνιότητα, ως χάρις αυθυπέρβασης. Κάθε τι που σχετίζεται με την ψυχή αποτελεί ιερό γεγονός η στοιχείο έχει να κάνει με την σωτηρία, τον εξαγιασμό, την ένωση με τον Θεό, την βίωση της αιώνιας προοπτικής του ανθρώπου. Αυτό είναι το στοιχείο που, επειδή είναι υπαρκτό καθιστά τον άνθρωπο ιερό.

Η ψυχή μ᾿ αυτήν την έννοια, περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει το θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβαστήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής ένα σώμα στο οποίο η ιατρική δεν καλείται να θεραπεύσει μόνο τις συνέπειες της φυσιολογικής φθοράς επάνω του, αλλά και του ανορθόδοξου τρόπου και της αντίληψης ζωής μέσα του, ένα σώμα που η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις και τις αμαρτωλές διαθέσεις της -και μάλιστα με την αποδοχή και νομική κάλυψη της κοινωνίας-, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.

Για την Εκκλησία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το σώμα, όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή, το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι᾿ αυτό και η βάναυση επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές, που δουλώνουν το αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή -προσευχές της τραπέζης- η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο – το ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο – το γάμο- και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ᾿ αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μίας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο – της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μίας άλλης που τώρα «αγνώστως» συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την «ετέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), την αναμόρφωσή του «εις το αρχαίον κάλλος». Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου. Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και όσο μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ο Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί η η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καίει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του. Όταν και η φύση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;

Τα οστά υπαινίσσονται ότι τα σώματα έχουν μεν όλα μία ομοιότητα, αλλά έχουν και διαφορές. Άλλα είναι τα κοκαλάκια ενός μικρού παιδιού στη θέα τους και άλλα ενός ενήλικα. Άλλα ενός ανθρώπου και άλλα κάποιου ζώου. Όταν όμως καούν, η στάχτη εξομοιώνει τα πάντα. Και στην περίπτωση αυτή που διατηρείται και δεν σκορπίζεται, δεν διακρίνονται οι διαφορές, έχουν εξαλειφθεί για πάντα. Μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έχει εξαφανιστεί και η εικόνα του ανθρώπου μόλις δε σκορπιστούν και τα υπολείμματα της στάχτης,μαζί με τα ψήγματα του κοινωνικού σεβασμού, οριστικοποιείται και η διαγραφή κάθε ίχνους παρουσίας του. Ο υπαρκτικός θάνατος έχει προσυπογράψει τον φυσιολογικό.

Το υπόλειμμα του ανθρώπου δεν είναι η ισοπέδωση και η απουσία, αλλά η ταυτότητα και του είδους και του προσώπου και η παρουσία. Ο αγώνας να διατηρήσουμε τα οστά, τα λείψανα, ο,τι περισσότερο από τον άνθρωπο μπορούμε σ᾿ αυτόν τον κόσμο, ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται το πρόσωπό του στον άλλο. Ο σεβασμός μας στα νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.

Οι νεκροί δεν είναι «πεθαμένοι» αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο «νεκροταφεία» και επιμένει στον όρο «κοιμητήρια». Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεώς τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.

Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δυό, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται – αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.

Η ψυχή ζεί. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητος ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρι. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μία εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!

Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρι τους η η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγυτα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητος. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζές της. Αν αυτά κάψει, θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θα έχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.

Η ψυχή υπάρχει, ζεί και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά θάνατον. Βλέπει και μπορεί να αντικρύσει την καύση του. Άραγε θα την εγκρίνει; Η ίδια στην κατάσταση που είναι δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες ούτε και όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα.

Η ασέβεια επάνω της όμως φθείρει εμάς. Το ηθικό κριτήριο σε μία τόσο καίρια απόφαση για την Εκκλησία είναι πνευματικό δεν έχει να κάνει με τις επιλογές μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας που αρνείται την αθανασία της, αλλά με τις προτιμήσεις της αθάνατης ψυχής, της ψυχής που επιβεβαιώνει την αιωνιότητά της.

Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ᾿ αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας: από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, η να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρύσει για τελευταία φορά την οικεία σ᾿ αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πως εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ᾿ αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.

Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου. Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι᾿ αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι᾿ αυτόν που αποδέχεται.

Έτσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μόνον έλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του «πολιτισμένου» κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες. Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπερ-απασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.

Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνον μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο.

Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου. Η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -και ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον … κάψουμε εμείς! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί. Είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί να τον κάψει.

Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος: τον μηδενισμό της. Μία κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μία κοινωνία που καίει τους νεκρούς της, μία κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μία κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μία κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), η όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν, με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθείας, είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου, η καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μία απλώς χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητος και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεικότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζεί την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ᾿ όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.

http://www.vimaorthodoxias.gr/eipan/taf ... nia-mnimi/
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: ΤΑΦΗ Ή ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ .Τι λέει η Ορθοδοξία.

6
Αποπροσανατολισμός και Άγιος ο Θεός!


Του Μάνου Χατζηγιάννη

«Ευλογίες» και «αφορισμοί» πάλι από χθες αναφορικά με την κυβερνητική πρόθεση σχετικά με την αποτέφρωση των νεκρών.

Τη δυνατότητα δημιουργίας ιδιωτικών Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών (ΚΑΝ) προανήγγειλε ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης στη Βουλή, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της Άννας Βαγενά, η οποία μάλιστα με αφορμή την πρόσφατη αποτέφρωση του συζύγου της, γνωστού τραγουδιστή Λουκιανού Κηλαηδόνη στην Βουλγαρία, ισχυρίστηκε πως “η αποτέφρωση δεν έχει να κάνει με το θρησκευτικό συναίσθημα και σε όσους πιστεύουν το αντίθετο τους λέω ότι εγώ κάθε μέρα κάνω τον Σταυρό μου προσεύχομαι στην Παναγία”.

Προφανώς στο αριστερομπερδεμένο μυαλό κάποιον δεν χωράει πως θεμέλιος λίθος της ορθόδοξης πίστης μας είναι η Ανάσταση του Κυρίου μας και η Δευτέρα Παρουσία.


Πάντως εντύπωση προκαλεί πως επανέρχεται εκ νέου το θέμα για δημιουργία εντυπώσεων. Ο αρμόδιος υπουργός Σκουρλέτης υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν στους Δήμους να δημιουργήσουν ΚΑΝ σε ειδικούς χώρους ή εντός των υπαρχόντων κοιμητηρίων. Ωστόσο, «σκοταδιστικές δυνάμεις» όπως είπε, «εμποδίζουν την κατασκευή αποτεφρωτηρίων και το δικαίωμα να επιλέγει κάποιος τον τύπο της κηδείας».


Πόσο εύκολο είναι πάλι σε μια περίοδο που τα οικονομικά της χώρας είναι σε άθλια κατάσταση και η κυβέρνηση εξευτελίζεται καθημερινώς σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, η συζήτηση να εκτραπεί εκ νέου σε άσχετα θέματα; Και ποιος είναι ο μόνιμος “εχθρός”; Η Εκκλησία… Όποτε στριμώχνεται η κυβέρνηση πιπιλάει την γνωστή καραμέλα….


Το πόσο γελοία είναι αυτή η κυβερνητική πρακτική διαφαίνεται και από το γεγονός πως την ίδια συζήτηση για την καύση των νεκρών είχαμε και πριν από ένα χρόνο όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμφάνισε νομοθέτημα που υποχρέωνε τους ιερείς να τελούν νεκρώσιμη ακολουθία ακόμη και σε όσους επιλέγουν αποτέφρωση.


Τότε η ΔΙΣ είχε αντιδράσει και σε ανακοίνωσή της ανέφερε:

“Η ΔΙΣ ασχολήθηκε με το εκκρεμές νομοσχέδιο με τίτλο «Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις», κατά το άρθρο 21 του οποίου καθένας μπορεί να επιλέξει, μεταξύ άλλων, τον «τύπο τελετής της κηδείας» του και η δήλωση αυτή είναι υποχρεωτική για όλα τα όργανα ή υπηρεσίες «που επιμελούνται της ταφής του νεκρού», αρκεί να μην προσκρούει σε «κανόνες δημόσιας τάξης, υγιεινής ή στα χρηστά ήθη».


Με την παραπάνω γενική διατύπωση παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία της ορθόδοξης Εκκλησίας, οι ιερείς της οποίας δεν μπορούν διά νόμου να υποχρεωθούν να τελέσουν εξόδιο ακολουθία, εάν κάποιος ζήτησε θρησκευτική κηδεία, αλλά με την ίδια ή άλλη δήλωση είχε επιλέξει την αποτέφρωση της σωρού του.


Υπενθυμίζεται ότι κατά την σύγχρονη διαδικασία της κατ’ ευφημισμόν «αποτεφρώσεως» μετά την καύση της σωρού σε κλίβανο, ο ανθρώπινος σκελετός ρίχνεται σε ηλεκτρικό σπαστήρα (μίξερ, cremulator), θρυμματίζεται και μετατρέπεται σε σκόνη. Η Ιερά Σύνοδος αρνείται ότι είναι αξιοπρεπές για τον νεκρό να καεί σε κλίβανο και να θρυμματισθεί σε μίξερ και δεν διακρίνει ιδιαίτερες διαφορές της σύγχρονης «αποτέφρωσης νεκρών» και της «διαδικασίας ανακύκλωσης απορριμμάτων». Η Εκκλησία θεωρεί το ανθρώπινο σώμα ως ναό του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 6,19) στοιχείο της υποστάσεως του ανθρώπου, που έχει πλασθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού (Γεν. 1,24) και για τον λόγο αυτό η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση αντιμετωπίζει το νεκρό σώμα όχι ως «στερεό απόβλητο», όπως οι απολογητές της αποτέφρωσης, αλλά το περιβάλλει με σεβασμό και τιμή ως έκφραση αγάπης προς το κεκοιμημένο μέλος Της.


Δυστυχώς ορισμένοι Δήμοι αντί να αντιμετωπίσουν την λειτουργική κατάσταση των κορεσμένων ή προβληματικών κοιμητηρίων τους, σπεύδουν να δηλώσουν έτοιμοι για δαπάνες αγοράς οικοπέδων και εξοπλισμού για την εγκατάσταση κέντρων αποτέφρωσης, ουσιαστικά υπονοώντας, ότι όποιος επιμένει στην παράδοση της ταφής, θα συνεχίσει να υφίσταται απαξιωτική μεταχείριση. Μεθοδολογία ακρωτηριασμού δηλαδή, αντί θεραπείας του προβλήματος, που διαιωνίζεται εκβιαστικά υπέρ της αποτέφρωσης, ώστε η τελευταία να διαφημίζεται ως δήθεν αξιοπρεπής για τον νεκρό και λιγότερο δαπανηρή ή μακάβρια για τους οικείους. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνοντας μέριμνα για τον ορθόδοξο Λαό, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε την σύσταση Επιτροπής, η οποία θα υποβάλλει σχετική εισήγηση, ώστε να υπάρξει διαβούλευση της Εκκλησίας με τους αρμόδιους κρατικούς και αυτοδιοικητικούς φορείς”.


Βέβαια τι έγινε με εκείνη την Επιτροπή και την υποτιθέμενη διαβούλευση ποτέ δεν μάθαμε…

Υπάρχει νόμος από το 2006

Απόδειξη πως πρόκειται για κυβερνητική κοροϊδία και επιχείρηση νέου αποπροσανατολισμού του λαού είναι και το γεγονός πως ο νόμος δίνει ήδη τη δυνατότητα για την καύση των νεκρών. Συγκεκριμένα στο Νόμο 3448/2006 Άρθρο 35 αναφέρονται τα εξής :

1. Επιτρέπεται η αποτέφρωση νεκρών, ημεδαπών ή αλλοδαπών, των οποίων οι θρησκευτικές πεποιθήσεις επέτρεπαν τη μετά θάνατον αποτέφρωση.
2. Προϋπόθεση για την αποτέφρωση είναι η προηγούμενη ρητή, χωρίς όρο ή αίρεση, δήλωση του θανόντος για τη σχετική επιθυμία του ή η αντίστοιχη δήλωση των συγγενών του, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, έως και τον τέταρτο βαθμό, κατά σειρά τάξεως. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συγγενών που βρίσκονται στην ίδια τάξη, η σχετική απόφαση λαμβάνεται από τον Εισαγγελέα, στην περιφέρεια του οποίου φυλάσσεται ο νεκρός. Προκειμένου για ανήλικα τέκνα, η δήλωση γίνεται και από τους δύο γονείς ή από εκείνον που ασκεί τη γονική μέριμνα κατά τα άρθρα 1510 επ. του Αστικού Κώδικα.
3. Η άδεια αποτέφρωσης χορηγείται από το Δήμο ή την Κοινότητα, όπου λειτουργεί το Κέντρο, στο οποίο γίνεται η αποτέφρωση.
4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι χώροι δημιουργίας Κέντρων Αποτέφρωσης Νεκρών, οι όροι και ο έλεγχος λειτουργίας τους, καθώς και ειδικότερες προϋποθέσεις αποτέφρωσης. Για τον καθορισμό των χώρων αποτέφρωσης νεκρών απαιτείται γνώμη του οικείου Δήμου ή Κοινότητας. Με κοινή απόφαση των ανωτέρω Υπουργών ρυθμίζονται ειδικότερα σχετικά ζητήματα, καθώς και ζητήματα με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.»

Τι έλεγε ο Χριστόδουλος

Γυρίζοντας το χρόνο πίσω έχει σημασία να αναφερθεί η τοποθέτηση του Μακαριστού Χριστόδουλου σε ημερίδα για το θέμα. «Ἔχομεν, τάχα, ἐξ ἐπόψεως χριστιανικῆς, τό δικαίωμα νά διαθέτωμεν τό σῶμα μας, ὅπως ἐμεῖς θέλομε; Εἶναι δικό μας τό σῶμα γιά νά τό διαθέτουμε, ὅπως θέλομε; Βεβαίως οἱ σύγχρονες δημοκρατικέςἀντιλήψεις θά ἔδιδαν καταφατικήν ἀπάντησιν στό ἐρώτημα αὐτό. Ἀλλά μήπως, ἔτσι, ἀνοίγεται ἕνας δρόμος καί γιά πολλές ἄλλες πρακτικές;

Γιατί, τάχα, θά ἔχω τό δικαίωμα νά διαθέσω τό σῶμα μου μετά θάνατόν μου, ὅπως ἐγώ θέλω, καί δέν θά ἔχω τό δικαίωμα νά ἐπιλέξω τήν ὥραν τοῦ θανάτου μου ἤ καίτόν τρόπον τοῦ θανάτου μου; Μήπως, ἑπομένως, μέ αὐτόν τόν τρόπον διανοίγωμεν καί μίαν ἄλλην διέξοδον διά τήν νομιμοποίησιν τῆς εὐθανασίας; Ἐρωτήματα εἶναι αὐτά, τά ὁποῖα, βεβαίως, καί πρέπει νά ἀπαντηθοῦν. Μπορῶ νά πῶ, ὅμως, ὅτι σύμφωνα μέ τήν διδαχήν τῆς Ἐκκλησίας μας τό σῶμα μας δέν εἶναι κτῆσις μας, εἶναι χρῆσις μας. Ἔχομε τό δικαίωμα νά τό χρησιμοποιοῦμε καί δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας. «Οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν«, γράφει ὁ Ἀπόστολος, «ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς«.»

Πάντως ο Μακαριστός Χριστόδουλος διευκρίνισε ότι το θέμα δεν είναι δογματικό. «Καί τοῦτο, διότι ὁ τρόπος τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ σώματος δέν ἔχει, κατά κάποιον τρόπον, ἄμεσον σχέσιν μέ τά πιστεύματά μας», σημείωνε. Έδωσε όμως και την άλλη άποψη υπογραμμίζοντας «Μήπως εἶναι μία παράδοσις ἡ ταφή καί ὄχι ἡ καῦσις; Καί ἐάν εἶναι παράδοσις, δέν εἶναι ἀξιοσέβαστος; Καί μήπως διά τῆς παραδόσεως παρεισάγεται, ἐμμέσως, ὄχι ἀμέσως, θέμα δογματικῆς εὐθυγραμμίσεως; Μήπως, μέ ἄλλα λόγια, ἡ μακραίωνη παράδοσις ἐμμέσως ὁδηγεῖ σέ μία πολύ σοβαράν ὑπόστασιν τῆς ταφῆς καί ὄχι τῆς καύσεως;»


Και συνεχίζοντας τόνιζε πως κάποιες παραδόσεις έχουν καθιερωθεί ως «άγραφο δόγμα»…


Τα έωλα επιχειρήματα

Αρκετοί πάντως έχουν επιχειρήσει κατά καιρούς με επιχειρήματα τα οποία έχουν σχέση με την οικολογία, την υγιεινή, τη χωροταξία και γενικότερα με λόγους χρηστικούς, να αντιπαλέψουν την άποψη της Εκκλησίας. Άλλοι αναφέρονται στην αρχαιότητα. Ειδικά για το τελευταίο απαντά ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος στην ίδια ημερίδα λέγοντας: «Ὅπου ἐφαρμοζόταν στήν ἀρχαιότητα ἡ καύση τῶν νεκρῶν συνδεόταν πάντοτε μέ δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τό ἕνα, ὅτι γινόταν μέ θρησκευτική ἱεροτελεστία, καί τό ἄλλο ὅτι πουθενά δέν ἐφαρμοζόταν ὡς μέθοδος πλήρους ἀποτεφρώσεως, ἀλλά μετά τήν καύση τῶν σωμάτων συνέλεγαν τάἐναπομείναντα ὀστᾶ, τά τοποθετοῦσαν σέ πολυτελεῖς λάρνακες καί τά ἔθαπταν σέ εἰδικούς τάφους. Δηλαδή, γινόταν καύση καί ταφή σωμάτων καί ὄχι ὁλοκληρωτική καί πλήρης ἀποτέφρωση. Ἡ ἀποτέφρωση σέ εἰδικούς κλίβανους εἶναι νεώτερη συνήθεια, ἄγνωστη στούς ἀρχαίους χρόνους. Αὐτό πρέπει ἰδιαιτέρως νά ὑπογραμμισθῆ.»


http://www.pentapostagma.gr/2017/03/νέα ... -το-ζ.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Δογματική, μυστήρια και εορτές”